Πέμπτη Κυριακή από το Πάσχα και στην Ορθοδοξία ονομάζεται "Κυριακή του Τυφλού". Στη λειτουργία διαβάζουμε το κομμάτι από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 9, όπου ο Ιησούς θεραπεύει ένα νέο, τυφλό εκ γενετής. Αργότερα ο νέος αυτός βρίσκει μεγάλους μπελάδες από τους φαρισαίους (που του κατηγορούν το Χριστό) και φτάνει στο σημείο να τα βάλει μαζί τους, χωρίς να τους φοβηθεί, υπερασπιζόμενος το Χριστό, ενώ δεν Τον έχει δει ποτέ του!
Διαβάστε την εκπληκτική αυτή διήγηση στα νέα ελληνικά (από εδώ - στ' αρχαία, δείτε την εδώ):
“Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιός αμάρτησε, αυτός η οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς· ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ’ αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με έστειλε, ως που ακόμη είναι ημέρα· έρχεται νύχτα όπου κανένας δεν μπορεί να εργάζε ται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως είμαι του κόσμου. Αφού είπε αυτά έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε: πήγαινε να νιφτείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ, που στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος».
Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας. Ο γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι που τον έβλεπαν και ήξεραν πως πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε; Αλλοι έλεγαν πως αυτός είναι· άλλοι πως κάποιος όμοιος του· εκείνος έλεγε πως εγώ είμαι· του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε· ένας άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου.
Του είπαν: που είναι εκείνος; Λέγει· δεν ξέρω. Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του· και αυτός τους είπε· έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους· αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου. ʼλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους.
Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τι λες γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πως; είναι προφήτης. Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν πως ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι που φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους1 αυτός είναι ο γιος οας, που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε η ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε· ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του. Αυτά είπαν οι γονείς ταυ, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους· γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει το Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν πως ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν. Να δοξάζεις το Θεό· εμείς ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός.
Εκείνος απάντησε και είπε. Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. Ένα ξέρω, πως πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι’ και τι σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε: λίγο πριν σας είπα και δεν ακούσατε; τι πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθητές του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, γι’ αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από πού είναι.
Ο άνθρωπος απάντησε και είπε· εσείς δεν ξέρετε από πού είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους που τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε που κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πως άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε vα κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από το Θεό. Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πως τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε· συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε· Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε· και τον είδες και αυτός που σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός· πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε.”
Σχόλιο στην ευαγγελική διήγηση (από εδώ):
Η απάντηση της ταπείνωσης
«Ο δε έφη· Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ»
Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Τυφλού παρουσιάζεται ένα θαυμαστό γεγονός. Ένας εκ γενετής τυφλός αποκτά με τη θαυματουργική επέμβαση του Ιησού Χριστού την όρασή του. Και το γεγονός της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας, η οποία στο τέλος του ευαγγελικού αναγνώσματος εκφράζεται διά της ομολογίας της πίστεώς του. Ο Χριστός τον ρωτά: «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού»; Και ο τυφλός τότε κατορθώνει να δει όχι μόνο το επίγειο, αλλά και το φως της Θεότητος: « Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ».
Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ευλογημένη ευκαιρία, έτσι ώστε και εμείς, ως ορθόδοξοι άνθρωποι, να προβληματιστούμε για την πίστη μας και να ανανεώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε κατά την ημέρα της βαπτίσεώς μας.
Πολλές φορές, απογοητευμένοι από τα ανθρώπινα και τα καθημερινά, προβληματιζόμαστε για την παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ζητάμε σημεία για να πιστέψουμε . Ακόμη κι όταν ο Κύριος βρισκόταν καρφωμένος επάνω στον Σταυρό, οι άνθρωποι Τον πείραζαν και Τον βλασφημούσαν λέγοντας: «Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε σε Σένα». Όμως ο Κύριος δεν απάντησε. Παρέμεινε, εν σιωπή, στον Σταυρό και πέθανε, για να ζήσει ο άνθρωπος, και αναστήθηκε, για να ανοίξει τη θύρα του Παραδείσου και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ζωή του Θεού.
Η σιωπή του Θεού
Οι αποδείξεις που ζητάμε πολλές φορές, για να πιστέψουμε στον Θεό, τραυματίζουν την αλήθεια, την αγαπητική σχέση με το Θεό, και γι’ αυτό η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και κατηγορηματική (Μάρκ. 8,12).
Ο Θεός ήλθε στον κόσμο αλλά κρύβεται ακόμη και μέσα στη φανέρωσή Του. Ο Θεός αποκρίνεται με τη σιωπή, αλλά για εκείνον που μπορεί να καταλάβει, να νιώσει. μέσα σ’ αυτή τη σιωπή δηλώνει την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Είναι η «μωρία» του Θεού, ο ακατανόητος σεβασμός στην ελευθερία μας.
Κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει την ανθρώπινη συνείδηση, μεταβάλλει την πίστη σε απλή γνώση. Γι’ αυτό ο Θεός κλείνεται μέσα στη σιωπή της οδυνώμενης αγάπης Του. Ο Θεός δε δίνει διαταγές. Μας προσκαλεί σε μια σχέση αμοιβαιότητας. Ο Πατέρας είναι Πατέρας χωρίς να επιβάλει την πατρότητά του. Ο Χριστός έρχεται για να καθίσει στο «τραπέζι των αμαρτωλών», και σταυρώνεται από υπερβολή ερωτικής αγαθότητας. «Ποιός σύζυγος», ρωτά ένας ασκητικός συγγραφέας του 6ου αι., «πέθανε ποτέ για τη σύζυγό του, και ποιά σύζυγος διάλεξε ποτέ να παντρευτεί έναν εσταυρωμένο; Ο Κύριος μνηστεύθηκε την Εκκλησία, της έδωσε μια προίκα με το αίμα Του, και της σφυρηλάτησε ένα δαχτυλίδι με τα καρφιά της σταυρώσεώς Του». Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.
Συ, πιστεύεις;
Ο Χριστός δεν απευθύνεται ποτέ στη λογική, δεν παραθέτει αποδείξεις, μήτε επιχειρήματα, δε ρωτά: «Ξέρεις; Πείστηκες; Νικήθηκες;». Το μόνο που ρωτά είναι: «Πιστεύεις;». Και στο ερώτημα αυτό μια καθαρή καρδιά μόνο αυτό μπορεί να απαντήσει: «Πιστεύω, κύριε, βοήθει μοι τη απιστία». Την ώρα. λοιπόν, που μας βαραίνει η αμφιβολία για την παρουσία του Θεού, την ώρα που μας βαραίνει η μοναξιά, μόνο η βαθιά ταπείνωση έρχεται σε βοήθειά μας. Αυτή, η ταπείνωση, κάνει τον άνθρωπο να καταθέτει μπροστά στον Σταυρό του Χριστού ολόκληρο το είναι του. Και τότε έξαφνα ο Χριστός σηκώνει αντί για μας αυτό το βάρος: «Μάθετε απ’ εμού… ότι ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν έστι» (Ματθ. 11, 30). Και ο λόγος αυτός δεν είναι απάτη· είναι φως μέσα στην κόλαση του σημερινού κόσμου.
(Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 136-138)
Νεκρός για τον κόσμο
Διαβάστε την εκπληκτική αυτή διήγηση στα νέα ελληνικά (από εδώ - στ' αρχαία, δείτε την εδώ):
“Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιός αμάρτησε, αυτός η οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς· ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ’ αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με έστειλε, ως που ακόμη είναι ημέρα· έρχεται νύχτα όπου κανένας δεν μπορεί να εργάζε ται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως είμαι του κόσμου. Αφού είπε αυτά έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε: πήγαινε να νιφτείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ, που στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος».
Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας. Ο γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι που τον έβλεπαν και ήξεραν πως πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε; Αλλοι έλεγαν πως αυτός είναι· άλλοι πως κάποιος όμοιος του· εκείνος έλεγε πως εγώ είμαι· του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε· ένας άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου.
Του είπαν: που είναι εκείνος; Λέγει· δεν ξέρω. Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του· και αυτός τους είπε· έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους· αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου. ʼλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους.
Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τι λες γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πως; είναι προφήτης. Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν πως ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι που φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους1 αυτός είναι ο γιος οας, που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε η ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε· ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του. Αυτά είπαν οι γονείς ταυ, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους· γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει το Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν πως ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν. Να δοξάζεις το Θεό· εμείς ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός.
Εκείνος απάντησε και είπε. Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. Ένα ξέρω, πως πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι’ και τι σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε: λίγο πριν σας είπα και δεν ακούσατε; τι πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθητές του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, γι’ αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από πού είναι.
Ο άνθρωπος απάντησε και είπε· εσείς δεν ξέρετε από πού είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους που τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε που κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πως άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε vα κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από το Θεό. Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πως τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε· συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε· Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε· και τον είδες και αυτός που σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός· πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε.”
Σχόλιο στην ευαγγελική διήγηση (από εδώ):
Η απάντηση της ταπείνωσης
«Ο δε έφη· Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ»
Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Τυφλού παρουσιάζεται ένα θαυμαστό γεγονός. Ένας εκ γενετής τυφλός αποκτά με τη θαυματουργική επέμβαση του Ιησού Χριστού την όρασή του. Και το γεγονός της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας, η οποία στο τέλος του ευαγγελικού αναγνώσματος εκφράζεται διά της ομολογίας της πίστεώς του. Ο Χριστός τον ρωτά: «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού»; Και ο τυφλός τότε κατορθώνει να δει όχι μόνο το επίγειο, αλλά και το φως της Θεότητος: « Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ».
Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ευλογημένη ευκαιρία, έτσι ώστε και εμείς, ως ορθόδοξοι άνθρωποι, να προβληματιστούμε για την πίστη μας και να ανανεώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε κατά την ημέρα της βαπτίσεώς μας.
Πολλές φορές, απογοητευμένοι από τα ανθρώπινα και τα καθημερινά, προβληματιζόμαστε για την παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ζητάμε σημεία για να πιστέψουμε . Ακόμη κι όταν ο Κύριος βρισκόταν καρφωμένος επάνω στον Σταυρό, οι άνθρωποι Τον πείραζαν και Τον βλασφημούσαν λέγοντας: «Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε σε Σένα». Όμως ο Κύριος δεν απάντησε. Παρέμεινε, εν σιωπή, στον Σταυρό και πέθανε, για να ζήσει ο άνθρωπος, και αναστήθηκε, για να ανοίξει τη θύρα του Παραδείσου και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ζωή του Θεού.
Η σιωπή του Θεού
Οι αποδείξεις που ζητάμε πολλές φορές, για να πιστέψουμε στον Θεό, τραυματίζουν την αλήθεια, την αγαπητική σχέση με το Θεό, και γι’ αυτό η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και κατηγορηματική (Μάρκ. 8,12).
Ο Θεός ήλθε στον κόσμο αλλά κρύβεται ακόμη και μέσα στη φανέρωσή Του. Ο Θεός αποκρίνεται με τη σιωπή, αλλά για εκείνον που μπορεί να καταλάβει, να νιώσει. μέσα σ’ αυτή τη σιωπή δηλώνει την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Είναι η «μωρία» του Θεού, ο ακατανόητος σεβασμός στην ελευθερία μας.
Κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει την ανθρώπινη συνείδηση, μεταβάλλει την πίστη σε απλή γνώση. Γι’ αυτό ο Θεός κλείνεται μέσα στη σιωπή της οδυνώμενης αγάπης Του. Ο Θεός δε δίνει διαταγές. Μας προσκαλεί σε μια σχέση αμοιβαιότητας. Ο Πατέρας είναι Πατέρας χωρίς να επιβάλει την πατρότητά του. Ο Χριστός έρχεται για να καθίσει στο «τραπέζι των αμαρτωλών», και σταυρώνεται από υπερβολή ερωτικής αγαθότητας. «Ποιός σύζυγος», ρωτά ένας ασκητικός συγγραφέας του 6ου αι., «πέθανε ποτέ για τη σύζυγό του, και ποιά σύζυγος διάλεξε ποτέ να παντρευτεί έναν εσταυρωμένο; Ο Κύριος μνηστεύθηκε την Εκκλησία, της έδωσε μια προίκα με το αίμα Του, και της σφυρηλάτησε ένα δαχτυλίδι με τα καρφιά της σταυρώσεώς Του». Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.
Συ, πιστεύεις;
Ο Χριστός δεν απευθύνεται ποτέ στη λογική, δεν παραθέτει αποδείξεις, μήτε επιχειρήματα, δε ρωτά: «Ξέρεις; Πείστηκες; Νικήθηκες;». Το μόνο που ρωτά είναι: «Πιστεύεις;». Και στο ερώτημα αυτό μια καθαρή καρδιά μόνο αυτό μπορεί να απαντήσει: «Πιστεύω, κύριε, βοήθει μοι τη απιστία». Την ώρα. λοιπόν, που μας βαραίνει η αμφιβολία για την παρουσία του Θεού, την ώρα που μας βαραίνει η μοναξιά, μόνο η βαθιά ταπείνωση έρχεται σε βοήθειά μας. Αυτή, η ταπείνωση, κάνει τον άνθρωπο να καταθέτει μπροστά στον Σταυρό του Χριστού ολόκληρο το είναι του. Και τότε έξαφνα ο Χριστός σηκώνει αντί για μας αυτό το βάρος: «Μάθετε απ’ εμού… ότι ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν έστι» (Ματθ. 11, 30). Και ο λόγος αυτός δεν είναι απάτη· είναι φως μέσα στην κόλαση του σημερινού κόσμου.
(Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 136-138)
Νεκρός για τον κόσμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου