Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὁ κοινωνικός καί οἰκονομικός φιλελευθερισμός, μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις,
κυρίως ἀσιατικές, ἔχει ἁπλώσει τήν δυναστεία του πάνω σέ ὅλη τήν γῆ.
Στίς μέρες μας δέν φαίνεται νά ὑπάρχη κάποια ἰσχυρή ἐναλλακτική πρόταση,
γιά διαφορετική ὀργάνωση τῆς κοινωνίας καί τῆς οἰκονομίας, πού νά
μπορεῖ νά ἀνταγωνιστῆ τήν ἰσχύ τοῦ φιλελευθερισμοῦ πάνω στίς πολιτικές
καί πνευματικές ἡγεσίες τῶν λαῶν, ἀλλά καί πάνω στούς ἴδιους τούς λαούς.
Ἡ «ἱερότητα» τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, ἡ ἀμφισβήτηση τῶν παραδοσιακῶν θεσμῶν,
ἡ συκοφάντηση τῆς παραδοσιακότητας ὡς θρησκοληπτικοῦ συντηρητισμοῦ, ἡ
σταδιακή κατάργηση τῶν ἐθνικῶν συνόρων γιά τήν ἀπρόσκοπτη ἀνάπτυξη τῆς
ἐλεύθερης ἀγορᾶς, ἡ κυριαρχία τῶν μεγάλων τραπεζῶν, τῶν παγκόσμιων
«ἡγετῶν τοῦ πλούτου», οἱ ὁποῖοι δείχνουν ὅτι ἀγαποῦν τήν
πολυπολιτισμικότητα, δηλαδή τήν ἀνάμειξη τῶν λαῶν καί τῶν ἐθνικῶν,
πολιτισμικῶν καί θρησκευτικῶν παραδόσεών τους, γιατί τούς βοηθᾶ στήν
ἑδραίωση τῆς κυριαρχίας τους, εἶναι στοιχεῖα πού περιγράφουν τήν ζωή τοῦ
σύγχρονου κόσμου, τά ἰδανικά του καί τήν ἀσθένειά του.
Ὁ φιλελευθερισμός, ὡς πειρασμός, «ἀκουμπᾶ» καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Οὐσία
του εἶναι ὁ ἐξωραϊσμός τῆς φιλαυτίας καί ἡ μεταμφίεσή της σέ ἐλευθερία,
μέσα ἀπό τήν ὁποία προσφέρονται ὅλες οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ πεπτωκότος
ἀνθρώπου ὡς δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, στήν πραγματικότητα ὡς ἕνας νέος
ἀπαγορευμένος καρπός, ἡ μετάληψη τοῦ ὁποίου ὑπόσχεται νά κάνη τούς
ἀνθρώπους ἐγκόσμιους Θεούς. Καί ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων
δελεάζεται, ἀφήνει τίς παραδοσιακές του ἀρχές, τίς συνειδησιακές του
ἀναστολές καί ὑποκύπτει στήν νοοτροπία του.
Ὁ φιλελευθερισμός εἶναι γέννημα κυρίως τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὁ ὁποῖος μέ
τήν ἠθική του ὁδήγησε στήν ἀπενοχοποίηση τοῦ πλουτισμοῦ καί στήν
μετατροπή του σέ τεκμήριο τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἔγινε ὁ
θρησκευτικός θεμέλιος λίθος τοῦ καπιταλισμοῦ, ἀλλά καί αὐτός πού
ἀφυδάτωσε τελείως τόν Χριστιανισμό στήν Δύση, ἀφοῦ τόν ἀπέκοψε ἀπό τήν
θεολογική καί ἀσκητική παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων καί Ἀποστόλων καί τόν
ἀποσυνέδεσε ἀπό τήν ζωή πού προσφέρουν τά θεοπαράδοτα μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας. Στίς μέρες μας ὁ φιλελευθερισμός παρουσιάζεται καί ἀπό
θεολόγους καί θεολογοῦντες τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνατολῆς ὡς μοντέλο ζωῆς πρός
τό ὁποῖο πρέπει ἀναπόφευκτα νά προσανατολιστοῦμε καί νά προσαρμοστοῦμε.
Ἀφορμή γιά τίς παραπάνω διατυπώσεις μᾶς ἔδωσε ἕνα ἄρθρο τοῦ Γ.
Καραμπελιᾶ, πού ἐπιχειρεῖ πολιτική καί ἰδεολογική ἀνάλυση τῆς σύγχρονης
ἑλληνικῆς πραγματικότητας, ἀλλά καί διάφορα κείμενα πού δημοσιεύθηκαν
στόν ἔντυπο καί ἠλεκτρονικό τύπο, στά ὁποῖα καταβάλλεται προσπάθεια νά
ἀναλυθῆ καί νά ἑρμηνευθῆ, μέ βάση ἀρχές τῆς φιλοσοφίας τοῦ
φιλελευθερισμοῦ, ἡ θεολογία καί ἡ θεσμική συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας.
Μιά θεολογική ἄποψη, πού διατυπώνεται μέ διάφορες ἀφορμές (ἀκόμη καί μέ
τήν ἐπίσκεψη Πούτιν στήν Ἑλλάδα), εἶναι ὅτι οἱ σλαβόφωνες Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες, μετά τήν διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καί τήν πτώση τῶν
ἄλλων ἀθεϊστικῶν καθεστώτων, βρέθηκαν ἐλεύθερες σ’ ἕνα κόσμο μέ ποικίλα
ἰδεολογικά καί θρησκευτικά ρεύματα μέ τά ὁποῖα εἶναι ἀναγκασμένες νά
ἔλθουν σέ διάλογο. Ὅμως δέν ἔχουν τήν πείρα πού ἔχουν οἱ ἑλληνόφωνες
Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς διασπορᾶς σέ
τέτοιας μορφῆς διαλόγους. Ἡ ἀπουσία αὐτῆς τῆς πείρας τίς ὁδηγεῖ σέ
ἐσωστρέφεια, τίς κλείνει μέ κάποιο φανατισμό στά ὅρια τῆς Ὀρθόδοξης
δογματικῆς διδασκαλίας καί ἐκφράζονται μέ ἕναν ἀπόλυτο τρόπο γιά τήν
«αἱρετική δύση». Μετά ἀπό χρόνια ἀπογορεύσεων καί ἐπίσημης κρατικῆς
ἀθεΐας στρέφονται στό παρελθόν τους. Κατά τήν ἄποψη συγχρόνων
φιλελεύθερων θεολόγων-ἀναλυτῶν χάνουν μέ αὐτή τήν στροφή τήν ἐπαφή τους
μέ τήν σύγχρονη πραγματικότητα. Συντονίζονται κατά κάποιο τρόπο μέ τό
πνεῦμα τοῦ κινήματος τῶν σλαβοφίλων, μέσα στό ὁποῖο ἦταν ἐνταγμένος καί ὁ
Ντοστογιέφσκι, στό ἔργο τοῦ ὁποίου γίνεται βαθιά κριτική τοῦ δυτικοῦ
πολιτισμοῦ. Μέσα σ’ αὐτό τό πνεῦμα ἐντάσσονται ἀπό τούς φιλελεύθερους
θεολόγους καί ὅσοι ἑλληνόφωνοι Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί Θεολόγοι
ποιμαίνουν καί θεολογοῦν «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι».
Αὐτή ἡ φιλελεύθερη κριτική ἀπέχει πολύ ἀπό τήν πραγματικότητα. Γίνεται
μέ κριτήρια κοινωνιολογικά καί ὄχι θεολογικά. Παρουσιάζει τήν
«ἑλληνόφωνη ὀρθοδοξία» ὡς «φιλελεύθερη», ἐνῶ ἡ σλαβόφωνη ὡς παραδοσιακή.
Προβάλλει τόν ἐκκλησιαστικό καί θεολογικό φιλελευθερισμό ὡς ἀρετή. Ὡς
χαρακτηριστικά του θεωρεῖ: τήν ἀποδοχή τοῦ διαφορετικοῦ, τήν ἑνότητα
παρά τίς δογματικές διαφορές, οὐσιαστικά, δηλαδή, τήν ἐξίσωση τῆς
ἀλήθειας μέ τό ψεῦδος, τῆς ὀρθοδοξίας μέ τήν αἵρεση. Ἐπίσης, δέχεται τήν
«ἱερότητα τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ», τόν σεβασμό τῶν «ἀνθρωπίνων
δικαιωμάτων» μέχρι τήν ἀνοχή τῆς διακωμώδησης και ἐξύβρισης τῶν ἱερῶν·
εἶναι ὑπέρ τοῦ ἀνοικτοῦ διάλογου μέ ὅλους, χωρίς τήν «ἐγωιστική», ὅπως
λένε, ἀντίληψη ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι κατέχουμε τήν ἀλήθεια.
Αὐτό τό «φιλελεύθερο μοντέλο» ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς συζητιέται στά
σπουδαστήρια κάποιων πανεπιστημιακῶν σχολῶν, διατυπώνεται σέ ἄρθρα, δέν
ἔχει ὅμως καμμιά σχέση μέ τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας, ἑλληνόφωνης ἤ
σλαβόφωνης. Εἶναι εἰσαγόμενο στόν ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν
πολιτική καί τήν οἰκονομία, μέ ρίζα βέβαια στό ἔδαφος τοῦ
Προτεσταντισμοῦ.
Γιά τό «φιλελεύθερο μοντέλο» ὀργάνωσης τῆς πολιτικῆς καί οἰκονομικῆς
ζωῆς τῆς Ἑλλάδος, πού ἐπηρεάζει τόν στοχασμό κάποιων θελόγων, ὁ Γ.
Καραμπελιάς ἐπιχειρεῖ μιά ἀξιόλογη ἀνάλυση, ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε σέ δύο
συνέχειες, στήν ἱστοσελίδα τοῦ περιοδικοῦ Ἄρδην, ἡ πρώτη μέ τίτλο:
«Ἀριστερά ὡς στυλοβάτης τῆς παγκοσμιοποίησης» καί ἡ δεύτερη: «Ἐπιτάφιος
χωρίς Ἀνάσταση».
Ἡ κριτική τοῦ ἀρθρογράφου στρέφεται στήν ἑλληνική ἀριστερά γιά τήν ὁποία
γράφει ὅτι ἀπέτυχε «νά προτάξη μιά ἐναλλακτική λύση στόν καπιταλισμό»,
ἀλλά «ἀντίθετα ἔχει μεταβληθῆ σέ μιά δύναμη πού ἐπιταχύνει τήν
καπιταλιστική ὁλοκλήρωση». Καί ἐξηγεῖ: «Ἡ ἀριστερά, προωθώντας τήν
ἀποϊεροποίηση τοῦ κόσμου καί τῆς φύσης, τήν ἄρνηση τῆς πατρίδας καί τοῦ
ριζώματος, τήν ἰσοπέδωση τῶν φύλων, καί τήν παγκοσμιοποίηση τήν ὁποία
βάφτισε διεθνισμό, ἀποδείχθηκε ὁ ἰσχυρότερος σύμμαχος τοῦ καπιταλισμοῦ
τήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποίησης, παράλληλα μέ τήν νεοφιλελεύθερη δεξιά».
Ἡ νεοφιλελεύθερη δεξιά ἐνδιαφέρεται κυρίως γιά τό πεδίο τῆς οἰκονομίας,
ἐνῷ ἡ ἀριστερά, μέ ὅλα τά παραπάνω χαρακτηριστικά τῆς δράσης της,
κινεῖται στό πεδίο τοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτή ἡ σχέση τῶν δύο τάσεων μέσα στό
πνεῦμα τοῦ φιλελευθερισμοῦ καθιστᾶ «ἀτελέσφορες καί ψευδεπίγραφες» τίς
διαμαρτυρίες τῆς ἀριστερᾶς γιά πρακτικές πού εἶναι ἐφαρμογές τῆς
φιλελεύθερης οἰκονομίας. Γιατί «εἶναι οἱ ἴδιοι πού ἔχουν προετοιμάσει
τήν κοινωνία γιά τήν ἀποδοχή τοῦ οἰκονομικοῦ φιλελευθερισμοῦ, ἔχοντας
ἀποσυνθέσει ἰδεολογικά τά λαϊκά στρώματα καί τίς ἐθνικές ταυτότητες».
Ὁ ἀρθρογράφος ἐπεκτείνει τήν σκέψη του καί ἐπισημαίνει:
«Γιά νά διαλυθῆ ἡ ἐθνική ταυτότητα καί νά μπορεῖ ἡ Ελλάδα νά ἐνταχθῆ
ἀπρόσκοπτα στούς ὑπερεθνικούς ὀργανισμούς τῆς Δύσης ὡς ἡμιαποικία, θά
ἔπρεπε ἡ “πρωτοπόρα” ἀριστερά νά ἔχει ἀποσυνθέσει τούς ἴδιους τούς
πυλῶνες τῆς ἐθνικῆς ἰδιοπροσωπίας, τήν διαχρονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τήν
σχέση του μέ τήν Ὀρθοδοξία, τήν συνέχεια τῆς γλώσσας. Γιά νά καταρρεύση ἡ
δημογραφία τῆς χώρας θά ἔπρεπε νά καλλιεργηθῆ τό μοντέλο μιᾶς ἀκραίας
ἀτομικῆς ἀνεξαρτησίας καί τῶν “δικαιωμάτων”, νά ἐπιταθῆ ὁ ἐθνομηδενισμός
καί ἡ ὁλοκληρωτική συκοφάντηση τῶν οἰκογενειακῶν δεσμῶν». Καί
συμπληρώνει τήν σκέψη του χαρακτηρίζοντας τήν ἰδεολογία τῆς σύγχρονης
ἀριστερᾶς «ὑπερκαπιταλιστική» καί ὄχι «ἀντικαπιταλιστική», διότι
«ἐπιθυμεῖ κατά βάθος τή διάλυση ὅλων τῶν μή-καπιταλιστικῶν ἐμποδίων στήν
ἐπέκταση τοῦ κεφαλαίου τήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποίησης, δηλαδή, τῆς
οἰκογένειας, τοῦ ἔθνους, τῆς ἱστορικῆς μνήμης, τῶν συλλογικῶν
ταυτοτήτων».
Συνθέτοντας ὅσα εἴδαμε παραπάνω μποροῦμε νά ἐπισημάνουμε ἀντιστοιχίες
στίς ἐφαρμογές τοῦ φιλελευθερισμοῦ στήν ζωή τῆς Πολιτείας καί στήν ζωή
τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ διάλυση τῆς ἱστορικῆς μνήμης καί τῶν συλλογικῶν ταυτοτήτων, πού ἀφορᾶ
τήν ἐθνική ἰδιοπροσωπία, ἔχει ὡς ἐκκλησιαστικό ἀντίστοιχό της τήν
προσπάθεια παραθεώρησης τῆς ἱστορίας τῶν θεοπτῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί
Πατέρων καί τήν ἀλλοίωση τῆς συνείδησης, ὅτι ἀνήκουμε στήν Μία Ἁγία
Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐπίσης, ἡ καλλιέργεια ἑνός ἀκραίου
μοντέλου ἀτομικῆς ἀνεξαρτησίας, προκειμένου νά εἶναι εὔκολη ἡ διάλυση
τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ, συναντᾶται πανομοιότυπη σέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας,
τά ὁποῖα συνδέουν τήν ἐλευθερία ὄχι μέ τήν φύση, ἀλλά μέ τήν «ἱερότητα
τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», «σεβόμενοι» κάθε ἰδιορρυθμία, φθάνοντας μέχρι
τήν ἀποϊεροποίηση τοῦ γάμου, τόν ὁποῖο δέν θεωροῦν μυστήριο!
Δηλαδή, μαζί μέ τόν φιλελεύθερο ἐθνομηδενισμό τῆς ἀριστερᾶς, βλέπουμε νά
ἀναπτύσσεται ἕνας φιλελεύθερος ἐκκλησιομηδενισμός, πού παραθεωρεῖ τήν
δογματική ἀλήθεια, τήν ὁποία θεωρεῖ ἄσχετη μέ τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων,
ὁπότε χαρακτηρίζει ὡς θρησκοληψία τήν ἐμμονή στήν πίστη, ὅτι ἕνα εἶναι
τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄρα Μία εἶναι καί ἡ Ἐκκλησία Του (ἡ Ὀρθόδοξη) καί
ὄχι πολλές.
Εἶναι σημαντικότατο, πάντως, στίς μέρες μας, μέρες σκοτασμοῦ καί
ἀναστατώσεων, νά ζοῦμε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό
τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα», ὄχι ἀπό ἰδεοληπτικό φανατισμό ἤ
ψυχολογική ἀνασφάλεια, ἀλλά γιατί μέσα σ’ αὐτό τό πνεῦμα τῆς ζωῆς ὁ νοῦς
ἀνοίγει, ἡ καρδιά εὐρύνεται καί ὡς ἄνθρωποι ἀπολαμβάνουμε τό δῶρο τῆς
ζωῆς πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου