Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἐπινοήθηκαν
τὴν ἐποχὴ ποὺ ἄλλαζε ἡ προφορὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ οἱ γλωσσολόγοι τῆς ἐποχῆς
ἤθελαν νὰ συγκρατήσουν μιὰ γραπτὴ ἀπόδοση αὐτῆς τῆς προφορᾶς. Σὲ παλαιότερη ἐποχὴ
τοῦ Ἑλλληνισμοῦ, τὸ τελικὸ Ω τοῦ ρήματος ΕΡΩΤΩ προφερόταν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὸ
τοῦ ὀνόματος ΕΡΑΤΩ. Αὐτὴ τὴ διαφορὰ εἰσήγαγαν στὴ γραφὴ οἱ ἐπινοητὲς τῶν τόνων
γράφοντας ῶ στὴ πρώτη περίπτωση καὶ ὼ ἢ ώ στὴ δεύτερη. Ὅσο γιὰ τὴ δασεία, αὐτὴ ἦταν
οὐσιαστικὰ ἕνα γράμμα ποὺ προφερόταν παλαιότερα πάνω-κάτω ὅπως τὸ γερμανικὸ h
(καὶ γραφόταν Η). Ὅταν ἔπαψε νὰ προφέρεται, ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ δασεία
σὰν πιὸ διακριτικὸς τρόπος γιὰ νὰ σημειωθεῖ ἡ θέση τοῦ Η. Ἡ δὲ ψιλὴ ἦταν τὸ
συμμετρικὸ τῆς δασείας: ἡ ἔλλειψη τοῦ παλαιότερου Η. Ἡ ἐπινόηση τῆς ψιλῆς ἦταν
σοφὴ ἰδέα: ἂν ὑπῆρχε μόνο δασεία θὰ δινόταν ὑπερβολικὴ σημασία στὸ γράμμα ποὺ ἀντικαθιστοῦσε·
μέσα ἀπὸ τὴ συμμετρία ψιλὴ/δασεία τὸ μάτι βλέπει πάντα ἕνα πνεῦμα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει
νὰ ἀναγνωρίσει ἀμέσως τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν ἢ τὴν ἀρχικὴ δίφθογγο μιᾶς λέξης καί,
ταυτόχρονα, μὲ πιὸ διακριτικὸ
τρόπο, μαθαίνει ἂν ἡ λέξη ξεκινοῦσε παλαιότερα ἀπὸ
Η, δηλαδὴ «δασυνόταν».
Χρησιμοποιώντας τόνους καὶ
πνεύματα ἐπὶ τόσους αἰῶνες, ὁ ἑλληνικὸς λαὸς μετέφερε μέσα στὸν χρόνο τὸ
γλωσσικὸ ἦθος μιᾶς παράδοσης. Εἶναι λοιπὸν τὰ σημεῖα αὐτὰ μιὰ γέφυρα ποὺ μᾶς
συνδέει μὲ ἕνα ἀπώτερο παρελθόν. Ἕνα παρελθὸν ποὺ τυχαίνει νὰ εἶναι ἀρκετὰ ἔνδοξο,
τουλάχιστον αὐτὸ πιστεύει ὅλος ὁ δυτικὸς κόσμος. Μπορεῖ ὁ Νεοέλληνας νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται
ἄμεσα γιὰ αὐτὸ τὸ παρελθόν, ἀφοῦ οἱ ἀντιξοότητες τῆς σημερινῆς ζωῆς εἶναι σίγουρα
πολὺ καθοριστικὲς γιὰ τὴν ζωή του. Ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα, ἀπὸ ἄγνοια,
ραθυμία ἢ πολιτικὴ παραπλάνηση, νὰ στερήσουμε τὶς μελλοντικὲς γενεὲς ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν
γέφυρα ποὺ τὶς συνδέει μὲ τὸ παρελθόν.
Ὁ Κεμὰλ Ἀτατοὺρκ κατάργησε τὸ ἀραβικὸ
ἀλφάβητο τῆς ὀθωμανικῆς γλώσσας ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διακόψει τὴν ἱστορικὴ
καὶ πολιτιστικὴ σχέση τῆς σύγχρονης Τουρκίας μὲ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία.
Ὑπάρχει ἀνάγκη ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα νὰ «ξεκόψει» ἀπὸ τὴν ἀρχαία καὶ ἀπὸ τὴν
φιλολογικὴ παράδοσή της; Ἂν ναί, τότε πράγματι μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὸ
μονοτονικὸ σὰν τὸ πρῶτο βῆμα τῆς ἀνθελληνοποίησης καὶ τὴν στροφὴ πρὸς ἕνα γνωστὸ
ἤδη τῦπο διεθνισμοῦ καὶ παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, σὲ κράτη ὅπως
ἡ Γαλλία, οἱ πολιτικοὶ δὲν ἔχουν δικαιοδοσία πάνω στὴν γλῶσσα, γιὰ τὴν ὁποία,
κύρια, γνωμοδοτεῖ ἡ Ἀκαδημία, καὶ ποὺ μὲ τὴν στάση της γίνεται καὶ ὁ φύλακας τῆς
γλωσσικῆς (καὶ ὄχι μόνον) παράδοσης.
Οἱ γλωσσολόγοι τοῦ 200 π.Χ. δὲν ἦταν πιὸ
ρομαντικοί, ἰδεαλιστές, ἢ πατριῶτες ἀπὸ τοὺς σύγχρονους. Ἂν κράτησαν
ἕνα ἀποτύπωμα τῆς παλαιᾶς προφορᾶς μέσω τοῦ τεχνάσματος τῶν τόνων καὶ
πνευμάτων ἦταν ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ πληροφορία ἦταν ἄκρως χρήσιμη γιὰ τὴν
κατανόηση τοῦ γραπτοῦ λόγου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἔπαψε νὰ ἰσχύει τοὺς
τελευταίους 20 αἰῶνες καὶ ἰσχύει ἀκόμα σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου