φωτο από: anthoulaki
Βιβλιογραφία: ΦΩΤΑΚΟΥ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ και Νεοελληνικά Αναγνώσματα
Το περιβόητο Εκτελεστικό, με πρόεδρο το Γ. Κουντουριώτη και γραμματέα τον Μαυροκορδάτο, άρχισε να συζητά πως ο
μόνος τρόπος για ν’ αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ ήταν να σχηματιστεί, με τα
χρήματα του δεύτερου δανείου των δυο εκατομμυρίων λιρών, μισθωτός
στρατός στην Αμερική που θα ερχόταν να πολεμήσει στην Ελλάδα!
Ωσάν ο Ιμπραήμ θα καρτέραγε να φτιαχτεί πριν ο στρατός, να μεταφερθεί,
με Ιστιοφόρο τότε, από τα πέρατα του κόσμου στον τόπο μας κι έπειτα να
μας πολεμήσει. Ή εξωφρενική αυτή πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δω την
κριτική του Κόκκινου: «Το πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου
σημείου δεν αντελαμβάνοντο την φοβερά πραγματικότητα οι αποκλείοντες την
ληψιν σοβαρών στρατιωτικών μέτρων εντός αυτής της Πελοποννήσου δια της
χρησιμοποιήσεως των εις την φυλακην ή υπό καταδίωξιν Πελοποννησίων
αρχηγών, διότι αυτοί ήσαν οι συζητουντες την μετάκλησιν ξένου στρατού,
ανυπάρκτου ακόμη, προς αντιμετώπισιν του Ίμβραήμ».
Aν όμως οι ανώτατοι τότε άρχοντες, το
Εκτελεστικό, δεν ήθελε να καταλάβει ο,τι καταλάβαιναν και οι πιο απλοί
άνθρωποι, πως μπροστά στον τρομερό κίνδυνο έπρεπε να ξεχαστούν τα
πολιτικά πάθη και οι Έλληνες, ενωμένοι, ν’ αντιβγούν στο νέο και τόσο
επίφοβο εχθρό, ευτυχώς βρέθηκαν, μέσα στην ίδια την κυβέρνηση, άλλοι που
συνειδητοποίησαν το χρέος τους προς την πατρίδα. Ανάμεσα σ’ αυτούς,
πρώτος και πιο δυναμικός, ξεχώρισε ο Παπαφλέσσας που ήταν τότε υπουργός
των Εσωτερικών, ο οποίος είχε βυθιστεί στις πολιτικές δολοπλοκίες και
στους εμφύλιους σπαραγμούς ως το λαιμό. Είχε κατεβεί και το
τελευταίο
σκαλοπάτι της σκάλας του κακού. Μα μπρος στη νέα συμφορά που χτύπαγε την
επανάσταση, ξαναβρήκε τον καλύτερο εαυτό του τον Παπαφλέσσα της
συνέλευσης της Βοστίτσας. Και τότε όχι μονάχα διακήρυξε πως χρειαζόταν
να δοθεί αμνηστία στους φυγάδες – Ζαΐμη, Λόντο, Νικηταρά – και στους
φυλακισμένους, μα κι αποφάσισε πως τα λόγια δεν έφταναν. Χρειαζόταν ή
άμεση ενάντια στον Ιμπραήμ δράση. Και την πήρε πάνω του. Παράτησε το
μικρόψυχο και κολασμένο από τις ενέργειες της ανάξιας κυβέρνησης Ανάπλι
κι έφυγε, στα τέλη του Απρίλη, να ξεσηκώσει το Μοριά ενάντια στον
‘Ιμπραήμ.
Εκείνες τις μέρες είχε φτάσει στ’ Aνάπλι ο
Γάλλος στρατηγός Ρός, σταλμένος από το φιλελληνικό κομιτάτο του
Παρισιού. Του είχε ανατεθεί ή μυστική πολιτική αποστολή να πείσει τους
Έλληνες, Όταν θα αποχτούσαν την ανεξαρτησία τους, να γυρέψουν για
βασιλιά το δούκα του Νεμούρ. Ό Παπαφλέσσας φεύγοντας από τ’ Ανάπλι πήρε
μαζί του τον υπασπιστή του Γάλλου στρατηγού, αν και ήτανε αντίθετος στις
προσπάθειες που γίνονταν ν’ αποχτήσει ή Ελλάδα ξένο βασιλιά. Σύμφωνα με
τον Σπηλιάδη έλεγε: «Και τι θα σημαίνω εγώ πλέον εις την Ελλάδα
εάν έλθει βασιλεύς; Και δεν θα πνίξει ο βασιλεύς τον σπόρον της
ελευθερίας, δια την οποίαν απολλύμεθα οι Έλληνες; Και θα δυνηθωσι πλέον
ούτοι ν’ αποσείσωσι τον ζυγόν βασιλέως πεπολιτισμένου, και να μη
διατρέξωσι κινδύνους φοβερωτέρους ή τους σημερινούς;» Κι ο Σπηλιάδης προσθέτει: «Και ίσως είχε δίκαιον».
Ό
Παπαφλέσσας από τ’ Aνάπλι τράβηξε για την Τριπολιτσά και μέσα στις
τρεις μονάχα μέρες που έμεινε σ’ αυτή σχημάτισε τον πυρήνα του
εκστρατευτικού του σώματος. Στις εκκλήσεις που έκανε πρόστρεξαν
καπεταναίοι κι αγωνιστές από την Αργολίδα, το Λεβίδι, τις Κερασιές κι
από τον κάμπο της Τριπολιτσας. Hταν ίσαμε εφτακόσιοι.
Aπό την Τριπολιτσα πήγε στο Λεοντάρι, όπου
έσμιξαν μαζί του ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ’ εκατόν πενήντα
παλικάρια, ο Α. Κουμουνδούρος, ο Παν. Μπούρας, ο Αδαμάκης Aποστολόπουλος
κι ο Aν. Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους. ‘Ύστερα από δύο μέρες
έφτασε στους Λάκκους. ‘Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπουτος
από το Μελιγαλα κι ο Καρακίτσος από το Κατσαρο. Κίνησε για τη
Φρουτζάλα. Σ’ αυτή συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστές του Νιόκαστρου
και με τον Μανιάτη Μούρτζινο. Ό τελευταίος, αν και φίλος του, αρνήθηκε
να τον βοηθήσει όπως μια ανεψιά του Παπαφλέσσα, ή κόρη του Νικήτα, είχε
παντρευτεί έναν από τους θανάσιμους τοπικούς εχθρούς του, τον
Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη.
Ό Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στο χωριό
Κουφάρι της Μεσσηνίας, κατάκοιτος από ποδάγρα. Σαν έμαθε πως έρχεται με
στράτευμα ο Παπαφλέσσας του έγραψε θερμό γράμμα, όπου σ’ αυτό του έλεγε
πως ο ‘Ιμπραήμ «είναι άλλος Ναπολέων ή Πύρρος της Ηπείρου, και
τέλος, ότι είναι ανάγκη να δυνηθεί κατά πρώτον να τον πολεμήσει, εί δε
μή τετέλεσται, το έθνος χάνεται».
Μαθαίνει πως ή κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αμνηστέψει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας νά τους βγάλουν χωρίς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία.
Aπό τη Φρουτζάλα τραβά στη Δραϊνα, ίσαμε εφτά ώρες δρόμο. Εκεί παίρνει γράμμα από τον αδερφό του Νικήτα,όπου σ’ αυτό του έλεγε πως δεν έπρεπε, πριν συγκεντρώσει όσες πιότερες δυνάμεις μπορούσε, να περάσει τα Κοντοβούνια, μα να κράταγε τις ορεινές θέσεις στα βουνά της Καλαμάτας για ναχει έτσι πίσω του ανοιχτό δρόμο προς τη Μάνη. Ό Παπαφλέσσας του αποκρίνεται:
Μαθαίνει πως ή κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αμνηστέψει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας νά τους βγάλουν χωρίς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία.
Aπό τη Φρουτζάλα τραβά στη Δραϊνα, ίσαμε εφτά ώρες δρόμο. Εκεί παίρνει γράμμα από τον αδερφό του Νικήτα,όπου σ’ αυτό του έλεγε πως δεν έπρεπε, πριν συγκεντρώσει όσες πιότερες δυνάμεις μπορούσε, να περάσει τα Κοντοβούνια, μα να κράταγε τις ορεινές θέσεις στα βουνά της Καλαμάτας για ναχει έτσι πίσω του ανοιχτό δρόμο προς τη Μάνη. Ό Παπαφλέσσας του αποκρίνεται:
Νικήτα,
Έλαβα την έπιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Aηλιάδες.
Εγώ άπαξ ώρκίσθην vα χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδoς, και αυτή είναι ή ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεον,η πρώτη μπάλα τou Ίμβραημ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον έρχομόν σας και σεις μου γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αύτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμία φορά να με θυμάσαι και να κλαις.
Έλαβα την έπιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Aηλιάδες.
Εγώ άπαξ ώρκίσθην vα χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδoς, και αυτή είναι ή ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεον,η πρώτη μπάλα τou Ίμβραημ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον έρχομόν σας και σεις μου γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αύτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμία φορά να με θυμάσαι και να κλαις.
Παπαφλέσσας
Είναι φανερό, από το γράμμα αυτό, πως ο Παπαφλέσσας είχε συνείδηση πως τράβαγε στο χαμό του.
Ό στρατός του ανέβαινε τώρα σε 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη για ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρι του Ιμπραήμ. Μα νά, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραϊνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές από τον αδερφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Oλoι μαζί ίσαμε πέντε χιλιάδες. Oσo κι αν τους αριθμούς αυτούς τους λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντική επικουρία, όπως τα στρατεύματα κι εμπειροπόλεμα ήταν και είχαν και άξιους αρχηγούς. Τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Παπαφλέσσας; O,τι θα έκανε κι όποιος άλλος πολεμάρχης να καρτερέψει στα ορεινά τις δυνάμεις αυτές που ερχόταν σε βοήθειά του. Κι όμως έπραξε τ’ αντίθετο. Μόλις έμαθε πως ξεκίνησε από το Ναβαρίνο ο Ιμπραήμ, ρωτά «τους εντοπίους ποίος τόπος, βουνόν ή χωρίον είναι ύψηλόν ώστε να βλέπει το Νεόκαστρον και όλοι του είπαν, ότι είναι Παιδεμένου και Μανιάκι».
Δίχως να χάσει στιγμή φεύγει στις 18 του Μάη από τη Δράϊνα και φτάνει, δύο ώρες πριν από το ηλιοβασίλεμα, στο Μανιάκι.
Ό στρατός του ανέβαινε τώρα σε 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη για ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρι του Ιμπραήμ. Μα νά, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραϊνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές από τον αδερφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Oλoι μαζί ίσαμε πέντε χιλιάδες. Oσo κι αν τους αριθμούς αυτούς τους λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντική επικουρία, όπως τα στρατεύματα κι εμπειροπόλεμα ήταν και είχαν και άξιους αρχηγούς. Τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Παπαφλέσσας; O,τι θα έκανε κι όποιος άλλος πολεμάρχης να καρτερέψει στα ορεινά τις δυνάμεις αυτές που ερχόταν σε βοήθειά του. Κι όμως έπραξε τ’ αντίθετο. Μόλις έμαθε πως ξεκίνησε από το Ναβαρίνο ο Ιμπραήμ, ρωτά «τους εντοπίους ποίος τόπος, βουνόν ή χωρίον είναι ύψηλόν ώστε να βλέπει το Νεόκαστρον και όλοι του είπαν, ότι είναι Παιδεμένου και Μανιάκι».
Δίχως να χάσει στιγμή φεύγει στις 18 του Μάη από τη Δράϊνα και φτάνει, δύο ώρες πριν από το ηλιοβασίλεμα, στο Μανιάκι.
Η «ΛΕΩΝΙΔΕΙΟΣ» ΜΑΧΗ
Την
στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει από τη Δράϊνα φτάνουν σε
βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας
Καπετανάκης με 80, ο Π. Κεφάλας με 20, ο Πιέρος Βοϊδής κι ο Τσαλαφατίνος
με 120 Μανιάτες, ο Στ. Καπετανάκης με 20, ο Λίβας, ο Μπιτσιάνης κι ο
αδερφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Eτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ο
Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε δύο χιλιάδες άντρες.
Την άλλη μέρα το πρωί έταξε καραούλια στο
βουνό Μαμλαβά, πάνω από το χωριό Βλαχόπουλο, απ’ όπου βλέπανε όλο τον
κάμπο και προς το Ναβαρίνο. Eπειτα κοίταξε με τους άλλους καπεταναίους
τις θέσεις, λίγο πιο ψηλά από το χωριό Μανιάκι, όπου λογάριαζε νά
ταμπουρωθούν για ν’ αντικρούσουν τον εχθρό. Κατά το δειλινό τα καραούλια
κάνανε σημεία πώς ο στρατός του Ιμπραήμ φάνηκε και τράβαγε για τα Χίλια
Χωριά. Ό Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν’ ανάψουν όσες μπορούσαν πιότερες
φωτιές για να νομίσει ο εχθρός πώς δυνατό και πολυάριθμο ήταν το
στρατόπεδό μας. Πραγματικά ο Ιμπραήμ σταμάτησε και πέρασε τη νύχτα στα
Χίλια Χωριά.
Το πρωί της 20 του Μάη, οι δικοί μας άρχισαν νά φτιάνουν τρία ταμπούρια. Το πρώτο, το πιο βορινό, θα το έπιανε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. «Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν», Και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των».
Το πρωί της 20 του Μάη, οι δικοί μας άρχισαν νά φτιάνουν τρία ταμπούρια. Το πρώτο, το πιο βορινό, θα το έπιανε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. «Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν», Και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των».
Έπειτα από δυο ώρες που βγήκε ο ήλιος τ’
ασκέρι του Ιμπραήμ έφτασε στο βουνό πάνω από το χωριό Σκάρμιγκα, μισή
ώρα δρόμο από τα ταμπούρια μας. «Αφού οι Έλληνες είδαν το
πολυπληθές στράτευμα των Τούρκων, το οποίον έσκέπασεν όλον τον τόπον,
όσον βλέπει το μάτι του άνθρώπου, ενταύθα άρχισαν νά μουρμουρίζουν και
κάποιος είπεν ότι:
»-Έχετε άλoγoν καβαλάτε ύστερον και φεύγετε !…»
Τ’ ακούει ο Παπαφλέσσας κι αμέσως φωνάζει τον γραμματικό του Τισαμενό και τον προστάζει νά πάρει τ’ άλογά του κι όλους τους ψυχογιούς του εξόν από τον Μιχάλη Σταϊκόπουλο και νά πάει στην αντικρινή ράχη. Μα νά, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι αν έμεναν στα πόστα που κράταγαν, πέφτουν στο Κρυόρεμα κι αρχίζουν να λακανε. Το σκάζει τότε, μ’ όλους τους δικούς του, κι ο Σταυριανος Καπετανάκης. «Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν και αυτοί και εδόθησαν εις φυγήν δια του αυτού ρεύματος. Έφυγαν δε υπέρ τους χιλίους».
Τ’ ακούει ο Παπαφλέσσας κι αμέσως φωνάζει τον γραμματικό του Τισαμενό και τον προστάζει νά πάρει τ’ άλογά του κι όλους τους ψυχογιούς του εξόν από τον Μιχάλη Σταϊκόπουλο και νά πάει στην αντικρινή ράχη. Μα νά, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι αν έμεναν στα πόστα που κράταγαν, πέφτουν στο Κρυόρεμα κι αρχίζουν να λακανε. Το σκάζει τότε, μ’ όλους τους δικούς του, κι ο Σταυριανος Καπετανάκης. «Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν και αυτοί και εδόθησαν εις φυγήν δια του αυτού ρεύματος. Έφυγαν δε υπέρ τους χιλίους».
Μόλις
πρόλαβαν να ξεφύγουν και κινήθηκε ή καβαλαρία του Ιμπραήμ. Μπήκε, από
τα δεξιά, στο ρέμα και προχώρησε πέρα από το ταμπούρι πού κράταγε ο
Παπαφλέσσας. Από τ’ αριστερά χωρίστηκε σε δύο κολόνες. Εκείνη πού
τράβηξε πιο δυτικά είχε σκοπό να εμποδίσει τυχόν επικουρίες πού
θάφταναν. Οι δικοί μας βρίσκονταν πια κυκλωμένοι. Ό Παπαφλέσσας όμως «νόμισε
τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Eλληνες και να
πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικότερα, και να μη λιποτακτούv».
Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη. – Oπoυ νάναι φτάνουν, τούς λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μια ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες. Αδέρφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!
Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ίδόντες τον προφανή κίνδυνον»παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. «Κανείς», όμως, «δεν έτόλμα να του εκστόμιση τοιούτον τι κατά πρόσωπον». τον σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο Παπα Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλικαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν. Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στον Κεφάλα:
– Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ’ αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα.
Έπειτα γυρνά, πιάνει τον Παπαγιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:
– Μου τα ντρόπιασες, Παπαγιώργη!
Σταματά μια στιγμή και ύστερα του ξαναλέγει:
– Που να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου, όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ’ αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μάς σφάξουν όλους. Και θ’ ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας. Τι φοβάσαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ; Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε. Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ’ αδυνατίσούμε τη δύναμη του εχθρού και ή ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, Παπαγιώργη !
Ίσως ή τελευταία αυτή φράση να κρύβει όλο το μυστικό της υποσυνείδητης παρόρμησής του ν’ αντιμετωπίσει, κάτω από τόσο απελπιστικές συνθήκες, τον εχθρό. Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει. Ή Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τούτον Παπαφλέσσα, θ’ αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του.
Όταν έπαψε να μιλάει ο Παπαφλέσσας, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια: «- Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!…»
Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη. – Oπoυ νάναι φτάνουν, τούς λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μια ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες. Αδέρφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!
Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ίδόντες τον προφανή κίνδυνον»παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. «Κανείς», όμως, «δεν έτόλμα να του εκστόμιση τοιούτον τι κατά πρόσωπον». τον σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο Παπα Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλικαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν. Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στον Κεφάλα:
– Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ’ αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα.
Έπειτα γυρνά, πιάνει τον Παπαγιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:
– Μου τα ντρόπιασες, Παπαγιώργη!
Σταματά μια στιγμή και ύστερα του ξαναλέγει:
– Που να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου, όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ’ αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μάς σφάξουν όλους. Και θ’ ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας. Τι φοβάσαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ; Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε. Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ’ αδυνατίσούμε τη δύναμη του εχθρού και ή ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, Παπαγιώργη !
Ίσως ή τελευταία αυτή φράση να κρύβει όλο το μυστικό της υποσυνείδητης παρόρμησής του ν’ αντιμετωπίσει, κάτω από τόσο απελπιστικές συνθήκες, τον εχθρό. Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει. Ή Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τούτον Παπαφλέσσα, θ’ αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του.
Όταν έπαψε να μιλάει ο Παπαφλέσσας, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια: «- Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!…»
Και τράβηξαν στα ταμπούρια τους ξέροντας πως
το μόνο που τους απόμενε ήταν να θυσιαστούν. Μόλις πρόλαβαν να φτάσουν
σ’ αυτά κι ο Ιμπραήμ ξαπολά την επίθεσή του. Τα τάγματα τούτον τακτικού
στρατού του προχωρούσαν χωρίς να λογαριάζουν το θάνατο που σκόρπιζαν τα
καριοφίλια των Ελλήνων. Ο Παπαφλέσσας, καθώς είπαμε, κράταγε το βορινό
ταμπούρι «το μάλλον αδύνατον και επικίνδυνον». Φορώντας την περικεφαλαία του στεκόταν όρθιος πάνω σε μια πέτρα πιο ψηλή από τις άλλες, που «είχε προσέτι και μίαν μικράν αχράδα (γκορτζούλα)»,
από εκεί διεύθυνε τον αγώνα, δίνοντας με το παράδειγμά του θάρρος στους
δικούς μας. Δίπλα του στεκόταν ο νεαρός Γάλλος εθελοντής πού, είχε
κατέβει πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα μαζί με τον στρατηγό Ρός. Καμία
βέβαια ευγνωμοσύνη δεν τρέφει ή πατρίδα μας για το στρατηγό Ρός.
Αντίθετα όμως με σεβασμό μνημονεύει τον ανώνυμο νεαρό Γάλλο, που
πολεμώντας παλικαρίσια βρήκε το θάνατο κείνη τη μέρα δίπλα στον
Παπαφλέσσα.
Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν’ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Όσο που «οι νεροκουβαλητάδες επήγαινον και ηρχοντο δίδοντες νερόν εις τους διψώντας στρατιώτας», οι καπεταναίοι μας τρέξάνε να βρούνε τον Παπαφλέσσα.
– Καλό είναι, του λένε, να φύγουμε τώρα που οι τούρκοι ξαποσταίνουν και τρώνε ψωμί. Να τραβήξουμε κατά την Αγιά, γιατί, καθώς θαχουμε βοηθό το βουνό, οι καβαλαραίoι τους λίγους θα σκοτώσουνε. το πολύ θα φάνε πενήντα ως εκατό από μας; Μα οι άλλοι θα σωθούνε και θα σώσουμε κι εσένα για να φανείς, σ’ άλλη περίστάση, χρήσιμος στην πατρίδα.
Ό Παπαφλέσσας τους αποκρίθηκε:
–Εγώ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατί εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιά του εχθρού. Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ’ αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού! Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας !..
Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού. Δυο φορές έφτασαν ίσαμε τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ’ αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν. Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε βορινά μια μπαταρία. Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια. Ό Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας. Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Ό ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του. τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση. Μα όταν έφτασε σ’ αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί,κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων,εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».
Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν’ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Όσο που «οι νεροκουβαλητάδες επήγαινον και ηρχοντο δίδοντες νερόν εις τους διψώντας στρατιώτας», οι καπεταναίοι μας τρέξάνε να βρούνε τον Παπαφλέσσα.
– Καλό είναι, του λένε, να φύγουμε τώρα που οι τούρκοι ξαποσταίνουν και τρώνε ψωμί. Να τραβήξουμε κατά την Αγιά, γιατί, καθώς θαχουμε βοηθό το βουνό, οι καβαλαραίoι τους λίγους θα σκοτώσουνε. το πολύ θα φάνε πενήντα ως εκατό από μας; Μα οι άλλοι θα σωθούνε και θα σώσουμε κι εσένα για να φανείς, σ’ άλλη περίστάση, χρήσιμος στην πατρίδα.
Ό Παπαφλέσσας τους αποκρίθηκε:
–Εγώ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατί εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιά του εχθρού. Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ’ αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού! Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας !..
Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού. Δυο φορές έφτασαν ίσαμε τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ’ αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν. Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε βορινά μια μπαταρία. Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια. Ό Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας. Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Ό ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του. τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση. Μα όταν έφτασε σ’ αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί,κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων,εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».
Στο
ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν
όλοι ένα. Όπως οι εχθροί φόραγαν κόκκινες στολές, «ο τόπος όλος
έκοκκίνισεν από αυτές κι από τα αίματα». Ό σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο
Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει ή σημαία στα χέρια του εχθρού την
σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και
τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά
πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ή παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ο Φωτάκος.
Τελευταίο έπεσε το ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, που κράταγαν οι Μανιάτες, καθώς ήταν το πιο δυνατό απ’ όλα. Oσoι από τους δικούς μας απόμεναν ακόμα ζωντανοί ρίχνονται μέσα στο ρέμα και κάνουνε να φύγουν κατά την Ανδρούσα. Τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν πια «από τα λιανίσματα των σπαθιών και των γιαταγανιών».
Στην έξοδο της ρεματιάς ένα τάγμα του εχθρού καρτέραγε τους εκατόν πενήντα δικούς μας που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δεν τους απόμενε παρά ν’ ανοίξουν δρόμο με το σπαθί στο χέρι. το κατόρθωσαν μα οι πιότεροι απόμειναν για πάντα εκεί.
Σιγά-σιγά σκόρπαγε ο καπνός της μάχης. Οι νικητες τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ’ αυτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραήμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξύ των ποίος από αυτούς να έχει περισσότερα».
Τελευταίο έπεσε το ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, που κράταγαν οι Μανιάτες, καθώς ήταν το πιο δυνατό απ’ όλα. Oσoι από τους δικούς μας απόμεναν ακόμα ζωντανοί ρίχνονται μέσα στο ρέμα και κάνουνε να φύγουν κατά την Ανδρούσα. Τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν πια «από τα λιανίσματα των σπαθιών και των γιαταγανιών».
Στην έξοδο της ρεματιάς ένα τάγμα του εχθρού καρτέραγε τους εκατόν πενήντα δικούς μας που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δεν τους απόμενε παρά ν’ ανοίξουν δρόμο με το σπαθί στο χέρι. το κατόρθωσαν μα οι πιότεροι απόμειναν για πάντα εκεί.
Σιγά-σιγά σκόρπαγε ο καπνός της μάχης. Οι νικητες τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ’ αυτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραήμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξύ των ποίος από αυτούς να έχει περισσότερα».
Κατέβηκε τέλος κι ο Ιμπραήμ στο ταμπούρι του
Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το
στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετά παράγγειλε να
τούτον φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του.
Δίπλα του κείτονταν νεκρός ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια
των έχθρων. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι τούτον ήρωα. Το έφεραν
στον Ιμπραήμ τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και να στήσουν
όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ’ αυτό. Ύστερα στερέωσαν στο
κορμί και το κεφάλι, αφού πριν πλύνανε τα αίματα από τα γένια του. Τότε «ο νεκρός έφαίνετο ως να ήτο ζωντανός»
Ό Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», γυρνά και λέει στους αξιωματικούς του:
– Πραγματικά, στάθηκε ένας Ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε.
Ό Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», γυρνά και λέει στους αξιωματικούς του:
– Πραγματικά, στάθηκε ένας Ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε.
«Ή Λεωνίδειος μάχη» είχε τελειώσει. Το Μανιάκι
πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες
και στην Αλαμάνα.
Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Aγια Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ’ εμάς τους μεταγεγέστερους, πως ή λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ο Σολωμός, είναι άπ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα Ιερά.
Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Aγια Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ’ εμάς τους μεταγεγέστερους, πως ή λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ο Σολωμός, είναι άπ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα Ιερά.
Βιβλιογραφία: ΦΩΤΑΚΟΥ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
.
ΠΗΓΗ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Β’ Γυμνασίου (1957)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου