Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Τὸ Θαβώριον Φῶς



Πρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιῶς

Ἐν Πειραιεῖ 2-8-2012
Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς δογματικὲς διαφορὲς μεταξύ της ἁγίας Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ παπισμοῦ σχετίζεται μὲ τὸ Θαβώριον Φῶς.
Τὸ θέμα τοῦ Θαβωρίου φωτὸς εἶχε ἀπασχολήσει τὴν Ἐκκλησία τὸν 14ο αἰῶ. μὲ κύριους ἐκφραστὲς ἀπὸ μὲν τὴν πλευρὰ τοῦ παπισμοῦ τὸν ἐπηρμένο, ὑπερήφανο, αἱρετικὸ καὶ ἀναθεματισμένο ἀπὸ τὸ Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας Βαρλαὰμ Καλαβρό, ἀπὸ δὲ τὴν πλευρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας τὸν ἀντιρρητικὸ καὶ ἀντιαιρετικὸ μέγα θεολόγο τοῦ Φωτός, τὸν κήρυκα τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος, τὸν ἀντίπαπα καὶ παπομάστιγα ἅγιο Γρηγοριο Παλαμά αρχιεπισκοπο Θεσσαλονίκης.
Οἱ παπικοί, μὲ ἐκφραστὴ τὸν Βαρλαάμ, ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ Φῶς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως εἶναι κτιστό. Δὲν εἶναι ἀπρόσιτο, οὔτε ἀληθινὸ φῶς τῆς θεότητος, ἀλλὰ κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη νόηση, τὰ νοήματα καὶ τὰ νοούμενα. Εἶναι δηλαδὴ φῶς ὑλικό, ποὺ ἄλλοτε γινόταν ὁρατὸ μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ ἄλλοτε διαλυόταν καὶ κατέληγε στὸ «μὴ εἶναι», διότι ἦταν φθαρτὸ καὶ πεπερασμένο[1].
Σ’ αὐτὴ τὴν αἵρεση, ὅτι δηλαδὴ τὸ Θαβώριον Φῶς εἶναι κτιστό, ὁδηγήθηκαν οἱ παπικοί, ἐπειδὴ ταυτίζουν τὴν ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του καὶ ἐπειδὴ...ἀποδίδουν στὸν Θεὸ κτιστὲς ἐνέργειες. Οἱ παπικοὶ δὲν δέχονται ἄκτιστες ἐνέργειες στὸν Θεό. Πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι οὐσία ἀπρόσιτη καὶ δὲν ἐπικοινωνεῖ προσωπικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἐνεργεῖ στὸν κόσμο ὄχι ἄμεσα, ἀλλὰ ἔμμεσα, μὲ κτιστὲς ἐνέργειες. Γι’ αὐτοὺς ἡ Θεία Χάρις εἶναι μέγεθος κτιστό, ποὺ τὸ δημιουργεῖ ὁ Θεός, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Κτιστὴ εἶναι ἐπίσης ἡ Χάρις τῶν Μυστηρίων, ὅπως κτιστὸ εἶναι καὶ τὸ Θαβώριον Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ[2].

Οἱ ἀπόψεις, ὅμως, αὐτὲς τοῦ παπισμοῦ γιὰ τὸ Θεῖο Φῶς εἶναι ἑτερόδοξες καὶ ἀντίθετες μὲ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων. Μὲ ἀναφορὰ πλήθους πατερικῶν χωρίων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ἄλλοι μοναχοὶ ἀπέδειξαν ὅτι τὸ Φῶς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως δὲν εἶναι ὑλικὸ καὶ πεπερασμένο, δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ δόξα τοῦ σώματος, ἀλλὰ δόξα καὶ λαμπρότητα τῆς ὑποστατικὰ ἑνωμένης μὲ τὸ σῶμα θεότητας. Δὲν εἶναι ἀκόμη τὸ Φῶς ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀθέατη καὶ ἀμέθεκτη, ἀλλὰ ἐνέργεια καὶ Χάρις τοῦ Θεοῦ, προσιτὴ καὶ μεθεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἀξίους. Σύμφωνα μὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341, ποὺ θεωρεῖται ὡς ἡ Θ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «ἄκτιστόν ἐστι τὸ Φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως καὶ οὐκ ἔστι τοῦτο ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὸ Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας, τὸ Φῶς, ποὺ ἔλαμψε κατὰ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι οὔτε κτίσμα οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἄκτιστη καὶ φυσικὴ Χάρις καὶ ἔλλαμψη καὶ ἐνέργεια, ποὺ πάντοτε προέρχεται ἀχωρίστως ἀπὸ τὴν θεία οὐσία[3].
Στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ ἀκτίστου οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκτίστων ἐνέργειών Του. Μὲ τὴν οὐσία, βέβαια, τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη καὶ ἀνέκφραστη, ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία. Ἐπικοινωνεῖ, ὅμως, καὶ μετέχει τῶν θείων ἐνέργειών Του. Αὐτές, ὅπως καὶ ἡ θεία οὐσία, εἶναι ἄκτιστες καὶ ἀδημιούργητες. Εἶναι δηλαδὴ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, ἀλλὰ ὄχι κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴ Θεότητα. Ὁ πιστός, μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἄσκηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ συμμετοχή του στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνεῖ μὲ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καὶ γίνεται «θείας κοινωνὸς φύσεως»[4]. Δηλαδὴ μὲ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καὶ κατὰ τὸ μέτρο τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα καθαρίζεται ἡ καρδιά του ἀπὸ τὰ πάθη, φωτίζεται ὁ νοῦς καὶ ἀξιώνεται νὰ «δεῖ», θεᾶται, μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ ἀπόρρητο, τὴ θεία δόξα, τὸ ἄκτιστο Φῶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς[5].
Οἱ παπικοί, ἐπίσης, θεωροῦν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἀτελεῖς σ’ ἐκείνη τὴν ὑπέρτατη θεωρία τῆς Μεταμορφώσεως, ἐξαιτίας τοῦ φόβου, ποὺ δοκίμασαν, ὅταν οἱ Προφῆτες Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας εἰσῆλθαν στὴ νεφέλη.
Σύμφωνα, ὅμως, μὲ τὴν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες, αὐτὸς ὁ φόβος, ποὺ ἦταν στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὴν χαρά, δὲν ἦταν δουλικός, ὥστε νὰ κολασθοῦν καὶ νὰ λυπηθοῦν οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλὰ υἱϊκὸς καὶ τῶν τελείων. Γιατί, ὑπάρχει ὁ εἰσαγωγικὸς φόβος καὶ ὁ φόβος τῶν τελείων. Ἐδῶ πρόκειται γιὰ χαρά, σεβασμό, προσκύνηση τοῦ μεγάλου μυστηρίου, τοῦ ὁποίου ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν θεατὲς[6].
Ὅλα τὰ παραπάνω ἔχουν σωτηριολογικὲς προεκτάσεις καὶ συνέπειες, δηλαδὴ ἔχουν ἄρρηκτη σχέση μὲ τὴν σωτηρία καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Γιατί, ἂν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτιστή, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν θέωση. Καὶ αὐτὸ ἐπειδή, ἁπλούστατα, ἕνα κτίσμα – κτιστὴ ἐνέργεια (Χάρις) – δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σώσει, νὰ λυτρώσει καὶ νὰ θεώσει ἄλλο κτίσμα, τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι, οἱ Δυτικοὶ δὲν ὁμιλοῦν περὶ τῆς κατὰ Χάριν θεώσεως ὡς σκοποῦ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μόνον περὶ τῆς ἠθικῆς τελειώσεώς του. Ὅτι, δηλαδὴ ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι ἠθικά, ὄχι, ὅμως, κατὰ Χάριν θεοί. Κατὰ συνέπεια, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κοινωνία θεώσεως, ἀλλὰ ἵδρυμα, ποὺ παρέχει στοὺς ἀνθρώπους τὴν δικαίωση κατὰ ἕνα οὐμανιστικὸ (ἀνθρωπιστικό), νομικιστικὸ καὶ δικανικὸ τρόπο διὰ μέσου της κτιστῆς χάριτος. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση δηλαδὴ καταλύεται ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς πραγματικότητα θεανθρωπίνης κοινωνίας[7].
Ἡ Ὀρθόδοξη, ὅμως, ἐμπειρία καὶ τὸ Ὀρθόδοξο βίωμα μιλᾶ γιὰ κατὰ Χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ ἐξαγιασμὸ καὶ γιὰ κοινωνία θεώσεως.
Ἂς ἱκετεύσουμε, λοιπόν, τὸν Μεταμορφωθέντα Κύριό μας, νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ἀνεβοῦμε πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ ὅρους Θαβὼρ καὶ νὰ δοῦμε τὴν δόξα τῆς Μεταμορφώσεώς Του, ἀφοῦ πρῶτα καταφρονήσουμε τὰ γήινα καὶ καθαρισθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς πονηρούς, αἰσχροὺς καὶ βλάσφημους λογισμοὺς καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὴν ἐν τῷ Θαβὼρ φανείσαν Ὁμοούσιο, Ζωοποιὸ καὶ Βασιλικωτάτη Ἁγία Τριάδα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, στὴν ὁποία πρέπει πάσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
[1] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Οἱ ἡσυχαστικὲς ἔριδες κατὰ τὸν ΙΔ΄ αἰώνα, ἔκδ. Παρατηρητής, Θὲσ/κὴ 1993, σ. 51.
[2] Ὁ Παπισμὸς χθὲς καὶ σήμερα, ἔκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, Ἰούλιος 2009, σσ. 15- 16.
[3] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 52, 97, 101.
[4] Β΄ Πέτρ. 1,4.
[5] Ὁ Παπισμός..., σ. 15.
[6] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον Γ΄, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θὲσ/κὴ 1987, σ. 260 καὶ Σέβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Οἱ Δεσποτικὲς ἑορτές, ἔκδ. Ι.Μ.Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Λιβαδειᾶ 1998, σ. 179.
[7]Ὁ Παπισμός..., σ. 16.
Ι.Μ.Παντοκράτορος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου