Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς καὶ πάνσοφος Αἰκατερίνα




Ἡ μνήμη της τιμᾶται στὶς 25 Νοεμβρίου.



Στην Ἀλεξάνδρεια, τῆς Αἰγύπτου τὴ μεγάλη καὶ ξακουστὴ πολιτεία, ζοῦσε στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἕνας ἄρχοντας. Ἕνα, μοναδικὸ παιδὶ τοῦ χάρισε ὁ Θεός. Μία κόρη, ποὺ ὅσο μεγάλωνε τόσο ὀμορφότερη γινότανε κι ἔξυπνη καὶ καλή.
Ἄρχοντας ὁ πατέρας, ἀρχοντικὰ μεγάλωνε τὸ κορίτσι καὶ – πράγμα ἀσυνήθιστο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη – τῆς εἶχε φέρει ὁ πατέρας της τοὺς πιὸ ξακουστοὺς δασκάλους νὰ μορφωθεῖ, γιατί ἔβλεπε τὴ σπάνια ἐξυπνάδα ποὺ εἶχε τὸ παιδί του.
Ἡ γνώση ὅλη καὶ ἡ σοφία γίναν κτῆμα της. Ἡ Αικατερίνα σαν διψασμένη γῆ, ρουφοῦσε ὅ,τι τῆς δίναν οἱ μεγάλοι δάσκαλοί της. Ἔμαθε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, σπούδασε τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἰατρική, τὰ μαθηματικὰ καὶ τὴν ποίηση, τὰ λατινικὰ καὶ τὴ ρητορική. Γνώρισε ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ καιροῦ της κι ἄφηνε μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ὀρθή της κρίση βουβοὺς κι αὐτοὺς τοὺς σοφοὺς δασκάλους της.
Στὰ δεκαοχτώ της χρόνια ἡ Αἰκατερίνα ἔλαμπε σὰν λεπτόμισχο, εὐωδιαστὸ κρίνο. Τέτοια ἤτανε ἡ ὀμορφιά της, τέτοια καὶ ἡ σοφία της. Χαιρότανε τὸ μάτι νὰ τὴ βλέπει καὶ τὸ αὐτὶ ν’ ἀκούει τὸ γλυκὸ της λόγο, μεστὸ ἀπὸ νοήματα, νὰ ρέει σὰν τὸ κελαρυστὸ ὁλοκάθαρο ρυάκι…
Στὰ δεκαοχτώ της, νύφη περιζήτητη γιὰ τ’ ἀρχοντόπουλα τοῦ κόσμου, γνώρισε ἡ Αἰκατερίνα τὸν Χριστό. Γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης στὸν Χριστό, περιφρονεῖ ἡ κόρη κάθε νέο ποὺ τὴ ζητὰ σὲ γάμο. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ πάνσοφος, ἡ ἴδια ἡ Ἀγάπη, εἶν’ ἡ πηγὴ τῆς καλοσύνης, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρετή.
Στὴν Ἀλεξάνδρεια διώκονται οἱ χριστιανοί. Ἀνάμεσα σ
’ αὐτοὺς ποὺ ὁδηγοῦν στὸν βασιλιὰ εἶναι καὶ ἡ Αἰκατερίνα. Ἡ σοφή, ἡ ὄμορφη, ἡ πλούσια μοναχοκόρη, ἡ ἀρχοντοπούλα. Στέκει ἀτρόμητη...

Μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη, μὲ τὴ σοφία καὶ τὴ γνώση της ἀποστομώνει τὸν κριτή. Ὁ ἄρχοντας διατάζει νὰ μαζευτοῦν οἱ πιὸ σοφοὶ ἄνθρωποι τῆς Αἰγύπτου, γιὰ ν’ ἀπαντήσουν σὲ τούτη ἐδῶ τὴν ἀναιδῆ κοπέλα, ποὺ τὰ ‘βάλε μὲ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς προσβάλλει. Ἦρθαν ἑκατὸν πενήντα δάσκαλοι. Σοφοὶ καὶ ρήτορες καὶ μάγοι. Καὶ ψάχνουνε στὴ σκέψη τους νὰ βροῦν ἐπιχειρήματα, ν’ ἀποστομώσουν τούτη τὴ θρασύτατη κοπέλα. Ἕνα τῆς λέν, δέκα ἀπαντᾶ ἡ Αἰκατερίνα, ἡ σοφή, μὲ σύνεση μὰ καὶ σεμνότητα, ποὺ ἀποστομώνει καὶ ἀφοπλίζει τοὺς δασκάλους. Κάποια στιγμὴ ἀκούγεται πιὰ νὰ μιλᾶ μονάχα ἐκείνη. Ναί, δὲν ὑπάρχει ἀντίλογος. Ἔχουνε βουβαθεῖ οἱ σοφοί. Καὶ τοὺς μιλᾶ γιὰ τὸν Χριστό. Κι ἐκεῖνοι ἀκοῦνε…
Θεριὸ γίνεται ὁ ἄρχοντας. Τὰ βάζει τώρα πιὰ μὲ τοὺς δικούς του. Ἀκοῦς ἐκεῖ, νὰ στέκονται βουβοὶ μπρὸς στὸ κορίτσι! Κι ἐκεῖνοι, ὅλοι ταπεινὰ ὁμολογοῦν πώς, ναί, δέχονται τὴν πίστη της. Εἶναι κι αὐτοὶ μὲ τὸν Χριστό!
Βάφτηκε ἀπὸ τῶν μαρτύρων τὸ αἷμα ἡ Ἀλεξάνδρεια. Πρῶτα οἱ σοφοί. Ὕστερα ὅλοι ὅσοι πιστέψαν στὸν Χριστὸ κι ὁμολόγησαν. Καὶ τέλος ἡ Αἰκατερίνα. Ἡ νύφη τοῦ Χριστοῦ. Κάποιος ἀπὸ τοὺς δούλους της πῆρε κρυφὰ τὸ πολυβασανισμένο σῶμα της ποὺ τόσα καὶ τόσα ὑπέφερε. Τὸ ‘πλύνε, τὸ ‘ντυσε, τὸ ἔκλαψε κρυφὰ καὶ τὸ ‘θάψε, ὅπως ἔπρεπε.
Λένε, πὼς χρόνια πέρασαν πολλὰ καὶ πάλι διωγμοὶ καὶ πάλι φόβος. Ἄγνωστο πῶς βρέθηκε τὸ ἅγιο λείψανο μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἄγγελοι, λένε, πὼς τὸ πήρανε μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄπιστους. Τὸ μεταφέρανε μὲ τρόπο θαυμαστό, στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας κι ἐκεῖ τὸ ἀποθέσανε πάνω στὴν πιὸ ψηλὴ κορφὴ τῆς χερσονήσου τοῦ Σινᾶ. Ποιὸς ξέρει ἂν ἐγίνηκε ἔτσι! Σίγουρα ἀπὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἔφτασε ὡς ἐκεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας.
Λένε ἀκόμα, πὼς οἱ ἐρημίτες ποὺ ζοῦσαν σὲ σπηλιὲς στὰ γύρω μέρη βλέπαν ἀγγέλους νὰ πετοῦν ἐκεῖ ψηλά. Κάποιος λένε, πῆρε ἐντολὴ ἀπ’ τὸν Θεὸ γιὰ ν’ ἀνεβοῦνε στὴν κορυφή.
Κίνησαν μὲ λαμπάδες καὶ κεριά, μὲ ψαλμωδίες καὶ θυμιάματα κι ἄρχισαν ν’ ἀνεβαίνουν. Μακρὺς ὁ δρόμος. Κοπιαστικὸς πολὺ ὁ ἀνήφορος. Ψηλὸ κι ἄγριο τὸ βουνό. Ζέστη. Φλογίζεται ὁ τόπος. Κι οἱ γεροντάδες ἀνεβαίνουν…
Κάποτε ἔφτασαν στὴν κορυφή. Εκεί, στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο κάτι σὰν σπηλιὰ καὶ μέσα τὸ κιβούρι μὲ τὸ ἅγιο σῶμα. Ἀκέραιο! Ἄφθαρτο ἀπ’ τὸν χρόνο. Κι εὐωδίαζε σὰν ὁλάνοιχτο ρόδο. Μὲ δάκρυα καὶ ὕμνους τὸ φορτωθῆκαν οἱ ἀσκητὲς καὶ πήρανε τὸν κατήφορο γιὰ τὸ μοναστήρι ποὺ εἶναι στὸ κέντρο τῆς κοιλάδας: Τῆς Μεταμόρφωσης τὸ μοναστήρι.
Στὸν δρόμο τοὺς τελειώνει τὸ νερό. Ὧρες κατηφορίζουν. Ἱδρωμένοι, κουρασμένοι, νηστικοί, μὰ πιὸ πολὺ διψασμένοι. Δύο-τρεῖς ἀρχίζουν νὰ λιποθυμοῦν. «Λίγο νερό!», προσεύχονται στὴ μάρτυρα, τὴ νύφη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖ ποὺ δέονται, νά, καὶ περνᾶ σὲ μία στιγμὴ μία πέρδικα ἀπὸ πάνω τους κι ἀπ’ τὴ φτερούγα τῆς χοντρή, χοντρή, στάζει μία στάλα δροσερὸ νεράκι. Ναί, ἔγινε τὸ θαῦμα! Μέσα στὴν κατάξερη ἔρημο, ἀνάμεσα στὶς πέτρες τοῦ βουνοῦ βρῆκαν οἱ γέροντες πηγή. Βρῆκαν τὴν πηγὴ τῆς πέρδικας. Ἤπιαν, δροσίστηκαν, γεμίσανε τ’ ἀσκιά τους καὶ συνεχίσανε ξανὰ τὴν κατηφορική τους λιτανεία. Δύο μέρες, τρεῖς… Φτάνουν στὸ μοναστήρι. Τοποθετοῦν σὲ λάρνακα πολύτιμη τὸ τίμιο σῶμα. Καὶ τὸ φυλάγουνε ἐκεῖ, σὰν θησαυρό. Γιὰ αἰῶνες!
Τὸ μοναστήρι ἄλλαξε ὄνομα. Τὸ λένε πιὰ «Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης» κι ἐκεῖ ψηλὰ στὴν κορυφή, τὴν πιὸ ψηλή τῆς Ἀραβίας τὴν ὀνομάσανε κι αὐτὴ «βουνὸ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης». Ἔτσι τὸ ξέρουνε ὅλοι. Όποιος ἀνεβαίνει ἐπάνω ἐκεῖ στὴν κορυφή, θὰ δεῖ καὶ σήμερα τὸ θαῦμα: ὁ βράχος ποὺ εἶχε ἀκουμπήσει τὸ ἅγιο σῶμα, σὰν τὸ σηκώσανε οἱ μοναχοί, πῆρε καὶ φούσκωσε σὰν ζωντανὸ κομμάτι, κι ἔφτιαξε πέτρινο ἕνα ὀμορφοφτιαγμένο γυναικεῖο σῶμα. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸν βράχο οἱ μοναχοὶ χτίσανε ὄμορφο ἐκκλησάκι, στήσαν τὴν Ἅγια Τράπεζα καὶ κάνουνε τὴ μυστικὴ θυσία.
Σ.Γ.Α.
πεμπτουσία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου