Αβέρωφ
Φαίη
«Σῶσον με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος». Αὐτή ἡ προσευχητική κραυγή τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ, μέ τήν ὁποία ἀρχίζει ὁ ἑνδέκατος ψαλμός, ἀνταποκρίνεται πλήρως στό αἴσθημα πολλῶν συγχρόνων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἀντιλαμβάνονται ὅτι τά πράγματα μέσα στίς κοινωνίες μας, ἀκόμη καί τίς ὀρθόδοξες, κινοῦνται ἀπό ἀνθρώπους πού δέν γνωρίζουν οὔτε τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, οὔτε τό πῶς ἀποκαλύπτεται καί τό πῶς ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα στόν κόσμο. Ζοῦν, πολιτεύονται καί κυβερνοῦν «ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ». Καί τό τραγικό εἶναι ὅτι τόν ἀθεϊσμό τους τόν θεωροῦν φυσική κατάσταση, αὐτονόητο δεδομένο, ἐνῷ τήν πίστη στό Θεό ἰδιορρυθμία, σύμπτωμα ψυχολογικῆς καχεξίας ἤ ἀκόμη ὡς μιά παράδοση προερχόμενη ἀπό κάποιο σκοτεινό παρελθόν κοινωνικῆς καί διανοητικῆς ὑπανάπτυξης.
«Σῶσον με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος». Ἡ σύγχρονη ἑλληνική πραγματικότητα γεννᾶ πολλούς καί βαθεῖς ἀναστεναγμούς, ὄχι βέβαια σέ ὅλους τούς Ἕλληνες, διότι δέν στεναχωριοῦνται ὅλοι ἀπό τήν ὑστέρηση ἤ τήν ἀποτυχία μας σέ θέματα οὐσιώδη. Ἡ πλειοψηφία χαίρεται ἤ λυπᾶται γιά τά ἐπουσιώδη. Οἱ βαθεῖς ἀναστεναγμοί βγαίνουν ἀπό αὐτούς πού βλέπουν τήν πολυθρύλητη κρίση πολύ πέρα ἀπό τά στενά ὅρια τῆς οἰκονομίας. Γι’ αὐτούς δέν εἶναι μόνο τά μνημόνια πού γεννοῦν καταθλιπτικά ἐρωτήματα, ὅπως: Ποῦ πᾶμε; Πότε θά φανῇ κάπου κάποια διέξοδος; Γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν καί πολλές ἄλλες αἰτίες γιά τέτοια ἐρωτήματα, πού ἀφοροῦν ἄλλης φύσεως ἀδιέξοδα, σημαντικότερα ἀπό τά οἰκονομικά, τά ὁποῖα ὅμως ἀπό τούς πολλούς παραθεωροῦνται. Παρατηρεῖται μάλιστα τό περίεργο φαινόμενο, ἄνθρωποι ἀπό ὅλες τίς βαθμίδες τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, καί κάποιοι μέ θέσεις ὑψηλῆς κοινωνικῆς εὐθύνης, ἐνῷ ἀσφυκτιοῦν (ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ὑπάρξεις) μέσα σέ νοοτροπίες ἔλλειψης πνευματικοῦ ὀξυγόνου, νά θεωροῦν, παραδόξως, αὐτήν τήν πνευματική ἀσφυξία ὡς ἔνδειξη ψυχολογικῆς ὑγείας, κατάκτηση ἐλευθερίας καί προόδου. Στήν σύγχρονη τέχνη μπορεῖ κανείς νά δῇ αὐτήν τήν ἀσφυξία τῆς δῆθεν ἐλευθερίας καί τῆς προόδου.
Αὐτή ἡ ἀντιστροφή τῆς πραγματικότητας μπορεῖ καί ἐπικρατεῖ διότι «ἐκλέλοιπεν ὅσιος», δηλαδή, κατά τόν Εὐθύμιο Ζιγαβηνό, ἔχει ἐκλείψει ὁ «τά πρός τόν Θεόν εὐσεβής», αὐτός πού ἔχει ὀρθή πίστη καί ὀρθή ἀναφορά πρός τόν Θεό, αὐτός πού ἔχει ἀνοικτό ὀπτικό πεδίο πρός τό βάθος καί τό ὕψος τῶν προσταγμάτων καί τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὅσιοι-εὐσεβεῖς ἔχουν ἐκλείψει γιά δύο λόγους: εἴτε γιατί ἕνας ἕνας ἀφήνουν αὐτόν τόν μάταιο κόσμο, εἴτε γιατί διώκονται «παρά τῶν ἀνοσίων», ὥστε νά μήν ἐπιδροῦν καθοδηγητικά καί φωτιστικά μέ τόν λόγο καί τόν «ἀνόμοιο» πρός τούς πολλούς βίο τους, στίς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ λόγος τους πολεμᾶται, διαστρέφεται, διαβάλλεται ὡς λόγος ἐκτός ἐποχῆς, «ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων». Οἱ ἄνθρωποι δέν ἀντέχουν ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια. Κάνουν ἐπιλογές. Δέν παίρνουν ἀκέραιο τόν εὐαγγελικό λόγο. Μιλοῦν γιά τήν ἀγάπη, ἀλλά δέν μιλοῦν γιά τήν κόλαση. Φτιασιδώνουν τήν ἑωσφορική ὑπερηφάνεια καί τήν ἰδιοτέλεια μέ ἀντιευαγγελικές θεωρίες περί «προσώπου», ἐξοβελίζοντας τήν εὐαγγελική ἄσκηση, τήν ὁποία ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος, γιά νά γίνῃ ἀπό «παλαιός» καινούργιος «ἀνακαινούμενος κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι ὁ Δαβίδ δέν λέει στόν Ψαλμό του, «ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι», διότι οἱ ἀλήθειες δέν ἔχουν λιγοστέψει, δέν ἔχουν χαθῇ. Δέν χάνονται γιατί εἶναι «τό ὄντως ὄν». Οἱ ἀλήθειες «ὠλιγώθησαν ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων». Λιγοστεύουν στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖες σταδιακά σωπαίνουν καί νεκρώνονται. Οἱ ἀλήθειες γιά τίς ὁποῖες μιλάει ὁ Δαβίδ δέν εἶναι κάποιοι ἠθικοί κανόνες μιᾶς ἀνθρώπινης φιλοσοφικῆς ἠθικῆς, οὔτε νόμοι κάποιου Κράτους, πού ἡ ἐξέλιξη τῶν κοινωνιῶν παλιώνει καί ἀποδεικνύει ἄχρηστους. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἑαυτό Του καί γιά τήν κτίση, ἰδιαίτερα γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τήν διατύπωση τοῦ ἀπ. Παύλου εἶναι «ποίημά»Του «[κτισθείς] ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς».
Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ποίημα» τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο κτίσθηκε μέ πρότυπο τόν Χριστό («κατ’ εἰκόνα Θεοῦ») καί ἀναδημιουργήθηκε ἀπό τόν Χριστό διά τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τό σύνολο τῶν ἀρετῶν (τά ἀγαθά ἔργα γιά τά ὁποῖα δημιουργηθήκαμε) εἶναι οἱ ἀλήθειες πού δέν λιγοστεύουν, δέν χάνονται, (εἶναι «τό ὄντως ὄν»), ἐγκαταλείπονται ὅμως ἐπιλεκτικά ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὁ Ζιγαβηνός ἀναφερόμενος στούς ἀνθρώπους πού ἔχει ὑπόψη του ὁ Δαβίδ, στούς ὁποίους «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι», σημειώνει: «περί γάρ τά καίρια μέν ἐψεύδοντο· ἐν δέ τοῖς ἐλαχίστοις πράγμασιν, ἠλήθευον». Συνέβαινε σ’ αὐτούς κάτι τό πολύ συνηθισμένο στήν ἐποχή μας. Ἔλεγαν (καί λέγονται) ψέματα στά σημαντικά θέματα, ὅπως εἶναι ὁ Θεός, ἡ σχέση Του μαζί μας, καί ἀλήθειες γιά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου, τά ὁποῖα μπορεῖ νά κάνουν πιό ἄνετη τήν ζωή μας, δέν μᾶς κάνουν ὅμως καλύτερους. Ἡ ἀνάπτυξη, γιά παράδειγμα, τῆς πληροφορικῆς πού βελτιώνει τήν καθημερινότητά μας, ὀφείλεται σέ ἐπιστημονικές ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν ἐλαφρύνουν τήν ψυχή μας, οὔτε μᾶς χαρίζουν τό φῶς τῆς μέλλουσας δόξας, πού εἶναι σημαντική ἀκαθαίρετη ἀλήθεια.
Ὁ Δαβίδ συνεχίζει στόν Ψαλμό του: «μάταια ἐλάλησεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ, καὶ ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά». Μάταια εἶναι τά ἀπατηλά. Μέ τήν κίβδηλη ζωή μας ἐξαπατοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους. Ἐδῶ περιγράφεται μιά κοινωνία ὅπου ὁ δόλος καί ἡ ὑποκρισία ἐπικρατοῦν. Εἶναι πολύ δυνατή ἡ ἔκφραση: «χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ». Τά χείλη εἶναι δόλια, γιατί δέν ἐκφράζουν αὐτό πού ἔχει μέσα της ἡ καρδιά. Ἡ καρδιά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν κόσμο μέσα ἀπό «δόλια χείλη». Δηλαδή, οἱ ἄνθρωποι (ἡ πλειονότητά τους, κατά τόν προφητάνακτα Δαβίδ) ὑποκρίνονται, κρύβουν τίς προθέσεις καί τίς διαθέσεις τους. Λένε ψέματα. Τό φρικτότερο ὅμως ἀπό τήν ὑποκρισία εἶναι ὅτι «ἕκαστος […] ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά». Ὁ νοῦς φορτίζει τήν καρδιά μέ κακούς λογισμούς. Ἡ ὑποκρισία καί ἡ κακότητα χαρακτηρίζουν τόν «παλαιό ἄνθρωπο», ὁ ὁποῖος ζῇ κίβδηλη ζωή καί «λαλεῖ» «μάταια […] πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ».
Κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο ὁ Ψαλμός αὐτός εἶναι προφητικός. Ἀναφέρεται στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγνωμοσύνη καί ὑποκρισία τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων καί στήν νίκη τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἀνάστασή Του· «νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι ἐν σωτηρίῳ, παῤῥησιάσομαι ἐν αὐτῷ». Εἶναι ἐκφραστική ἡ ἐπιγραφή τοῦ Ψαλμοῦ: «Εἰς τό τέλος, ὑπέρ τῆς ὀγδόης». Ἡ «ὀγδόη», κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, εἶναι «ἡ τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσιμος ἡμέρα, καθ’ ἥν τῶν ἡμετέρων κόπων ἀποληψόμεθα καρπούς». Ὅμως, ὁ Ψαλμός ἐκφράζει καί τόν πόνο τοῦ Δαβίδ, καί διαχρονικά τόν πόνο τῶν δικαίων, πού προσεύχονται «σωθῆναι ἀπό τῶν ἐπικρατούντων πονηρῶν ἀνθρώπων»(Ζιγαβηνός).
Ὁ Δαβίδ ἐπαναλαμβάνει τήν προσευχητική κραυγή μέ τήν ἑξῆς διατύπωση: «Σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καὶ διατηρήσαις ἡμᾶς ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ εἰς τὸν αἰῶνα». Ἐσύ νά μᾶς φυλάξῃς «ἀπό τῶν ἔξωθεν πολεμούντων» καί νά μᾶς διατηρήσῃς «ἀπό τῶν ἔσωθεν ἐπιβουλευόντων»(ὅ.π.). Ζητᾶ νά τόν φυλάξῃ ὁ Θεός ἀπό τούς ὁρατούς ἐχθρούς καί νά τόν διατηρήσῃ ἀπό τούς ἀοράτους (ἅγιος Νικόδημος).
Εἶναι σαφές ὅτι τόν ἴδιο στίχο μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε ἀπέναντι στήν δική μας σύγχρονη ἑλληνική πραγματικότητα.
«Σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καὶ διατηρήσαις ἡμᾶς», διότι ὡς λαός δέν φυλακιστήκαμε μόνον στά μνημόνια. Δέν παραχωρήσαμε μόνον στούς διεθνεῖς συνιδιοκτῆτες τῆς χώρας μας μέρος τῆς ἐθνικῆς μας κυριαρχίας. Ἀπεμπολήσαμε ἑκουσίως καί μάλιστα μέ «προοδευτική» ὑπερηφάνεια, χωρίς καμμιά ἐξωτερική πίεση, ἀρχές καί παραδόσεις πού μᾶς στήριξαν καί μᾶς στηρίζουν, ὡς ἄτομα καί ὡς λαό, αἰῶνες τώρα. Νομοθετικά διαβλήθηκε ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας. «Θεσμοθετήθηκαν» ἀφύσικες «μετανεωτερικές οἰκογένειες». Προβλήθηκαν καί προβάλλονται μέ «ὑπερηφάνεια» ψυχικά καί πνευματικά νοσήματα. Ἀποδομοῦνται θεμελιώδη μαθήματα στήν στοιχειώδη καί μέση ἐκπαίδευση. Τά Θρησκευτικά καί ἡ Ἱστορία «μεταρρυθμίζονται» μέ προβαλλόμενο στόχο τήν ἀπορρύθμιση καί τήν ἀναδόμηση τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐφήβων.
Θέλουμε νά συντονισθοῦμε μέ τίς «ἀνοιχτές» δυτικές κοινωνίες, στίς ὁποῖες δέν χωρᾶ ὁ εὐαγγελικός λόγος: «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω.8,32). Ἡ ἐλευθερία ὑψώθηκε σέ εἴδωλο αὐτόνομης ἀξίας. Μέσα, μάλιστα, στήν ἰσοπεδωτική δικαιοσύνη τοῦ κοινωνικοῦ φιλελευθερισμοῦ ὅλες οἱ ἀπόψεις καί ὅλες οἱ ἐπιλογές θεωροῦνται ἰσοβαρεῖς καί ὅμοια σεβαστές. Προβάλλεται μιά «εὐρυχωρία» πού χωρᾶ, χωρίς διακρίσεις καί ἀξιολογήσεις, τήν ἀλήθεια καί τό ψέμα, τήν ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεση, τό φυσικό καί τό ἀφύσικο, τό καλό καί τό κακό. Ὁ Φιλελευθερισμός, δηλαδή, οἰκοδομεῖ τίς πολιτεῖες πού τόν ἔχουν δεχθῆ ὡς τό θεωρητικό θεμέλιό τους, «πέρα ἀπό τό καλό καί τό κακό». Μέ λίγα λόγια ὁ Νίτσε ἔφυγε, ἀλλά τό «πρόγραμμά» του μένει…
«Σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καὶ διατηρήσαις ἡμᾶς».
Πηγή Εκκλησιαστική Παρέμβαση [Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου]
Εικόνα ‘Ορφανό κορίτσι στα κοιμητήρια, 1823′ του Ευγένιου Ντελακρουά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου