Ἡ γιαγιά μου, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα μου,
σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ ἦταν μιὰ ἁπλὴ χωρικὴ ἀπὸ τὴ Συρία,
ποὺ δὲν ἤξερε οὔτε νὰ γράφει, οὔτε νὰ διαβάζει.
Ἦταν ὅμως εἰλικρινὰ θρήσκα. Ὅτι ἔκανε
εἶχε πάντοτε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὰ χείλη της.
Ἀλλὰ δὲν ἀνέφερε μόνο τὸ Ὄνομά Του.
Ἔλεγε τουλάχιστον ἑκατὸ φορὲς τὴν ἡμέρα:
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου»!…
Καὶ ὄχι μόνο ὅταν τῆς συνέβαινε κάτι καλό.
Ἂν ἡ σούπα χυνόταν καθὼς ἔβραζε καὶ πάλι ἔλεγε:
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου. Σ’ εὐχαριστῶ. Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου»!
Τὴ ρώτησα κάποτε γιατὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ κάτι κακό.
Γέλασε καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ἂν κάτι κακὸ συμβαίνει εἶναι γιατὶ
ἔχουμε ξεχάσει τὴ σύνδεσή μας μὲ τὸν Θεό.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ βρῆκα αὐτὸ πολὺ παράξενο,
ἔστω κι ἂν ἐκείνη ἐπέμενε νὰ κάνω κι ἐγὼ τὸ ἴδιο.
Κάποτε, ἔγδαρα τὸ γόνατό μου κι ἐκείνη μοῦ εἶπε νὰ πῶ:
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου»! Κατὰ περίεργο τρόπο αὐτὲς οἱ λέξεις
εἶχαν ἀποτέλεσμα καὶ ἔνοιωσα καλύτερα τὸ γόνατό μου.
Ὅταν ἔγινα πέντε χρονῶν πῆγα στὸ σχολεῖο.
Προερχόμουν ἀπὸ ἔγχρωμη φυλὴ καὶ τὰ γαλανομάτικα
καὶ ξανθόμαλλα παιδιὰ μὲ κορόιδευαν συνήθως.
Ἐπειδὴ τὸ χρῶμα μου ἦταν σκοῦρο, τὸ παρατσούκλι μου
ἦταν «ὁ Ἀράπης». Μισοῦσα τὸ σχολεῖο καὶ παρακαλοῦσα
τοὺς γονεῖς μου νὰ μὴν μὲ ἀναγκάζουν νὰ πηγαίνω.
Ἔνοιωθαν ἄσχημα γιὰ μένα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν
καὶ νὰ με προστατέψουν γιὰ πάντα.
Τότε, ἡ Σίτου μου (ἡ Συριακὴ λέξη γιὰ τὴ γιαγιά) ἄκουσε
τί μου συνέβαινε καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ἔπρεπε νὰ λέω:
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου», κάθε φορὰ ποὺ τὰ παιδιὰ μὲ ἔβριζαν.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεώρησα ὅτι ἐπρόκειτο
γιὰ τὴν πιὸ ἀνόητη ἰδέα ποὺ εἶχα ἀκούσει ποτέ μου.
Λίγες μέρες ὅμως ἀργότερα, ὅταν ἕνα ὁλόκληρο τσοῦρμο
παιδιῶν ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Ἀράπη, Ἀράπη, Ἀράπη», συνέβηκάτι:
Συγκρατοῦσα τὰ δάκρυά μου, προσπαθώντας μὲ ὅλες τὶςδυνάμεις
τοῦ κορμιοῦ μου, νὰ μὴ φανῶ μυξιάρικο καὶ νὰ μὴν τοὺςἐπιτρέψω
νὰ μὲ δοῦν νὰ κλαίω. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατηθῶ.
Τὰ δάκρυα θὰ ξεσποῦσαν ὁπωσδήποτε.
Τότε θυμήθηκα τὰ λόγια τῆς Σίτου μου: «Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου»!
Ἄρχισα νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω σιωπηλὰ μέσα μου:
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου. Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου»!
Κι αὐτὸ βοήθησε. Δὲν ξέρω τί ἀκριβῶς συνέβη,
ἀλλὰ τὰ δάκρυα ἐξαφανίστηκαν. Ξαφνικὰ ἔπαψα νὰ νοιάζομαι
τόσο πολὺ γιὰ τὸ τί σκέφτονταν γιὰ μένα.
Ἴσως αὐτὸ συνέβη γιατὶ ἔνοιωσα , ὅτι εἶχα κι ἐγὼ τώρα ἕναφίλο: τὸν Θεό.
Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Ἀπό τότε,
ἔχω γίνει ἕνας ἐπιτυχημένος σεναριογράφος.
Ἔχω ταξιδέψει σὲ ὅλον τὸν κόσμο κι ἔχω συναντήσει
ἑκατοντάδες θαυμάσιους ἀνθρώπους.
Ἡ ζωή μου εἶναι ὡραιότερη ἀπὸ ὅτι θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰφανταστῶ.
Καὶ σὲ ὅλη μου τὴ ζωὴ συνεχίζω πάντα νὰ λέω:
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου»!
Ὁρισμένες φορὲς τὸ λέω ἑκατὸ φορὲς τὴν ἡμέρα,
ἀκριβῶς ὅπως ἔκανε ἡ ἀγαπημένη μου γιαγιά.
Νιώθω καὶ τώρα τὴν ἀνάγκη νὰ τὸ πῶ:
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου. Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου. Σ’ εὐχαριστῶΘεέ μου»!
Murray Salem Ἀμερικανὸς ἠθοποιὸς καὶ σεναριογράφος
Από το χαμόγελο στο γέλιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου