Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου Ρήξη φ. 134
Πρόσφατα, ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος, σε δηλώσεις του, τις οποίες ανασκεύασε αργότερα, χαρακτήρισε, τη μετανάστευση των νέων, μια κατ’ ουσίαν προδοσία. Θύελλα αντιδράσεων, λοιδορίες, κραυγές και αμέτρητη οργή ξεσηκώθηκαν κατά του ηθοποιού από ένθερμους υποστηρικτές του αστικού και του αριστερού κοσμοπολιτισμού.
Εντυπωσιακή δεν ήταν μόνο η οργή για τον Καζάκο, αλλά η απαξίωση και η υποτίμηση της ίδιας της χώρας, για την οποία κανείς υπερ-εκπαιδευμένος δεν αξίζει να προσπαθήσει. Αριστεροί, που αδιάκοπα μιλούν για ξένη κατοχή, γερμανική Ευρώπη και απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, εντέλει απελευθέρωσαν τον βαθύ αντισυλλογικό εαυτό τους. Είναι οι ίδιοι που θαυμάζουν τους ζαπατίστας, τους Κούρδους που πολεμούν για πατρίδα και διαλαλούν τα αυτόνομα τοπικά εγχειρήματα ανά την Ελλάδα και τον κόσμο και ταυτόχρονα απαξιώνουν τον λαό που δεν δημιουργεί μαζικό κίνημα ανατροπής. Ο μηδενισμός της εθνικής ταυτότητας, της συλλογικής κοινοτικής συνείδησης, είναι παρών. Η αέναη μάχη του ατομικού με τα συλλογικό, καταλήγει με καθολική επικράτηση του πρώτου.
Η λέξη προδοσία προκαλεί και διεγείρει έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, σε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα. Και, ασφαλώς, σε ατομικό επίπεδο, είναι σεβαστή η απόφαση του ανθρώπου να μεταναστεύσει. Οπωσδήποτε, ανάμεσα στους νέους, υπάρχουν αμέτρητα απελπισμένα παιδιά και όχι μόνο οι «μεταπτυχιακοί-διδακτορικοί» νέοι των βορείων προαστίων, που ήταν οι πρώτοι που έφυγαν.
Το ζήτημα δεν είναι η ατομική απόφαση, αλλά η κατανόηση του μαζικού αυτού φαινομένου, υπό την οπτική μιας πολιτικής και πολιτισμικής φαινομενολογίας. Το υπόρρητο μήνυμα της κατακραυγής, ξεκαθαρίζει όταν αλλάξουμε το ερώτημα: Είναι φυσιολογικό οι νέοι να μένουν και να αγωνίζονται στην πατρίδα τους; Η απάντηση δόθηκε εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια. Και είναι αρνητική. Τότε που οι γονείς των σημερινών νέων παραδόθηκαν και γαλούχησαν τα παιδιά στο ατομικό κυνήγι της επίπλαστης ευμάρειας, η οποία συμβάδιζε με την ταυτόχρονη απαξίωση του τόπου και τη νεοφιλελεύθερη οδηγία του «απελευθερωτικού» κοσμοπολιτισμού. Τότε, που το μοναδικό ερμηνευτικό κλειδί του βίου, αλλά και η «ψυχολογία του αποικιοκρατούμενου», έγινε το δυτικό ατομικιστικό φαντασιακό και ο εργαλειακός τρόπος σκέψης.
Το ερώτημα, βέβαια, «πού θέλεις να πεθάνεις;» και όχι το «πού θέλεις να πας;» γέννημα μιας αρχαιοελληνικής τελεολογίας και μιας ανατολικοορθόδοξης (αλλά και εν πολλοίς μη δυτικής) οντολογίας, ακραία αντικαπιταλιστικό στις μέρες μας, αποτελεί παράλογη σκέψη, ειδικά για τους νάρκισσους «αριστερούς» μας.
Μα και για τους υπηκόους μιας γιάπικης οικονομίας, η σκέψη αυτή που μπήκε πρόσφατα και στο μάνατζμεντ (όχι να καθορίζεις τον στόχο, αλλά να φανταστείς το αποτέλεσμα υλοποιημένο και να πας ανάποδα τα βήματα επίτευξης, ώστε να βρεις τον στόχο), αποτελεί τον τρόπο εκμετάλλευσης ατόμων ως οικονομικά όντα χωρίς πατρίδα.
Η οικονομική κρίση μεταμορφώνεται στον καταλύτη που περίμενε και ο τελευταίος διστακτικός νέος, ώστε να κλείσει την πόρτα πίσω του. Η φυγή των νέων, ενώ προκαλείται από την άθλια οικονομική κατάσταση και την απουσία προοπτικής, ταυτόχρονα μοιάζει να εμπεδώνει φυσιολογικά τον νέο ανθρωπολογικό τύπο, τον καπιταλισμικό (καπιταλισμός και πολιτισμός) άνθρωπο-νομάδα. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η προτροπή των γεροντότερων: «Να πας έξω να σπουδάσεις και να γυρίσεις. Η Ελλάδα χρειάζεται σπουδαγμένους νέους», θα αντικατασταθεί από το: «Φύγε και μην κοιτάς πίσω σου. Δεν θα πας εσύ χαμένος για την Ελλάδα».
Ο Ζαν Κλωντ Μισεά, στο βιβλίο του Τα μυστήρια της Αριστεράς, μας θυμίζει κάτι ανάλογο, που συνέβη στη Γαλλία το 2012, όταν η Λιμπερασιόν, προέτρεπε: «Νέοι της Γαλλίας, η σωτηρία βρίσκεται αλλού: κοπανήστε την!» ενώ το ΑΡΔΗΝ υπενθυμίζει το ανάλογου ύφους άρθρο του Μιχάλη Μητσού στα ΝΕΑ (2013): «Το μέλλον ανήκει στους κοσμοπολίτες». Η αλλαγή των παραδοσιακών αξιών, η έλλειψη συλλογικού οράματος, η παρασιτική οικονομική και πολιτισμική ιδεολογία του νεοελληνικού σχηματισμού, η απαξίωση του πολιτικού, η εθνομηδενιστική εκπαίδευση της παγκοσμιοποίησης κ.ά, διαμόρφωσαν τις ψυχολογικές συνθήκες, ώστε πολλοί νέοι, «σαν έτοιμοι από καιρό», να μεταναστεύουν.
Η απουσία και η αναζήτηση των νέων ανθρώπων στις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των πρώτων μνημονιακών χρόνων (όταν η οικονομική σφαγή δεν ήταν ακόμα έντονα συνειδητή), ενώ εμπεριείχε το στοιχείο της αντίδρασης στην παρακμιακή ξύλινη πολιτική των πολιτικών, δεν εξαντλούνταν μόνο σ’αυτήν. Διάχυτο ήταν και το πνεύμα μιας ουδέτερης στάσης για την Ελλάδα που χάνεται, αφού έτσι κι αλλιώς «εγώ, είχα αποφασίσει να φύγω έξω. Τώρα το μόνο που αλλάζει είναι ότι θα μείνω εκεί μετά τις σπουδές».
Το κίνημά μας, μέσω της δημοτικής κίνησης «Μένουμε Θεσσαλονίκη- Ούτε φυγή-ούτε υποταγή», έχει πάρει σαφή πολιτική θέση στο ζήτημα. Φωτεινό παράδειγμα, που χρειάζεται να μπολιάσει και άλλες τοπικές κοινωνίες, ενόψει αυτοδιοικητικών εκλογών. Παράλληλα, χρειάζεται να εστιάσουμε στους νέους που ήδη έχουν μείνει και επιβιώνουν δύσκολα, με σιωπηρή οργή αλλά και αξιοπρέπεια. Τους βλέπεις παντού, σε βενζινάδικα, σε εταιρείες κούριερ, είναι γκαρσόνια και εποχιακοί υπάλληλοι κ.α. Να πολιτικοποιήσουμε την οργή τους και να τονώσουμε την αξιοπρέπειά τους με όραμα. Ταυτόχρονα, είναι κομβικό να στήσουμε δεσμούς με εκείνους τους νέους στο εξωτερικό, που έχουν διακαή τον πόθο της επιστροφής. Παράλληλα, να επιμείνουμε στο πεδίο της παιδείας και του πολιτισμού, μαχόμενοι για μια δημοκρατική, περιεκτικά εθνική παιδεία, αποδομώντας την εκπαίδευση της Αυτοκρατορίας. Άρδην-Ρήξη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου