Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος
…Ἐγὼ
ὅπως βλέπετε καὶ ὅπως ξέρετε εἶμαι μοναχός, δὲν παντρεύτηκα, κι ἔζησα
στὸ Ἅγιον Ὅρος τὰ πρῶτα χρόνια, τὰ νεανικά μου χρόνια. Ὅταν ἦρθα στὴν
Κύπρο μὲ τὴν ἐντολὴ καὶ τὴν πίεση ἐκεῖ τῶν Πατέρων καὶ τοῦ Γέροντα, εἶχα
μία πάρα πολὺ μεγάλη δυσκολία στὸ νὰ ἀποδεχτῶ ὅτι εἶμαι στὴν Κύπρο, δὲν
ἤθελα νὰ εἶμαι στὴν Κύπρο. Δὲν ἤθελα νὰ ἔρθω ποτέ μου καὶ μετὰ ποὺ ἦρθα
δὲν ἤθελα νὰ μείνω, ἤθελα νὰ ἐπιστρέψω πίσω. Ὁ λόγος ποὺ ἤθελα νὰ
ἐπιστρέψω πίσω ἦταν γιατί -κακῶς βέβαια ἀλλὰ ἔτσι σκεφτόμουν- ἤμουν
ἀκόμα νήπιο, νεαρός, δὲν εἶχα τὴν ὡριμότητα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχω καὶ εἶχα
ἀπολυτοποιήσει τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἔλεγα ἐγὼ θέλω νὰ ζήσω καὶ νὰ πεθάνω
ἐδῶ. Ἀπὸ πάσαν ἄποψη μοῦ ἄρεσε ὁ χῶρος ἐκεῖνος καὶ ἀπὸ φυσικὴ ἄποψη καὶ
ἀπὸ τὰ πάντα... Μοῦ ἄρεσε καὶ διότι σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο εἶχα γεννηθεῖ
πνευματικά, ἦταν ὁ χῶρος ποὺ γνώρισα τοὺς Πατέρες, τοὺς Γέροντες, τοὺς
ἀδελφούς, ἐκεῖ ἦταν ἡ ζωή μου...
Ὅταν ἦλθα στὴν
Κύπρο ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα παράπονα ποὺ εἶχα στὴν ψυχή μου ἦταν ὅτι ἔφυγα
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος. [Καὶ] καλὰ ἔχασα ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἔχασα, ἔχασα ὅμως
καὶ τὴν συντροφιὰ καὶ τὴν δυνατότητα ἐπικοινωνίας μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς
ἁγίους ἀνθρώπους ποὺ ἤμουν συνδεδεμένος. Μὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο, μὲ τὸν
Γέροντα Ἰωσήφ, τὸν γέροντά μου, μὲ τὸν παπα-Ἐφραὶμ στὰ Κατουνάκια, μὲ
τοὺς ὑπόλοιπους Γέροντες ποὺ ὑπῆρχαν τότε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ εἴχαμε ἕναν
μεγάλο σύνδεσμο. Καὶ μὲ πολεμοῦσε πάρα πολὺ αὐτὸς ὁ...
λογισμός, κι
ἔλεγα, τί ἦρθα νὰ κάνω ἐγὼ τώρα; Καὶ μάλιστα ποῦ πῆγα; Πῆγα στὴν Πάφο.
Ὄχι πὼς εἶχε τίποτε ἡ Πάφος, μία χαρὰ εἶναι καὶ πῆγα σὲ ἕνα πολὺ ὄμορφο
τόπο στὴν Ἁγία Μονὴ ἀλλὰ γιὰ μένα ἦταν ἄγνωστος τόπος... Πανέμορφος
τόπος, ὡραιότατος καὶ ἀπὸ πλευρᾶς κλίματος, ἀλλὰ εἴμαστε καὶ ἄγνωστοι ἐν
μέσω ἀγνώστων. Βρήκαμε πάρα πολὺ μεγάλη φιλοξενία καὶ βοήθεια ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους... ἀπίστευτα μεγάλη, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι γύρω μας δὲν ἤξεραν ἀπὸ
μοναχισμό. Μᾶς ρωτοῦσαν ἂν ἤμασταν παντρεμένοι, ἂν ἔχουμε παιδιά, ποὺ
εἶναι οἱ παπαδιές μας... Ἐμένα μ’ ἒπιανε τὸ παράπονο, λέω, ἦρθα ἐδῶ
μόνος μου. Καὶ ἤμουν καὶ νεαρός, ἤμουν 34 χρόνων.
Μία ἡμέρα,
ἐκεῖ ποὺ μὲ πολεμοῦσαν πάρα πολλοὶ λογισμοὶ καὶ ἤμουν ἔτσι σὲ μεγάλη
ἀθυμία γιὰ τὸ ὅτι ἔφυγα ἀπὸ τὸ Ὅρος καὶ σκεφτόμουν μὲ ποιὸν τρόπο νὰ
ἐπιστρέψω πίσω -διότι ὁ Γέροντας ἦταν κάθετος ὅτι σὲ στείλαμε ἐκεῖ
πρέπει νὰ μείνεις ἐκεῖ, νὰ ἀγωνιστεῖς ἐκεῖ, πῆγες γιὰ ἕναν σκοπό, πρέπει
νὰ κάτσεις ἐκεῖ νὰ ἀγωνιστεῖς…- ἦρθε ἕνα παιδὶ τὸ ὁποῖο γυρνοῦσε στὰ
χωριὰ τῆς Πάφου καὶ ἔκαμε ἀπογραφὴ... στατιστικὲς... κάτι τέτοιο. Καὶ
ἔρχεται καὶ λέει, Συγνώμη ἐδῶ ἔχετε κάτι μοναχοὺς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος;
Ναί, ἐδῶ. Εἶμαι ὑπάλληλος τῆς [τάδε] ὑπηρεσίας καὶ ἤμουν στὸ χωριὸ πιὸ
κάτω -ἕνα πάρα πολὺ μικρὸ χωριό. Ἐκεῖ ποὺ πῆγα νὰ κάνω τὴν στατιστικὴ
ἔχει μία γριούλα ποὺ θέλει νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ τὴν ἔφερα. Ποιὸς
ἐξομολογάει; Μόνο ἐγὼ ἤμουν ἱερέας. Λέω, ἐγώ.
Λέω ἀπὸ μέσα μου... ἤμουν στὸ Ἅγιον Ὅρος... ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὶς γριοῦλες.
Βλέπω μία
γριούλα μὲ τὸ μπαστουνάκι της νὰ ἔρχεται, ἔχει ἔτσι μία μεγάλη αὐλὴ ἐκεῖ
ἡ Ἁγία Μονή. Ἐλεεινολογοῦσα τὸν ἑαυτό μου. Λέω, ἔφυγα, ἄφηκα τὸ Ἅγιον
Ὅρος καὶ ἦρθα νὰ ἐξομολογῶ τὶς κοτζιάκαρες [σσ. γριοῦλες στὴν Κυπριακὴ
διάλεκτο] τῆς Πάφου. Ποῦ κατάντησα; Ἔτσι ἔλεγα μέσα μου. Δὲν ἦταν καλὸ
αὐτὸ ποὺ ἔλεγα. Τί σημαίνει κοτζιάκαρες; Ψυχὴ Θεοῦ εἶναι, ἄνθρωποι
εἶναι. Τέλος πάντων, τόσα μυαλὰ εἶχα.
Ἔρχεται ἡ
γιαγιά, ἐγὼ μέσα στοὺς λογισμούς μου μέσα στὴν ἀθυμία μου... Ἔκατσε
ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ μοῦ λέει ἡ γιαγιούλα τὰ δικά της, νὰ μοῦ διηγεῖται τὴ
ζωή της. Στὴν ἀρχὴ ἄκουγα καὶ δὲν ἄκουγα. Ἔλεγε ἡ γιαγιά, ἐγὼ ἤμουν στὸν
κόσμο μου. Μετὰ ὅμως μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Ἄρχισα νὰ τὴν προσέχω διότι ἡ
γιαγιὰ αὐτὴ εἶχε πάρα πολὺ μεγάλο περιεχόμενο πνευματικό. Ἦταν μία
γιαγιὰ ἡ ὁποία δὲν παντρεύτηκε γιὰ νὰ γηροκομήσει τοὺς γονεῖς της, ἀπὸ
ἀγάπη στοὺς γονεῖς της. Οἱ γονεῖς της πέθαναν γρήγορα, τῆς ἄφησαν τὸ
σπίτι τους καὶ ἡ γιαγιὰ ἀπὸ τότε κλείστηκε μέσα στὸ σπίτι, ἔκλεινε τὸ
ξωπόρτι ὅπως ἔλεγε, καὶ ἦταν ὅλη μέρα κλεισμένη στὸ σπίτι. Ἀλλὰ ὅλη μέρα
κλεισμένη στὸ σπίτι ἡ γιαγιὰ αὐτὴ προσευχόταν. Ὁ κόσμος νόμιζε ὅτι
κοιμόταν, ὅτι ἦταν ἐκκεντρική, ὅτι ἦταν ὁτιδήποτε. Ἡ γιαγιὰ προσευχόταν
καὶ ἦρθε νὰ μοῦ πεῖ -ἄκουσε ὅτι ἤμουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος- τί ἔκανε, γιὰ
νὰ τῆς πῶ ἂν εἶναι καλὰ αὐτὰ ποὺ κάνει. Καὶ μοῦ λέει:
– Διαβάζω γιέ μου τὸ Ψαλτήριο, διαβάζω τὴν Καινὴ Διαθήκη...
Ἄκουγα. Λέω, Κύριε ἐλέησον ἄκου τώρα τί κάνει ἐτούτη ἡ κοτζιακαρούδα!
Καὶ τὸ βράδυ, κάθε βράδυ, κοιμόταν ἔτσι λίγο τὸ ἀπόγευμα, καὶ τὸ βράδυ ἀγρυπνοῦσε ὅλη νύχτα.
– Κάθομαι
ἐκεῖ, λέει, στὸ δωμάτιο, αὐτὸ εἶναι τὸ φῶς, καὶ βάζω ἐπάνω στὸ τραπέζι
μου τὰ βιβλία μου καὶ ὡς τὶς τρεῖς τέσσερις τὸ πρωΐ διαβάζω. Διαβάζω ἀπὸ
τὶς προσευχές, διαβάζω τὴν Ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας.
Διάβαζε πολὺ ἡ γιαγιὰ καὶ προσευχόταν πάρα πολύ.
Καὶ μοῦ λέει,
– Νὰ σοὺ πῶ
καὶ τὴν ἀλήθεια, μερικὲς φορὲς ποὺ διαβάζω αἰσθάνομαι τόση γλυκύτητα,
τόσην ἀγαλλίαση καὶ γεμίζει τὸ δωμάτιο μὲ φῶς. Ἕνα δυνατὸ φῶς. Δὲν ξέρω
αὐτὸ τί πράγμα εἶναι ἀλλὰ συμβαίνει συχνὰ καὶ τελευταία ἀκόμα πιὸ συχνά.
Λέω, ἔχουμε νὰ
κάνουμε μὲ περίπτωση ἐδῶ. Τέλος πάντων, ἁπλοϊκὴ γιαγιούλα. Μὲ ρώτησε
μάλιστα ἂν τῆς δίνω τὴν ἄδεια νὰ ἀγοράσει μελάφωνα γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ
χωριοῦ της. Μεγάφωνα δηλαδὴ ἀλλὰ τὰ ἔλεγε μελάφωνα, μὲ λάμδα.
Μὲ ἐντυπωσίασε
ἡ γιαγιὰ αὐτή. Σηκώθηκα νὰ διαβάσω τὴν εὐχή. Ἔσκυψα νὰ διαβάσω τὴν εὐχὴ
καὶ μόλις ἄρχισα νὰ διαβάζω τὴν εὐχὴ παιδιὰ εὐωδίασε ὅλη ἡ ἐκκλησία.
Ἕνα πράγμα ποὺ τὸ ἔζησα [μὲ τὸν] πατέρα Παΐσιο καὶ [μὲ] ἄλλους
σύγχρονους ἀσκητὲς στὰ Κατουνάκια. Αὐτὴν τὴν εὐωδία τὴν ὁποία εἶχαν
αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Εὐωδίασε ὅλη ἡ ἐκκλησία. Μετὰ ἦρθαν οἱ πατέρες καὶ
ρωτοῦσαν ἂν ἐθυμίασα. Δὲν ἐθυμίασα. Τοὺς ἐξήγησα βέβαια μετὰ τί ἔγινε.
Λέω, κοίταξε, ἕνας ἄνθρωπος, σὲ ποιὰ μεγάλα μέτρα ἔφτασε μία γριούλα!
Αὐτὴν τὴν
γριούλα τὴν ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ ἔγινε μοναχή. Ἔγινε μοναχὴ στὸν Ἅγιο
Ἠρακλείδιο ἀλλὰ μὲ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, καὶ μετὰ τὴν ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ
εἶχε ὀσιακὸ θάνατο. Μόλις ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα σὲ λίγες ἡμέρες
ἐκοιμήθηκε στὸ χωριό της.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς
τέσσερες μῆνες μία ἄλλη γιαγιά, ὄχι μεγάλη γιαγιὰ αὐτὴ τὴ φορά,
μικρότερης ἡλικίας, ἀπὸ τὴν Λεμόνα -πέθανε τώρα καὶ αὐτὴ ἡ γιαγιούλα-
ἦρθε …καὶ προσευχόταν αὐτὴ ἡ γιαγιούλα κάθε βράδυ. Καὶ αὐτὴ ἀγρυπνοῦσε
τὴ νύχτα καὶ δαπανοῦσε τὴ νύχτα της ὅλη σὲ προσευχή. Πάρα πολὺ προσευχή.
Αὐτὴ ἤξερε καὶ ἔλεγε καὶ τὴν εὐχή, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με,
καὶ πολλὲς φορὲς ἡ γιαγιὰ αὐτὴ εἶδε τὸ ἄκτιστο φῶς καὶ πολλὰ ἄλλα
πράγματα ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ ἦρθε μία ἄλλη, ἡ συμπεθέρα της -αὐτὴ ἦταν μητέρα τῆς νύφης... ἡ μητέρα τοῦ γαμπροῦ. Καὶ αὐτὴ τὰ ἴδια.
Λέω, μὰ τί
συμβαίνει; Τί γίνεται ἐδῶ; Ποῦ βρεθῆκαν τόσες πολλὲς κοτζιάκαρες; Ἀλλὰ ὁ
Θεὸς φαίνεται τὶς ἔστελνε γιὰ νὰ μὲ βοηθήσει καὶ ἐμένα, νὰ μὲ ἐνισχύσει
λίγο διότι πράγματι ταλαιπωρούμουν πάρα πολὺ μὲ αὐτὸν τὸν λογισμὸ ὅτι
ἔφυγα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
Στὴ συνέχεια
παιδιὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι συνάντησα πάρα πάρα πολλοὺς ἀνθρώπους. Πάρα
πολλοὺς ἀνθρώπους ἔγγαμους, ποὺ πράγματι τὰ μέτρα τους τὰ πνευματικὰ
μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἀγγίζουν τὰ μέτρα τῶν μεγάλων Γερόντων ποὺ γνώρισα στὸ
Ἅγιον Ὅρος. Εἶναι ἄνθρωποι ἁπλοί, λαϊκοί, ἔγγαμοι μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς,
ἄλλοι εἶναι ἄγαμοι, ἄλλοι εἶναι χῆροι... Ὅμως ἀφιερώθηκαν εἰς τὸν Θεό,
ἀγάπησαν τὸν Θεό, μὲ πολὺ ὑπομονὴ καὶ μεγάλους ἀγῶνες ἀγωνίστηκαν μέσα
στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔφτασαν στὰ μεγάλα αὐτὰ μέτρα. Ἄρα τὰ ἐξωτερικὰ
σχήματα δὲν ἔχουν καὶ τόση μεγάλη σημασία ὅση σημασία ἔχει τὸ νὰ εἶναι ὁ
ἄνθρωπος κοντὰ στὸ Θεό.
Πάω στὴ Μονὴ
Κύκκου, ἄγνωστος, παρακάλεσα ἐκεῖ τούς πατέρες, λέω, μπορεῖτε νὰ μὲ
φιλοξενήσετε; Εὐχαρίστως πάτερ μου, τοὺς εἶπα ὅτι ἤμουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον
Ὅρος. Πολὺ φιλόξενοι ἄνθρωποι καὶ πολὺ καλοὶ μοναχοὶ καὶ πατέρες, μὲ
φιλοξένησαν. Ἐπειδὴ δὲν εἶχα δουλειὰ νὰ κάνω ἐπήγαινα καὶ καθόμουν μέσα
στὴν ἐκκλησία. Ὅπως εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπέναντι ἔχει κάτι
στασίδια. Καθόμουν ἐκεῖ καὶ ἔβλεπα καὶ τὸν κόσμο ποὺ περνοῦσε νὰ
προσκυνήσει, προσπαθοῦσα νὰ κάνω καὶ καμμιὰ προσευχή, σκεφτόμουν καὶ τὰ
δικά μου. Ἄγνωστος ἐν μέσω ἀγνώστων δὲν μὲ ρώταγε κανένας τίποτα.
Ὅπως καθόμουν
ἐκεῖ καὶ σκεφτόμουν τὴν ἐπιστροφή μου στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ τὸν Γέροντα ποὺ
δὲν ἤθελε νὰ πάω πίσω, παρακαλοῦσα τὴν Παναγία νὰ μὲ βοηθήσει νὰ δῶ τί
θὰ κάνω. Ἔρχεται ὁ παππούλης, ὁ πατὴρ Εὐγένιος πού ἐκοιμήθηκε τώρα, μοῦ
λέει, πάτερ δὲν εἶσαι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος; Τοῦ λέω, ναὶ πάτερ μου. Μοῦ
λέει, εἶσαι ἱερέας; Τοῦ λέω, ναί. Εἶσαι καὶ πνευματικός, ἐξομολογᾶς;
Ναί, εἶμαι. Μοῦ λέει, ἔχει δύο-τρία παιδιὰ ἐδῶ ποὺ ἦρθαν καὶ θέλουν νὰ
ἐξομολογηθοῦν καὶ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τώρα ἐδῶ ἕναν πνευματικό. Ἀφοῦ
κάθεσαι πού κάθεσαι, δὲν πᾶς νὰ τοὺς ἐξομολογήσεις; Λέω, εὐχαρίστως
πάτερ μου νὰ πάω, ποῦ νὰ πάω; Μοῦ ἔδειξε ἕνα παρεκκλήσι μικρὸ ποὺ ἔχουν
ἐκεῖ. Πῆγα, πάλι μέσα στοὺς λογισμούς μου ἐγώ. Τὸ παιδὶ ἦρθε νὰ
ἐξομολογηθεῖ, ἕνα παιδὶ ποὺ σπούδαζε τότε στὴν Ἀγγλία.
Μπαίνει μέσα
στὸ ἐξομολογητάριο... ἢ πρώτη ἢ δεύτερη φορὰ ἐξομολογεῖτο, δὲν εἶχε
ἰδιαίτερες σχέσεις μὲ τὴν ἐκκλησία. Μόλις ἐμπῆκε μέσα ὅμως ἐγονάτισε τὸ
παιδὶ μπροστά μου καὶ ἄρχισε νὰ λέει ὅλα αὐτὰ ποὺ τὸ ἀπασχολοῦσαν.
Λέγοντάς τα ὅμως ἄρχισε νὰ κλαίει, κι ἔκλαιγε πάρα πολύ, πάρα πολύ, πάρα
πολὺ... Ἐγὼ πρώτη φορὰ εἶδα ἕναν νέο ἄνθρωπο νὰ κλαίει τόσο πολύ.
Καθόμουν ἐκεῖ ἀμίλητος καὶ παρακολουθοῦσα ὅλη αὐτὴν τὴν σκηνή. Μετὰ
ἐγονάτισε, ἔσκυψε κάτω καὶ ἒπιασε τὰ παπούτσια μου καὶ ἔκλαιγε καὶ
ἐμούσκεψε τὰ παπούτσια μου ἀπὸ τὰ κλάματά του. Λέω, Κύριε ἐλέησον, τόσα
χρόνια στὸ Ἅγιον Ὅρος ἐγὼ τοῦτο τὸ πράγμα δὲν τὸ εἶδα ποτέ μου. Δὲν εἶδα
κανέναν νὰ κλαίει στὴν ἐξομολόγηση τόσο πολύ, νὰ προσεύχεται νὰ
μετανοεῖ τόσο πολύ.
..Τελείωσε τὸ
παιδί, μοῦ εἶπε τί εἶπε, τὰ εἶπε ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποία εἶχε μέσα του.
Ξαλάφρωσε, φάνηκε ἔτσι ξαλαφρωμένος καὶ ἀνανεωμένος. Μετὰ πῆγα νὰ τοῦ
διαβάσω τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ τότε μέσα στὴν καρδία μου ἐγεννήθηκε
αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος γιὰ μία
ψυχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου. Καὶ λέω, ἐὰν ἐγὼ μὲ τὴν παρουσία μου στὴν Κύπρο
γίνω ἡ αἰτία, ὡς ἱερέας ἢ ὡς πνευματικός, νὰ σωθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, μία
ψυχή, ἀξίζει νὰ χάσω καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ὅλα τὰ ὁποῖα θεωροῦσα ὅτι
εἶχα ὑπέρ μου γιὰ νὰ σωθεῖ ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ ἐπληροφορήθηκα ὅτι τελικὰ
αὐτὸ ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νὰ μείνω ἐδῶ.
Μετὰ ἦρθαν καὶ
τὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν, καὶ τὰ ἄλλα τὸ ἴδιο. Ἦταν φοιτητὲς
στὴν Ἀγγλία. Καλὰ παιδιά, πολὺ καλὰ παιδιὰ μὲ ἁγνὲς ψυχές, τὰ ὁποία δόξα
τῷ Θεῷ μέχρι σήμερα μέσα στὴν ἐκκλησία εἶναι πολὺ καλά. Πράγματι αὐτό
μοῦ ἔδωσε τὴν αἴσθηση -βέβαια τὸ εἶδα μετὰ στὴ συνέχεια ἀμέτρητες φορὲς
μέχρι σήμερα- ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν ἐμποδίζεται οὔτε ἀπὸ τὴν ἡλικία
τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα, οὔτε ἀπὸ τὸ ποῦ βρίσκεται ὁ
ἄνθρωπος, οὔτε ἀπὸ τὸ τί κάνει ἐξωτερικὰ ἢ ὄχι. Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν
βαθμὸ κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τὸν Θεό, φυλάττει τὴν καρδιὰ του
καθαρὴ καὶ ἁγνή, ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἔχει
ταπείνωση μέσα στὴν ψυχή του. Αὐτὸ ἔχει σημασία. Τέτοιοι ἄνθρωποι,
τέτοιες ὑπάρξεις ποὺ φθάσαν σὲ μέτρα μεγάλα πράγματι συναντᾶ κανεὶς
παντοῦ. ..
Ἀπομαγνητοφώνηση Φαίη/Ἀβέρωφ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου