Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Τὸ θανατηφόρο «παιγνίδι» τῆς πλεονεξίας

Γράφει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Θ' Λουκᾶ 

(Λουκ. ΙΒ' 16-21) 
Προξενεῖ ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια ἐπιμένει στὴν ἀπάτη τοῦ πλούτου. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει τόσες περικοπὲς μέσα στὸ λειτουργικὸ χρόνο, ποὺ ἡ καθεμιὰ τους φωτίζει τὰ σκοτεινὰ σημεῖα τοῦ ὑλικοῦ πλουτισμοῦ.
Ἀποκαλύπτει τὸ πόσο μάταιη, ἐπικίνδυνη, ἀλλὰ καὶ καταστροφικὴ ἀποβαίνει ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ἀποκτήσει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου.
Ἔτσι λοιπὸν ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Θ΄ Κυριακῆς ποὺ θὰ ἀκούσουμε μέσα στὴν εὐχαριστιακή μας σύναξη ὄχι ἁπλῶς ἐντυπωσιάζει ἀλλὰ συγκλονίζει ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι τὴν ἀκόρεστη δίψα τῆς ὕλης ἔχει ὄχι μόνο ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ διαθέτει τὰ μετρημένα, γιὰ νὰ μὴν ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἀρκετὲς φορὲς καὶ ὁ πτωχός, στὴ συνείδησή του ἔχει ὑπερκεράσει στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν ἄφρονα πλούσιο.
Καιρὸς ὅμως νὰ περάσουμε στὸ κείμενο τοῦ θεόπνευστου Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Στὸν ἄφρονα πλούσιο ὁ ὁποῖος εἶχε ἐφεύρει τὸ μόνιμο βάσανο γιὰ τὴν ὅλη του ὕπαρξη, “διελογίζετο ἐν ἐαυτῶ λέγων· τί ποιήσω ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς...
καρπούς μου;” Ἕνα ἐρώτημα ποὺ γιὰ τὸν κάθε λογικὸ ἄνθρωπο, πολὺ δὲ περισσότερο γιὰ τὸν πιστό, οὔτε καν ὑφίσταται ἀφοῦ ἡ ἀγάπη φανερώνει τοὺς δρόμους γιὰ τὴν διοχέτευση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τώρα τὸ ἐρώτημα αὐτὸ στὴ συνείδηση τοῦ πλουσίου τὸν κάνει νὰ ἀδημονεῖ τὴν ἡμέρα καὶ νὰ ταράσσεται τὴν νύκτα. Ἀλλὰ ἔτσι συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει τὴν παρὰ φύσει ἀγάπη τῆς ὕλης νὰ κυριεύσει τὴν καρδιά του καὶ νὰ χάνει μέσα ἀπὸ τὰ χέρια του τὴν εὐτυχία. Τὴν εὐτυχία, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ λογικὴ σκέψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει ἀδύνατον νὰ κατακτήσει ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ κάνει δικά του καὶ ποὺ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη ἡ ὁποία ἐκφράζεται διὰ τῆς ποικίλης ἐλεημοσύνης πρὸς τοὺς συνανθρώπους.


Τὸ μόνο βέβαιο πάντως σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση τοῦ ἐκτροχιασμοῦ τοῦ νοός, εἶναι τοῦτο. Ὅτι καὶ στὸ “δυσκολότερο” τῶν ἐρωτημάτων, ὁ ἐχθρός τοῦ Θεοῦ σὲ συνεργασία μὲ τὴν ξεπεσμένη φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ δῆ τὴν παράλογη ἀπληστία, θὰ δώσει τὴν “λύση” στὸ πρόβλημα.


Ἂς μὴν ἔχουμε φίλοι μου οὐδεμία ἀμφιβολία περὶ τούτου, ἀφοῦ ὁ Σατανᾶς γνωρίζει πολὺ καλὰ τὰ πάθη καὶ τὶς ψυχικὲς ἀδυναμίες τῶν θυμάτων του, καὶ ἔτσι οἱ εἰσηγήσεις ποὺ ὑποβάλλει στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάλογες καὶ ἐφαρμόζουν ἀπολύτως στὶς ἀλλοιώσεις τῆς συνειδήσεως ποὺ ἔχουν ἐπιφέρει τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματα. Ἐκμεταλλεύεται ὁ ἐχθρὸς τὶς πολυχρόνιες συνήθειες καὶ τὶς κλίσεις τῆς πνευματικῆς καρδίας κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι ἡ πλανεμένη λύσις ποὺ ἔρχεται ὡς δῆθεν φωτισμένη σκέψη εἶναι κάτι ἐντελῶς λογικὸ ἢ καὶ εὐλογημένο.


Στὴν προκειμένη εὐαγγελικὴ παραβολὴ ποὺ ἀναπτύσσει ὁ Κύριος, βλέπουμε πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ μέτρο καὶ νὰ φθάσει στὸ ἄκρο τῆς ἀκορέστου ἀπληστίας, φανταζόμενος ὅτι ἐκεῖ ποὺ καταλήγει, αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὴ σωστὴ λύση στὸ “προβλημα”. Ἔτσι, γεμάτος “ἀνακούφιση” καὶ “ἀναπαυση”, αὐτάρεσκα ἀνακοινώνει τὴν λύση ποὺ ἀνακάλυψε: “Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῆ ψυχή μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου”.


“Λύση ποὺ λύνει τὰ χέρια”, θὰ κραυγάσει ἕνας ὁμόφρονάς του ἄφρονος. Ἀλλὰ μόνο τοῦτο δὲ συμβαίνει, ἀφοῦ ὄχι μόνο τὸν περιμένει “στὴν στροφὴ” ὁ θάνατος, ἀλλὰ καὶ ἀθάνατος ἐὰν ἦταν, ἡ νοοτροπία αὐτὴ ὡς πολλαπλασιαστὴς μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο θὰ τὸν ἔριχνε σὲ χειρότερο βάραθρο. Προϊόντος τοῦ χρόνου (καὶ ἐὰν ὅλα ἔβαιναν καλῶς) οἱ νεόδμητες ἀποθῆκες θὰ ἀποδεικνύονταν καὶ αὐτὲς μικρὲς γιὰ νὰ στεγάσουν τὴν ἀκατάπαυστη πλεονεξία του καὶ τὸν ἀπύθμενο παραλογισμό του. Ὁ ναὸς τῶν ἀποθηκῶν καὶ ὁ βωμὸς τοῦ χρηματοκιβωτίου δὲν θὰ ἄντεχαν στὴν πίεση τῆς κατακλυσμιαίας λατρείας τοῦ μαμωνᾶ ποὺ ἔφλεγε τὴν μανιακή του ὕπαρξη. Διότι ὁμολογουμένως, δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα παραφροσύνη καὶ δὲν ὑφίσταται περισσότερο βασανιστικὴ τρέλα ἀπὸ αὐτὴ ποὺ σκλαβώνει τὸν ἄνθρωπο στὸ νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἄψυχη ὕλη.


Ὁ ἔρως τῆς καρδίας, ἀντὶ νὰ στρέφεται πρὸς τὸν Θεὸ “ἔθελξας πόθω με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείω σου ἔρωτι”, τώρα ὑποτάσσει τὴν οὐσία τῆς ὑπάρξεως στὴ σκλαβιὰ τῆς πλεονεξίας, στὴν ἀγάπη τοῦ χρήματος καὶ ὅλων τῶν “παραγώγων” αὐτοῦ.


Ὅταν λοιπὸν ξεπέσει ὁ ἄνθρωπος στὸ κατάντημα τοῦτο, ἐπιβεβαιώνεται τραγικὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁ ὁποῖος γράφει πρὸς τὸν Τιμόθεο: “οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλᾶς ἀνοήτους καὶ βλαβερᾶς, αἴτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία, ἢς τινὲς ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαίς” (Α' Τιμ. ΣΤ' 9-10). Δηλ. ἐκάρφωσαν στὸν ἑαυτὸν τους ὀδύνες καὶ θλίψεις πολλές.


Καὶ ἐνῶ αὐτὰ συλλογιζόταν ὁ ἄφρων πλούσιος καὶ σχέδια ἐπὶ σχεδίων στροβίλιζαν στὸν διάτρητο νοῦ του, “ἰνὰ μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται”, κάνει τὴν ἐμφάνισή του ἐν μέσω νυκτὸς ὁ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης. Ὁ θάνατος. “Άφρων (τοῦ λέγει ὁ Θεός), ταύτη τῆ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτούσιν ἀπό σου· ἃ δὲ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;” Αὐτὴ τὴ νύχτα ἔφθασε τὸ τέλος σου. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες ἄμυαλε ἄνθρωπε, σὲ ποιὸν ἀνήκουν καὶ σὲ ποιοὺς κληρονόμους θὰ περιέλθουν; (ἄλλο βασανιστικότατο ἐρώτημα καὶ τοῦτο γιὰ τὸν κάθε πλεονέκτη). Δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὸ τί θὰ γίνει καὶ τὸ ποῦ θὰ καταλήξει ὁ ὅλος του κόπος. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη γνωρίζει σὲ ποιοὺς τὰ ἀφήνει, καὶ πάλι δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει σὲ ποιοὺς κατόπιν θὰ περιέλθουν· “θησαυρίζει, καὶ οὐ γινώσκει τίνι συνάξει αὐτά”, τονίζει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Δαυὶδ (Ψαλμ. Λη' 7). Ὅλα αὐτὰ ποὺ μάζευσε περιέρχονται μετὰ ἀπὸ λίγο σὲ χέρια εἴτε “δικών” του εἴτε ξένων, καὶ ἀρκετὲς φορὲς τὰ ἀπολαμβάνουν ἐχθροί. Ἐὰν μάλιστα γνώριζαν οἱ πλούσιοι καὶ οἱ μεγιστάνες πρὸ τοῦ θανάτου τους, ποῦ θὰ κατέληγαν οἱ κόποι τους, οἱ θυσίες τους, αὐτὸ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τους, θὰ προτιμοῦσαν νὰ τὰ καύσουν καὶ νὰ τὰ καταστρέψουν, παρὰ νὰ πέσουν στὰ χέρια ποὺ ἀνελπίστως ἀρκετὲς φορὲς τὰ κληρονομοῦν.


Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ δραματικὴ πραγματικότητα ποὺ περιγράφει ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ τὴν περὶ τοῦ πλούτου καὶ τῆς ἀπληστίας ἀλήθεια, ὅσο κι ἂν δὲν θέλουμε νὰ τὸ χωνέψουμε, ὅσο καὶ ἂν ἐπιμένουμε στὸ νὰ ἀπολαμβάνουμε μαζοχιστικῷ τῷ τρόπω τὸ μαρτύριό του.


Εἶναι δὲ τόσα τὰ περιστατικὰ ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως στὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ὥστε μόνο ἀνόητος θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρνεῖται νὰ δεῖ κατάματα τὴν “πλουτοκρατικὴ” ἀλήθεια.


Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ παίζει μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν πλεονεξία δίχως νὰ καεῖ (νὰ κάψει τὴν ψυχή του), γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, κλείνει τὴν παραβολή Του μὲ λόγια ποὺ σημαίνουν γιὰ ὅλους μας συναγερμὸ καὶ ἀφύπνιση: “Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἐαυτῶ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτών”. Καὶ ἐπιπλέον “Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω”.
Τὸ θέμα ὅμως εἶναι, ἀφήνουμε τὰ ὦτα μας ἀνοικτὰ στὸν σωστικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἢ τὰ κλείνουμε ἐρμητικῶς στὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ ἀκούσουν τελικῶς τὴν φρικτὴ φράση “Ταύτη τῆ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτούσιν (τὰ δαιμόνια) ἀπὸ σού”;
Ὁπωσδήποτε, ἡ ἐπιλογὴ εἶναι δική μας καὶ συνάμα κρίνει τὴν ἐλευθερία μας ἢ φανερώνει τὴν ἀφροσύνη μας.
Ἀμήν.


Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Email: ioil.konitsa@gmail.com
Κόνιτσα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου