Εκείνη
την χρονιά, στο αγιορείτικο μοναστήρι μας, ήμουν αρχοντάρης και, μετά
τον εσπερινό, κάναμε παρέα στους προσκυνητές, λέγαμε κανένα πνευματικό,
πηγαίναμε κανέναν περίπατο.
Όμως εκείνη την χρονιά, είχαν συμβεί και πολλά άλλα. Μας έφυγε το καλύτερο αδερφάκι μας.
Και κάτι ακόμα. Ξημερώνοντας τα Εισόδια, στην Αγρυπνία, κάτι σαν θρόισμα, μέσα στο Καθολικό της μετανοίας μας, ο Γέροντας έβλεπε έναν προσκυνητή, και, στα θεμέλια, δύο πιθάρια γέμισαν λάδι. Ε, λοιπόν, ένα προσκύνημα στο δοχειό - τον χώρο που φυλάγουμε το λάδι - ήταν μία γερή εμπειρία και γιά εμάς και γιά τους προσκυνητές μας.
Δεν θυμάμαι ακριβή χρονολογία, αλλά σίγουρα θα είχε γυρίσει ο χρόνος.
Ένα απόγευμα λοιπόν μαζί μας ήταν και ένας πολύ σπουδαίος επιστήμονας γιά μία σοβαρή μελέτη.
Κατεβήκαμε στο δοχειό, είπαμε τα σχετικά, και, όταν ήταν να βγούμε από την σπηλαιόμορφη αποθήκη, μοιράσαμε στον καθένα από ένα μπουκαλάκι από το αχειροποίητο λαδάκι, το δώρο της Κυρίας Θεοτόκου.
Ο σπουδαίος επιστήμονας δεν δέχτηκε να πάρει το φιαλίδιο. Φύγαμε, χωρίσαμε, και ο καθένας αποσύρθηκε, στους κοιτώνες τους οι προσκυνητές και εμείς στα κελλιά μας.
Σαββάτο πρωΐ ο επιστήμονας έφευγε στην Αθήνα και ξαναγυρνούσε την Δευτέρα. Ίσως να έφευγε και Παρασκευή μεσημέρι, δεν θυμάμαι ακριβώς.
Δευτέρα, με το πρωϊνό επέστρεψε ο φίλος μας γιά την μελέτη. «Έτυχε» εκείνη την ημέρα να δέχομαι τα τηλεφωνήματα στο τηλεφωνείο, την ώρα του διακονήματος.
Χτυπάει το τηλέφωνο και ζητούν τον μηχανικό μας - δεν θυμάμαι όνομα. Τον φωνάζουμε και, καθισμένος απέναντί μου, παίρνει το ακουστικό.
Μιλούν με την σύζυγό του και κάποια στιγμή την ρωτάει: «Τί γίνεται η μαμά;» και ενώ περιμένει την απάντηση, η αγωνία σκάβει το πρόσωπό του. Κάτι σαν «περίμενε» ακούστηκε από την άλλη μεριά της γραμμής.
Και σε λίγο «μητέρα, τί κάνεις;» ανταλλάσουν δυό λέξεις ανάμεσα σε αναφιλητά και δάκρυα.
Τώρα τί κάνουμε σκέφτηκα; Θα πέθανε η μάννα του. Μία γιαγιούλα ογδόντα φεύγα.
Συνέρχεται ο άνθρωπος και στην ερώτησή μας «τί πάθατε;»
Αρχίζει: «Ξέρετε, πάτερ, η μητέρα μου βρίσκεται στα τελευταία στάδια του καρκίνου. Πρήστηκε ολόκληρο το σώμα της, βγάζει υγρά. Σταμάτησε να μιλάει. Και την περιμέναμε από ώρα σε ώρα. Αλλά τώρα μιλούσα μαζί της.
Ξέρετε, είμαι κομμουνιστής, και τις προάλλες ήρθα μαζί σας από περιέργεια στο δοχειό.
Και όταν μιλήσατε γιά το λάδι και τα πιθάρια, σκέφτηκα: αυτοί οι μοναχοί όλο μιλάν γιά εικόνες, λάδια και θαύματα, και σας ειρωνεύτηκα μέσα μου. Και όταν δίνατε στους άλλους το λαδάκι, θυμάστε;, δεν δέχθηκα να το πάρω. Φεύγοντας, όμως, πάτερ μου, χωρίς να το καταλάβει κανείς, έκλεψα και εγώ ένα μπουκαλάκι. Πού ξέρεις καμιά φορά;! Σκέφτηκα.
Έφυγα στην Αθήνα, όπου βρήκα την μάννα μου χειρότερα από ό, τι την είχα αφήσει. Όμως, όπως μας είπατε, την σταύρωσα με το λαδάκι και την άλειψα σχεδόν ολόκληρη. Και, ξέρετε;, άρχισε να καλυτερεύει. Και, σήμερα, πάτερ μου, πρίν λίγο, όπως το ακούσατε, μίλησα μαζί της!» Η φωνή του πάλλονταν και ζωήρεψε.
«Η μητέρα μου, πάτερ μου, σηκώθηκε από το κρεββάτι, περπατάει, και μιλάει. Πιστεύω πλέον, πάτερ μου, και ζητώ να με συγχωρήσετε που, αν και πρώην άπιστος και κομμουνιστής, τώρα πιστεύω με όλη μου την δύναμη. Σας ευχαριστώ.» Και άφησε τον εαυτό του να αναλυθεί στα λυτρωτικά του δάκρυα.
Πέρασε ο καιρός. Ήρθαν οι πανελλήνιες, έτσι λέγαμε τότε τις πανελλαδικές, και ο μηχανικός μας μάς παρακάλεσε να προσευχόμαστε γιά τον γιό του, που εξεταζόταν. Έδινε γιά την σχολή του Πολυτεχνείου, με τις υψηλότερες βάσεις.
Κάθε μέρα που έγραφε το παιδί, κάναμε και ένα κομποσχοινάκι γιά εκείνον, και ρωτούσαμε τον πατέρα πώς πήγαινε.
Πέρασαν οι μέρες, και, φεύγοντας, μάς είπε πως βγήκαν τα αποτελέσματα, ο γιός τους πέρασε δεύτερος στην σχολή που ήθελε, και την επόμενη Δευτέρα θα ρθούν μαζί με τον γιό, που θέλει να μάς ευχαριστήσει, να φέρει γλυκά να μάς κεράσει και κυρίως να ευχαριστήσει την Παναγία που τον βοήθησε.
Έφυγε και μάς άφησε με την «καλή» περιέργεια, να θέλουμε να μάθουμε πώς βοήθησε η Παναγία τον υποψήφιο.
Ήρθε η Δευτέρα, ήρθαν και οι Αθηναίοι, με τα κουτιά τα γλυκά, όλο χαρά. Κεραστήκαμε και κατά την ώρα της ξενάγησης, που θα κατεβαίναμε στο δοχειό, ο νεαρός φοιτητής πλέον προστέθηκε μαζί με τον πατέρα στην παρέα μας.
Κατεβήκαμε, προσκυνήσαμε και ύστερα ο νεαρός μάς εξιστόρησε τα συμβάντα.
«Κάθε πρωΐ, πάτερ, πριν φύγω γιά να γράψω, έκαμνα προσευχή και η μαμά μου με σταύρωνε στο μέτωπο, στο δεξί χέρι και το στυλό. Και όταν μάς έδιναν τα θέματα, εκεί που καθόμουν στο θρανίο, σκοτείνιαζε ο νούς μου, και ύστερα σαν να άνοιγε ένα παράθυρο, όπου έδειχνε τις σωστές απαντήσεις στα θέματα. Και, ουσιαστικά, έκλεβα, γιατί αντέγραφα» και έριξε ένα ωραίο χαμόγελο.
Και εμείς, φιλοπερίεργοι, τολμήσαμε μία ερώτηση: «Και γιατί, ρε παλληκαράκι μου, δεν πέρασες πρώτος;»
«Ά, πάτερ μου, γιά την ταπείνωση!» είπε όλος χαρά και μάς έκανε μία μεγάλη αγκαλίτσα.
Αργότερα, μιλήσαμε και με την καλή μαννούλα, που καμάρωνε γιά τον φοιτητή της, αλλά και που δόξαζε μέσα από την ψυχή της την Παναγία, που τούς έδειξε δύο πελώρια θαύματα. Καλή τους Ώρα.
Τί άπιστος και τί κομμουνιστής;! Αν τα μετρούσε αυτά η Θεία Χάρις, έπρεπε, ο γεροΠέτρος, εκείνος ο άγιος παπούς μας, ο φτωχοψαράς και πρωταπόστολος, έπρεπε να είχε καταδικαστεί και να μην έχει τα κλειδιά από το αιώνιο σπίτι μας, όποιος πάει, τον Παράδεισο.
Βαπτισμένος και άθεος δεν γίνεται. Έχει ο καθένας μας τόσους σταυρούς, τόσες σφραγίδες με το Άγιο Μύρο, απάνω μας. Χαζούλης και αφελής, ναί, υπάρχουν πολλοί. Μέχρι να ρθει η ώρα να τους φέρει τούμπα η άπειρη φιλανθρωπία και αγάπη του Χριστού.
Τώρα, το ότι δεν βαπτίζονται πλέον πολλά νήπια, ε, ναι, αυτό είναι σοβαρό και θέλει συζήτηση.
Αλλά περί αυτού, γιά αυτό το τραγικό πονηρό κατόρθωμα του διαβόλου στην ελληνική οικογένεια, θα πούμε άλλη φορά.
Οι Άγιοι ,τιη’ (318) Πατέρες μας στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, ας μάς συνετίζουν με τις πατρικές τους ευχές.
Πρόσχωμεν, αδελφοί! Σοφία· Ορθοί.
Όμως εκείνη την χρονιά, είχαν συμβεί και πολλά άλλα. Μας έφυγε το καλύτερο αδερφάκι μας.
Και κάτι ακόμα. Ξημερώνοντας τα Εισόδια, στην Αγρυπνία, κάτι σαν θρόισμα, μέσα στο Καθολικό της μετανοίας μας, ο Γέροντας έβλεπε έναν προσκυνητή, και, στα θεμέλια, δύο πιθάρια γέμισαν λάδι. Ε, λοιπόν, ένα προσκύνημα στο δοχειό - τον χώρο που φυλάγουμε το λάδι - ήταν μία γερή εμπειρία και γιά εμάς και γιά τους προσκυνητές μας.
Δεν θυμάμαι ακριβή χρονολογία, αλλά σίγουρα θα είχε γυρίσει ο χρόνος.
Ένα απόγευμα λοιπόν μαζί μας ήταν και ένας πολύ σπουδαίος επιστήμονας γιά μία σοβαρή μελέτη.
Κατεβήκαμε στο δοχειό, είπαμε τα σχετικά, και, όταν ήταν να βγούμε από την σπηλαιόμορφη αποθήκη, μοιράσαμε στον καθένα από ένα μπουκαλάκι από το αχειροποίητο λαδάκι, το δώρο της Κυρίας Θεοτόκου.
Ο σπουδαίος επιστήμονας δεν δέχτηκε να πάρει το φιαλίδιο. Φύγαμε, χωρίσαμε, και ο καθένας αποσύρθηκε, στους κοιτώνες τους οι προσκυνητές και εμείς στα κελλιά μας.
Σαββάτο πρωΐ ο επιστήμονας έφευγε στην Αθήνα και ξαναγυρνούσε την Δευτέρα. Ίσως να έφευγε και Παρασκευή μεσημέρι, δεν θυμάμαι ακριβώς.
Δευτέρα, με το πρωϊνό επέστρεψε ο φίλος μας γιά την μελέτη. «Έτυχε» εκείνη την ημέρα να δέχομαι τα τηλεφωνήματα στο τηλεφωνείο, την ώρα του διακονήματος.
Χτυπάει το τηλέφωνο και ζητούν τον μηχανικό μας - δεν θυμάμαι όνομα. Τον φωνάζουμε και, καθισμένος απέναντί μου, παίρνει το ακουστικό.
Μιλούν με την σύζυγό του και κάποια στιγμή την ρωτάει: «Τί γίνεται η μαμά;» και ενώ περιμένει την απάντηση, η αγωνία σκάβει το πρόσωπό του. Κάτι σαν «περίμενε» ακούστηκε από την άλλη μεριά της γραμμής.
Και σε λίγο «μητέρα, τί κάνεις;» ανταλλάσουν δυό λέξεις ανάμεσα σε αναφιλητά και δάκρυα.
Τώρα τί κάνουμε σκέφτηκα; Θα πέθανε η μάννα του. Μία γιαγιούλα ογδόντα φεύγα.
Συνέρχεται ο άνθρωπος και στην ερώτησή μας «τί πάθατε;»
Αρχίζει: «Ξέρετε, πάτερ, η μητέρα μου βρίσκεται στα τελευταία στάδια του καρκίνου. Πρήστηκε ολόκληρο το σώμα της, βγάζει υγρά. Σταμάτησε να μιλάει. Και την περιμέναμε από ώρα σε ώρα. Αλλά τώρα μιλούσα μαζί της.
Ξέρετε, είμαι κομμουνιστής, και τις προάλλες ήρθα μαζί σας από περιέργεια στο δοχειό.
Και όταν μιλήσατε γιά το λάδι και τα πιθάρια, σκέφτηκα: αυτοί οι μοναχοί όλο μιλάν γιά εικόνες, λάδια και θαύματα, και σας ειρωνεύτηκα μέσα μου. Και όταν δίνατε στους άλλους το λαδάκι, θυμάστε;, δεν δέχθηκα να το πάρω. Φεύγοντας, όμως, πάτερ μου, χωρίς να το καταλάβει κανείς, έκλεψα και εγώ ένα μπουκαλάκι. Πού ξέρεις καμιά φορά;! Σκέφτηκα.
Έφυγα στην Αθήνα, όπου βρήκα την μάννα μου χειρότερα από ό, τι την είχα αφήσει. Όμως, όπως μας είπατε, την σταύρωσα με το λαδάκι και την άλειψα σχεδόν ολόκληρη. Και, ξέρετε;, άρχισε να καλυτερεύει. Και, σήμερα, πάτερ μου, πρίν λίγο, όπως το ακούσατε, μίλησα μαζί της!» Η φωνή του πάλλονταν και ζωήρεψε.
«Η μητέρα μου, πάτερ μου, σηκώθηκε από το κρεββάτι, περπατάει, και μιλάει. Πιστεύω πλέον, πάτερ μου, και ζητώ να με συγχωρήσετε που, αν και πρώην άπιστος και κομμουνιστής, τώρα πιστεύω με όλη μου την δύναμη. Σας ευχαριστώ.» Και άφησε τον εαυτό του να αναλυθεί στα λυτρωτικά του δάκρυα.
Πέρασε ο καιρός. Ήρθαν οι πανελλήνιες, έτσι λέγαμε τότε τις πανελλαδικές, και ο μηχανικός μας μάς παρακάλεσε να προσευχόμαστε γιά τον γιό του, που εξεταζόταν. Έδινε γιά την σχολή του Πολυτεχνείου, με τις υψηλότερες βάσεις.
Κάθε μέρα που έγραφε το παιδί, κάναμε και ένα κομποσχοινάκι γιά εκείνον, και ρωτούσαμε τον πατέρα πώς πήγαινε.
Πέρασαν οι μέρες, και, φεύγοντας, μάς είπε πως βγήκαν τα αποτελέσματα, ο γιός τους πέρασε δεύτερος στην σχολή που ήθελε, και την επόμενη Δευτέρα θα ρθούν μαζί με τον γιό, που θέλει να μάς ευχαριστήσει, να φέρει γλυκά να μάς κεράσει και κυρίως να ευχαριστήσει την Παναγία που τον βοήθησε.
Έφυγε και μάς άφησε με την «καλή» περιέργεια, να θέλουμε να μάθουμε πώς βοήθησε η Παναγία τον υποψήφιο.
Ήρθε η Δευτέρα, ήρθαν και οι Αθηναίοι, με τα κουτιά τα γλυκά, όλο χαρά. Κεραστήκαμε και κατά την ώρα της ξενάγησης, που θα κατεβαίναμε στο δοχειό, ο νεαρός φοιτητής πλέον προστέθηκε μαζί με τον πατέρα στην παρέα μας.
Κατεβήκαμε, προσκυνήσαμε και ύστερα ο νεαρός μάς εξιστόρησε τα συμβάντα.
«Κάθε πρωΐ, πάτερ, πριν φύγω γιά να γράψω, έκαμνα προσευχή και η μαμά μου με σταύρωνε στο μέτωπο, στο δεξί χέρι και το στυλό. Και όταν μάς έδιναν τα θέματα, εκεί που καθόμουν στο θρανίο, σκοτείνιαζε ο νούς μου, και ύστερα σαν να άνοιγε ένα παράθυρο, όπου έδειχνε τις σωστές απαντήσεις στα θέματα. Και, ουσιαστικά, έκλεβα, γιατί αντέγραφα» και έριξε ένα ωραίο χαμόγελο.
Και εμείς, φιλοπερίεργοι, τολμήσαμε μία ερώτηση: «Και γιατί, ρε παλληκαράκι μου, δεν πέρασες πρώτος;»
«Ά, πάτερ μου, γιά την ταπείνωση!» είπε όλος χαρά και μάς έκανε μία μεγάλη αγκαλίτσα.
Αργότερα, μιλήσαμε και με την καλή μαννούλα, που καμάρωνε γιά τον φοιτητή της, αλλά και που δόξαζε μέσα από την ψυχή της την Παναγία, που τούς έδειξε δύο πελώρια θαύματα. Καλή τους Ώρα.
Τί άπιστος και τί κομμουνιστής;! Αν τα μετρούσε αυτά η Θεία Χάρις, έπρεπε, ο γεροΠέτρος, εκείνος ο άγιος παπούς μας, ο φτωχοψαράς και πρωταπόστολος, έπρεπε να είχε καταδικαστεί και να μην έχει τα κλειδιά από το αιώνιο σπίτι μας, όποιος πάει, τον Παράδεισο.
Βαπτισμένος και άθεος δεν γίνεται. Έχει ο καθένας μας τόσους σταυρούς, τόσες σφραγίδες με το Άγιο Μύρο, απάνω μας. Χαζούλης και αφελής, ναί, υπάρχουν πολλοί. Μέχρι να ρθει η ώρα να τους φέρει τούμπα η άπειρη φιλανθρωπία και αγάπη του Χριστού.
Τώρα, το ότι δεν βαπτίζονται πλέον πολλά νήπια, ε, ναι, αυτό είναι σοβαρό και θέλει συζήτηση.
Αλλά περί αυτού, γιά αυτό το τραγικό πονηρό κατόρθωμα του διαβόλου στην ελληνική οικογένεια, θα πούμε άλλη φορά.
Οι Άγιοι ,τιη’ (318) Πατέρες μας στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, ας μάς συνετίζουν με τις πατρικές τους ευχές.
Πρόσχωμεν, αδελφοί! Σοφία· Ορθοί.
Του Αρχιμ. Πορφυρίου, Ηγουμένου της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βεροίας | Romfea.gr
http://www.romfea.gr/katigories/apopseis/831-sxedon-nekra-kokkala-kai-ladia
http://www.romfea.gr/katigories/apopseis/831-sxedon-nekra-kokkala-kai-ladia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου