Εὐαγγελικὸ
ἀνάγνωσμα Ἑορτῆς
Ἀποστόλου Ἀνδρέου (Ἰωάν.
Α' 35-52)
Θαυμάζει κανεὶς ὅταν μελετᾶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τὰ ἱερὰ συναξάρια καὶ αὐτὴ τὴν ἱστορία. Θαυμάζει καὶ ἐκπλήσσεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο ὁ ἐλεύθερος Ἑλλαδικὸς χῶρος, ὅσο καὶ αὐτὲς οἱ ἀλύτρωτες εἰσέτι πατρίδες, δέχθηκαν τὸν σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς θεμελίους της πίστεως, τοὺς Ἀποστόλους.
Ὅταν ὅμως ὁ λόγος στρέφεται στὸν Πρωτόκλητο Ἀπόστολο, τὸν Ἀνδρέα, τότε ἡ συγκίνησις ἀλλὰ καὶ τὸ αἴσθημα τῆς συνεπείας στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, πραγματικὰ κορυφώνεται. Βλέποντας τὸ μαρτύριο τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου στὴν Πελοπόννησο, στὴν πόλη τῶν Πατρών, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀναθεωρεῖ πολλὰ μέσα του ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν αὐθεντική μας πίστη.
Ὅμως, μία σύντομη ἀναφορὰ στὴ ζωὴ τοῦ Ἀπ. Ἀνδρέου καθίσταται ἀναγκαία. Ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὴ μικρὴ κωμόπολη Βηθσαϊδά, δίπλα στὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν αὐτάδελφό του Σίμωνα ἔμαθαν καὶ ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρά. Τὸ σκληρὸ ὅμως αὐτὸ ἐπάγγελμα δὲν στάθηκε ἐμπόδιο στὶς ὑψηλὲς ἐφέσεις τῆς καρδιᾶς του. Αὐτὸς ὁ φαινομενικὰ σκληρός, λόγω τοῦ ἐπαγγέλματός του ἄνδρας, ἔκρυβε μία εὐαίσθητη στὰ πνευματικὰ καρδία, γι' αὐτὸ καὶ παρακολουθοῦσε τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Αὐτὸς δὲ ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος ἀνέμενε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, μὲ πόθο ἅγιο καὶ λαχτάρα σωτηρίας τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία. Καὶ ἔφθασε ἡ εὐλογημένη ἐκείνη ἡμέρα ὅπου ὁ Τίμιος Πρόδρομος Τὸν εἶδε, Τὸν ἀναγνώρισε καὶ ὁμολόγησε: “Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ”!
Αὐτὸ ἦταν. Ὁ Ἀνδρέας μὲ τὸν φίλο καὶ συνάδελφό του Ἰωάννη τρέχουν μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ τὸν γνωρίσουν.
- “Τί ζητᾶτε;”
- “Ραββί, ποῦ μένεις;”
- “Έρχεσθε καὶ ἴδετε”. Ἐλᾶτε καὶ θὰ δεῖτε.
Ἦταν μέχρι τότε ἡ συγκλονιστικότερη στιγμὴ τῆς ζωῆς τους. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἰωάννης θὰ σημειώσει στὸ Εὐαγγέλιό του ὅτι ἦταν περίπου τέσσερις ἡ ὥρα τὸ ἀπόγευμα. Καὶ ἔμειναν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ ἕως ὅτου νύχτωσε.
Στιγμὲς μοναδικὲς καὶ φύσει ἀνέκφραστες πρὸς ὅσους πεισματικὰ παραμένουν ἄγευστοί της εὐαγγελικῆς δηλ. τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Ὁ Ἀνδρέας δὲν κρατιέται. Ἐνῶ εἶχε σκοτεινιάσει σπεύδει στὸν ἀδελφό του Σίμωνα καὶ τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι βρῆκαν Αὐτὸν ποὺ περίμεναν, ἐκφράζοντας ἔτσι καὶ τὴν πρώτη ὁμολογία αὐτὸς ὁ πρωτόκλητος μαθητής: “Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν”, τὸν Χριστό. Αὐτὸν ποὺ εἶχαν προφητεύσει οἱ προφῆτες καὶ αὐτὸν ποὺ ἀναμένει τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος ὁλόκληρος.
Φυσικὰ ὁ Ἀνδρέας, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι μαθητές, ἀκολούθησε τὸν Κύριο τὰ τρία ἔτη ποὺ ἐκήρυσσε καὶ θαυματουργοῦσε. Εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὰ ἄχραντα πάθη, τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση καὶ ἔζησε τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως. Ἡ βίωση ὅμως τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς γεμίζει τὴν ὕπαρξή του μὲ τὶς ἀποστολικὲς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πυρπολεῖ τὸν ζῆλο του καὶ μὲ τὶς εὐχὲς καὶ προσευχὲς τῆς Κυρίας Θεοτόκου, φεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Παλαιστίνης. Φεύγει γεμάτος Ἱερὸ ζῆλο γιὰ τὴν διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἔχοντας συνάμα καὶ μία ἰδιαίτερη σχέση καὶ σύνδεσμο μὲ τὸ σύμβολο τῆς νίκης. Μὲ τὸν Τίμιο τοῦ Κυρίου Σταυρό.
Στὴ θαρραλέα καὶ ἀκούραστη ἀποστολική του δράση, ὀφείλουν πάρα πολλὰ οἱ μαρτυρικὲς πόλεις καὶ κωμοπόλεις τοῦ Πόντου καὶ τῆς εὐρυτέρας περιοχῆς. Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ἐπίσης εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου! Δικαίως λοιπὸν καυχῶνται ὅσοι εἶναι διάδοχοι τοῦ Πρωτοκλήτου στὴν χρονικὴ ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀλλὰ ἡ καύχησις ἐπιφέρει τὴν εὐλογία καὶ τὸ χάρισμα τῆς πίστεως, ὅταν βεβαίως συνοδεύεται ἀδιασπάστως καὶ ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ διδαχὴ στὸ θέμα τῆς μοναδικότητας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁλόκληρη ἡ πονεμένη Ῥωμιοσύνη, βλέποντας καὶ ἀκούοντας τὰ ἀλλοπρόσαλλα κηρύγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς θεατρικὲς λειτουργικὲς παραστάσεις Ὀρθοδόξων καὶ κακοδόξων, ἰδιαιτέρως τὸν παρακαλεῖ ὥστε νὰ προστατεύσει τοὺς συνειδητοὺς καὶ ἀκεραίους στὴν πίστη ποιμένες μὲ τὸ ποίμνιο, καὶ σὲ ὅσα σημεῖα τῆς γῆς ὑφίσταται ἡ Ἐκκλησία, ὡς φάρος τηλαυγὴς νὰ λάμπει καὶ νὰ ἐξαποστέλλει τὸ φῶς τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μοναδικὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Τὸ Ἀποστολικό του κήρυγμα ἀκούστηκε ἀκόμη στὴ Θράκη, στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία, ἕως καὶ τὴν περιοχὴ τῆς Ἀχαΐας. Ἔτσι ἡ Πάτρα ἔχει τὴν ἰδιαιτέρα τιμὴ καὶ εὐλογία νὰ δέχεται τὶς εὐλογίες τοῦ πολιούχου της καὶ φυσικὰ νὰ κατέχει θησαυρὸ της πολύτιμο τὴν ἁγία κάρα, ἀλλὰ καὶ τμήματα ἀπὸ τὰ ἱερά του λείψανα.
Εἶναι λοιπὸν ἄξιος ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας νὰ κατέχει τιμημένη θέση ἀνάμεσα στοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, τοὺς διαδόχους τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυτίμους λίθους ποὺ στολίζουν ἀλλὰ καὶ ποὺ στηρίζουν τὴν Ἐκκλησία μας.
Ἕνα ἄλλο ὅμως σημεῖο ποὺ θὰ πρέπει νὰ σταθοῦμε εἶναι ἡ προσωπικὴ γνωριμία τοῦ Ἀνδρέου μὲ τὸν Χριστό. Δὲν ἀρκέσθηκε ἁπλῶς στὴν ὁμολογία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Θέλησε νὰ Τὸν γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ καὶ νὰ Τὸν ζήσει. Νὰ μείνει κοντὰ σὲ Αὐτὸν ποὺ μᾶς γνωρίζει πρὶν ἀκόμα ἔλθουμε στὴν ὕπαρξη. Καὶ τοῦτο τὸ βλέπουμε στὴ συνέχεια τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς μὲ τὸν Φίλιππο καὶ τὸν Ναθαναήλ.
- Κύριε, “πόθεν μὲ γινώσκεις;” Ἀπὸ ποῦ μὲ γνωρίζεις;
Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾶ: - Πρίν σού μιλήσει γιὰ μένα ὁ Φίλιππος, σὲ εἶδα μὲ τὰ θεϊκά μου μάτια κάτω ἀπὸ τὴν συκιά.
- Διδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ἀληθινὰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ!
Καὶ φυσικὰ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ναθαναὴλ δὲν ἀποτελοῦσαν μία ἁπλὴ ἔκφραση ἐκπλήξεως ἀλλὰ συνειδητὴ ὁμολογία πίστεως. Ὁμολογία πίστεως στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.
Ναί, ὁ Χριστὸς μᾶς γνωρίζει πολὺ περισσότερο ἀπ' ὅσο γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό μας. Μία ἐκ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ Παγγνωσία του. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι ἐμεῖς νὰ ἔχουμε ἀγαθὴ διάθεση – καλὴ προαίρεση, κάτι βεβαίως ποὺ ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικῶς ἀπὸ ἐμᾶς. Στὴν συνέχεια δὲ μὲ κάθε εἰλικρίνεια νὰ στεκόμαστε μπροστὰ σὲ Αὐτόν, ποὺ γνωρίζει τὰ “ἄδηλα καὶ κρύφια” τῶν καρδιῶν μας. Τοῦτο θὰ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἔκφραση καὶ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Πρὸς ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ φυσικὰ μέσα σὲ ὅλες τὶς καταστάσεις ποὺ ἐφ' ἑξῆς ἔχουμε ν' ἀντιμετωπίσουμε ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας.
Φίλοι μου, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποφύγουμε τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἀντιθέτως μάλιστα, αὐτὸ ἀποτελεῖ τιμὴ καὶ καύχημά μας καὶ ὁπωσδήποτε σηματοδοτεῖ αὐτὴ τὴν σωτηρία μας. Εἴτε ἡ ζωὴ μας εἶναι πολυκύμαντη, εἴτε ταπεινή, ἤρεμη καὶ ἥσυχη, οἱ περιστάσεις μέσω τῶν πνευματικῶν νόμων θὰ μᾶς φέρουν σὲ στιγμὲς ποὺ εἴτε θὰ ὁμολογήσουμε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας Του, εἴτε θὰ ἀρνηθοῦμε ὅ,τι πολυτιμότερο μποροῦμε νὰ δώσουμε γιὰ τὴν ἀγάπη Του, δηλ. τὴν πίστη Του.
Ἀπομένει λοιπὸν στὸν καθένα μας νὰ παρακολουθήσουμε τὴν Ἀποστολικὴ καὶ καρτερικὴ πορεία ἀλλὰ καὶ τὸ θριαμβευτικὸ τέλος διὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἢ ἀλλοίμονο νὰ αἰσχυνθοῦμε γιὰ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν πίστη μας μὲ ὅλες τὶς συνέπειες ἐπιλέγοντας μία νοθευμένη πίστη. Μία πίστη “χριστιανικὴ” ποὺ ἀποσυνδέει τὴν Ἀνάσταση ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ καταντᾶ τὴν πίστη ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα. Μία δηλ. κατάσταση ποὺ μπορεῖ νὰ περιέχει ἐξωτερικὸ φολκλὸρ μὲ φορτισμένο συναίσθημα καὶ ἀγαπολογικὴ συνθηματολογία, ποὺ ὅμως οὐδεμία σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει μὲ τὴν Ἀποστολικὴ πίστη. Τὴν πίστη ποὺ μᾶς παρέδωκαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Τὴν πίστη γιὰ τὴν ὁποία σταυρώθηκε ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας. Τὴν πίστη ποὺ μᾶς διασώζουν οἱ ἐπίσημοι Ἅγιοι μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Mail: ioil.konitsa@gmail.com
Κόνιτσα
Mail: ioil.konitsa@gmail.com
Κόνιτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου