Θ. Ι Ζιάκας,
Πηγή: Αντίφωνο
Το βιβλίο αυτό
διαπιστώνει ότι το σύστημα κοσμοθεωρητικού προσανατολισμού, που
προσφέρει το κείμενο της Ιλιάδας για τον κόσμο της Ιωνίας του 8ου π.Χ.
αιώνα, παραμένει αξιόπιστο και για τον σύγχρονο δικό μας κόσμο. Το ίδιο
διαπιστώνει και για το Ευαγγελικό κείμενο, ένα κείμενο τον 1ου και του
2ου αιώνα μ.Χ., όπως τουλάχιστον το προσέλαβαν οι Έλληνες Πατέρες της
Εκκλησίας.
Αλλά πώς μπορούν οι κόσμοι των κειμένων αυτών να είναι και δικός μας κόσμος; Αυτό είναι το προκλητικό ερώτημα του βιβλίου.
Οι
«κόσμοι» των δύο κειμένων είναι κοσμο-εικόνες, αντιλήψεις για τον
κόσμο. Όχι ο ίδιος ο κόσμος. Οπότε, ή ο κόσμος είναι δεδομένος και
ανεξάρτητος από τα κείμενα, ή είναι δημιούργημά τους.
Με
άλλα λόγια: Ή υπάρχει μια στατική, αναλλοίωτη ανθρώπινη «φύση» και τα
μεγάλα πολιτισμικά κείμενα μας λένε απλώς «τι είναι και πώς λειτουργεί»,
ή η εν λόγω «φύση μας» δεν είναι και τόσο «δεδομένη και αναλλοίωτη».
Δηλαδή είναι κάτι που διαπλάθεται, με βάση ενυπάρχουσες ίσως
δυνατότητες, οι οποίες όμως δεν ενεργοποιούνται από μόνες τους,
αυτόματα, αλλά χρειάζονται ειδικές πολιτισμικές επεξεργασίες,
κατευθυνόμενες από τη γνώση των δυνατοτήτων αυτών, δηλαδή από κάποια
«μεγάλα κείμενα».
Αν
υπάρχει ανθρώπινη φύση, που επιδέχεται «καλή αλλοίωση», τότε ο ρόλος
των μεγάλων κειμένων εμφανίζεται πράγματι ουσιαστικός: Εφόσον αυτά μας
«έφτιαξαν» είναι όντως ο «κόσμος μας». Περιέχουν τα «πρότυπα», τους
«ελκυστές», τα «κέντρα έλξης», του κόσμου μας.
Εδώ
μεσολαβεί όμως ένα δεύτερο παράδοξο: Πώς μπορεί το ιλιαδικό κείμενο να
είναι «ο κόσμος μας» και το ευαγγελικό κείμενο να είναι επίσης «ο κόσμος
μας», αφού τα πρότυπά τους είναι εντελώς διαφορετικά και εν πολλοίς
ασυμβίβαστα; Αν ο κόσμος μας είναι «και των δύο», τότε πρέπει να
βρισκόμαστε κάπου «ανάμεσα», σαν σε κάποιου είδους ελλειπτική τροχιά
γύρω από δύο εστιακά κέντρα. Θα πρέπει να μιλάμε τότε για μια «ένταξη»
στους διαφορετικούς κόσμους τους και συνάμα για «απόκλιση» απ' αυτούς.
Μ'
αυτή την ελλειπτική έννοια -και με τα δύο νοήματα του όρου- η Ιλιάδα
είναι όντως ο κόσμος μας. Θα διευκρινίσω την ιδιότυπη αυτή ιδέα του
βιβλίου με δύο παραδείγματα, το ένα χριστιανικό και το άλλο ομηρικό.
α. Χριστιανικό παράδειγμα: «Χριστός ανέστη και χρόνια πολλά!»
Μια
φορά (πρόκειται για αληθινή ιστορία) επιστρέφοντας από τη λειτουργία
της Αναστάσεως, ο «προοδευτικός» (τότε) Τάσιος (Αναστάσιος), εύχεται
στον πατέρα του «χρόνια πολλά».
Πέρασαν
«χρόνια πολλά», για να κατανοήσει ο Τάσιος το νόημα της απάντησης:
Εφόσον ο Χριστός αναστήθηκε, είναι φανερό ότι ο θάνατος πατήθηκε, ότι το
κράτος του καταλύθηκε. Το να ζητάμε το λίγο, όταν έχουμε το παν, είναι
τουλάχιστον ηλιθιότητα. Τον κακό μας τον καιρό λοιπόν.
Ο
γέρος βρισκόταν, προφανώς, στον αναστάσιμο κόσμο του. Ήθελε να ανήκει
σ' αυτόν ολοκληρωτικά. Ο γιος του, ο Τάσιος, ανήκοντας στον νεωτερικό
μας κόσμο, δεν πίστευε στην Ανάσταση. Εφόσον όμως μετείχε στην «εορτή
των εορτών», την «πανήγυρη των πανηγύρεων», μετείχε εν μέρει και στον
πατερικό κόσμο. Ο πατερικός κόσμος ήταν, εν μέρει, και δικός του κόσμος:
«ο κόσμος μας».
Το
παράδειγμα δίνει τις δυο «ακραίες» γραμμές του φάσματος. Ο «Χριστός
ανέστη», η μία. «Χρόνια πολλά», η άλλη. Ο πολύς κόσμος (μας) βρίσκεται
ανάμεσα. Τα λέει και τα δύο μαζί: «Χριστός ανέστη και χρόνια πολλά!»
β. Ομηρικό παράδειγμα: το επεισόδιο Αχιλλέα -Λυκάονα.
Ο
Αχιλλέας είχε αιχμαλωτίσει τον γιο τον Πριάμου, Λυκάονα, και τον είχε
πουλήσει στη Λήμνο, αλλά τον εξαγόρασαν οι δικοί του. Έντεκα μέρες
γλεντούσε με τους φίλους του, καθώς ήρθε από τη Λήμνο. Πάνω στις δώδεκα
όμως τον ξανάριξε ο θεός στα χέρια του Αχιλλέα.
Ήταν
τη στιγμή που έφευγε από το ποτάμι, όπου είχε αναμερίσει να δροσιστεί.
Ήταν χωρίς περικεφαλαία και ασπίδα. Ούτε δόρυ δεν είχε. Όλα τα είχε
ρίξει κάτω - γιατί τον βασάνιζε ο κάματος κι ο ιδρώτας.
Βλέποντάς
τον, ο Αχιλλέας οργίστηκε και ετοιμάστηκε να τον στείλει κατευθείαν
στον άλλο κόσμο. Αλλά εκείνος μόλις τον είδε έτρεξε, γονάτισε μπροστά
του και με χίλια παρακάλια του ζητούσε να τον λυπηθεί. Λαχταρούσε με την
καρδιά του να ξεφύγει τον κακό θάνατο και τη μαύρη μοίρα. «Χρόνια
πολλά» ζητούσε ο κακομοίρης!
«...
τίη όλοφύρεαι ούτως;» (τι ολοφύρεσαι έτσι;), άκουσε τη βροντερή φωνή
του Αχιλλέα. Εδώ πέθανε ο Πάτροκλος, που ήταν πολύ καλύτερός σου. Δεν
βλέπεις πόσο κι εγώ είμαι ωραίος και μεγαλόσωμος; Κι είμαι από γενναίο
πατέρα κι από θεά μητέρα. Όμως και μένα με περιμένει ο θάνατος και η
δυνατή η μοίρα. Και του βυθίζει το σπαθί στο σβέρκο.
[.«...αλλά, φίλος, Θάνε και συ.
τίη ολοφύρεαι ούτως; / κάτθανε και Πάτροκλος, ό περ σέο πολλόν αμείνων.
/ Ούχ οράας οίος καί εγώ καλός τε μέγας τε; / πατρός δ' είμ' αγαθοίο,
θεά δέ με γείνατο μήτηρ / αλλ' επί τοι καί εμοί θάνατος καί μοίρα
κραταιή » (Φ 100-110).]
Η
φράση έγινε παροιμιώδης: «Κάτθανε και Πάτροκλος». Τουτέστιν: Έτσι κι
αλλιώς θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι να πεθάνουμε έντιμα και ένδοξα.
Αυτός είναι ο κόσμος της Ιλιάδας.
Ο
Αχιλλέας πιστεύει, βεβαίως, στην μετά θάνατον ύπαρξη της ψυχής, αλλά μη
νομιστεί ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν λογαριάζει τον θάνατο. Αυτή η
αθανασία της ψυχής δεν έχει καμιά αξία. Καλύτερα δούλος σ' αυτή τη ζωή
παρά βασιλιάς στην άλλη, δηλώνει κατηγορηματικά. Μόνο αυτή εδώ, η
μοναδική ζωή μας, έχει αξία.
Η
αθανασία των Ορφικών, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, και όλων των
μεταγενέστερων, έχει απαξιωθεί προκαταβολικά στην αυγή του
αρχαιοελληνικού πολιτισμού, από τον Ποιητή των ποιητών, ο οποίος «την
Ελλάδα πεπαίδευκεν», κατά τον ίδιο τον αρνητή του, τον Πλάτωνα.
(Πολιτεία 606 e.) Μόνο την Ανάσταση θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει ο
Ποιητής. Το διαβλέπουμε στα λόγια του Σαρπηδόνα:
«Καλέ
μου, αν ήταν απ' τον πόλεμο ξεφεύγοντας ετούτον /εμείς αγέραστοι κι
αθάνατοι να ζήσουμε αιώνια, / μήτε κι εγώ μαθές ανάμεσα στους πρώτους θα
χτυπιόμουν, / μήτε να μπεις και σένα θα 'σπρωχνα στην δοξαντρούσα μάχη.
/ Μα τώρα έτσι κι αλλιώς μας ζώνουνε του χάρου οι Λάμιες όλους, /
αρίφνητες. Θνητός δε δύνεται να τις ξεφύγει. Πάμε / να ιδούμε κάποιο αν
θα δοξάσουμε για αν μας δοξάσει κάποιος!». [Μ 322 - 328, μτφ. Ν.
Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή.]
Τα
δικά μας «χρόνια πολλά» είναι μάλλον σαν του Λυκάονα. Συνιστούν
αυταξία. Αποφυγή του θανάτου πάση θυσία. Βεβαίως δεν υποτιμούμε την
«ποιοτική» διάσταση της ζωής, αλλά τη βάζουμε δεύτερη. Γι' αυτό και στην
ευχή «χρόνια πολλά» προσθέτουμε συνήθως «και καλά». Το τι σήμερα
εννοούμε «καλά» ας μην το σχολιάσουμε καλύτερα...
Αν
στον γέρο Όμηρο ευχόμασταν τέτοιου είδους «χρόνια πολλά» θα εισπράτταμε
σίγουρα ένα «τον κακό σου τον καιρό». Συνεπώς είμαστε στον κόσμο του
Ομήρου, αν πιστεύουμε στην μετά θάνατον ύπαρξη της ψυχής και συγχρόνως
μακριά του, αν της δίνουμε αξία. Είμαστε στον κόσμο του Ομήρου, αν
καταφάσκουμε τη ζωή, αλλά πολύ μακριά του, αν αυτό που καταφάσκουμε
είναι η «ζωούλα» μας.
Αλλά
πού τέμνεται ο κόσμος του Ευαγγελίου και ο κόσμος της Ιλιάδας; Προφανώς
στον κακό μας τον καιρό. Στο ότι ο Όμηρος απαιτεί αρετή και τόλμη. Στο
ότι όλο το ομηρικό έπος είναι «αρετής έπαινος». [«Πάσα μεν η ποίησις τω
Ομήρω αρετής έστιν έπαινος». (Μέγας Βασίλειος, Προς τους νέους, Υ26.)]
Τέμνεται επίσης στην αναστάσιμη «ποιότητα διαθέσεως». [Μαξίμου
Ομολογητού, Κεφάλαια θεολογικά, VI κ', ΡΟ τ. 90, στ. 1312C] Υπ' αυτή την
έννοια είναι και δεν είναι «ο κόσμος μας».
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου