Τοῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Πάν. Ἀθηνῶν
180 χρόνια (1837-2017) ἀπὸ τὴν ἵδρυσιν τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν
Οἱ Βαυαροὶ ἀνέλαβαν στὴν Ἑλλάδα
συγκεκριμένη ἀποστολή, χωρὶς νὰ πρέπει νὰ ζητοῦμε σ αὐτὴν πάντοτε
κακόβουλες ἡ συνωμοτικὲς διαθέσεις. Ἐπιδιώκοντας νὰ δημιουργήσουν στὴν
ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἕνα σύγχρονο Κράτος, θέλησαν νὰ κατασκευάσουν τὰ
κατάλληλα νομικά, κοινωνικά, πνευματικὰ καὶ πολιτικὰ πλαίσια, ὥστε τὸ
νέο Κράτος νὰ γίνει εὐρωπαϊκὸ[2]. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ παράλληλά το
Κράτος αὐτὸ νὰ μπορέσει νὰ παίξει τὸ ρόλο τοῦ πολιτιστικοῦ καταλύτη σ’
ὅλη τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή. Σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἐντάχθηκε καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ
ἀθηναϊκοῦ Πανεπιστημίου[3]. Ἤδη ὁ Maurer στὰ 1835 εἶχε ὑποστηρίξει «τὴν
ὑψηλὴ σκοπιμότητα μιᾶς ἀνώτατης Σχολῆς ἐπιστημῶν στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ἡ
ὁποία θὰ μεταβιβάσει στὴν Ἀνατολὴ τὰ φῶτα, ὅσα θὰ παίρνει ἀπὸ τὴ
Δύση»[4]. Βέβαια, στὴ συνείδηση τῶν Βαυαρῶν ὡς Δύση «κατ' ἐξοχὴν» δὲν
μποροῦσε νὰ νοεῖται κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴ Γερμανία. Ἔτσι, τὸ ὅλο ἑλληνικὸ
ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ἀποτέλεσε πιστοτάτη μίμηση γερμανικῶν καὶ
γερμανογενῶν προτύπων[5].
Συνεργοὶ τῶν Βαυαρῶν σ’ αὐτὴν τὴν
προσπάθεια βρέθηκαν οἱ ὀπαδοὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἰδέας, σπουδασμένοι στὴ
Δύση καὶ δυτικίζοντες, μία μειοψηφία φυσικὰ μέσα στὸ πληθυσμικὸ σύνολο – ὁ
Λαὸς στὴν πλατειὰ διαστρωμάτωσή του ἔβλεπε πάντα μὲ δυσπιστία τὴ
«Φραγκιά» -, ἀλλὰ ποὺ εἶχαν τὴν πολιτικὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλουν τὴ βούλησή
τους.
Αὐτὸς ὁ στόχος συνδέθηκε ἄμεσα στὴν
πράξη μὲ τὴν κατάρτιση τῶν καθηγητῶν τοῦ Ἱδρύματος. Ο Maurer ὁμολογεῖ
ἀπροκάλυπτα, ὅτι μέσα στὸ πρόγραμμα τῶν Κυβερνώντων ἦταν ἐξ ἀρχῆς καὶ ἡ
ἀποστολὴ νέων, κατὰ προτίμηση τέκνων Ἀγωνιστῶν, γιὰ νὰ σπουδάσουν στὸ
Μόναχο, ὥστε ν’ ἀναλάβουν τὴν πνευματικὴ ἡγεσία τῆς Χώρας [6].
Ἡ Ἀντιβασιλεία, πάντως, ἑδραίωσε τὸν
συγκεντρωτικὸ κρατικὸ ἔλεγχο στὰ ἐκπαιδευτικὰ πράγματα. Ἡ παιδεία (καὶ ἡ
θρησκευτικὴ) ἐντάχθηκε στὰ πλαίσια τῆς κρατικῆς σκοποθεσίας καὶ
μεταβλήθηκε σὲ ὑπηρετική των ἐπιδιώξεων τῆς κρατικῆς ἰδεολογίας[7], ἀφοῦ
πρῶτα ἀποεκκλησιοποιήθηκε, γιὰ νὰ καταστεῖ ἔτσι δυνατὴ ἡ κρατικοποίηση
καὶ ἐκκοσμίκευσή της. Καὶ αὐτοὶ οἱ Κληρικοί, ποὺ θὰ χρησιμοποιηθοῦν στὴν
ἐκπαίδευση, θὰ εἶναι ἁπλοὶ κρατικοὶ ὑπάλληλοι, ποὺ θὰ καλοῦνται νὰ
διακονοῦν ὄχι τὴν Ἐκκλησία, ὡς λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ Κράτος καὶ τὴν
ἰδεολογία τοῦ[8].
Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς ἴσχυσαν καὶ στὴ
δόμηση τοῦ πρώτου Ἑλληνικοῦ Πανεπιστημίου καί, φυσικά, καὶ στὴ
συγκρότηση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συμπεριλήφθηκε
ἀνάμεσα στὶς Σχολές του, ὡς πρώτη μάλιστα στὴν ἀπαρίθμησή τους[9]. Ἡ
Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὀργανώθηκε σύμφωνα μὲ τὰ
πρότυπά των Γερμανικῶν Πανεπιστημίων, ἐφαρμόζοντας πιστά τα γερμανικὰ
προγράμματα[10]. Οἱ θεολογικὲς σπουδὲς διαιρέθηκαν στοὺς τέσσερις
γνωστοὺς στὴ Γερμανία τομεῖς: ἑρμηνευτικό, ἱστορικό, συστηματικὸ καὶ
πρακτικὸ μὲ ὅλη τὴν σχολαστικὴ διάρθρωσή τους. Βέβαια δὲν ὑπάρχουν ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ ἕδρες (οἱ καθηγηταὶ εἶναι ἀόριστά «της Θεολογίας»)[11], ἀλλὰ
εἶναι εὐδιάκριτη ἡ ἀντιστοιχία.
Ἡ ἐπιλογὴ τῶν πρώτων καθηγητῶν ἔγινε καὶ
αὐτὴ μὲ πολιτειακὰ κριτήρια. Ἀναζητήθηκαν σὲ δύο κατευθύνσεις. Πρῶτα
στοὺς εὐρωπαΐζοντες, γιατί ἀνάμεσά τους ὑπῆρχαν καὶ κληρικοὶ – θεολόγοι,
πρόθυμοι νὰ συμπράξουν στὸν ἐξευρωπαϊσμὸ τοῦ νέου Κράτους.
Συγκλονιστικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς διακριβώσεως αὐτῆς εἶναι ὁ πεισματικὸς
ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Κων. Οἰκονόμου. Δεύτερο στοὺς
γερμανοσπουδασμένους. Ἡ μεγάλη ἀνάπτυξη μάλιστα τῶν θεολογικῶν σπουδῶν
στὴ Γερμανία καὶ ἡ πρωτοπορία τῶν γερμανικῶν Πανεπιστημίων σ αὐτὸ τὸ
χῶρο θὰ ἐπιβάλουν τὴ νοοτροπία, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κανεὶς καθηγητὴς
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ἂν δὲν ἔχει κάμει σπουδὲς καὶ στὴ Γερμανία.
Ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ
γιὰ τὸν 19ο αἰώνα εἶναι περιπτώσεις Καθηγητῶν, ποὺ εἶχαν σπουδάσει σὲ
κάποιο ἄλλο «ἐξωτερικὸ» (λ.χ. Ρωσία), ἀλλὰ θεωρήθηκε ἀπαραίτητο νὰ
περάσουν καὶ ἀπὸ τὴ Γερμανία[12].
Οἱ πρῶτοι θεολόγοι καθηγητὲς ἦταν τρεῖς,
δύο τακτικοὶ καὶ ἕνας ἔκτακτος. Οἱ τακτικοὶ ἤσαν: 1) Ὁ Ἀρχιμ. Μισαὴλ
Ἀποστολίδης (1789 – 1862)[13], συνδεόμενος στενὰ μὲ τὸν Βασιλέα ὡς
διδάσκαλός του στὰ Ἑλληνικά. Ἰερατεύοντας πολλὰ χρόνια στὴν Εὐρώπη
(Τεργέστη), ἔκαμε συστηματικὲς σπουδὲς στὸ Μόναχο, « ἴνα ἐγκύψη
βαθύτερον εἰς συστηματικὴν σπουδὴν τῶν θεολογικῶν ἐπιστημῶν» [14].
Ἔμεινε πάντα πιστὸς στὸν Ὄθωνα καὶ τὴν πολιτειοκρατία καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ
ἀνάμειξή του στὴ «λύση» τοῦ ἑλλαδικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ προβλήματος στὰ
1850, ὡς καὶ οἱ ἐναντίον τοῦ ἐπιθέσεις[15]. 2) Ὁ Ἀρχιμ. Θεοκλητὸς
Φαρμακίδης (1784–1860)[16], συναρχιτέκτονας μὲ τὸν Maurer τῆς
πραξικοπηματικῆς ἑλλαδικῆς αὐτοκεφαλίας καὶ ὅλων των κατοπινῶν
ἐξελίξεων, σπούδασε ὡς ὑπότροφος τοῦ Λόρδου Γκίλφορδ ἤδη ἀπὸ τὸ 1819 στὸ
Gottingen[17]. Παρόλο ποὺ μία χρόνια φαρυγγίτιδα δὲν τοῦ ἔδινε τὴ
δυνατότητα νὰ διδάξει, ἐκλέχθηκε καθηγητὴς παραμένοντας καὶ Α'
Γραμματέας τῆς Συνόδου. Δίδαξε μὲν ἐλάχιστα[18], ἀλλὰ μὲ τὸ κύρος καὶ
τοῦ πανεπιστημιακοῦ Καθηγητῆ ὑπῆρξε ὁ ἐπισημότερος φορέας προτεσταντικῶν
ἰδεῶν, τὶς ὁποῖες ὑποστήριζε μὲ συνέπεια στὰ συγγράμματά του καὶ στὴν
ὅλη δράση του στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. 3) Ὁ Κων. Κοντογόνης
(1812–1878)[19], προστατευόμενος τοῦ Μ. Ἀποστολίδη, σπούδασε ἀπὸ τὸ 1830
στὸ Μόναχο καὶ τὴ Λειψία, προτεσταντικὴ θεολογία. Ὅταν διορίσθηκε, ἦταν
ἔκτακτος καθηγητὴς στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ καὶ ἐντεταλμένος μὲ παραδόσεις
στὴ Θεολογική.
Εἶναι γεγονός, ὅτι πολὺ ἐλλιπέστερα ἀπὸ
τὶς ἄλλες Σχολὲς λειτούργησε στὶς πρῶτες δεκαετίες ἡ Θεολογικὴ Σχολή.
Μέχρι τὸ 1864 δίδασκαν σ αὐτὴν ἕνας ἡ δύο καθηγητές. Ἀπὸ τὸ 1852 μέχρι
τὸ 1864 ὑπῆρχε ἕνας μόνο καθηγητής, ὁ Κ. Κοντογόνης, ποὺ δίδασκε σχεδὸν
ὅλα τα θεολογικὰ μαθήματα. Ἡ ἐπιρροὴ τῶν θεολόγων καθηγητῶν, μικρότερη
μέσα στὸ Πανεπιστήμιο καὶ μεγαλύτερη στὴν ἐξωπανεπιστημιακὴ τους δράση
(ὁμιλίες, περιοδικὰ κλπ.)[20], θὰ αὐξηθεῖ, ὅταν ἡ Σχολὴ θὰ ὀργανωθεῖ
καλύτερα στὴ δεκαετία τοῦ 1870. Στὸ μεταξὺ δίδαξαν σ αὐτὴν μερικὰ ἀκόμη
πρόσωπα ἐπιλεγμένα μὲ ἀνάλογα κριτήρια: 4) Ὁ Δαμιανὸς Λιβιερόπουλος,
σπουδασμένος στὴ Γερμανία, δίδαξε ὡς ἔκτακτος (1852-56)[21]• 5) Ὁ
Διονύσιος Κλεόπας[22] μὲ σπουδὲς στὸ Βερολίνο καὶ τὴ Λειψία, δίδαξε ὡς
τακτικὸς μόνο ἕνα ἔτος (1856/57)• 6) Ὁ Παναγ. Ρομπότης[23], μὲ σπουδὲς
πρῶτα στὴν Πετρούπολη καὶ ἔπειτα στὴ Γερμανία, ἔμεινε ἔκτακτος γιὰ μιὰ
δεκαετία (1858-1868) καὶ μετὰ δίδαξε ὡς τακτικὸς (1868-1875)• 7) Ὁ Ἀλέξ.
Λυκοῦργος[24], μὲ σπουδὲς στὴ Λειψία, τὴ Χάλλη καὶ τὸ Βερολίνο, δίδαξε
μόνο στὰ ἔτη 1864—1866, γιατί μετὰ ἐκλέχθηκε μητροπολίτης. Μὲ τοὺς
διορισμοὺς τοῦ Θεοκλήτου Βίμπου (τάκτ. 1867)[25], τοῦ Νίκ. Δαμαλὰ (ἐκτ.
1868, τάκτ. 1872)[26] καὶ τοῦ Ἀναστ. Διομήδους Κυριακοῦ (τάκτ. 1872)[27]
πέρασε ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ σὲ μιὰ περισσότερο ὀργανωμένη φάση της. Αὐτὴ
ὅμως ἡ πορεία ἐξηγεῖ τὸ περίεργο γεγονός, ὅτι τὸ πρῶτο πτυχίο τῆς δόθηκε
τὸ 1857, ἀκριβῶς δηλαδὴ 20 χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυσή της (πρῶτος
πτυχιοῦχος ὁ «ἐκ Κιεβίας ὁρμώμενος Πέτρος Νιντσίσκη)[28]. Ὀργάνωση
γερμανικὴ καὶ καθηγητὲς μὲ σπουδὲς στὴ Γερμανία εἶναι τὸ χαρακτηριστικό τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν, στὴν ἀρχικὴ φάση τῆς λειτουργίας της.
Οἱ γερμανικὲς ὅμως καὶ γενικότερα
εὐρωπαϊκὲς ἐπιδράσεις στὸ χῶρο τῆς Θεολογίας δὲν περιορίσθηκαν στὰ
ὀργανωτικά. Αὐτὸ ποὺ περισσότερο ἐνδιαφέρει, εἶναι οἱ ἰδεολογικὲς
ἐπιρροές, ἡ ἐξάρτηση τῆς ἑλλαδικῆς θεολογίας ἀπὸ τὴ γερμανική. Καὶ τὸ
πρόβλημα αὐτὸ ἔχει προκαλέσει μέχρι σήμερα πολλὲς συζητήσεις. Πρέπει δὲ
νὰ λεχθεῖ ἐδῶ, ὅτι ὁ χῶρος τῆς θεολογίας στὴν «καθ ἠμᾶς Ἀνατολὴν» εἶναι
ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο ἡ διαφοροποίηση τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως ἀπὸ
τὴ δυτικὴ φαίνεται πολὺ ἐντονότερα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐπιστήμη[29]. Ἡ
γερμανικὴ θεολογία τοῦ 19ου αἰώνα, ἀποτέλεσμα μιᾶς μακρᾶς διαδικασίας,
ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὴ «φιλελεύθερη» ὀρθολογιστικὴ
θεολογία τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴν κριτικὴ θεολογία τοῦ Schleiermacher
(+1834), τοῦ καντιανοῦ ἠθικισμοῦ καὶ εὐσεβισμοῦ, ὡς αὐτόνομη διανοητικὴ
λειτουργία, διαφοροποιεῖται ριζικὰ ἀπὸ τὴ θεολογικὴ παράδοση τῆς
ἑλληνορθόδοξης Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία ἀκολουθώντας μίαν ἐντελῶς διαφορετικὴ
ἱστορικὴ πορεία, δὲν θεώρησε ποτὲ τὴ Θεολογία ὡς ἁπλὴ
σχολικὴ-ἐπιστημονικὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ ἀδιάσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἄσκηση
καὶ τὴ νήψη (κάθαρση) τῆς καρδίας καὶ μέθοδο σωτηρίας, δηλαδὴ θεώσεως
τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ δοξασμοῦ τῆς[30].
Ἐνῶ, λοιπόν, στοὺς ἄλλους χώρους τῆς
ἐπιστήμης ἡ γερμανικὴ ἐπίδραση μποροῦσε νὰ ἀποβεῖ ὄχι μόνο θετική, ἀλλὰ
αὐτόχρημα εὐεργετική, στὴν περιοχὴ τῆς Θεολογίας καὶ ἡ ἐλάχιστη ἐπίδραση
ἦταν δυνατὸν νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς παραδόσεως.
Καὶ εἶναι, βέβαια, γεγονός, ὅτι στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἡ Θεολογία μπορεῖ
νὰ θεωρηθεῖ – καὶ ὀρθόδοξα – ὡς ἐπιστημονικὴ ἔρευνα τῶν μαρτυριῶν
(ἰχνῶν) τῆς πορείας καὶ παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἱστορία , ἡ
γερμανικὴ ἐπίδραση ἦταν – καὶ εἶναι – θετικὴ καὶ πολύτιμη. Τὸ γερμανικὸ
κριτικὸ πνεῦμα, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἱστορικοκριτικῆς καὶ γενετικῆς
μεθόδου, ὅπως φαίνεται ἰδιαίτερα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
Ἱστορίας[31], προσέφερε σημαντικὴ βοήθεια στὴν πρόοδο τῶν ἑλληνικῶν
θεολογικῶν σπουδῶν. Καὶ τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους
χώρους τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης.
Αὐτὸ ὅμως, ποὺ τὸν 19ο αἰώνα ἐθεωρεῖτο
αὐτονόητο στὴν γερμανικὴ πραγματικότητα, ὁ χωρισμὸς δηλαδὴ τῆς θεολογίας
ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ἡ θεώρησή της ὡς αὐτοτελοῦς
«ἐπιστήμης», παράλληλα μὲ τὶς ὑπόλοιπες «πνευματικὲς» ἐπιστῆμες, γιὰ τὴν
ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἦταν – καὶ εἶναι – κάτι ἀδιανόητο. Πρόκειται γιὰ
τὸ πολυσυζητημένο φαινόμενο τοῦ «θεολογικοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ» ἡ
«ἐπιστημονισμοῦ», ποὺ ἀποτέλεσε μόνιμο πρόβλημα τῆς ἑλλαδικῆς θεολογικῆς
ἐπιστημονικῆς οἰκογένειας γιὰ δεκαετίες[32].
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν – μιλοῦμε πάντα γιὰ
τὸν 19ο αἰώνα – ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς «ἐπιστημονικῆς» ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας,
ὅπως φαίνεται πιὸ εὐδιάκριτα στὸ χῶρο τῆς Δογματικῆς καὶ τῆς
Πατρολογίας, ὅπου συχνὰ διαπιστωνόταν οὐσιαστικὴ διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν
θεολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ὅπως προσφέρεται ὡς καθημερινὸ
«ἄκουσμα καὶ λάλημα» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, μὲ τὰ πατερικὰ
κείμενα, στὴν ὀρθόδοξη λατρεία.
Βέβαια, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ παραβλέψει
τὴν πραγματικότητα, ὅτι οἱ ξένες ἐπιδράσεις ὑπῆρξαν μόνιμο πρόβλημα τῆς
ὀρθοδόξου θεολογικῆς παραδόσεως ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες. Ἡ μεταφορὰ αὐτούσιού
τοῦ δυτικοῦ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ ἀπὸ τοὺς σπουδάζοντες κατὰ καιροὺς στὴ Δύση καὶ ἡ δὶ αὐτοῦ τοῦ τρόπου
«νόθευση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως» ὑπῆρξε συνεχὴς πράξη[33]. Ἐνῶ ὅμως
παλαιότερα ἡ διαδικασία αὐτὴ περιοριζόταν σὲ μεμονωμένα πρόσωπα καὶ στὸ
χῶρο τῆς στενὰ νοουμένης διανοήσεως, τώρα ἀποκτᾶ καθολικότερο καὶ
μονιμότερο χαρακτήρα. Καταξιώνεται ἐπίσημα καὶ ἐπιβάλλεται ἄνωθεν, μὲ
τὴν ἀνάδειξη ἐπιστημόνων Θεολόγων καὶ Κληρικῶν, ποὺ θὰ ἀναπτύξουν
δραστηριότητα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, μὲ οὐσιαστικότερο ἐφόδιο,
πολιτειακὰ ἀναγνωρισμένο, ὄχι τὴ σχέση τους μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
παράδοση τῆς πατερικῆς θεολογήσεως, ποὺ σώζεται στὶς παραμόνιμες
Θεολογικὲς Σχολὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ μοναστήρια, ἀλλὰ τὰ τεκμήρια τῶν
πανεπιστημιακῶν θεολογικῶν σπουδῶν τοὺς[34]. Ἡ διάλυση μάλιστα τῶν
περισσοτέρων μοναστηριῶν καὶ ἡ ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντί τους, ὡς καὶ ἡ
στρατευμένη δυσφήμιση τοῦ μοναχικοῦ βίου ἀπὸ τοὺς εὐρωπαϊστὲς[35], δὲν
ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ συμβάλει στὴν ἀνάπτυξη ἀποστροφῆς πρὸς τὴ φιλοσοφία
τῆς «μοναστικῆς πολιτείας» καὶ τὰ μοναστήρια, κυρίως στὰ ἀστικὰ
στρώματα, βοηθώντας στὴν ἐξάπλωση τοῦ εὐσεβιστικοῦ πνεύματος καὶ τὸν
ἐκδυτικισμὸ τῆς ἑλλαδικῆς πραγματικότητας[36]. Κρατικὴ Θεολογικὴ Σχολή,
γερμανικὰ προσανατολισμένη, καὶ Κρατικὴ Ἐκκλησία στὰ δεσμὰ τῆς βαυαρικῆς
πολιτειοκρατίας, ἀποτελοῦσαν ἰσχυρὲς προκλήσεις γιὰ τὴν ἑλληνικὴ
συνείδηση, ὅταν μάλιστα ἦταν γνωστό, ὅτι ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ ὁλόκληρό
το Ὀθώνειο Πανεπιστήμιο στήριζαν οἰκονομικὰ τὴ λειτουργία τους στὴ
δημευθεῖσα περιουσία των διαλυμένων Μοναστηρίων[37].
Ἔτσι κατανοεῖται ἡ ἀντίδραση, ποὺ
ἀντιμετώπισε ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ ἀπὸ τὸ μέρος τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ποὺ
ἀντιστρατευόταν σύνολη τὴ δράση τῆς Βαυαροκρατίας. Ὅπως ἡ Θεολογικὴ
Σχολὴ τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας θεωρήθηκε ὄργανο τῆς Βρεττανικῆς Προστασίας
καὶ τῶν Προτεσταντῶν[38], ἔτσι καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν
ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ ἀρκετὴ δόση ὑποψίας καὶ δυσπιστίας.
Κυρίως λόγω τῆς ἀναμείξεως τῶν πρώτων Καθηγητῶν της στὰ τεκταινόμενα εἰς
βάρος τῆς παραδόσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Λαός, στὸ εὐρύτερο φάσμα του,
ἔδειξε ἔμπρακτη ἀποστροφὴ στὴν ἵδρυση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ τὴν
παρουσία της στὴ ζωή του.
Δὲν εἶναι, ἔτσι περίεργο, ὅτι ἀπὸ τοὺς
52 πρώτους φοιτητὲς τοῦ Πανεπιστημίου μόνο 8 γράφτηκαν στὴ Θεολογία.
Ἐκπληκτικὸ εἶναι, ὅτι 7 ἔμειναν οἱ φοιτητὲς καὶ στὰ 1852, ἐνῶ τὸ 1838/9
ἤσαν 2, τὸ 1839/40 ἕνας καὶ τὸ 1844/5 κανένας[39]. Ἰδιαίτερα οἱ Κληρικοὶ
ἔδειχναν γιὰ τὴ Σχολὴ τελεία ἀδιαφορία[40]. Ἀναζητήθηκαν βέβαια, οἱ
λόγοι τῆς ἀδιαφορίας (ἀποστροφῆς, καλύτερα), ἀλλὰ – πιστεύουμε – μὲ
ἀρκετὴ μονομέρεια καὶ ὄχι πάντα στὴ σωστὴ κατεύθυνση[41].
Ὁ γερμανικὸς χαρακτήρας τῆς Σχολῆς καὶ
οἱ προτεσταντίζουσες τάσεις τῶν πρώτων καθηγητῶν της δημιουργοῦσαν κατὰ
κανόνα τὴν ἐπιφυλακτικότητα[42]. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὶς
παρατηρούμενες τότε ἀντιδράσεις. Ἄλλωστε, καὶ μόνη ἡ συσχέτιση μὲ τὴ
Σχολὴ τοῦ Θεοκλήτου Φαρμακίδη ἦταν ἀρκετή, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζεται μὲ
καχυποψία τόσο ἡ Σχολή, ὅσο καὶ τὸ ἔργο της.
Οἱ ξένες ἐξαρτήσεις, ἔπειτα, δὲν εἶναι
ἁπλὴ ὑποψία. Τὶς φανερώνουν τὰ συγγράμματα τῶν πρώτων καθηγητῶν, τὰ
ὁποῖα δέχονταν γὶ αὐτὸ πολλὲς ἐπικρίσεις[43]. Καὶ εἶναι, βέβαια,
γεγονός, ὅτι ἡ προσκόλληση σὲ δυτικὰ πρότυπα κυρίως γερμανικά, ἔφθανε
συχνὰ στὴν αὐτούσια παράθεση θέσεων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποδοχὴ ὁλόκληρων
ἔργων μὲ τὴ μετάφρασή τους.
Καὶ δὲν πρέπει, βέβαια νὰ ἀποδώσει
κανεὶς αὐτὴ τὴν προσκόλληση σὲ ἔλλειψη ἱκανοτήτων, ἀλλὰ κυρίως – κατὰ
τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση – σὲ ἕνα πνεῦμα ἐπαρχιωτισμοῦ, ποὺ ὁδηγοῦσε
στὴ δουλικὴ στάση ἀπέναντι στὴ γερμανικὴ ἐπιστήμη καὶ στὴν πεποίθηση,
ὅτι μόνο ἔτσι ἕνα ἑλληνικὸ ἐπιστημονικὸ σύγγραμμα θὰ μποροῦσε νὰ
ἀποτιμηθεῖ θετικὰ ἀπὸ τοὺς «προηγμένους» ξένους. Εἶναι μόνιμο δράμα τοῦ
Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ, ἄλλωστε ἡ ἀναζήτηση δυτικῆς καταξιώσεως. Ἡ κριτικὴ
ὅμως γιὰ τὰ ἔργα τῶν πρώτων καθηγητῶν, ποὺ ἄσκησαν ὁ Κ. Οἰκονόμος καὶ ὁ
κύκλος του, δημιούργησε «προηγούμενο». Γι’ αὐτὸ συνεχίσθηκε γιὰ τὴ
συγγραφικὴ παραγωγὴ καὶ τῶν μεταγενεστέρων Καθηγητῶν ἀπὸ τὸν Απ.
Μακράκη[44], τὸν π. Γ. Φλωρόφσκυ[45], μέχρι τὸν π. Κάλλιστο Ware[46],
τὸν Χρ. Γιανναρὰ[47], τὸν Μ. Φαράντο[48], κ.α. Λόγω μάλιστα τῆς
ἡγεμονίας τῶν γερμανῶν θεολόγων στὸ χῶρο τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ὁ
λόγος γιὰ δυτικὴ ἐπίδραση σημαίνει σχεδὸν πάντα «γερμανική».
Ἔμπρακτη ἀντίδραση στὸ δυτικὸ χαρακτήρα
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὑπῆρξε ἡ λειτουργία στὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία ἑνὸς
εἴδους ἀντὶ-Σχολῆς (ἡ ἀντὶ-Πανεπιστημίου) στὸ σπίτι τοῦ Κ.
Οἰκονόμου[49]. Ὁ Ἇλ. Λυκοῦργος, κατοπινὸς καθηγητής, ἀλλὰ γιὰ λίγο
χρόνο, ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς «συνόντες» στὸ οἰκονόμειο αὐτὸ περιβάλλον.
Παράλληλα ἀναπτυσσόταν ἡ προσπάθεια τοῦ Κ. Οἰκονόμου γιὰ ἵδρυση
Θεολογικῆς Ἀκαδημίας, ἐνῶ λειτουργοῦσε ἤδη ἡ Κρατικὴ Θεολογικὴ Σχολή.
Βέβαια, ὁ λόγος γιὰ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία ἦταν παλαιότερος, ἕνα τέτοιο
δὲ στόχο εἶχαν καὶ τὰ σχέδια τοῦ Ι. Καποδίστρια. Τὸ 1827/8 ὁ Οἰκονόμος
εἶχε συντάξει σχέδιο ὀργανισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας χάριν τοῦ Καποδίστρια. Καὶ
μόνο ἡ μελέτη τοῦ σχεδίου αὐτοῦ τεκμηριώνει ἐκκλησιαστικὰ τὴν ἀντίδραση
κατὰ τῆς Κρατικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς[50].
Σημαντικὸ εἶναι, ὅτι στὶς 11.6.1838[51]
σὲ γράμμα του στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ ἐπανέρχεται ὁ Κ.
Οἰκονόμος στὸ αἴτημα ἱδρύσεως Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ
μάλιστα στὸ Ἅγιον Ὅρος. «Πολλὰ δὲ κατὰ τὸν Ἄθω τὰ συνεργοῦντα πρὸς τὴν
ἐκπαίδευσιν, οὐ μόνον ἡ ἡσυχία καὶ ἡ περὶ τὸν βίον ἐγκράτεια καὶ εὐταξία
καὶ ἡ περὶ τὴν ὑποταγὴν ἄσκησις…ἀλλὰ καὶ ὁ θησαυρὸς τῶν Βιβλιοθηκῶν καὶ
πρὸ πάντων ἡ ἐνδελέχεια τῶν προσευχῶν, προσοικειοῦσα Θεῶ…». Πέρα ἀπὸ
ὁποιαδήποτε εὐνόητη ἀντίδραση τοῦ Οἰκονόμου γιὰ τὴ μὴ καθηγητοποίησή
του[52], οὔτε καν στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολή, ὅπως ὑποδείκνυε καὶ αὐτὴ ἡ
ἀντίπαλός του «Ἀθηνᾶ»[53], εἶναι ἐμφανὴς στὰ λόγια αὐτὰ ἡ
παραδοσιακότητα καὶ πατερικότητα τοῦ σχεδίου του, ποὺ πιστοποιεῖ συνάμα
καὶ τὴ συνείδηση γιὰ τὴν ἀνάγκη ἐκκλησιαστικότητας τῆς θεολογίας ἀκόμη
καὶ ὡς σχολικῆς λειτουργίας, δηλ. συναρτήσεώς της μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ
ζωή της, κάτι ποὺ θὰ συνειδητοποιηθεῖ στὰ νεώτερα χρόνια.
Τὸ πρακτικὰ ἀδύνατο γιὰ ἵδρυση μιᾶς
Θεολογικῆς Σχολῆς στὸ ἅγιον Ὅρος αὐτὴ τὴν ἐποχὴ θὰ ὁδηγήσει τὸν Οἰκονόμο
σὲ νέα σκέψη γιὰ ἐγκατάστασή της στὸ Μ. Σπήλαιο, συνδεόμενο πνευματικὰ
μὲ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Αὐτὸ δείχνουν γράμματά του στὰ 1842 καὶ 1843[54].
Ὁμολογοῦσε ἐντούτοις ὅτι αὐτὴ ἡ λύση ἦταν «ἀσύμφορος πρὸς γὲ τὸ παρόν».
Τὸ κλίμα δὲν ἦταν ἀκόμη κατάλληλο (βρισκόμαστε ἀκόμη στὴ Βαυαροκρατία)
καὶ ἡ ἔλλειψη «ἀξίων διδασκάλων» ἦταν «πολλὴ καὶ μεγάλη[55]». Ἴσως γι’
αὐτὸ βρῆκε διέξοδο στὴν δημιουργία τοῦ θεολογικοῦ κύκλου στὸ σπίτι του.
Κατὰ τὴ γνώμη μας καὶ αὐτὴ ἡ ἵδρυση τῆς Ριζαρείου Σχολῆς (1844) δὲν ἦταν
παρὰ ἀναγκαία λύση τοῦ αἰτήματος γιὰ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία, ὅπως
ἄλλωστε ἦταν καὶ ἡ ἀρχικὴ βούληση τῶν Ριζαρῶν ἱδρυτῶν της κατὰ τὴν
ὑπόδειξη τοῦ Οἰκονόμου[56]. Ἡ Ριζάρειος, Σχολὴ καθαρά τῆς
Ἐκκλησίας, παρόλες τὶς ἀτέλειες καὶ ἐλλείψεις, ἦταν τὸ ἀντίβαρο τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς, μὲ πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν ἀκτινοβολία.
Αὐτὸ τὸ μειονέκτημα τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς, στὴν ἀρχὴ τῆς πορείας της, τὴν ἀδυναμία της νὰ πείσει γενικότερα
γιὰ τὴν «ἑλληνικότητα», δηλαδὴ τὴν παραδοσιακότητά της, ἐκφράζει ἕνα
γράμμα τοῦ καθηγητῆ στὸ Μεσολόγγι Δημητρ. Παλαμά, θείου τοῦ Ποιητῆ, ἀπὸ
15 Αὐγούστου 1862. Ἀπευθύνεται στὸ νέο Μητροπολίτη Ἀθηνῶν Θεόφιλο
(1862-1873), διάδοχό του ἀποθανόντος Μισαὴλ (Ἀποστολίδη), τοῦ πρώτου
καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς: «Ὁ Θεὸς ἠμῶν ὁ μέγας καὶ ποιῶν θαυμάσια
μόνος, ἀφήρπασε βιαίως- σημειώνει ὁ Δ. Παλαμᾶς- κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας
τοὺς οἴακας τῆς ἐαυτοῦ Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰς χείρας γερμανοπαιδευθέντων,
ξενοφρονούντων, νεωτεριζόντων καὶ σεμνυνομένων ἐπὶ τῇ ὑπ αὐτῶν
καλουμένη συστηματικὴ παιδεία…[57]». Στὸ πρόσωπο τοῦ Μισαὴλ Ἀποστολίδη ἡ
Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, 25 χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυσή της, κρίνεται ἀπὸ μὴ
θεολόγο, ἀλλὰ εὐπαίδευτο Ρωμηό, ὡς καταγώγιο ἐπιρροῶν ἀντιπαραδοσιακῶν
καὶ ἀντιεθνικῶν. Εἶναι μιὰ ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ συνείδηση
γιὰ τὸ γερμανικὸ πνεῦμα τῆς Σχολῆς δὲν περιοριζόταν σὲ πλαίσια
ἀκαδημαϊκά, ἀλλὰ τροφοδοτοῦσε μίαν εὐρύτερη νοοτροπία. Θὰ περάσουν πολλὰ
ἀκόμη χρόνια, γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἡ Σχολή, καὶ μαζί της ἡ ἀκαδημαϊκή μας
Θεολογία, τὸ κύρος της στὴν Ἑλληνικὴ κοινωνία.
Σημειώσεις:
[1] Γιὰ τὰ 180 χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ
Παν/μίου Ἀθηνῶν δημοσιεύεται σὲ ἀνανεωμένη μορφὴ ἡ παλαιότερη μελέτη
μας: Τὸ πρόβλημα τῶν σχέσεων Ἑλληνικῆς καὶ Γερμανικῆς θεολογίας στὴν
Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Θεολ. Σχολῆς τοῦ Πανεπ. Ἀθηνῶν, ἄρ. ΚΗ (1989)
σ. 481-494. Τὸ ἴδιο γερμανικὰ στὸ περιοδικὸ Orthodoxes Forum (Μόναχο
1989) σ. 83-91. [2] Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ἰδεολογικοὶ προσανατολισμοὶ
καὶ δομικὲς διαφοροποιήσεις στὴν Νεοελληνικὴ Κοινωνία, στὸν τόμο (τοῦ
Ἰδίου): Παράδοση καὶ Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, σ. 191 ἐ. ε. (208 ἐ.). [3]
Κ. Θ. Δημαρά, Ἑλληνικὸς Ρωμαντισμός, ἔκδ. ΕΡΜΗΣ (Νεοελληνικὰ Μελετήματα,
7) Ἀθήνα 1982, σ. 349. [4] Στὸ ἴδιο. [5] Γ. Δ. Μεταλληνού, Παράδοση καὶ
Ἀλλοτρίωση, ὄπ. πάρ., σ. 283. [6] G. L. Von Maurer, Ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς
(μετάφρ. Ὄλγας Ρομπάκη), Ἀθήνα 1976, σ. 530. [7] Γ. Δ. Μεταλληνού, ὄπ.
πάρ., σ. 284 ἐ. [8] Στὸ ἴδιο. Παρατηρεῖ καὶ ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς (ὄπ. πάρ.,
σ. 349), ὅτι γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ Κράτους (ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς)
«χρειάζονταν ἰατροί, χρειάζονταν διδάσκαλοι, ποὺ κι αὐτοὶ θὰ ἐνταχθοῦν
σὲ ἕνα νέο, κρατικὸ πιά, σχῆμα, χρειάζονταν κληρικοὶ μορφωμένοι, κατὰ τὰ
δυτικά, πάντοτε πρότυπα». [9] Μὲ τὸ πρῶτο περὶ Πανεπιστημίου Διάταγμα
(Δεκέμβριος 1836) πρώτη στὴ σειρὰ ἦταν ἡ «Σχολὴ τῶν Γενικῶν Ἐπιστημῶν»
καὶ δεύτερη ἥ της Θεολογίας. Μὲ τὸ νέο Διάταγμα τοῦ Ἀπριλίου 1837 ἡ
Σχολὴ τῆς Θεολογίας τάχθηκε πρώτη καὶ τέταρτη (τελευταία) ἡ «Σχολὴ τῆς
Φιλοσοφίας καὶ τῆς ἄλλης Ἐγκυκλίου Παιδείας» [Μ. Στασινοπούλου, Ἡ
ὀργάνωσις τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κατὰ τὴν ἵδρυσίν του καὶ οἱ πρῶτοι
καθηγηταί του, στὸ περιοδ. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, τ. ΙΓ (1971) σ. 53]. [10] Βλ.
Δημητρ. Μωραΐτου, ἄρθρο «Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημ. Ἀθηνῶν» στὴ
Θ.Η.Ε. τ. 6 (1965), στ. 269. Πρβλ. Χρύσ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τ. Α, Ἐν Ἀθήναις 1920, σ. 326 ἐ.ε. [11] Μέχρι τὸ
1882 οἱ καθηγητὲς Πανεπιστημίου δὲν ἐκλέγονταν ἀπὸ τὴ Σχολή, ἀλλὰ τοὺς
διόριζε τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας (βλ. Δημ. Σ. Μπαλάνου. Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ
τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἱστορικὴ ἐπισκόπησις 1837-1930, στὰ:
«Αἰνέσιμα»-Τιμ. Τόμος Χρύσ. Παπαδοπούλου, Ἐν Ἀθήναις 1931, σ. 159. Ἡ
διάκριση τῶν εἰδικοτήτων γινόταν μέσα στὴν Σχολή. [12] Π. χ. ὁ Παναγ.
Ρομπότης (βλ. παρακάτω). [13] Ἀνδρ. Ι. Φυτράκη, Μισαὴλ Ἀποστολίδης, στὴν
Ἐπιστ. Ἐπετηρ. τῆς Θεολογ. Σχολῆς τοῦ Πανεπ. Ἀθηνῶν, τόμ. ΙΕ (1965) σ.
767-805. Πρβλ. ἄρθρο στὴ Θ.Η.Ε., τ. 8 (1966) στ 1165/66 (Ι. Χ.
Κωνσταντινίδης). [14] Θ.Η.Ε. τ. 8 (1966) στ. 1165. [15] Βλ. στοῦ Γ. Δ.
Μεταλληνού, Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκεφάλου Παραλειπόμενα, Ἀθήνα 19892, σ. 159
ἐ.ε. [16] Βλ. τὸ ἄρθρο τοῦ Ν. Ε. Τζιράκη στὴ Θ.Η.Ε., τ. 11 (1967) στ.
999-1004 (ὅπου καὶ βιβλιογραφία). [17] Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ὁ κόμης
Φρειδερίκος – Δημήτριος Γκίλφορδ καὶ ἡ ἰδεολογικὴ θεμελίωση τῶν
θεολογικῶν σπουδῶν τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας, Ἀθῆναι 1986 (ἀνάτυπο ἀπὸ τὴν
ΕΕΘΣΠΑ, τ. ΚΖ, 1986), σ.10 ἐ., 27 ἐ. [18] Δ. Μπαλάνου, ὄπ. πάρ., σ. 144
ἐ. [19] Θ.Η.Ε. τ. 7 (1965) στ. 798/9 (Γ. Μαντζαρίδης). [20] Δ. Σ.
Μπαλάνου, ὄπ. πάρ., σ. 171 ἐ.ε. Ο Κ. Κοντογόνης διηύθυνε τὸ ἐπιστημονικὸ
περιοδικὸ «Εὐαγγελικὸς Κῆρυξ» ἀπὸ τὸ 1857 μέχρι τὸ 1871. Ὁ Ἇλ.
Λυκοῦργος ἐξέδιδε τὸ περιοδικὸ «Ἱερομνήμων» (1859-62). Ὁ Ἀναστ. Διομ.
Κυριακός τα περιοδικὰ «Ὀρθόδοξος Ἐπιθεώρησις» (1869 ἐ.) καὶ «Θρησκευτικὴ
Φωνὴ» (1880-82). [21] Θ.Η.Ε., τ. 8 (1966) στ. 301/2 (Ι. Χ.
Κωνσταντινίδης). [22] Θ.Η.Ε., τ. 7 (1965) στ. 617/19 (Ι. Χ.
Κωνσταντινίδης). [23] Θ.Η.Ε., τ. 10 (1967) στ. 830/31 (Ι. Χ.
Κωνσταντινίδης). [24] Θ.Η.Ε., τ. 2 (1963) στ. 112/13 (Ι. Χ.
Κωνσταντινίδης). [25] Θ.Η.Ε., τ. 6 (1965) στ. 238/9 (Ι. Χ.
Κωνσταντινίδης). [26] Θ.Η.Ε., τ. 4 (1964) στ. 901/903 (Μ. Σιώτης). [27]
Θ.Η.Ε., τ. 7 (1965) στ. 1153/55 (Ἰω. Ἀναστασίου). [28] Δ. Σ. Μπαλάνου,
ὄπ. πάρ., σ. 175. [29] Σὲ μικρότερο βαθμὸ πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτὸ καὶ
στὸ χῶρο τοῦ Δικαίου. [30] Γιὰ τὸ πρόβλημα βλ. Θεόφιλος
Κορυδαλλεὺς-Εὐγένιος Αἰτωλός, παραδόσεις ἀλληλοσυμπληρούμενες ἡ
ἀλληλοαποκλειόμενες; Στοῦ Γ. Δ. Μεταλληνοῦ,
Παράδοση καὶ Ἀλλοτρίωση, ὄπ. πάρ., σ. 26 ἐ.ε. Πρβλ. Κ. Ε. Παπαπέτρου,
Εἶναι ἡ Θεολογία Ἐπιστήμη; Ἀθῆναι χ. χρ. [31] Βλ. Βασιλ. Στεφανίδου,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθῆναι 19592, σ. 672 ἐ.ε. [32] Βλ. Χρήστου
Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση. Ἡ Θεολογία στὴν Ἑλλάδα σήμερα, Ἀθήνα 1972,
σ. 56 ἐ.ε. (Πρβλ. τοῦ Ἰδίου, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα,
Ἀθήνα 1992, σ. 303 ἐπ.). [33] Γ. Δ. Μεταλληνού, Παράδοση καὶ Ἀλλοτρίωση,
σ. 46 ἐ.ε. [34] Στὶς 31.5.1855 ἐκδόθηκε Ἐγκύκλιος (ἄρ. Πρώτ. 4802),
ἀναφερομένη στὴ σπουδὴ τῶν κληρικῶν στὸ Πανεπιστήμιο καὶ τὴ Ριζάρειο
(Βλ. στοῦ ἀρχιμ. Θεοκλ. Α. Στράγκα, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν
ἀψευδῶν, τ. Ἃ , Ἀθῆναι 1967, σ. 302 ἐ.ε.). Τὸ ἴδιο θὰ ἐπικρατήσει καὶ
γιὰ τὸ διορισμὸ τῶν καθηγητῶν τῶν Θρησκευτικῶν στὴ Μ. Παιδεία. Ἡ
παρατήρησή μας, βέβαια, δὲν ἀποβλέπει στὴν ὑποτίμηση τῆς σχολικῆς
παιδείας, ἀλλὰ στὴν κατάδειξη τῆς διασαλεύσεως τῆς ἀναγκαίας ἱεραρχήσεως
(Χρ. Παπαδόπουλου, Ἱστορία…., ὄπ. πάρ. σ. 324 ἐ, 328 ἐ.). [35] Δεῖγμα
μιᾶς τέτοιας προγραμματικῆς «κριτικῆς» προσφέρει ἡ διαβόητη Ἔκθεση τῆς
«ἑπταμελοῦς Ἐπιτροπῆς» τῆς 7/19 Ἰουνίου 1833, ποὺ προετοίμασε τὸ
πραξικοπηματικὸ ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλό τοῦ 1833.
(Βλ. Θεοκλ. Στράγκα, ὄπ. πάρ., σ. 38 ἐ.ε). [36] Βλ. τὴν ἀναλυτικὴ
ἀναφορὰ στὸ πρόβλημα ἀπὸ τὸν καθηγ. Χρ. Γιανναρά, στὸ βιβλίο του: Ἡ
ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθήνα 19792 , σ. 150 ἐ.ε. [37] Μ. Στασινοπούλου,
ὄπ. πάρ. σ. 59. [38] Γέρ. Η. Πεντόγαλου, Ἡ Ἰατρικὴ Σχολὴ τῆς Ἰονίου
Ἀκαδημίας (1824-1828, 1844-1865), Θεσσαλονίκη 1980, σ. 33. [39] Δ.
Μπαλάνου, ὄπ. πάρ., σ. 172. [40] Μ. Στασινοπούλου, ὄπ. πάρ. σ. 83. [41]
Βλ. λ.χ. στοῦ Δ. Σ. Μπαλάνου, ὄπ. πάρ., σ. 172 ἐ.ε. Πρβλ. Χρ.
Παπαδοπούλου, Ἱστορία…, ὄπ. πάρ. σ.329 ἐ. [42] Βλ. στοῦ Μ.
Στασινοπούλου, σ. 87 λ.χ [43] Ὁ Κων. Οἰκονόμος, ὁ σημαντικότερος
θεολόγος τοῦ 19ου αἰώνα, ὑπῆρξε ὁ κυριότερος κριτὴς τῆς συγγραφικῆς
παραγωγῆς τῶν πανεπιστημιακῶν θεολόγων καθηγητῶν. Στὶς 28.3.1843 ἔγραφε
στὸν Εἰρηνουπόλεως καὶ Βατοπεδίου: «Ἡ κατὰ τῶν Ο διδασκαλία
περικρατεῖται καὶ ἐν τῇ καθ’ ἠμᾶς θεολογικὴ καθέδρα ὑπὸ τοῦ κατέχοντος
αὐτὴν ἀνθρωπαρίου, ὅστις ἀντιγράφει καὶ δυσσεβῶς καὶ ἀμαθῶς τὰ τῶν ξένων
καὶ παραδίδωσι τοῖς ἀκροαταῖς» (Δ. Σ. Μπαλάνου, Ἀνέκδοτοι ἐπιστολαὶ
Κων. Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Πραγματεῖται τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμ.
Ε. 1, 1936, σ. 15). Τὸ «ἀνθρωπάριον» εἶναι ὁ Μισαὴλ Ἀποστολίδης καὶ οἱ
κατὰ τῶν Ο ἀντιδράσεις εἶχαν προφανῶς προτεσταντικὴ προέλευση (Βλ. Γ.
Δ. Μεταλληνού, Τὸ Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τὴν
Νεοελληνικὴν κατὰ τὸν ΙΘ αἰώνα, Ἀθῆναι 1977, σ. 302 ἐ.). Ἀλλοῦ ὁ
Οἰκονόμος σημειώνει: Ὁ Μίσ. Ἀποστολίδης «μετήγγιζεν εἰς τὰς ἀδιαφθόρους
ἀκοᾶς τῶν ἀστηρίκτων μαθητῶν ξενικᾶς μεταφράσεις βιβλίων προτεσταντικῶν
μάλιστα» (Κ. Οἰκονόμου, Τὰ Σωζόμενα Ἐκκλησιαστικὰ Συγγράμματα…,
ἐκδίδοντος Σόφ. Κ. τοῦ ἐξ Οἰκονόμων…, τόμ. Β , Ἀθήνησι 1864, σ. 644,
σήμ. α ). Τὸ ἔργο ἐπίσης τοῦ Μισαὴλ «Ἱστορικοκριτικῆ Εἰσαγωγὴ εἰς τὰς
Θείας Γραφᾶς» (ἀνέκδοτο ἐγχειρίδιο) τὸ κατακρίνει ὁ Οἰκονόμος ὡς «ἐκ
προτεσταντικῶν βιβλίων μεταφρασμένον… πλῆρες βλασφημιῶν» (Γράμμα τοῦ
Οἰκονόμου πρὸς τὸν ρῶσο Πρέσβη Τιτὼφ ἀπὸ 16.2.1850. Βλ. π. Γ. Δ.
Μεταλληνού, Κων. Οἰκονόμος πρὸς Τιτώφ περὶ τοῦ Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκεφάλου),
στὸ βιβλίο τοῦ Ἰδίου, Ἑλληνισμὸς Μαχόμενος, Ἀθήνα 1995, σ. 189-225.
Παράλληλα ὅμως ὁ Μ. Ἀποστολίδης κατηγορεῖται καὶ γιὰ ρωμαιοκαθολικὲς
ἐπιδράσεις (Τὰ Σωζόμενα, ὄπ. πάρ.). Ἐπικρίσεις τῆς ἐφημερίδας «Αἰὼν» γιὰ
προτεσταντικὲς ἐπιδράσεις στὴν Ἠθική τοῦ Μ.
Ἀποστολίδη (Τῆς κατὰ Χριστὸν Ἠθικῆς Πραγματεία…, Ἀθήνησι 1847) βλ. στοῦ
Χρ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία…, ὄπ. πάρ. σ. 327, σήμ. 3. Γιὰ τὰ συγγράμματα
τοῦ Φαρμακίδη καὶ τὸν σάλο, ποὺ προκάλεσαν, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ κάμουμε
ἰδιαίτερο λόγο. Βλ. πρόχειρα στοῦ Γ. Δ. Μεταλληνοῦ,
Τὸ Ζήτημα…, ὄπ. πάρ. σ. 300 ἐ.ε. [44] Βλ. π.χ. Ἀποστ. Μακράκη, Ἔλεγχος
Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Α. Διομ. Κυριακοῦ (1898) καὶ Βιβλιοκρισία
Δογματικῆς Ζήκου Δ. Ρώση (1905) – Ἱστορικὸν καὶ Δογματικὸν Φῶς…, Ἐν
Ἀθήναις 1949. Καὶ δὲν εἶναι τὰ μόνα. [45] «Die Theologische Fakultat an
der Universitat Athen folgte der westlichen Richtung. Die grundlegenden
Handbucher der Theologie in griechischer Sprache, waren in diesem Geiste
abgefasst» (Die Orthodoxe Theologie, στὴν R.G.G.3, τ. Ἱ, 781). [46] Βλ.
στοῦ Χρ. Γιανναρά, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, ὄπ. πάρ., σ. 60 ἐ.ε., 69, 93 ἐ.
[47] Στὸ ἴδιο. [48] Μ. Φαράντου, Δογματικὴ καὶ Ἠθικὴ – Εἰσαγωγικά,
Ἀθῆναι 1973, σ. 74 ἐ.ε. ( Κριτικὴ τοῦ ἔργου τοῦ σημαντικοτέρου ἴσως
καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν στὸ ἂ μισό του 20ου αἵ. Χρ.
Ἀνδρούτσου). Πρβλ. καὶ τὸ θεμελιακὸ ἔργο τοῦ πρωτοπρ. π. Ἰω. Σ.
Ρωμανίδου, Τὸ Προπατορικὸν ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957, τὸ ὁποῖο
ἐπαναπροσανατόλισε τὴν ἑλλαδικὴ θεολογία στὴν πατερικὴ παράδοση καὶ τὴ
διαφοροποίησε ριζικὰ ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς Δύσεως. [49] Βλ. στοῦ Γ. Δ.
Μεταλληνού, Κων. Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Ἐπιστολὴ πρὸς Const.
Tischendorf, Ἀθῆναι 1981 (=ἀνάτ. ἀπὸ τὴν ΕΕΘΣΠΑ τόμ. ΚΕ) σ. 17 ἐ. [50]
Κ. Οἰκονόμου, Τὰ Σωζόμενα…, τομ. Α , Ἀθήνησι 1862, σ. 134 ἐ.ε. Ὁ
Οἰκονόμος σχεδίαζε φοιτητικὸ κοινόβιο (Σεμινάριο ἡ Συσσίτιον, ὅπως αὐτὸς
ἑλληνικότατα τὸ ὀνόμαζε) μὲ ἄμεσο σύνδεσμο σπουδῶν καὶ λατρείας
(πνευματικότητας). [51] Δ. Σ. Μπαλάνου, Ἀνέκδοτοι Ἐπιστολαί…, ὄπ. πάρ.,
σ. 26. [52] Ο C. Tischendorf δέχεται, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κ. Οἰκονόμος
ἀποποιόταν τὸ διορισμὸ τοῦ (Γ. Μεταλληνού, Κ. Οἰκονόμου… Ἐπιστολή, ὄπ.
πάρ., σ. 17). Κατὰ τὴ δική μας ὅμως κρίση μόνο ἐν μέρει δικαιώνεται μιὰ
τέτοια θέση, τουλάχιστο γιὰ τὴν πρώτη φάση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Νὰ
σημειωθεῖ δέ, ὅτι ὁ Οἰκονόμος πλὴν ἄλλων ἦταν καλὸς γνώστης καὶ τῆς
γερμανικῆς γλώσσας, ἀλλὰ ὄχι σύμφωνος μὲ τὰ ἔργα τῶν Βαυαρῶν. [53] Βλ.
στοῦ Μ. Στασινοπούλου, ὄπ. πάρ., σ. 68, 71. [54] Δ. Σ. Μπαλάνου,
Ἀνέκδοτοι Ἐπιστολαί…, σ. 23 ἐ. [55] Στὸ ἴδιο, σ. 24. [56] Χρύσ.
Παπαδοπούλου, Μάνθος καὶ Γεώργιος Ριζάραι… Ἐπισκόπησις τῆς Ἱστορίας τῆς
Ριζαρείου Σχολῆς, στοῦ: Γερασ. Κονιδάρη, Ἱστορία τῆς Ριζαρείου
Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, Ἐν Ἀθήναις 1969. σ. 6 ἐ.ε. [57] Κ. Ν.
Τριανταφύλλου, Ὁ Δημ. Παλαμᾶς πρὸς τὸν Μητροπολίτην Ἀθηνῶν Θεόφιλον
Βλαχοπαπαδόπουλον, στὴ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ τ. 9 (1982/4), σ. 352.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου