«Κυνηγοὶ τοῦ ἐλέους»
Γράφει ὁ Ἀρχ. Ἰωὴλ κωνστάνταρος
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς ΙΓ΄ Λουκᾶ (Γαλ. ΣΤ΄ 11 - 18)
Πολλὲς φορὲς στὴν οὐράνια ἀτμόσφαιρα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, γίνεται λόγος περὶ τοῦ «θείου ἐλέους». Αὐτὸ τὸ «ἔλεος» καὶ τὴν «εἰρήνην τοῦ Θεοῦ», εὔχεται καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος στὸ ἀνάγνωσμα ποὺ θὰ ἀκουστεῖ στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη τῆς Κυριακῆς. Βεβαίως, ἔχει ἀναπτυχθεῖ θεοπνεύστως στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅτι μὲ τὴ Σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου, καταργήθηκαν ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία ἐκαυχῶντο οἱ Ἑβραῖοι. Τώρα πλέον, ὁ ζωοποιός του Κυρίου Σταυρός, ἄνοιξε μία νέα ἐποχή. Τὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος.
Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα, δὲν παραμένουμε στοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους, ἀλλὰ ζοῦμε τὴν οὐσία τῆς πίστεως, αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του. Οἱ πιστοὶ πλέον δὲν ἀγωνιοῦν γιὰ τὸ γράμμα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, οὔτε παραμένουν στὶς σκιές. Ἡ καρδιὰ λαχταρᾶ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ εὐλογημένος ἀγώνας γίνεται ἀκριβῶς γιὰ τὴν προσέλκυση αὐτοῦ του Θείου Ἐλέους, ὅπως ἀκριβῶς εὔχεται ὁ Ἀπόστολος στὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν.
Εἶναι λοιπὸν εὐκαιρία νὰ σκύψουμε καὶ νὰ δοῦμε ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὸ θέμα αὐτὸ τοῦ «ἐλέους» ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν οὐσία τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς. Τί εἶναι λοιπὸν τὸ ἔλεος; Τί ἐννοοῦμε μὲ τὸν ὄρο αὐτό; Ἔλεος εἶναι ἡ συμπάθεια καὶ ἡ εὐσπλαχνία ποὺ δείχνει πρὸς ὅλους ἐμᾶς ὁ Τριαδικὸς Θεός. Εἶναι ἡ συμπαράσταση καὶ ἡ βοήθεια ποὺ.... χαρίζει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι σὲ κάθε σχεδὸν ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας, γίνεται λόγος γι' αὐτὸ τὸ ἔλεος ποὺ τόσο ἔχουμε ἀνάγκη.
Ὁ προφήτης καὶ βασιλέας Δαυίδ, στὸν ΛΕ' (35ο) ψαλμό του, παρακαλεῖ τὸ Θεὸ μὲ ὅλο τὸν καρδιακό του πόθο, νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ἐκχέει τὸ ἔλεός Του καὶ νὰ τὸ παρέχει ἀδιάκοπα σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν τὴν ἀληθινὴ γνώση. Καὶ συνεχίζει μέσα σὲ βαθιὰ προσευχητικὴ ἀτμόσφαιρα νὰ δέεται: «προστάτευσε μὲ τὴ δικαιοσύνη σου, ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἔχουν εὐθεία καρδία. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ξεκαθαρίσει τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο ἀπὸ κάθε δολιότητα καὶ κακία». «Παράτεινον τὸ ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσι σὲ καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τοῖς εὐθέσι τὴ καρδία» (Ψάλμ. ΛΕ' 11).
Ἐπειδὴ δὲ ἔχει τόση σπουδαιότητα γιὰ τὴν πνευματική μας ζωὴ τὸ θεῖον ἔλεος, γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸν στίχο αὐτὸ τὸν ψάλλουμε σὲ κάθε «Δοξολογία».
Ἀλλά, ὑπάρχει ἄνθρωπος, ἔστω καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει χάσει τὴν ψυχική του ἰσορροπία, ὥστε νὰ μὴ δέχεται συνεχῶς τὴ συμπάθεια, τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἄνωθεν βοήθεια;
Ὅλοι, ὅπως τονίσαμε οἱ ἄνθρωποι, κυρίως ὅμως οἱ πιστοί, τὰ συνειδητὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἁπλῶς βλέπουμε, ἀλλὰ σὲ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, ψηλαφοῦμε στὴ ζωὴ μᾶς αὐτὸ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Μά, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνει διαφορετικά. Πῶς, ἀλήθεια θὰ μπορούσαμε νὰ ζήσουμε χωρὶς αὐτὴ τὴ συμπαράσταση καὶ τὴ βοήθειά Του;
Καὶ ὅπως δὲν διανοεῖται κανένας λογικὸς ἄνθρωπος ν' ἀρνηθεῖ τὸ φῶς, τὸν ἥλιο, τὴν ἀτμόσφαιρα, τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ἐπειδὴ μέχρι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὰ ἀπολαμβάνει, ἔτσι καὶ πολὺ περισσότερο, ἐδῶ, στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος, εἶναι φύσει ἀδύνατον ν' ἀρνηθεῖ ὁ πιστὸς τὴ συνέχιση καὶ τὴν ἐνίσχυση μάλιστα τῶν δωρεῶν τοῦ ἐλέους.
Ὄχι μόνο λοιπὸν ἐπιμένουμε νὰ ἱκετεύουμε γιὰ τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, γνωρίζοντας τὶς ἀδυναμίες ποὺ φέρουμε, ἀκαταπαύστως συνεχίζει νὰ μᾶς στηρίζει σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς μας μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ θείου ἐλέους Του. Καὶ θὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἐπίδραση, λαμβάνουμε τὴν ἀπόφαση νὰ κτυπήσουμε τὰ ἐλαττώματά μας καὶ τὰ πάθη μας, τὰ βασανιστικὰ καὶ τόσο κουραστικά, γιὰ νὰ βιώσουμε τὴν Ὀρθόδοξη ζωὴ μέσα στὴν οὐράνια ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Βεβαίως, ἡ καθημερινή μας πείρα, μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι ἐνῶ πράγματι ἐπιθυμοῦμε τὸ ἀγαθό, ἐνῶ θέλουμε μὲ εἰλικρίνεια τὸ καλὸ καὶ τὴν ἁγιότητα, ἡ ἀνθρώπινη ὅμως ἀδυναμία φέρει τὰ ἐμπόδια. Κατάσταση δηλ. γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἄπ. Παῦλος γράφει τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ πρὸς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης: «Οὐ γὰρ ὁ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ' ὁ οὗ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω». (Ρωμαίους Ζ' 19). Δὲν πράττω δηλ. τὸ ἀγαθὸ ποὺ ἡ θέλησή μου ἀσπάζεται, ἀλλὰ τὸ κακὸ ποὺ δὲν θέλω, αὐτὸ πράττω. Τὸ δὲ «χρυσὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας», ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ τονίσει: «πολλάκις μετανοεῖν ὑποσχόμενος, τοσαυτάκις τοῖς αὐτοῖς περιέπεσα...». Πολλὲς φορὲς δηλ. ὑποσχέθηκα νὰ μετανοήσω καὶ νὰ διορθώσω τὴ ζωή μου. Ὅμως, ὅσες φορὲς τὸ ἀποφάσισα, τόσες φορὲς καὶ περιέπεσα στὰ ἴδια.
Μπροστὰ τώρα σ' αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἀντιλαμβάνεται ὁ κάθε ἕνας ὅτι εἶναι ἀδύναμος καὶ μάλιστα περισσότερο ἀπ' ὅσο εἶχε φανταστεῖ. Ἔχει ὅμως κάτι ποὺ εἶναι πραγματικὰ καὶ μοναδικὰ δικό του. Καὶ αὐτὸ ἔχει τὴν ἀξία. Ἔχει τὴν προαίρεσή του καὶ τὴν ἐλεύθερη θέλησή του, ποὺ ὅταν προστεθοῦν στὶς μικρές του δυνάμεις, τότε συγκινεῖται ὁ Θεὸς καὶ «ἐξ' ἁγίου κατοικητηρίου του καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης τῆς βασιλείας του», ἐκχέει πλούσια τὰ ἐλέη του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Φυσικά, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖ καὶ τὸν δικό μας ἀγώνα. Δὲν γίνεται διαφορετικά. Χρειάζεται νὰ δείξουμε «πνευματικὴ λεβεντιὰ καὶ φιλότιμο», ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ σύγχρονος ὅσιος Γέροντας Παϊσιος.
Ἀλήθειες μεγάλες! Ἀλήθειες ποὺ ἴσως πικραίνουν, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἀφυπνίζουν καὶ συνάμα θεραπεύουν. Βεβαίως, στὸν ὄμορφο καὶ ἡρωικὸ αὐτὸ ἀγώνα τῆς προσελκύσεως τοῦ ἐλέους, ἔχουμε ἄμεσο συμπαραστάτη καὶ βοηθὸ πολύτιμο, Αὐτὴ τὴν Κυρία Θεοτόκο.
Πόσες καὶ πόσες ψυχές, ποὺ ἴσως μέσα στὸ πῦρ τῶν πειρασμῶν καὶ στὴν ἀδιαφορία ἢ καὶ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων, κόντεψαν νὰ κλονιστοῦν, δὲν ἔστρεψαν τὰ μάτια στὴν Παναγνὸ Μητέρα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ δέχτηκαν ἀμέσως «τὸν ποταμὸν τὸν γλυκερόν του ἐλέους της, τὸν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα» τὴν ταλαίπωρη ὕπαρξη!
Καὶ μαζὶ μὲ τὴν Κυρία τῶν Ἀγγέλων πόσοι ἅγιοι, πόσοι «δικοί μας φίλοι» κατὰ τὴν ἔκφραση συγχρόνου ἁγίου, ἐνώπιόν του Θρόνου τῆς χάριτος, παρακαλοῦν τὸν «Κύριόν της δόξης», νὰ «μὴ ἀποστρέψει τὸ πρόσωπόν του», διότι ὁ ἐχθρὸς καὶ μαζί του ὁ κόσμος ἀγρίεψαν καὶ βάρυναν τὴν καρδιά μας καὶ θλιβόμαστε, πονοῦμε καὶ δειλιάζουμε...
Ἀλλά, ἕνα εἶναι τὸ βέβαιο. Ὅτι ὁ Θεὸς οὐδέποτε θὰ παύσει νὰ μᾶς ἐλεεῖ, ἀρκεῖ νὰ μὴ τὸ βάλουμε ποτὲ κάτω καὶ πάντοτε νὰ τὸ ἐπιζητοῦμε. Καὶ τὸ θέλει πολὺ αὐτὸ ὁ Κύριος. Ἐπιθυμεῖ νὰ τὸν παρακαλοῦμε. Ὄχι βεβαίως διότι τὸ ἔχει ἀνάγκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν μεγάλη ἀλήθεια «χωρὶς ἐμοῦ, οὗ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάννου ΙΕ' 5), ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ χαιρόμαστε ἀπὸ τὶς ἀνέκφραστες καὶ ἀμέτρητες δωρεὲς ποὺ ἀπολαμβάνει ἡ ὕπαρξή μας τὴν κάθε στιγμή.
Ἀδελφοί μου, ἕνας ἅγιος τονίζει: «ἐὰν ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιήσει ὅτι καὶ ὁ τελευταῖος χτύπος τῆς καρδιᾶς του εἶναι δῶρο τοῦ θείου ἐλέους, τότε θὰ εἰρηνεύσει ἀπὸ τὶς ἀγωνίες, ποὺ ἐν πολλοῖς ἀφοροῦν πράγματα τοῦ πρόσκαιρου τούτου κόσμου, καὶ νύχτα-μέρα, θὰ παρακαλεῖ ὡς ἄλλος Δαυὶδ γιὰ τὴ σωτηρία του. Γιὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ ὑπόθεση, ποὺ δυστυχῶς, τόσο μᾶς ξεφεύγει μέσα ἀπὸ τὰ χέρια μας.
Εἴθε, νὰ συνειδητοποιήσουμε τὶς μεγάλες αὐτὲς ἀλήθειες, καὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἡ προσευχὴ καὶ τὸ τραγούδι τῆς καρδιᾶς μας ἂς εἶναι: «τὸ ἔλεός Σου (Κύριε) καταδιώξει μὲ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν μὲ ἐν οἴκω Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν» (Ψάλμ. ΚΓ' 6) δηλ. τὸ ἔλεός σου (ἡ καλοσύνη σου καὶ ἡ ἀγάπη σου), θὰ εἶναι μαζί μου ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μου, καὶ στοῦ Κυρίου τὸν οἶκο θὰ κατοικήσω γιὰ πάντα.
Γένοιτο. Ἀμὴν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου