Ὁ πολυθεϊστικὸς ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος ἕως τὸν 4ο μ.Χ. αἰ. ἦταν ἕνας κόσμος πολιτισμένης ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων. Κανεὶς δὲν διωκόταν γιὰ τὶς μεταφυσικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἀπόψεις του, ἐνῶ τὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνταλλαγῆς ἰδεῶν ἦταν ὑψηλό. Αὐτὸ ἐπέτρεπε τὴ διαφωνία χωρὶς νὰ προκαλεῖται ἐπιθυμία ἐκμηδένισης τοῦ φιλοσοφικοῦ ἀντιπάλου. Ὅλοι οἱ δρόμοι ἦταν σεβαστοί. «Ὅλοι κυττᾶμε τὰ ἴδια ἄστρα, ὁ ἴδιος οὐρανὸς καλύπτει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους», ἔγραφε ἕνας ἀρχαιόθρησκος. Ὁ Χριστιανισμός, ὡστόσο ὑπονόμευσε τὴν ἀνεκτικότητα αὐτή, ἐπειδὴ ἡ ἐγγενὴς μισαλλοδοξία του δὲν ἐπέτρεπε παρὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς Μίας Ἄποψης. Ἔκτοτε, ἡ ἤρεμη ἀντιπαράθεση μετατράπηκε σὲ μίσος, τὸ μίσος ἐκδηλώθηκε μὲ διώξεις, σφαγές, ἐξορίες καὶ κάψιμο τῶν γραπτῶν τῶν ἀντιφρονούντων. Ἀρκεῖ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση, τὶς δίκες καὶ τὸ κάψιμο μαγισσῶν, τὰ ἀπαγορευμένα βιβλία ἀπὸ τὸ Χριστιανισμό. Ἡ ἐλευθερία νὰ σκέφτεσαι διαφορετικὰ ἀπαγορεύθηκε μὲ τὸ Χριστιανισμό, καὶ μόνο μετὰ τὸν 16ο αἰ., κατέστη ἐφικτὴ σταδιακά: Αὐτὰ λέει τὸ παραμύθι τῆς ἐγγενοῦς πολυθεϊστικῆς ἀνεκτικότητας.
Στὸ παραμύθι αὐτὸ ἀντιπαρατίθενται ἱστορικὰ γεγονότα καὶ διατυπωμένες γνῶμες «πολυθεϊστῶν» (χρησιμοποιῶ τὴ λέξη σὲ εἰσαγωγικὰ ἐπειδὴ ἔχω γνώση τῶν σχετικῶν προβλημάτων ποὺ ἐνέχει αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι, τῶν μὴ Χριστιανῶν καὶ μὴ Ἰουδαίων). Ξεκινᾶμε μὲ τὶς ἀπόψεις πολυθεϊστῶν γιὰ τοὺς ἀντιπάλους τους, προχωρᾶμε στὶς πράξεις πολυθεϊστῶν κατὰ τῶν ἀντιπάλων τους, ἔπειτα ἐρευνοῦμε τὰ πιθανὰ αἴτια, καὶ καταλήγουμε σὲ συμπεράσματα. Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ παρακάτω κατάλογοι δὲν εἶναι πλήρεις. Ἀλλὰ καὶ πάλι, ὅταν ἔχουμε τόσα περιστατικὰ ἀπὸ τόσο μακρινὲς ἐποχές, δὲν πειράζει νὰ μὴν εἶναι πλήρεις.
ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ…
Ὁ Ἡράκλειτος ἔλεγε γιὰ τὸν Πυθαγόρα: «Ὁ Πυθαγόρας εἶναι ἀρχηγὸς στοὺς ἀγύρτες». Γιὰ τὸν Ἡσίοδο, τὸν Ξενοφάνη καὶ τὸν Ἑκαταῖο ἔλεγε: «Ἡ πολυμάθεια δὲν διδάσκει νὰ ἔχεις νοῦ. Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ εἶχε διδάξει τὸν Ἡσίοδο, ἀκόμα καὶ τὸν Ξενοφάνη καὶ τὸν Ἑκαταῖο».
Ὁ Ξενοφάνης, ὅταν ὁ Ἐμπεδοκλῆς τοῦ εἶπε ὅτι ὁ σοφὸς ἄνδρας δὲν βρίσκεται, τοῦ ἀπάντησε εἰρωνικά: «Φυσικά, γιατὶ πρέπει κάποιος νὰ εἶναι σοφὸς ὥστε νὰ ἀναγνωρίσει ἕναν σοφό» (Διογένης Λαέρτιος, IX.20).
Ὁ Ξενοφάνης εἰρωνευόταν τὸν Πυθαγόρα: «Λένε πὼς ὁ Πυθαγόρας προσπερνώντας κάποτε κάποιον ποὺ χτυποῦσε ἕνα σκυλί, συμπόνεσε καὶ τέτοιο λόγο εἶπε: «Πάψε νὰ τὸ χτυπᾶς, γιατὶ εἶναι ἡ ψυχὴ ἑνὸς ἀγαπημένου ἀνθρώπου ποὺ τὴν ἀναγνώρισα ἀκούογντας τὸ γαύγισμά του»» (Ἀπ. 7).
Ὁ Δημόκριτος κακολογοῦσε τὸν Ἀναξαγόρα (Διογένης Λαέρτιος II.14 καὶ IX.34). Μάλιστα, θεωροῦσε πὼς ἡ ἀστρονομία τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἀναξαγόρα ἦταν παρμένη ἀπὸ ἄλλους (Διογένης Λαέρτιος, IX.34).
Ὁ Ἀριστοτέλης ἰσχυριζόταν (Μετὰ τὰ Φυσικά, Α΄ (986b, 27)) ὅτι ὁ Ξενοφάνης ἦταν πολὺ κατώτερος ἀπὸ τὸν Παρμενίδη, καὶ μάλιστα «μικρὸν ἀγροικότερος».
Ἐπίσης, ὁ Ἀριστοτέλης ἀποκαλεῖ ἀπαίδευτους τοὺς Κυνικούς: «οἱ Ἀντισθένιοι καὶ οἱ οὕτως ἀπαίδευτοι» (Μετὰ τὰ Φυσικά, Η΄, 3 (1043b, 24)).
Γιὰ τὸν Πρωταγόρα ὁ Ἀριστοτέλης ἰσχυρίζεται: «Ἐνῶ δὲν λένε τίποτα αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ διανοητές, δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι λένε κάτι σημαντικό» (Μετὰ τὰ Φυσικά, Ι΄, 1 (1053b, 4)).
Γιὰ τὸν Παρμενίδη, ὁ Ἀριστοτέλης ἰσχυρίζεται: «Στὴν πραγματικότητα φαίνεται πὼς τὸ νὰ πιστεύει κανεὶς αὐτὰ τὰ πράγματα βρίσκεται κοντὰ στὴν τρέλλα» (Περὶ Γενέσεως καὶ φθορᾶς, Α΄, 8, 325a 13).
Ὁ Παρμενίδης ἔχει πεῖ, μᾶλλον γιὰ τὸν Ἡράκλειτο (Ἀπ. Β6 Diels-Kranz): «Ἀνίδεοι θρηντοὶ περιπλανῶνται, διχασμένοι· ἀμηχανία μὲς στὰ στήθη τους κυβερνάει τὴν ἀσταθὴ σκέψη τους· κι αὐτοὶ παραδέρνουν κουφοὶ καὶ φυλοὶ συνάμα, σαστισμένοι, πλῆθος δίχως κρίση, ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι τὸ ἴδιο τὸ νὰ εἶναι κάτι καὶ νὰ μὴν εἶναι, ἀλλὰ κι ὄχι τὸ ἴδιο, κι ὅτι ὅλα ἔχουν ἀνάστροφη πορεία».
Γιὰ τὸν Ἐπίκουρο, «Ὁ στωικὸς Διότιμος, ἐχθρικὰ διατεθειμένος ἀπέναντί του, τὸν διέβαλε μὲ ἰδιαίτερα σκληρὸ τρόπο, κυκλοφορώντας πενήντα αἰσχρὲς ἐπιστολὲς μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἐπίκουρου. Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ἐκεῖνος ποὺ συγκέντρωσε καὶ ἀπέδωσε στὸν Ἐπίκουρο τὰ ἐρωτικὰ γράμματα ποὺ ἀποδίδονται στὸν Χρύσιππο. Ἀκόμη, ὁ στωικὸς Ποσειδώνιος καὶ ὁ κύκλος του καὶ ὁ Νικόλαος καὶ ὁ Σωτίων […] ὑποστηρίζουν πὼς ὁ Ἐπίκουρος περιφερόταν στὰ χαμόσπιτα καὶ διάβαζε καθαρτήριες εὐχές. […] Λένε, ἐπίσης, ὅτι ἦταν προαγωγὸς τοῦ ἑνὸς ἀδελφοῦ του […] Ὅτι παρουσίαζε ὡς δικές του τὶς διδασκαλίες τοῦ Δημόκριτου γιὰ τὰ ἄτομα καὶ τοῦ Ἀρίστιππου γιὰ τὴν ἡδονή˙ ὅτι δὲν ἦταν γνήσιος ἀθηναῖος πολίτης […] Ὁ Ἐπίκτητος τὸν ὀνομάζει αἰσχρολόγο καὶ τὸν βρίζει γιὰ τὰ καλά. Ἀκόμη καὶ ὁ Τιμοκράτης, ἀδελφὸς τοῦ Μητρόδωρου καὶ μαθητὴς τοῦ Ἐπίκουρου μέχρι νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Σχολή, στὸ ἔργο του μὲ τὸν τίτλο Εὐφρανταὶ γράφει ὅτι ὁ Ἐπίκουρος ξερνοῦσε δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, ἐπειδὴ τοῦ ἄρεσε νὰ ἀπολαμβάνει τὰ γεύματα, καὶ ὅτι ὁ ἴδιος μὲ δυσκολία κατάφερε νὰ ξεφύγει ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς νυχτερινὲς φιλοσοφικὲς συζητήσεις» (Διογένης Λαέρτιος, X.3-6), ἐνῶ ὁ Τίμων, σκεπτικὸς καὶ μαθητὴς τοῦ Πύρρωνα «λέει γιὰ τὸν Ἐπίκουρο: Ὁ πιὸ ποταπὸς κι ὁ πιὸ ξεδιάντροπος ἀπὸ τοὺς φυσικούς, δασκαλάκος γιὰ παιδιὰ φερμένος ἀπὸ τὴ Σάμο, ὁ πιὸ ἀνάγωγος ἀπὸ τὰ ζωντανά» (Διογένης Λαέρτιος, X.3).
Ὁ Ἐπίκτητος γράφει γιὰ τὸν Ἐπίκουρο (Διατριβή Β΄, 20.10): «Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα [ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Ἐπίκουρος], ξάπλωσε καὶ κοιμήσου καὶ κάνε αὐτὰ ποὺ κάνει τὸ σκουλήκι, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔκρινες ἄξιο τὸν ἑαυτό σου· τρῶγε καὶ πίνε καὶ συνουσιάζου καὶ ἀφόδευε καὶ ροχάλιζε».
Ὁ Πλούταρχος στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο συγγράμματά του ποὺ ἔγραψε κατὰ τῶν Ἐπικούρειων, τὸ Εἰ καλῶς εἴρηται τὸ λάθε βιώσας, τονίζει (κεφ. 1 (1128bc)) ὅτι ὅπως «ἄνθρωποι μὲ ἀσυγκράτητη καὶ ἀκόρεστη φιλοδοξία κατηγοροῦν τὴ δόξα στοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι ἀντεραστές τους, γιὰ νὰ τὴν κερδίσουν χωρὶς ἀνταγωνισμό», ἔτσι καὶ ὁ Ἐπίκουρος, ἀντὶ νὰ ζήσει στὴν ἀφάνεια, διακήρυττε τὸ «λάθε βιώσας», ὥστε ὁ ὑπόλοιπος κόσμος νὰ ἀκολουθήσει τὸ ρητό του, ἐνῶ ὁ ἴδιος νὰ κερδίσει δόξα καὶ νὰ μὴ μείνει στὴν ἀφάνεια, ὅπως θὰ ἔπρεπε, ἐὰν ἀκολουθοῦσε ὁ ἴδιος τὸ ρητό του.
Ὁ Ἐπίκουρος «Τοὺς Πλατωνικοὺς τοὺς ἀποκαλοῦσε «κόλακες τοῦ [Συρακουσίου τυράννου] Διονυσίου» καὶ τὸν ἴδιο τὸν Πλάτωνα «χρυσό»˙ τὸν Ἀριστοτέλη «ἄσωτο, ποὺ σπατάλησε τὴν πατρικὴ περιουσία καὶ κατατάχθηκε στὸ στρατὸ καὶ πουλοῦσε φάρμακα»˙ τὸν Πρωταγόρα «χαμάλη» καὶ «γραφιὰ τοῦ Δημόκριτου» καὶ ἐπαρχιακὸ γραμματοδιδάσκαλο˙ τὸν Ἡράκλειτο «κυκητή» [λόγῳ τῆς θεωρίας του γιὰ τὸν κυκεώνα], τὸν Δημόκριτο «Ληρόκριτο» [φαφλατά], τὸν Ἀντίδωρο «Σαννίδωρο»[βλάκα], τοὺς Κυζικηνούς [τὸν ἀστρονόμο καὶ μαθηματικὸ Εὔδοξο] «ἐχθροὺς τῆς Ἑλλάδας», τοὺς διαλεκτικούς [τοὺς Μεγαρικούς, τοῦ φίλου τοῦ Σωκράτη, Εὐκλείδη] «φθονεροὺς γιὰ τὰ πάντα», καὶ τὸν Πύρρωνα «ἀμαθὴ καὶ ἀκαλλιέργητο» (Διογένης Λαέρτιος, X.7-8). Ἐνῶ γιὰ τὸ δάσκαλό του, «Ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίκουρος λέει στὰ γράμματά του γιὰ τὸν Ναυσιφάνη: «Αὐτὰ τὸν ἔφεραν ἐκτὸς ἑαυτοῦ, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὲ προσβάλει καὶ νὰ μὲ ἀποκαλέσει ’καθηγητή’». Καὶ τὸν ὀνόμαζε σουπιὰ καὶ ἀγράμματο καὶ ἀπατεώνα καὶ πόρνο» (Διογένης Λαέρτιος, X.7-8). «Σὲ γενικὲς γραμμές, ἦταν [ὁ Ἀριστοτέλης] σύμφωνα μὲ τὸν Ἐπίκουρο ἀντίπαλος πιὸ βλαβερὸς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ζωῆς ἐκείνων ποὺ προετοιμάζονται, ὅπως οἱ ἀθλητές, γιὰ τὸ στίβο τῆς πολιτικῆς» (Φιλοδήμου, Περὶ ρητορικῆς, 2.58.10-15)
Οἱ Ἐπικούρειοι ἀμφισβητοῦσαν τὴν ὕπαρξη τοῦ φιλοσόφου Λεύκιππου (Διογένης Λαέρτιος, X.13). Κι αὐτὸ γιατὶ ἀρνοῦνταν τὸν Λεύκιππο καὶ ἤθελαν νὰ ἀντικροῦσουν τὴν ἐναντίον τους κατηγορία ὅτι ὁ Ἐπίκουρος κατέκλεψε τὸν Λεύκιππο.
Ὁ Ἀρκεσίλαος παρομοίαζε τοὺς Ἐπικούρειους καὶ τοὺς μὴ Ἐπικούρειους μὲ τοὺς ἄντρες καὶ τοὺς εὐνούχους, ἀντίστοιχα (Διογένης Λαέρτιος, IV.6).
Μάλιστα, τὸ μένος τῶν Ἐπικούρειων ὁδήγησε τὸν σχολάρχη (διευθυντή) τῆς ἐπικούρειας σχολῆς τῆς Ἀθήνας τοῦ 2ου π.Χ. αἰώνα, τὸν Ζήνωνα, σὲ φόνο: «Ὁ Διότιμος, ποὺ ἔγραψε τὰ βιβλία ἐναντίον τοῦ Ἐπίκουρου καταδιώχτηκε καὶ σκοτώθηκε ἀπὸ τὸν ἐπικούρειο Ζήνωνα, ὅπως λέει ὁ Δημήτριος [1ος π.Χ. αἰώνας] ἀπὸ τὴ Μαγνησία στὰ Ὁμώνυμά του» (Ἀθηναῖος, ΙΓ΄, 611b).
Ὁ Πλούταρχος ἔγραψε τέσσερα βιβλία κατὰ Στωικῶν κατηγορώντας τους, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι αὐτὰ ποὺ δογματίζουν εἶναι πιὸ παράλογα κι ἀπὸ ὅσα ἰσχυρίζονται οἱ ποιητὲς τῆς ἀρχαιοελληνικῆς μυθολογίας.
Τὸν Ἵππωνα ἀπὸ τὴ Σάμο σατίρισαν οἱ Κρατίνος (στὴν κωμωδία Πανόπτης, ἀπ. 155) καὶ ὁ Ἀριστοφάνης (στὶς Νεφέλες, στ. 94 κ.ἑ.).
Ὁ Κλεάνθης ἔλεγε πὼς οἱ Περιπατητικοὶ παθαίνουν κάτι ἀνάλογο μ’ αὐτὸ ποὺ παθαίνουν οἱ λύρες, οἱ ὁποῖες βγάζουν ὡραῖο ἦχο, ἀλλὰ δὲν ἀκοῦνε ποτὲ τὸν ἑαυτό τους (Διογένης Λαέρτιος, VII.173).
Ὁ Πλατωνικὸς Ἀρκεσίλαος εἶπε στὸν Στωικὸ Κλεάνθη: «Δὲν συγκινοῦμαι ἐγὼ ἀπὸ κολακεῖες» καὶ ὁ Κλεάνθης τοῦ ἀπάντησε: «Σὲ κολακεύω λέγοντας ὅτι ἄλλα λὲς καὶ ἄλλα κάνεις» (Διογένης Λαέρτιος, VII.171).
«Ὁ Σωσίθεος ὁ ποιητὴς εἶπε γιὰ τὸν Κλεάνθη: «Αὐτοὺς ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ σὰν βόδια ἡ ἀνοησία τοῦ Κλεάνθη»» (Διογένης Λαέρτιος, VII.173). Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν Σωσίθεο, στὸ θέατρο βρίσκονταν πολλοὶ ὁπαδοὶ τοῦ Κλεάνθη, οἱ ὁποῖοι πέταξαν ἔξω τὸν Σωσίθεο.
Ὁ Πλάτωνας ἀντιπαθοῦσε τὸν Αἰσχύνη, καὶ δημιούργησε τὴ φήμη πὼς οἱ διάλογοι ποὺ ὁ δεύτερος ἔγραψε ἦταν κλεμμένοι ἀπὸ ἄλλους καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Σωκράτη (Διογένης Λαέρτιος, II.60).
Ὁ Πλάτωνας συγκέντρωσε τὰ βιβλία τοῦ Δημόκριτου καὶ θέλησε νὰ τὰ κάψει. «Μὰ ὁ Ἀμύλκας καὶ ὁ Κλεινίας, δύο Πυθαγόρειοι, τὸν ἐμπόδιζαν, λέγοντάς του ὅτι δὲν ἔχει τίποτα νὰ ὠφεληθεῖ ἐπειδὴ πολλοὶ τώρα πιὰ ἔχουν στὰ χέρια τους βιβλία τοῦ Δημόκριτου» (Διογένης Λαέρτιος, IX.40).
Ὁ Πρόκλος ἤθελε νὰ ἀποσύρει ἀπὸ τὴν κυκλοφορία ὅλα τὰ βιβλία ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Τίμαιος καὶ Χαλδαϊκὰ Λόγια, ὥστε νὰ ἐμποδίσει νὰ βλάψουν τοὺς ἀνεκπαίδευτους (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 38).
Ὁ Πλάτωνας ἀποκαλοῦσε τὸν πρώτο Κυνικό, τὸν Ἀντισθένη, περιπαιχτικὰ «ὀψιμαθὴ γέροντα» (Σοφιστής, 251b).
Ὁ Ἀντισθένης, μὲ τὴ σειρά του, ἀποκαλοῦσε τὸν Πλάτωνα ἐπηρμένο: «Ἔσκωπτέ τε Πλάτωνα ὡς τετυφωμένον» (Διογένης Λαέρτιος, VI.7). «Ὅταν στὴ διάρκεια πομπῆς εἶδε ἕνα ἄλογο ποὺ χλιμίντριζε, εἶπε στὸν Πλάτωνα: «Νομίζω ὅτι θὰ μποροῦσε κι ἐσὺ νὰ εἶσαι τέτοιο ἄλογο», κι αὐτὸ γιατὶ ὁ Πλάτωνας ἐπαινοῦσε ἀσταμάτητα τὰ ἄλογα» (Διογένης Λαέρτιος, VI.7). Ἀκόμη χειρότερα, ἀποκαλοῦσε τὸν Πλάτωνα κοροϊδευτικά «Σάθωνα» (Ἀθηναῖος, XI.507a). Σάθη εἶναι τὸ ἀντρικὸ μόριο. Σάθων εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει μεγάλο αἰδοῖο. Συνήθιζαν ὅμως νὰ λὲν καὶ τὰ παιδαρέλια μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα.
Ὁ Τίμων ἐπικρίνοντας τὸν Ἀντισθένη ἐπειδὴ ἔγραφε πολλά, τὸν ἀποκαλεῖ «παντογνώστη φλύαρο» (Διογένης Λαέρτιος, VI.18).
Ὁ Διογένης ὁ Κυνικὸς ἔλεγε γιὰ τὸν δάσκαλό του, Ἀντισθένη, ὅτι «Εἶναι μιὰ τρομπέτα ποὺ δὲν ἄκουγε τὸν ἑαυτό του» (Δίων Χρυσόστομος, λόγος 8.3).
Ὁ Πλάτων κατηγοροῦσε τὸν Ἀριστοτέλη ὅτι ὁ τελευταῖος τὸν ἐγκατέλειψε (Διογένης Λαέρτιος, V.2). Ὁ Ἀριστοτέλης ἀπαντοῦσε: «Φίλος μὲν Πλάτων, φιλτέρα δ’ ἀλήθεια».
«Τοὺς Ἀκαδημαϊκοὺς ὁ Τίμων τοὺς διασύρει μὲ τοῦτα τὰ λόγια: Τῶν Ἀκαδημαϊκῶν ἡ σαχλὴ περιττολογία» (Διογένης Λαέρτιος, IV.67).
Ὁ Τίμων ἀποκαλοῦσε τὸν Ζήνωνα «λαίμαργη γριὰ ἀπὸ τὴ Φοινίκη» (Διογένης Λαέρτιος, VII.15).
Ὁ φιλόσοφος Μενέδημος «Περιφρονοῦσε τοὺς δασκάλους τῆς σχολῆς τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ξενοκράτη» (Διογένης Λαέρτιος, II.134).
Ὁ Διογένης ὁ Κυνικὸς «Τὴν μὲν Εὐκλείδου [ὄχι τοῦ μαθηματικοῦ] Σχολὴν ἔλεγε χολή, τὴν δὲ Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβήν» (Διογένης Λαέρτιος VI.24, 26, 40, 53).
«Ὅταν ὁ Πλάτων διετύπωσε τὸν ὁρισμὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶο δίποδο καὶ ἄπτερο καὶ εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση μὲ αὐτὰ τὰ λόγια του, ὁ Διογένης μάδησε ἕναν κόκορα, τὸν πῆγε στὴν Ἀκαδημία καὶ τοῦ εἶπε: Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Πλάτωνα» (Διογένης Λαέρτιος, VI.40).
«Ὁ Θεόπομπος στὸν Ἡδυχάρη λέει «Δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ εἶναι πραγματικὰ ἕνα, ἀφοῦ καὶ ὁ ἀριθμὸς δύο μόλις εἶναι ἕνα, ὅπως λέει ὁ Πλάτων»» (Διογένης Λαέρτιος, III.26).
Ὁ Τίμων παίζοντας μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Πλάτωνα ἔλεγε: «Ὅπως ἀνέπλαττε ὁ Πλάτων παράξενες κοινοτοπίες» («Ὡς ἀνέπλασσε Πλάτων πεπλασμένα θαύματα εἰδώς») (Διογένης Λαέρτιος, III.26).
«Ὁ Ἄλεξις στὸν Ἀγκυλιώνα του γράφει: «Μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ δὲν ξέρεις. Πήγαινε νὰ τρέξεις μαζὶ μὲ τὸν Πλάτωνα, καὶ θὰ μάθεις ὅλα γι ὰ τὸ σαπούνι καὶ τὸ κρεμμύδι»» (Διογένης Λαέρτιος, III.27).
«Ὁ Ἄλεξις στὸν Παράσιτο γράφει: «Παρὰ νὰ μωρολογεῖς μόνος μὲ τὸν Πλάτωνα». Τὸν χλευάζει καὶ ὁ Ἀναξίλας στὸν Βοτρυλίωνα, στὴν Κίρκη καὶ στὶς Πλούσιες» (Διογένης Λαέρτιος, III.28).
«Ὁ Ἄμφις στὸν Δεξιδημίδη γράφει: «Ὦ Πλάτων, ὅλο κι ὅλο ποὺ ξέρεις εἶναι μόνο νὰ σκυθρωπιάζεις σμίγοντας σεμνὰ τὰ φρύδια σὰν σαλιγκάρι»» (Διογένης Λαέρτιος, III.28).
Ὁ κωμωδιογράφος Ἔφιππος στὴν κωμωδία του Ναυαγὸς παρουσιάζει τὸν Πλάτωνα καὶ τοὺς μαθητές του ὄχι μόνο νὰ συκοφαντοῦν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ νὰ ζοῦν σὲ μεγάλη πολυτέλεια καὶ νὰ εἶναι συμφεροντολόγοι καὶ ἀνήθικοι (Ἀθηναῖος, XI, 509c-e).
Ὁ Ἄλκιμος ὁ Σικελιώτης κατηγοροῦσε τὸν Πλάτωνα ὡς λογοκλόπο, ὅτι κατάκλεψε τὸν Ἐπίχαρμο (Διογένης Λαέρτιος, III.9).
Ὁ Ἄλκιμος μάλιστα ἔγραψε μιὰ διατριβὴ ἀπὸ τέσσερα βιβλία, στὴν ὁποία παρέθετε κείμενα καὶ ἀποσπάσματα, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴ λογοκλοπὴ τοῦ Πλάτωνα. Διάφοροι ἄλλοι ὑποστήριζαν πὼς οἱ πλατωνικοὶ διάλογοι δὲν εἶναι πρωτότυποι, ἀλλὰ ἀντίθετα τόσο στὴ μορφὴ ὅσο καὶ στὸ περιεχόμενό τους εἶναι ἀντίγραφα διαλόγων ἄλλων φιλοσόφων (Ἀθηναῖος, XI, 505b).
«Ὁ Ἡγήσανδρος ἀπὸ τοὺς Δελφοὺς στὰ Ὑπομνήματά του ἀναφέρεται στὴν κακία τοῦ Πλάτωνα πρὸς ὅλους γράφοντας ὅτι …. ὁ Πλάτων εἶχε τὴ φήμη ζηλόφθονα καὶ ὅτι ὁ χαρακτήρας του δὲν ἦταν καθόλου σὲ ὑπόληψη ἀπὸ κανέναν. Κορόιδευε τὸν Ἀριστιππο, ἐπειδὴ αὐτὸς πῆγε νὰ ζήσει στὴν αὐλὴ τοῦ Διονύσιου, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ταξίδεψε στὴν Σικελία τρεῖς φορές» (Ἀθηναῖος, XI, 507ab). «Ἐπίσης, πιάστηκε νὰ ἐγείρει ἀγωγὴ κατὰ τοῦ Φαίδωνα [σημ.: τοῦ γνωστοῦ πλατωνικοῦ διαλόγου. Αὐτὸς ἦταν δοῦλος σὲ πορνεῖο, μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ Σωκράτη ἀπελευθερώθηκε, ἀλλὰ ὁ Πλάτων εἶχε ἄλλη γνώμη. Βλ. Λεξικὸ Σουίδα, λ. Ἀλκιβιάδης], κατάληξη τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Φαίδωνας νὰ ξαναγίνει σκλάβος» (Ἀθηναῖος, XI, 507c).
Ὁ Πλάτων ἦταν διψασμένος γιὰ δόξα, γράφει ὁ Διοσκουρίδης στὰ Ἀπομνημονεύματά του (Ἀθηναῖος, XI, 507d).
Ὁ Θεόπομπος ὁ Χίος γράφει γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Πλάτωνα: «Τοὺς πολλοὺς τῶν διαλόγων αὐτοῦ ἀχρείους καὶ ψευδεῖς ἄν τις εὕροι· ἀλλοτρίους δὲ τοὺς πλείους ὄντας ἐκ τῶν Ἀριστίππου διατριβῶν, ἑνίους δὲ κἀκ τῶν Ἀντισθένους, πολλοὺς δὲ κἀκ τῶν τοῦ Βρύσωνος τοῦ Ἡρακλεώτου».
Ὁ Διογένης Λαέρτιος (III.40) γράφει περιφρονητικὰ πὼς ὁ Πλάτων στὰ τελευταῖα του ἦταν καταμόναχος καὶ ψειριασμένος.
Ὁ Λουκιανὸς ἔβριζε τὸν Ἀριστοτέλη («ὁ πιὸ ἀχρεῖος ἀπὸ ὅλους τοὺς κόλακες»: Νεκρικοὶ διάλογοι Διογένους καὶ Ἀλεξάνδρου), τὸν Ἐμπεδοκλῆ («ἀλαζόνας», «κουτός»: Νεκρικοὶ διάλογοι Μένιππου καὶ Αἰάκου), τὸν Πλάτωνα («Ἔμπειρος στὴν τέχνη νὰ κολακεύει τοὺς τυράννους»: Νεκρικοὶ διάλογοι Μένιππου κὰι Αἰάκου), καὶ τὸν Σωκράτη («σοφιστής», «ψευτογενναῖος»: Νεκρικοὶ διάλογοι Μένιππου καὶ Κέρβερου).
Ὁ Εὔπολις ἀποκαλεῖ φλύαρο ἀλήτη τὸν Σωκράτη, τὸν ὁποῖον μισεῖ (ἀπ. 352 Kock): «Μισῶ δὲ καὶ τὸν Σωκράτη, τὸν πτωχὸν ἀδολέσχην»
«Ἂν ἀφαιρέσει κανεὶς ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ [στωικοῦ] Χρύσιππου τὰ λόγια τῶν ἄλλων ποὺ ἔχει παραθέσει, τὸ χαρτὶ θὰ τοῦ μείνει λευκό. Αὐτὰ λέει ὁ Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος» (Διογένης Λαέρτιος, VII.181).
Ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεῦς «Διὰ τὸν Κλαζομένιον φιλόσοφον Ἀναξαγόραν ἔλεγεν ὅτι ἐφιλοσόφησεν μᾶλλον διὰ τὰ ζῶα παρὰ διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπίσης καὶ διὰ τὸν Θηβαῖον Κράτητα, αὐτὸς ἔλεγεν, οὔτε εἰς τὰ πρόβατα οὔτε εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐφάνη χρήσιμος» (Φιλόστρατου, Βίος Ἀπολλώνιου Τυανέως, 13).
Γιὰ τὶς βρισιὲς κατὰ τοῦ Πλωτίνου ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς του ὁ Πορφύριος γράφει (Περὶ Πλωτίνου βίου, 17-18): «Ὑπῆρχον ἄνθρωποι εἰς τὴν Ἑλλάδα ἰσχυριζόμενοι ὅτι ὁ Πλωτίνος ἐλογοκλόπει τὸν Νουμήνιον […] Ὁ Πλωτίνος, λέγουν, εἶναι ἕνας ἀνεξάντλητος φλύαρος, ἄλλοτε ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι λογοκλόπος καὶ ἄλλοτε πάλιν, ὅτι ἀντιγράφει πᾶν ὅ,τι εἶναι χειρότερο εἰς τὰ πρωτότυπα. […] Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς του [Πλωτίνου] ἐφρόνουν ὅτι ὁ Πλωτίνος ἐκόμπαζε ὡς εὐφραδὴς ὁμιλητής, μολονότι ἀντέγραφε τὸν Νουμήνιον, ἀλλὰ καὶ ὅτι τὸν ἐξελάμβανον ὡς ἀνεξάντλητον φλύαρον καὶ τὸν ἐπεριφρόνουν».
Ὁ Ἰάμβλιχος χαρακτηρίζει «ἀσυναρτησίες» τὶς ἀπορίες τοῦ ὁμόθρησκού του Πορφύριου (Περὶ Μυστηρίων, 3.25), τὸν κατηγορεῖ ὅτι θέλει νὰ καταργήσει τὴν μαντικὴ τέχνη (Περὶ Μυστηρίων, 3.23), ὅτι μὲ βάση τὶς θεωρίες του οἱ ἱερεῖς τῶν Ἐθνικῶν πρέπει νὰ χαρακτηριστοῦν ἀθεολόγητοι καὶ ἀνίδεοι γιὰ τὰ μεταφυσικὰ ζητήματα (Περὶ Μυστηρίων, 1.8).
Ὁ Πορφύριος γράφει γιὰ τοὺς Στωικούς: «Οἱ Στωικοὶ παρουσιάζουν λόγο ἀντιφατικὸ καὶ διχασμένο» (Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων, 3.2).
Ὁ φλιάσιος Τίμων ἔλεγε γιὰ τοὺς λογίους τοῦ Μουσείου, δηλαδὴ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Βιβλιοθήκης: «Εἰς βάρος τῆς δημοφιλοῦς Αἰγύπτου ζοῦν πολλοί, ὅπως οἱ παπυρογράφοι ποὺ λογομαχοῦν ἀκατάπαυστα μὲς στὸ κλουβὶ τῶν Μουσῶν» (Ἀθηναῖος, I, 22d): «Πολλοὶ μὲν βόσκονται ἐν Αἰγύπτῳ πολυφύλῳ βιβλιακοὶ χαρακῖται ἀπείριτα δηριόωντες Μουσέων ἐν ταλάρῳ».
Ὁ Λουκιανὸς στὸ Βίων πράσις γράφει γιὰ τὸν Ἀρίστιππο ὅτι ἡ φιλοσοφία του εἶναι φιλοσοφία τῶν πλούσιων καὶ τῶν γλεντζέδων, γι’ αὐτὸ τὴν ἀκολουθοῦν οἱ ἄσωτοι καὶ οἱ τύραννοι.
Ὁ Ἰουλιανὸς χαιρόταν ποὺ τὰ ἔργα τοῦ Πύρρωνα καὶ τοῦ εἶχαν ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ τοὺς θεούς, δηλαδὴ τοὺς λάτρεις τους (Ἐπιστολὴ 89b, Πρὸς ἀρχιερέα Θεόδωρο, 301c): «Ἂς μὴ φτάνει στὴν ἀκοὴ ἐπικούρειος ἢ πυρρωνικὸς λόγος. Τώρα, ἀλήθεια, οἱ θεοὶ κάνοντας καλὰ κατέστρεψαν τὰ ἔργα τους, ἔτσι ὥστε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ βιβλία τους χάθηκαν». Ἔγραφε ὅτι ἤθελε νὰ ἐξαφανίσει ὅλα τὰ χριστιανικὰ βιβλία (Ἐπιστολὴ Πρὸς Ἐκδίκιον: «θὰ ἤθελα νὰ τὰ ἐξαφανίσω τελείως [ἃ βουλοίμην μὲν ἠφανίσθαι πάντῃ] ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως ἐξαφανιστοῦν μαζί τους καὶ ἄλλα χρησιμότερα») καὶ ἀπαγόρευε τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἀρχιλόχου καὶ τοῦ Ἱππώνακτα ἀπὸ ἱερεῖς (Ἐπιστολὴ πρὸς Θεόδωρο, 300d).
Ὁ φιλος τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ἀρχαιόθρησκος Ἱμέριος ἔγραφε ὅτι ὁ Ἐπίκουρος «ἀξίζει νὰ μισηθεῖ τόσο γιὰ ὅ,τι διδάσκει κατ’ ἰδίαν ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπάτη ποὺ ἐξασκεῖ δημοσίως…Ἐπιτρέπεται κάποιος νὰ διδάσκει τὶς ἀπόψεις του ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσεβής» (Κατ’ Ἐπικούρου, 2 καὶ 8: «Δι’ ἀμφότερα δὲ μισεῖσθαι δίκαιος, καὶ ὧν ἰδίᾳ παιδεύει, καὶ ὧν δημοσίᾳ πλάττεται…Δογματίζειν μὲν γὰρ ἐξόν, ἀσεβεῖν δὲ οὐκ ἐπιτέτραπται»).
Σύμφωνα μὲ τὸ σχολάρχη τῆς Νεοπλατωνικῆς Σχολῆς Δαμάσκιο, κάποιος πλατωνικὸς φιλόσοφος ὀνόματι Δομνίνος «Διέστρεψε πολλὰ ἀπὸ τὰ δόγματα τοῦ Πλάτωνα εἰσάγοντας τις δικές του ἀπόψεις» (Φιλόσοφος Ἱστορία, 89A).
Τί ἦταν, λοιπόν, οἱ Ἀρχαῖοι Φιλόσοφοι σύμφωνα μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀρχαίους Φιλόσοφους; Ἦταν ἀγροίκοι, ἀπαίδευτοι, τυφλοί, ἀγύρτες, ἀνόητοι, προαγωγοί, πόρνοι, ποταποί, ξεδιάντροποι, κόλακες, ἄσωτοι, φλύαροι ἀλῆτες, φαφλατάδες, βλάκες, ἀμαθεῖς, ἀπατεῶνες, φιλόδοξοι, παράλογοι, ἀξιοθρήνητοι, ἐπηρμένοι, ὀψιμαθεῖς, ξερόλες, γριὲς λαίμαργες, μωρολόγοι, συμφεροντολόγοι, διψασμένοι γιὰ δόξα, ἀχρεῖοι, ἀλαζόνες, ἀσυνάρτητοι, λογοκλόποι.
Τὸ λεγόμενο ὅτι «ὁ Χριστιανισμὸς κατέκλεψε τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καθυβρίζοντάς την» εἶναι ἐσφαλμένο τουλάχιστον κατὰ τὸ δεύτερο σκέλος του, γιατὶ οἱ πολυθεϊστὲς φιλόσοφοι εἶχαν ἤδη προλάβει καὶ ἀλληλοϋβρίζονταν, ὅσο χυδαιότερα μπορεῖ κάποιος νὰ καθυβρίζει τοὺς ἀντιπάλους του. Πόσο δόλιοι ἢ ἀμόρφωτοι νά ‘ναι ἄραγε ὅσοι παραθέτουν μὲ ἀποτροπιασμὸ «ὕβρεις τῶν Πατέρων κατὰ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας» ἀγνοώντας τὶς ὕβρεις τῶν ἑλλήνων φιλοσόφων;
Κάποιοι θὰ ποῦν ὅτι ἡ παράθεση τῶν παραπάνω ὕβρεων, ἔστω κι ἂν αὐτὲς εἶναι πολλές, εἶναι στὴν πραγματικότητα ἀβάσιμος «λαϊκισμὸς» στηριζόμενος σὲ μερικὰ ἀθῶα κι ἀναμενόμενα ἀρχαῖα κουτσομπολιὰ μεταξὺ φιλοσόφων (ἢ ἀποδιδόμενα σὲ φιλοσόφους). Μήπως ἦταν, λοιπόν, ἁπλὰ φιλοσοφικὰ ξεκατινιάσματα ἐπὶ χάρτου, χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία κατὰ τὰ ἄλλα; Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐλέγξουμε μόνο ἐὰν πληροφορηθοῦμε γιὰ τὶς διώξεις ἀντιφρονούντων κατὰ τὴν πολυθεϊστικὴ προχριστιανικὴ ἐποχή.
…ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ:
Οἱ Πυθαγόρειοι κυνηγήθηκαν ἄγρια, ὅπως καὶ ὁ Πυθαγόρας (Πορφύριου, Πυθαγόρου βίος, 56-57).
Ὁ Πυθαγόρας διώχθηκε γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους καὶ τὰ γραπτά του κάηκαν δημοσίως. Οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ποὺ τὸ βεβαιώνουν εἶναι πάμπολλοι (Διογένης Λαέρτιος, IX.52· Πλούταρχοε, Νικίας, 23· Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστῶν, 1.10.3˙ Ἡσύχιος, Ὀνοματολόγος˙ Σέξτος Ἐμπειρικός, Πρὸς Μαθηματικούς, IX.55). Ἡ πληροφορία προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀθηναῖο ἱστορικό (ἀτθιδογράφο) Φιλόχορο (3ος π.Χ. αἰ.), ὁ ὁποῖος θεωρεῖτο ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους πολὺ ἀξιόπιστος καὶ ἀκριβής. Ἔγιναν τουλάχιστον δύο ἐπιτομὲς τοῦ ἔργου του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν καὶ στὴν πτολεμαϊκὴ βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας. «Οἱ μελετητὲς δὲν ἔχουν προσέξει ἀρκετὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Πλάτωνας βάζει τὸν Πρωταγόρα νὰ λέει (Πρωταγόρας, 316C-317B), δηλαδὴ γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ συνοδεύουν τὸ ἐπάγγελμα τῶν σοφιστῶν, ποὺ τοὺς ἐκθέτει «σὲ μεγάλες ἀντιζηλίες καὶ ἔχθρες καὶ κάθε λογῆς διωγμούς, ἔτσι ποὺ οἱ περισσότεροι θεώρησαν ἀναγκαῖο νὰ δουλεύουν χρησιμοποιώντας προπέτασμα». Ὁ ἴδιος ἔχει τὴν προσωπική του ἀσφάλεια (τὴ φιλία τοῦ Περικλῆ;), ποὺ τὸν ἔχει διαφυλάξει μέχρι τώρα(E.R. Doods, Οἱ Ἕλληνες καὶ τὸ παράλογο, σ. 276, σημ. 68. Βλ. καὶ W.K.C. Guthrie, Οἱ Σοφιστές, σ. 320, ποὺ ἐκφράζει παρόμοια ἄποψη).
Ὁ Ἀναξαγόρας μηνύθηκε γιὰ ἀσέβεια ἐπειδὴ διακήρυσσε ὅτι ὁ ἥλιος εἶναι μιὰ διάπυρη μεταλλικὴ μάζα, καὶ καταδικάστηκε σὲ πρόστιμο πέντε ταλάντων καὶ ἐξορία. Κατ’ ἄλλους, καταδικάστηκε ἐρήμην σὲ θάνατο, ἐνῶ σύμφωνα μὲ μιὰ ἀκόμη ἐκδοχὴ πέθανε στὴ φυλακή (Διογένης Λαέρτιος, II.12-13: «Σωτίων μὲν γάρ φησιν ἐν τῇ Διαδοχῇ τῶν φιλοσόφων ὑπὸ Κλέωνος αὐτὸν ἀσεβείας κριθῆναι, διότι τὸν ἥλιον μύδρον ἔλεγε διάπυρον· ἀπολογησαμένου δὲ ὑπὲρ αὐτοῦ Περικλέους τοῦ μαθητοῦ, πέντε ταλάντοις ζημιωθῆναι καὶ φυγαδευθῆναι. Σάτυρος δ’ ἐν τοῖς Βίοις ὑπὸ Θουκυδίδου φησὶν εἰσαχθῆναι τὴν δίκην, ἀντιπολιτευομένου τῷ Περικλεῖ· καὶ οὐ μόνον ἀσεβείας ἀλλὰ καὶ μηδισμοῦ· καὶ ἀπόντα καταδικασθῆναι θανάτῳ. Ἕρμιππος δ’ ἐν τοῖς Βίοις φησὶν ὅτι καθείρχθη ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ τεθνηξόμενοςπ»).
Ὁ Σωκράτης διώχθηκε ἐπειδὴ δὲν πίστευε στοὺς θεοὺς τῆς Ἀθήνας (Ξενοφώντας, Ἀπομνημονεύματα, 1.1: «Ἀδικεῖ Σωκράτης οὓς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων»).
«Ὁ Πρόδικος ὁ Κεῖος, φιλόσοφος καὶ σοφιστής, σύγχρονος τοῦ Δημόκριτου, μαθητὴς τοῦ Πρωταγόρα, πέθανε στὴν Ἀθήνα ἀφοῦ τοῦ ἔδωσαν νὰ πιεῖ κώνειο, μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους» (Λεξικὸ Σουίδα, λ. Πρόδικος). Βλ. ἐπίσης Πλάτωνας, Ἐρυξίας 399a. Βλ. καὶ Ἀριστοφάνης ἀπόσπασμα 490: «Τοῦτον τὸν ἄνδρ’ ἢ βυβλίον διέφθορεν ἢ Πρόδικος ἢ τῶν ἀδολεσχῶν εἷς γέ τις».
Ὁ Θεόδωρος ὁ Κυρηναῖος, ὁ Ἄθεος, ποὺ ἔζησε στὸ α΄ μισὸ τοῦ 3ου π.Χ. αἰ., ἐξορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἀπὸ τὴν Κυρήνη. Ἀφότου πρῶτα ἐξορίστηκε γιὰ τὴ διδασκαλία του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κατέφυγε στὴν αὐλὴ τοῦ Πτολεμαίου, κι ἔπειτα στὴν Κυρήνη. Ἐκεῖ, ξανὰ ἐξορίστηκε, γιὰ νὰ καταφύγει πάλι στὴν Ἑλλάδα. «Κάποτε, ποὺ ὁ Θεόδωρος εἶχε καθίσει πλάι στὸν ἱεροφάντη Εὐρυκλείδη, τὸν ρώτησε: «Δὲ μοῦ λές, Εὐρυκλείδη, ποιοὶ εἶναι οἱ ἀσεβεῖς πρὸς τὰ μυστήρια;». Καὶ ἀφοῦ αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε «Ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἀποκαλύπτουν στοὺς ἀμύητους», «κι ἐσύ», τοῦ εἶπε, «εἶσαι ἀσεβής, ἀφοῦ τὰ ἐξηγεῖς στοὺς ἀμύητους». Παρὰ λίγο νὰ προσαχθεῖ στὸν Ἄρειο Πάγο, ἂν δὲν τὸν γλίτωνε ὁ Δημήτριος ὁ Φαληρεῦς. Ὁ Ἀμφικράτης, ὅμως, στὸ Περὶ ἐνδόξων ἀνδρῶν βιβλίο του, λέει ὅτι καταδικάστηκε νὰ πιεῖ τὸ κώνειο […] «Δὲ μοῦ λές, Θεόδωρε», τοῦ εἶπε, «ἐσὺ δὲν εἶσαι ποὺ σὲ ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα;». «Σωστὰ εἶσαι πληροφορημένος», τοῦ εἶπε˙ «πράγματι, ἡ πόλη τῶν Ἀθηναίων, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ μὲ ὑποφέρει, μὲ πέταξε, ὅπως ἡ Σέμελη τὸν Διόνυσο». […] Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὸν ἐξόρισαν εἶπε τοῦτο: «Καλὰ κάνετε, ἄνδρες Κυρηναῖοι, ποὺ μὲ ἐξορίζετε ἀπὸ τὴ Λιβύη στὴν Ἑλλάδα»» (Διογένης Λαέρτιος, II.101-103).
Ὁ Ἡγησίας, μαθητὴς τοῦ Θεόδωρου, ὑποχρεώθηκε ἀπὸ τοὺς Πτολεμαίους νὰ μὴν κάνει διαλέξεις στὴν Ἀλεξάνδρεια (Κικέρωνας, Tusculanae Disputationes, 1.34).
Ὁ Διαγόρας ὁ Μήλιος ἐξορίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους γιὰ ἀσέβεια. Κοινοποιοῦσε τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια, τὰ ἀπομυθοποιοῦσε καὶ ἀπέτρεπε τοὺς ἐνδιαφερόμενους ἀπὸ τὸ νὰ συμμετάσχουν σὲ αὐτά. «Τοῦτος εἶχε μάλιστα γίνει πολὺ ἀσεβέστερος ἀπὸ τὸν Διαγόρα. Γιατὶ ἐκεῖνος [= ὁ Διαγόρας] διέπραξε ἀσέβεια διὰ τοῦ λόγου ἐναντίον ξένων ἱερῶν καὶ γιορτῶν» (Λυσία, Κατ’ Ἀνδοκίδου ἀσεβείας, 17). «Ὁ Διαγόρας, ποὺ ἐπονομάστηκε ἄθεος, ἐπειδὴ συκοφαντήθηκε γιὰ ἀσέβεια καὶ φοβήθηκε τὴν ἀπόφαση τοῦ δήμου, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀττική. Οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ἐπικήρυξαν καὶ ὅρισαν ἕνα τάλαντο ἀμοιβὴ γιὰ τὸ κεφάλι τοῦ Διαγόρα» (Διοδωρος Σικελιώτης, 13.6.7. «Σήμερα κι ὅλας φέρνουμε πρώτη-πρώτη ἐμπρός σας τὴν προκήρυξη ποὺ λέει: «Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς σκοτώσει τὸν Διαγόρα τὸν Μήλιο, νὰ παίρνει ἀμοιβὴ ἕνα τάλαντο»…». Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στ. 1071-1073. Βλ. καὶ Λεξικὸ Σουίδα, λ. Διαγόρας: «τὰ δὲ μυστήρια οὕτως ηὐτέλιζεν ὡς πολλοὺς ἐκτρέπειν τῆς τελετῆς. Τοῦτο οὖν ἐκήρυξαν κατ’ αὐτοῦ Ἀθηναῖοι καὶ ἐν χαλκῇ στήλῃ ἔγραψαν, τῷ μὲν ἀποκτείναντι τάλαντον λαμβάνειν, τῷ δὲ ἄγοντι δύο, ἐκηρύχθη δὲ τοῦτο διὰ τὸ ἀσεβὲς αὐτοῦ, ἐπεὶ τὰ μυστήρια πᾶσι διηγεῖτο, κοινοποιῶν αὐτὰ καὶ μικρὰ ποιῶν καὶ τοὺς βουλομένους μυεῖσθαι ἀποτρέπων»).
Ὁ Στίλπων ὁ Μεγαρεῦς δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε στὴν Ἀθήνα γιὰ ἀσέβεια, καὶ ἡ ποινὴ ἦταν ἐξορία. «Αὐτός, λένε, ρώτησε κάποτε ἔτσι γιὰ τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Φειδίας: «Εἶναι θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ κόρη τοῦ Δία;», καὶ σὰν τοῦ εἶπαν «ναί», «μὰ αὐτὴ δὲν εἶναι τοῦ Δία, εἶναι τοῦ Φειδία, ἀποκρίθηκε. Καὶ καθὼς συμφωνοῦσαν, συμπέρανε: «Ἄρα, δὲν εἶναι θεός». Ἀλλὰ γιὰ τὴν κουβέντα του αὐτὴ προσήχθη ἐνώπιον τοῦ Ἀρείου Πάγου, ὅπου δὲν ἀρνήθηκε ὅτι τὰ εἶπε, ἀλλὰ ὑποστήριξε ὅτι σωστὰ μίλησε: «Γιατὶ πράγματι δὲν εἶναι θεός, ἀλλὰ θεά, ἀφοῦ μόνον οἱ ἄρρενες εἶναι θεοί». Ὡστόσο, οἱ Ἀρεοπαγίτες τὸν διέταξαν νὰ φύγει ἀμέσως ἀπὸ τὴν πόλη» (Διογένης Λαέρτιος, II.116).
Ἡ Ἀσπασία δικάστηκε γιὰ ἀσέβεια (Πλούταρχος, Περικλῆς, 32· Ἀθηναῖος, ΙΓ΄, 589e).
Ὁ Εὐριπίδης κατηγορήθηκε γιὰ ἀσέβεια ἀπὸ τὸν Κλέωνα (Σάτυρος, Βίος Εὐριπίδου, ἀπ. 39· Ἀριστοτέλης, Ρητορική, 1416a· Σένεκας, ἐπιστολὴ 116).
Ὁ Ἀριστοφάνης λέει τὰ ἑξῆς (σ. 1506-1509) μὲ τὸ στόμα τοῦ Στρεψιάδη, ὁ ὁποῖος ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς σοφιστὲς καὶ φιλοσόφους: «Τί σᾶς ἔπιασε καὶ τόση στοὺς θεοὺς ἀσέβεια δείχνετε, τοῦ φεγγαριοῦ τὸν πισινὸ ψάχνετε νὰ βρεῖτε; Διῶξ’ τους, ρίξ’ τους, βάρα τους, γιατὶ πολλά ‘χουνε κάνει, τὸ πιὸ πολύ, τὸ ξέρω, ζητοῦσαν τοὺς θεοὺς νὰ βλάψουν».
Ὁ Ἀριστοτέλης κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Εὐρυμέδοντα τὸν ἱεροφάντη γιὰ ἀσέβεια: «Ὁ Ἀριστοτέλης ἦρθε στὴν Ἀθήνα καὶ ἦταν ἐπικεφαλὴς τῆς σχολῆς του γιὰ δεκατρία χρόνια, καὶ μετὰ ἀποσύρθηκε στὴ Χαλκίδα ἐπειδὴ κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Εὐρυμέδοντα τὸν ἱεροφάντη [στὴν Ἐλευσίνα] γιὰ ἀσέβεια, ἤ, σύμφωνα μὲ τὸν Φαβωρίνο στὴν Παντοδαπὴ Ἱστορία του, ἀπὸ τὸν Δημόφιλο» (Διογένης Λαέρτιος, V.5). «Ἡ κατηγορία πιθανῶς θὰ ἀνεφέρετο καὶ εἰς φιλοσοφικὰς δοξασίας περιεχόμενας εἰς τὸ Περὶ Εὐχῆς σύγγραμμά του, ἐν ᾧ ἐδιδάσκετο ὅτι ἡ προσευχὴ οὐδὲν ἀποτέλεσμα δύναται νὰ ἀποφέρει» (Κ. Γεωργούλης, Ἀριστοτέλης ὁ Σταγειρίτης, σ. 47).
Ὁ διάδοχος τοῦ Ἀριστοτέλη στὸ Λύκειο, Θεόφραστος, ἐπίσης κατηγορήθηκε γιὰ ἀσέβεια (Διογένης Λαέρτιος, V.37: («Ἁγνωνίδης τολμήσας ἀσεβείας αὐτὸν γράψασθαι»).
Ὁ Αἰσχύλος κατηγορήθηκε γιὰ ἀσέβεια, ἐπειδὴ ἀποκάλυψε μερικὰ ἀπὸ τὰ μυστικὰ τῶν Ἐλευσίνιων Μυστηρίων σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἔργα του. «Ὁ Αἰσχύλος ὁ τραγωδὸς κρίθηκε ἔνοχος γιὰ ἀσέβεια, λόγῳ ἑνὸς δράματός του. Κι ἐνῶ ἦταν ἕτοιμοι οἱ Ἀθηναῖοι νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ὁ Ἀμεινίας, ὁ νεότερος ἀδερφός του, τοὺς ἔδειξε τὸ χέρι του, τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε καρπό. Εἶχε ἀριστεύσει στὴ ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας ὁ Ἀμεινίας, χάνοντας τὸν καρπό του καὶ ἦταν πρῶτος τῶν Ἀθηναίων. Ἐπειδὴ εἶδαν οἱ δικαστές τὸ πρόβλημά του, θυμήθηκαν τὰ κατορθώματά του καὶ ἄφησαν τὸν Αἰσχύλο» (Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1111a 9-10· Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία, 5, 19).
Ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια τῶν Πολυθεϊστῶν:
«Τόσο δεισιδαίμονες ἦταν οἱ Ἀθηναῖοι, ὥστε ἐπειδὴ ἕνας ἔκοψε ἕνα πουρνάρι ἀπὸ ἕνα ἡρῶο, τὸν σκότωσαν. Ἀλλὰ καὶ τὸν Ἀτάρβη, ἐπειδὴ αὐτὸς σκότωσε τὸ ἱερὸ σπουργίτι τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, δὲν τὸ παρεῖδαν αὐτὸ οἱ Ἀθηναῖοι, ἀλλὰ τὸν σκότωσαν, μὴ δίνοντας συγχώρεση λόγῳ ἄγνοιας ἢ λόγῳ τρέλλας» (Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία, 5.17).
«Ἕνα παιδάκι μάζεψε ἀπὸ τὸ ἔδαφος ἕνα χρυσὸ πέταλο ποὺ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸ χρυσὸ στεφάνι τῆς Ἀρτέμιδας. Οἱ δικαστὲς ἅπλωσαν μπροστὰ στὸ παιδὶ διάφορα παιχνίδια, ἀστραγάλους καὶ τὸ πέταλο. Τὸ παιδὶ ἀμέσως ξανάπιασε τὸ χρυσὸ πέταλο. Γι’ αὐτὸ τὸ σκότωσαν ὡς ἱερόσυλο, μὴ δίνοντας συγχώρεση λόγῳ τῆς ἡλικίας του, ἀλλὰ τιμωρώντας το γιὰ τὴν πράξη του» (Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία, 5.16).
Ὁ φιλόσοφος Ἀνάξαρχος θανατώθηκε ἀπὸ τὸν τύραννο Νικοκρέοντα. Αὐτὸς τὸν ἔβαλε σὲ ἕνα μεγάλο γουδὶ καὶ διέταξε νὰ τὸν λειώσουν μὲ σιδερένιους κόπανους (Διογένης Λαέρτιος, IX.59).
Ὁ φιλόσοφος Ζήνων ὁ Ἐλεάτης θανατώθηκε ἀπὸ τὸν τύραννο Νέαρχο (Διογένης Λαέρτιος, IX.26).
Ὁ φιλόσοφος Ξενοφάνης ἐξορίστηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πατρίδας του (Διογένης Λαέρτιος, IX.18).
Οἱ Σπαρτιάτες, σύμφωνα μὲ τὸν Βαλέριο Μάξιμο, ἀπαγόρευσαν τὰ βιβλία τοῦ Ἀρχίλοχου, ἐπειδὴ αὐτὸς σάρκαζε τὸ σπαρτιατικὸ πνεῦμα. Τὰ ἴδια λέει κι ὁ Πλούταρχος (Ἠθικά, Παλαιὰ Λακωνικὰ ἐπιτηδ., 239b).
«Εὔλογα λοιπὸν πολλὲς πόλεις καὶ προπάντων ἡ πόλη τῶν Λακεδαιμονίων, ὅπως λέει ὁ Χαμαιλέοντας στὸ ἔργο του Περὶ Σιμωνίδου, δὲν δέχονται οὔτε τὴ φιλοσοφία οὔτε τὴ ρητορική» (Ἀθηναῖος, ΙΓ΄, 611a).
Σὲ πολλὲς περιοχές, ὅπως τὴ Λύκτο τῆς Κρήτης καὶ τὴν Ἀρκαδία, οἱ Ἐπικούρειοι ὄχι μόνο καταδιώχτηκαν ἀλλὰ καὶ ὑπέστησαν βασανιστήρια: «Στὴν Κρήτη, οἱ Λύκτιοι ἔδιωξαν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς Ἐπικούρειους ποὺ ἦταν ἐκεῖ, καὶ ψηφίστηκε νόμος στὴν τοπικὴ διάλεκτο γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἐπινόησαν τὴν θηλυκὴ καὶ ἀγενὴ καὶ αἰσχρὴ σοφία καὶ ἔχουν κηρυχθεῖ δημόσια ἐχθροὶ τῶν θεῶν τῆς Λύκτου. Καὶ ἂν κάποιος ἔφτανε ἔχοντας θράσος καὶ δὲν ἔδινε καμμιὰ σημασία σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ νόμος, ἔπρεπε … νὰ τὸν ρίξουν στὸν γκρεμὸ ἀφοῦ τὸν ἔντυναν μὲ γυναικεῖο ἔνδυμα» (Αἰλιανός, Ἀποσπάσματα, 39).
Στὴ Ρώμη καὶ στὴν Μεσσήνη, οἱ Ἐπικούρειοι ἁπλῶς ἀπελάθηκαν: «Ἔδιωξαν τοὺς Ἐπικούρειους ἀπὸ τὴ Ρώμη μὲ κοινὴ ἀπόφαση τῆς βουλῆς. Καὶ οἱ Μεσσήνιοι τῆς ἴδιας φιλοσοφικῆς σχολῆς τοὺς ὁπαδοὺς ἔδιωξαν, ἀποκαλώντας τους διαφθορεῖς τῶν νέων καὶ κηλίδα τῆς φιλοσοφίας ἐξαιτίας τῆς ἀθεότητάς τους. Καὶ τοὺς πρόσταξαν νὰ φύγουν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Μεσσηνίας προτοῦ δύσει ὁ ἥλιος» (Αἰλιανός, Ἀποσπάσματα, 39· Ἀθηναῖος, ΙΒ΄, 547ab).
«Οἱ ἄριστοι σὲ ὅλα Ρωμαῖοι ἔδιωξαν τοὺς σοφιστὲς ἀπὸ τὴ Ρώμη μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι χαλοῦσαν τὸ χαρακτήρα τῶν νέων» (Ἀθηναῖος, ΙΓ΄, 610f).
Ὁ βασιλιὰς Ἀντίοχος ἀπέλασε ἀπὸ τὸ βασίλειό του ὅλους τοὺς φιλοσόφους (Ἀθηναῖος, ΙΒ΄, 547b).
«Ὁ βασιλιὰς Λυσίμαχος σᾶς ἔδιωξε [τοὺς φιλοσόφους] ἀπὸ τὸ δικό του βασίλειο, ὅπως λέει ὁ Καρύστιος στὰ Ἱστορικὰ Ὑπομνήματά του» (Ἀθηναῖος, ΙΓ΄, 610e).
Τὸ ἴδιο ἔπραξαν οἱ Ἀθηναῖοι. «Ὁ Ἄλεξις στὸν Ἵππο του λέει … «Οἱ θεοὶ ἂς δίνουν πολλὰ ἀγαθὰ στὸν Δημήτριο καὶ τοὺς νομοθέτες, ἐπειδή, ὅπως λέν, ἔχουν ρίξει νὰ χαθοῦν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἀττικῆς ὅσους παραδίδουν τοὺς νέους στὶς δυνάμεις τῶν λόγων» (Ἀθηναῖος, ΙΓ΄, 610e).
«Καὶ κάποιος Σοφοκλῆς, μὲ ἀπόφαση τοῦ λαοῦ ἔδιωξε ὅλους τοὺς φιλοσόφους ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀττική» (Ἀθηναῖος, ΙΓ΄, 610e).
Ὁ Σωτάδης ὁ Μαρωνίτης καταδικάστηκε σὲ φυλάκιση καὶ τελικὰ ἐκτελέστηκε ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Β΄ (Ἀθηναῖος, ΙΔ΄, 621A).
Τὸν 2ο π.Χ. αἰ. καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ἐμφυλίου πολέμου μεταξὺ τῶν Πτολεμαίων, διώχθηκαν πολλὰ μέλη τοῦ Μουσείου τῆς Ἀλεξάνδρειας (γραμματικοί, φιλόσοφοι, γεωμέτρες, μουσικοί, ζωγράφοι, γιατροὶ κ.ἄ.) ποὺ θεωρήθηκαν πολιτικοὶ ἐχθροὶ τῆς μιᾶς μερίδας. Ἡ κυρίως Ἑλλάδα γέμισε τότε ἀπὸ φιλοσόφους, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Μενεκλῆς ὁ Βαρκαῖος (Ἀθηναῖος Δ΄, 184B).
Ὁ Ζωίλος ἀπὸ τὴν Ἀμφίπολη θανατώθηκε (τὸν πέταξαν ζωντανὸ ἀπὸ τὴν Κακιὰ Σκάλα) ἐξαιτίας τῆς ὀξύτατης ἐπίθεσης ποὺ ἐξαπέλυσε ἐναντίον τοῦ Ὁμήρου (Λεξικὸ Σουίδα, λ. Ζωίλος: «ἐπεκλήθη Ὁμηρομάστιξ, ὅτι ἐπέσκωπτεν Ὅμηρον. Διὸ αὐτὸν διώξαντες οἱ ἐν τῇ Ὀλυμπίᾳ κατὰ τῶν Σκιρωνίδων πετρῶν ἔρριψαν»).
Τὸν 1ο μ.Χ. αἰώνα, ὁ πολυθεϊστὴς Ἀπίων ἰσχυριζόταν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν νόμο νὰ συλλαμβάνουν Ἕλληνες ταξιδιῶτες, νὰ τοὺς φονεύουν, νὰ προσφέρουν τὰ σπλάγχνα τους θυσία σὲ τελετή, καὶ τέλος νὰ τὰ τρῶν (Ἰώσηπος, Κατ’ Ἀπίωνος, 2.8.94).
Τὸν 2ο μ.Χ. αἰ., ὁ πολυθεϊστὴς Κέλσος (Λόγος Ἀληθής, 4.23, ἔκδ. M. Borret, OrigèneContre Celse [SC 136], τ. 2, Paris 1968, 238.1-4) παρομοίαζε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους «μὲ νυχτερίδες ἢ μὲ μυρμήγκια […] ἢ μὲ σκουλήκια μαζεμένα πάνω σὲ κοπριές».
Τὸν 3ο μ.Χ. αἰ. καὶ πρὸς τὰ τέλη του, ὁ Πορφύριος κατηγοροῦσε τοὺς Χριστιανοὺς ὡς παρανόμους («ζῶν παρανόμως», βλ. Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 6.19.7) παρέχοντας φιλοσοφικὴ δικαιολόγηση γιὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ τοῦ Γαλέριου, καὶ ἰσχυριζόταν ἐντελῶς στὰ σοβαρὰ ὅτι ἐξαιτίας τῆς λατρείας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο οἱ θεοὶ δὲν ἀπέτρεψαν μιὰ ἐπιδημία («νυνὶ δὲ θαυμάζομεν εἰ τοσούτων ἐτῶν κατείληφεν ἡ νόσος τὴν πόλιν, Ἀσκληπίου μὲν ἐπιδημίας καὶ τῶν ἄλλων θεῶν μηκέτι οὔσης; Ἰησοῦ γὰρ τιμωμένου οὐδεμίας δημοσίας τις τῶν θεῶν ὠφελίας ᾔσθετο», βλ. Εὐσέβιος, Εὐαγγελικὴ Προπαρασκευή, 5.1.10).
Τὸν 4ο μ.Χ. αἰ., κατὰ τὸν Ἰουλιανό, οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ὄχι ἁπλῶς οἱ «Γαλιλαῖοι» (χαρακτηρισμὸς ἔτσι κι ἀλλιῶς ἀπαξιωτικός), ἀλλὰ οἱ «ἀπαίσιοι Γαλιλαῖοι» (ἐπιστολὴ 111, 433c, πρὸς Ἀλεξανδρινούς: «τῇ τῶν ἐχθίστων Γαλιλαίων διδασκαλίᾳ»), καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν μιὰ «ἀρρώστια» (ἐπιστολὴ 98 πρὸς Λιβάνιο, 401c: «τῇ νόσῳ»).
Τὸν 5ο μ.Χ. αἰ., κατὰ τὸν πολυθεϊστὴ Εὐνάπιο (Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, VI.11.8-10), οἱ Χριστιανοὶ «καταδίκασαν τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴ λατρεία τῶν δουλοπρεπῶν καὶ ἀνέντιμων [= τοῦ Ἰησοῦ] ἀντὶ τῶν πραγματικῶν θεῶν. Συγκέντρωσαν τὰ ὀστὰ καὶ τὰ κρανία ὅσων θανατώθηκαν ἐξαιτίας τῶν πολλῶν ἁμαρτημάτων τους, ἐκείνων, δηλαδή, ποὺ καταδίκαζε τὸ δικαστήριο τῆς πόλης [= ὅσων μαρτύρησαν κατὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων]. Τοὺς ἀναδείκνυαν θεούς […] Μερικοὶ ὀνομάζονταν μάρτυρες […] ἀνδράποδα ποὺ πρόσφεραν κακὲς ὑπηρεσίες, καταχτυπημένοι ἀπὸ τὰ μαστίγια, ποὺ ἔφεραν πάνω στὰ εἴδωλά τους τὶς πληγὲς τῆς ἐξαχρείωσης».
Τὸν 6ο μ.Χ. αἰ., ὁ πολυθεϊστὴς Ἰσίδωρος θεωροῦσε ἀθεράπευτα μολυσμένους τοὺς Χριστιανούς, καὶ τοὺς ἀπέφευγε (Δαμάσκιος, Φιλόσοφος Ἱστορία, 20Α: «τοὺς δὲ παντάπασιν ἀπεωθεῖτο ὡς ἐναγεῖς ὄντας καὶ ἀνιάτους, οὺδέν τε αὐτὸν ἐδυσώπει προσδέχεσθαι σφῶν τὴν ὁμιλίαν»).
Βλέπουμε ὅτι οἱ Πολυθεϊστὲς εἴτε ἦταν «διῶκτες», ὣς τὸν 3ο αἰ., εἴτε «διωκόμενοι», ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. κ.ἑ., πάντοτε ἦταν μισαλλόδοξοι· δὲν ἀγρίεψαν ἐπειδὴ τοὺς πείραξαν -ὅπως ἕνας ἄλλος ἀπολογητικὸς μύθος ὑπὲρ τοῦ Πολυθεϊσμοῦ λέει.
Σύμφωνα μὲ τὸν πολυθεϊστὴ Rutilius Namatianus (ἀρχὲς 5ου αἰ.), «Ἡ βρωμιάρα φυλὴ τῶν Ἰουδαίων τηρεῖ τὴν σιχαμερὴ περιτομή. Οἱ Ἰουδαῖοι εἶναι πηγὴ ἠλιθιότητας. Τὰ παγερὰ Σάββατά τους ὀφείλονται στὶς καρδιές τους, ὅμως ἡ καρδιά τους εἶναι εἶναι πολὺ πιὸ παγερή. Σὰ νὰ τοὺς πιάνει νυσταμάρα, περνοῦν ἄπραγοι κάθε ἕβδομη μέρα τους. Οὔτε παιδιὰ στὸν ὕπνο τους δὲν θὰ πίστευαν ποτὲ τὶς διδαχές τους. Μακάρι ὁ Πομπήιος καὶ ὁ Τίτος νὰ μὴν ὑπέτασσαν ποτὲ τὴν Ἰουδαία. Τώρα, ἡ μόλυνση ἀπὸ αὐτὴν τὴν πανούκλα, διαδίδεται παντοῦ, περισσότερο. Κι ἔτσι ὑποδούλωσαν, οἱ κατεκτημένοι, τοὺς κατακτητές τους» (de Reditu suo, 387-498).
Ὅπως γράφει ὁ Λιβάνιος (Λόγος περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης, 19), στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς του τὸ μίσος μεταξὺ τῶν διαφόρων σχολῶν καὶ φιλοσόφων ἦταν τόσο ἔντονο, ὥστε γίνονταν ἔνοπλες διαμάχες μεταξὺ τῶν φοιτητῶν τῶν διαφορετικῶν σχολῶν, καὶ «Τὰ ρόπαλα, τὰ μαχαίρια, οἱ πέτρες, τὰ τραύματα» εἶχαν τὸ λόγο, γιατὶ οἱ φοιτητὲς βιαιοπραγοῦσαν «γιὰ νὰ ἐξυψώσουν τὴν ὑπόληψη τῶν δασκάλων τους». Τὰ παραπάνω ἐπιβεβαιώνει ὁ Εὐνάπιος (Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, Ἰουλιανός, 2.2 καὶ Προαιρέσιος 1.4-5) γράφοντας ὅτι «Πολλοὶ καὶ διάφοροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μαίνονται πάντοτε ὁ καθένας γιὰ τὴ σχολή του περίμεναν στὸ λιμάνι […] γινόταν πόλεμος γιὰ ἕναν ἢ δύο μαθητές».
Τὸ 186 π.Χ., μὲ ἐπίσημη ἐντολὴ τῆς Ρώμης, κάηκαν τὰ τελετουρχικὰ βιβλία τῆς λατρείας τοῦ Βάκχου (Titus Livius, 39.16.8).
Τὸ 181 π.Χ. κάηκαν πυθαγορικὰ βιβλία στὴ Ρώμη «ἐπειδὴ ἦταν φιλοσοφικὰ κείμενα», ὅπως ρητὰ γράφεται (Πλίνιος, Φυσικὴ Ἱστορία, 13.84 κ.ἑ.).
Ὁ αὐτοκράτορας Αὔγουστος ἔκαψε πάνω ἀπὸ δύο χιλιάδες βιβλία. «Ἀναλαμβάνοντας τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιερέα, ὁ Αὔγουστος συγκέντρωσε ὅλα τὰ προφητικὰ βιβλία, ἑλληνικὰ καὶ λατινικά, ποὺ κυκλοφοροῦσαν τότε εἴτε ἀνώνυμα εἴτε ὡς ἔργα μικρῶν συγγραφέων, καὶ ἔκαψε πάνω ἀπὸ δύο χιλιάδες βιβλία. Κράτησε μόνο τοὺς Σιβυλλικοὺς χρησμοὺς κάνοντας ἀκόμη καὶ σ’ αὐτοὺς ἐπιλογή, πρὶν τοὺς καταθέσει μέσα σὲ δύο ἐπίχρυσες θῆκες κάτω ἀπὸ τὸ βάθρο τοῦ ἀγάλματος τοῦ Παλατίνου Ἀπόλλωνα» (Σουετώνιος, Αὔγουστος, 31).
Ἐπὶ Τιβερίου, «Ἕνας ποιητὴς κατηγορήθηκε ὅτι δυσφήμησε τὸν Ἀγαμέμνονα σὲ μιὰ τραγωδία, καὶ ἕνας ἱστορικὸς ἐπειδὴ ἀποκάλεσε τὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο τοὺς τελευταίους τῶν Ρωμαίων. Οἱ συγγραφεῖς θανατώθηκαν καὶ τὰ ἔργα τους καταστράφηκαν» (Σουετώνιου, Τιβέριος, 61).
Ὁ Τιβέριος ἐξόρισε τοὺς ἀστρολόγους ἐξαιρώντας μόνο ὅσους ἀπαρνήθηκαν τὸ ἐπάγγελμά τους (Σουετώνιος, Τιβέριος, 36).
Ὁ Νέρωνας «Ἕναν ποιητὴ τῆς ἀτελλανῆς κωμωδίας τὸν ἔκαψε μέσα στὴ μέση τοῦ ἀμφιθεάτρου ἐξαιτίας κάποιου διφορούμενου στίχου ποὺ ἀπήγγειλε» (Σουετώνιου, Καλιγούλας, 27).
Τὸ 57 μ.Χ. μνημονεύεται δίκη Ρωμαίας γιὰ ξένη λατρεία (Τάκιτος, Χρονικά, 13.32).
Ὁ αὐτοκράτορας Δομιτιανὸς «Τὸν Ἑρμογένη ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τὸν θανάτωσε ἐπειδὴ ἔκανε κάποιους ὑπαινιγμοὺς στὴν Ἱστορία του, καὶ σταύρωσε τοὺς βιβλιοθηκάριους ποὺ τὴν εἶχαν ἀντιγράψει» (Σουετώνιου, Δομιτιανός, 10).
Ἐπὶ Δομιτιανοῦ «Τὰ βιβλία τοῦ Σενεκίωνα καὶ τοῦ Ρούστικου διατάχθηκε νὰ καοῦν στὴν ἀγορά» (Τάκιτος, Ἀγρικόλας, 2).
Τὰ ἔργα τοῦ Ὀβίδιου «Δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ γίνονται δεκτὰ ἀπὸ τὶς δημόσιες βιβλιοθῆκες τῆς Ρώμης (Tristia, 3.1.79: “interea, quoniam static mihi publica clausa est”)» (H. Blanck, Τὸ βιβλίο στὴν ἀρχαιότητα, σ. 174), σὲ διάφορους ναούς.
Δίκες μαγείας ἀφθονοῦν στὴν παγανιστικὴ Ρώμη τοῦ 1ου μ.Χ. Βλ. J. H. W. G. Liebeschuetz, Continuity and Change in Roman Religion, σσ. 133-135, γιὰ παραδείγματα.
«Κατὰ τὴν πρώτη μέρα, ἔγινε προκήρυξη, ὅπως στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἔλεγε: Κάθε Χριστιανὸς ἢ Ἐπικούρειος ποὺ ἔρχεται νὰ κατασκοπεύσει τὰ ἱερὰ ὄργια ἂς φύγει, ἐνῶ ὅσοι πιστεύουν στὸ θεὸ ἂς μείνουν κι ἂς τελέσουν εὐτυχεῖς τὶς ἑορτές. Ἔπειτα οἱ βέβηλοι ἐξεδιώκονταν, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος λάμβανε τὴν πρωτοβουλία φωνάζοντας «Ἔξω οἱ Χριστιανοί», καὶ τὸ πλῆθος ἀντιφωνοῦσε «Ἔξω οἱ Ἐπικούρειοι». […] …αὐτὰ εἶπε ὁ Ἐπικούρειος, κι ὁ Ἀλέξανδρος ἐπειδὴ ἀγανάκτησε γιὰ τὴν κατηγορία … διέταξε τοὺς παρόντες νὰ τὸν λιθοβολήσουν, εἰδάλλως θὰ ἦταν κι αὐτοὶ ἐξίσου ἀσεβεῖς καὶ ἄξιοι νὰ ὀνομαστοῦν Ἐπικούρειοι. Καὶ τὸ πλῆθος ἄρχισε νὰ τὸν πετροβολεῖ. […] Ὅταν βρῆκε ὁ Ἀλέξανδρος τὶς Κύριες Δόξες τοῦ Ἐπίκουρου, ποὺ … περιέχει συνοπτικὰ τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς φιλοσοφίας του, τὸ πῆγε στὸ κέντρο τῆς ἀγορᾶς καὶ τὸ ἔκαψε πάνω σὲ ξύλα συκιᾶς καίγοντας ἔτσι δῆθεν καὶ τὸν ἴδιο. Μετὰ ἔριξε τὴ στάχτη στὴ θάλασσα λέγοντας μάλιστα τὸ χρησμό: Ξορκίζω τὶς ἀντιλήψεις τοῦ τυφλοῦ γέροντα πυρπολώντας τες.» (Λουκιανός, Ἀλέξανδρος ἢ ψευδομάντης, 38, 45, 47).
Στὴν πολυθεϊστικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἐπὶ βασιλείας Κλαύδιου ὁ Σενέκας ὁ Νεότερος ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ 41 μέχρι τὸ 49 στὴν Κορσική (Δίων Κάσσιος, 60.8.5: «ἐφ’ ᾗ καὶ ὁ Σενέκας ὁ Ἀνναῖος ἔφυγε»).
Ἐπὶ Νέρωνα, ὁ Σένεκας ἀναγκάστηκε νὰ αὐτοκτονήσει τὸ 65 μ.Χ. (Τάκιτος, Χρονικά, 15.60 κ.ἑ.)
Ἀπὸ τὸν ἴδιο αὐτοκράτορα, ὁ φιλόσοφος Μουσώνιος ἐξορίστηκε τὸν ἴδιο χρόνο στὴ Γυάρο (Τάκιτος, Χρονικά, 15.71).
Ὁ αὐτοκράτορας Βεσπασιανὸς ἐξόρισε ἀπὸ τὴ Ρώμη ὅλους τοὺς φιλοσόφους (Στωικοὺς καὶ Κυνικούς), ἀπὸ 71 μέχρι τὸ 75 μ.Χ., ὁρισμένους σὲ νησιά. Ὅταν ἕνας κυνικὸς φιλόσοφος ἔδειξε νὰ ἀρνεῖται νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὁ Βεσπασιανὸς τοῦ εἶπε: «Κάνεις ὅ,τι μπορεῖς γιὰ νὰ σὲ σκοτώσω, ἀλλὰ δὲν θὰ σφάξω ἕνα σκυλὶ ποὺ γαβγίζει» (Δίων Κάσσιος, 65.13.2-3: «Καὶ πάντας αὐτίκα τοὺς φιλοσόφους ὁ Οὐεσπασιανὸς…ἐκ τῆς Ῥώμης ἐξέβαλε, τὸν δὲ δὴ Δημήτριον καὶ τὸν Ὁστιλιανὸν καὶ ἐς νήσους κατέκλεισε […] ἐκέλευσεν ὁ Οὐεσπασιανὸς λεχθῆναι ὅτι «σὺ μὲν πάντα ποιεῖς ἵνα σε ἀποκτείνω, ἐγὼ δὲ κύνα ὑλακτοῦντα οὐ φονεύω»»).
Τὸ 82 μ.Χ. ὁ Δίων Χρυσόστομος ποὺ τόλμησε νὰ ἐπικρίνει τὸν Δομιτιανὸ ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ τοῦ ἀπαγορεύτηκε νὰ καταφύγει στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴ Βιθυνία (Δίων Χρυσόστομος, Ἐν Ἀθήναις περὶ φυγῆς, 1). Ἡ ἐξορία του ἀπὸ τὴν πατρίδα του τελείωσε τὸ 96 μ.Χ., μὲ τὸ θάνατο τοῦ Δομιτιανοῦ.
Ἀπὸ τὸν Ἁδριανὸ ἐξορίζεται ὁ φιλόσοφος Φαβωρίνος στὴ Χίο.
Ὁ Τιβέριος «Ἀπαγόρευσε τὶς ξένες λατρεῖες, ἰδιαίτερα τὶς αἰγυπτιακὲς καὶ ἑβραϊκὲς τελετουργίες, καὶ ἐξανάγκασε ἐκείνους ποὺ εἶχαν σχέση μὲ αὐτὲς νὰ κάψουν τὰ θρησκευτικὰ ἐνδύματα καὶ ἐξαρτήματά τους» (Σουετώνιος, Τιβέριος, 36). Πέταξε τὸ ἄγαλμα τῆς Ἴσιδας στὸν Τίβερη, γκρέμισε τὸ ναό της καὶ σταύρωσε τοὺς ἱερεῖς της.
Ὁ Κλαύδιος «Ἐξαφάνισε ἐντελῶς ἀπὸ τὴ Γαλατία τὴ σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη θρησκεία τῶν Δρυίδων, ποὺ στὰ χρόνια τοῦ Αὐγούστου εἶχε ἀπαγορευτεῖ γιὰ τοὺς Ρωμαίους πολίτες» (Σουετώνιος, Κλαύδιος, 24).
Ὁ Κλαύδιος ἐπίσης ἔδιωξε τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη (Σουετώνιος, Κλαύδιος, 25).
Τὸ 215 ὁ αὐτοκράτορας Καρακάλλας περιέκοψε τὸ ποσὸ τῆς ἐπιχορήγησης τοῦ Μουσείου τῆς Ἀλεξάνδρειας, κατάργησε τὸ κονδύλιο ποὺ διετίθετο γιὰ τὴ στέγαση καὶ τὴ σίτιση τῶν μελῶν του καὶ ἀπέλασε ὅσους δὲν καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Αἰτία του ἦταν τὸ μίσος του πρὸς τοὺς ἀριστοτελικοὺς φιλοσόφους, γιατὶ θεωροῦσε τὸν Ἀριστοτέλη ὑπαίτιο τοῦ θανάτου τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Μάλιστα ἤθελε νὰ κάψει τὰ βιβλία τους. (Δίων Κάσσιος, 78.7: «καὶ δὴ καὶ τοὺς φιλοσόφους τοὺς Ἀριστοτελείους ὠνομαζομένους τά τε ἄλλα δεινῶς ἐμίσει, ὥστε καὶ τὰ βιβλία αὐτῶν κατακαῦσαι ἐθελῆσαι, καὶ τὰ σισσίτια ἃ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ εἶχον, τάς τε λοιπὰς ὠφελείας ὅσας ἐκαρποῦντο, ἀφείλετο, ἐγκαλέσας σφίσιν ὅτι συναιτίος τῷ Ἀλεξάνδρῳ τοῦ θανάτου Ἀριστοτέλης γεγονέναι ἔδοξε»).
Ὁ Διοκλητιανὸς κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Ἀλεξάνδρεια (298 μ.Χ.) διέταξε τὴ συγκέντρωση καὶ βιβλίων τῆς Βιβλιοθήκης, κυρίως σχετικῶν μὲ τὴν ἀλχημεία καθὼς καὶ αἰγυπτιακῶν θρησκευτικῶν βιβλίων (Λεξικὸ Σουίδα, λ. Διοκλητιανός: «Τὰ περὶ χυμείας ἀργύρου καὶ χρυσοῦ τοῖς παλαιοῖς αὐτῶν γεγραμμένα βιβλία διερευνησάμενος ἔκαυσε»).
Σημείωση: Βλέπουμε πόσο φρόντιζαν γιὰ τὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας οἱ πολυθεϊστὲς Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες.
Ἐξορίες, θάνατος στὴν πυρά, σταύρωση, κάψιμο βιβλίων, ἀπαγόρευση κυκλοφορίας βιβλίων, φυλάκιση, διώξιμο ἀπὸ πόλεις καὶ βασίλεια, βασανιστήρια, δίκες γιὰ ἀσέβεια, προτροπὴ σὲ βιαιοπραγίες κατὰ ἀντιφρονούντων καὶ ἀλλόθρησκων, ἀπαγόρευση μὴ ἀποδεκτῆς διδασκαλίας, ἀπαγόρευση λατρειῶν (μονοθεϊστικῶν καὶ πολυθεϊστικῶν). Ὅλα αὐτὰ χωρὶς ἀπόκλιση ἀπὸ κάποιες ἠθικὲς ἀρχὲς ποὺ πρόσταζαν τὸ ἀντίθετο, γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν στὸν Πολυθεϊσμὸ τέτοιες ἀρχές, εἶναι τόσο ἁπλό.
…ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ:
Προτοῦ ἀναλάβουν οἱ Ἑννέα ἄρχοντες τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας τὰ καθήκοντά τους, ἐξετάζονταν ἀπὸ ἐπιτροπές, οἱ ὁποῖες τοὺς ρώταγαν ἐὰν πιστεύουν στοὺς θεούς: «Ὅταν οἱ ἄρχοντες ὑποβάλλονται σὲ ἐξέταση, τοὺς ρωτοῦν πρῶτα […] Κατόπιν τοὺς ρωτοῦν ἂν πιστεύουν στὸν Ἀπόλλωνα καὶ στὸ Δία τὸν ἕρκειο καὶ ποῦ βρίσκονται τὰ ἱερά τους» (Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία, 55.3).
Τὸν 5ο π.Χ. αἰ., ψηφίστηκε νόμος (ψήφισμα τοῦ Διοπείθη) στὴν Ἀθήνα κατὰ ἐκείνων ποὺ «Δὲν πίστευαν στὰ θεῖα καὶ διέδιδαν θεωρίες γιὰ τὰ οὐράνια φαινόμενα» (Πλούταρχος, Περικλῆς, 32).
Στὴν Ἀθήνα, ὁ νόμος τιμωροῦσε ὅσους ἀρνοῦνταν νὰ ἐκπληρώσουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα (Ἀθηναῖος, Στ΄, 234e: «Ὃς ἂν μὴ θέλῃ παρασιτεῖν, εἰσαγέτω εἰς τὸ δικαστήριον»).
Στὴν Σπάρτη, ὅποιος δὲν ἔπαιρνε μέρος στὰ καθημερινὰ ἱερὰ δεῖπνα ἔπαυε νὰ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν πολιτῶν (Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 2.6.2).
Κατὰ τὴν τελετὴ τῆς ἐνηλικίωσής του, ὅταν γινόταν δεκτὸς ὡς πολίτης, ὁ νέος ἔπρεπε νὰ ὁρκιστεῖ ὅτι θὰ σέβεται πάντα τὴν θρησκεία τῆς πόλης (Πολυδεύκης, 8.106: «καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω»).
Ἀκόμη καὶ οἱ νεοαγορασμένοι δοῦλοι σὲ ἕνα σπίτι ἔπρεπε νὰ ἀσπαστοῦν τὴν οἰκογενειακὴ λατρεία (Δημοσθένης, Κατὰ Στεφάνου, 1.74˙ Ἀριστοτέλης, Οἰκονομικά, 1.5˙ Κικέρωνας, De legibus, 2.8 καὶ 11).
«Καταδικάστηκε σὲ θάνατο κάποια ἱέρεια ποὺ ὀνομαζόταν Νίνος. Τὸ κύριο ἀδίκημά της φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε μιὰ ἀπόπειρα νὰ συγκροτήσει μιὰ νέα θρησκευτικὴ αἵρεση ἢ μιὰ τελετουργία πρὸς τιμὴν κάποιας νέας θεότητας» (Douglas M. MacDowell, Τὸ δίκαιο στὴν Ἀθήνα τῶν κλασικῶν χρόνων, σ. 304). Αὐτὸ λένε γιὰ τὴ Νίνο ὁ Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 281· Πρὸς Βοιωτὸν περὶ προικὸς μητρώας, 9· Πρὸς Βοιωτὸν περὶ τοῦ ὀνόματος, 2, καθὼς καὶ ὁ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεῦς, Περὶ Δεινάρχου, 11.
«Ὁ Ἀνδοκίδης εἶχε ἐπισύρει κάποια ποινὴ θέτοντας «ἱκετηρία» στὸ βωμὸ τοῦ Ἐλευσινίου κατὰ τὴ διάρκεια τῶν Μυστηρίων, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ὑπῆρχε νόμος ποὺ τὸ ἀπαγόρευε αὐτό (Ἀνδ. 1, 113). […] στὸ ἀθηναϊκὸ δίκαιο μιὰ πράξη μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἀσεβὴς ἀκόμη κι ἂν ὁ δράστης δὲν γνώριζε ὅταν τὴ διέπραττε ὅτι ἦταν ἀσεβής» (D. MacDowell, Τὸ δίκαιο στὴν Ἀθήνα τῶν κλασικῶν χρόνων, σ. 306).
«Ὅποιος ἀντιληφθεῖ λόγια ἢ πράξεις ἀσεβεῖς, πρέπει νὰ ἀντιδράσει ἀμέσως καταγγέλλοντας στοὺς ἄρχοντες τὸν ἔνοχο, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ἁρμόδιο γιὰ τέτοιες ὑποθέσεις δικαστήριο. Ἂν ὁ ἄρχοντας ποὺ θὰ πληροφορηθεῖ τὸ γεγονὸς δὲν ἐκτελέσει τὸ καθῆκον του, θὰ διώκεται ὁ ἴδιος γιὰ ἀσέβεια ἀπὸ ὁποιονδήποτε πολίτη, ποὺ θὰ θέλει νὰ ὑπερασπιστεῖ τοὺς νόμους. Ἂν κάποιος καταδικασθεῖ, τὸ δικαστήριο θὰ ὁρίσει διαφορετικὴ ποινὴ γιὰ κάθε ἀδίκημα, ἐπιβάλλοντας φυλάκιση γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Ἀπὸ τὶς τρεῖς φυλακὲς τῆς πόλης […] ἡ δεύτερη στὸ μέρος ὅπου συγκεντρώνεται τὸ Νυκτερινὸ Συμβούλιο, θὰ ὀνομάζεται Σωφρονιστήριο. Ἡ τρίτη[…] σὲ μέρος ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ μοναχικὸ καὶ ἄγριο, θὰ ἔχει ὄνομα ποὺ θὰ δείχνει ὅτι σκοπός της εἶναι ἡ τιμωρία. Ὅπως περιγράψαμε ἤδη, ὑπάρχουν τρεῖς περιπτώσεις ἀσεβείας ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ καθεμιὰ διαιρεῖται σὲ δύο. Κατὰ συνέπεια, ἔχουμε ἕξι κατηγορίες ἀδικημάτων κατὰ τῶν θεῶν, τῶν ὁποίων ἡ τιμωρία πρέπει νὰ ποικίλει σὲ εἶδος καὶ βαθμό. […] Αὐτὸ τὸ εἶδος ἄθεων διαιρεῖται σὲ πολλὲς κατηγορίες, ἀλλὰ ἡ νομοθεσία ἀξίζει νὰ ἀσχοληθεῖ μόνο μὲ τὶς δύο ποὺ ἀναφέραμε. Ἡ μία πρέπει νὰ τιμωρεῖται μὲ θάνατο ὄχι μόνο μία ἢ δύο φορές, ἀλλὰ πολὺ περισσότερες, ἐνῶ στὴν ἄλλη χρειάζονται συμβουλὲς καὶ φυλάκιση. […] Ὁ δικαστὴς πρέπει νὰ κλείσει στὸ Σωφρονιστήριο γιὰ πέντε χρόνια τουλάχιστον, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, ὅσους ἔπεσαν θύματα τῆς ἀνοησίας τους χωρὶς νὰ ἔχουν κακὸ χαρακτήρα ἢ διάθεση. Στὸ διάστημα αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μαζί τους κανένας πολίτης ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Νυκτερινοῦ Συμβουλίου, ποὺ θὰ τοὺς ἐπισκέπτονται καὶ θὰ τοὺς συμβουλεύουν πῶς θὰ μπορέσουν νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους. Ὅταν τελειώσει ὁ χρόνος τῆς ποινῆς τους θὰ βγαίνουν ἀπὸ τὴ φυλακή, καὶ ὅποιοι δείχνουν ὅτι συνετίστηκαν θὰ ζοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πολίτες. Ἂν ὅμως ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἀμετανόητοι, ἡ ποινὴ θὰ εἶναι θάνατος γιὰ ὅσους καταδικαστοῦν ξανὰ γιὰ τὸ ἴδιο ἀδίκημα […] Ἂν ὅμως ἀποδειχτεῖ ἔνοχος … γιὰ σοβαρὴ παρεκτροπὴ ἐνηλίκου ἀτόμου, ποὺ ἱδρύει ἰδιωτικὰ ἱερὰ ἢ θυσιάζει μέσα σὲ δημόσιους ναοὺς σὲ θεοὺς ποὺ δὲν ἀνήκουν στοὺς ἀναγνωρισμένους ἀπὸ τὴν πόλη, θὰ τιμωρεῖται μὲ θάνατο γιὰ ἀσέβεια» (Πλάτωνας, Νόμοι, 907e – 910c).
Ἦταν παράβαση νόμου ἡ εἰσαγωγὴ ξένης θρησκείας ποὺ δὲν ἐγκρίθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπως ἀναφέρει ὁ Κικέρωνας, De legibus, 2.8, καὶ ὁ παραβάτης τιμωροῦταν μὲ θάνατο.
Τέλος,
Σὲ ἕνα ἄκρως ἀποκαλυπτικό, κι ἐπίσημο (νόμος), κείμενο γιὰ τὴν κοσμοαντίληψη τοῦ «ὑπαρκτοῦ Πολυθεϊσμοῦ», οἱ αὐτοκράτορες Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς γράφουν ἐπὶ λέξει ὅτι «Οἱ ἀθάνατοι θεοί μας καθόρισαν μιὰ γιὰ πάντα τὶς ἀρχὲς τῆς Ἀρετῆς καὶ τῆς Ἀλήθειας, καὶ συνιστᾶ ἔγκλημα τὸ νὰ συζητᾶς γιὰ κάτι τὸ ὁποῖο καθορίστηκε μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τοὺς προγόνους μας» (Mosaicarum et Romanarum Legum Collatio, ἔκδ. Hyamson, σ. 132).
Ἡ ἀβασιμότητα τῆς ἄποψης περὶ ἐγγενοῦς ἀνεκτικότητας τῶν πολυθεϊστικῶν κοινωνιῶν ἢ περὶ λιγότερης μισαλλοδοξίας σὲ σχέση μὲ ἄλλες, μεταγενέστερες κοινωνίες, εἶναι τέτοια, ὥστε δὲν χρειάζεται νὰ συζητᾶμε ἐὰν ἡ συγκεκριμένη ἄποψη εἶναι ἀβάσιμη, ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἀκόμη ἐπικρατεῖ μιὰ τέτοια ἄποψη. Ἕνας τόσο ἀνθεκτικὸς μύθος εἶναι ἕνας μύθος τοῦ σκληροῦ πυρήνα τῆς Νεοτερικότητας. Ἂν τὸν ἀρνεῖτο, θὰ ἔπρεπε ὁ ἐκπρόσωπος τῶν Νέων Χρόνων νὰ ἀπαντήσει γιατί ἐπαναστάτησε κατὰ μιᾶς καταπίεσης (τῆς μεσαιωνικῆς) ποὺ δὲν ἦταν πρωτοφανής, καὶ γιατί ἔπλασε τὴν εἰκόνα μιᾶς Ἀρχαιότητας δίχως παρόμοια ἢ χειρότερη καταπίεση, ὡς ἀνεκτικοῦ ἀντίβαρου στὴν μεσαιωνικὴ καταπίεση. Γιατὶ μόνο μὲ τὴν διαρκὴ ἐπίκληση τοῦ μπαμπούλα τοῦ μεσαιωνικοῦ σκοταδισμοῦ μπόρεσε νὰ ξεγελᾶ τὴ Δύση ὁ νεοτερικὸς ἄνθρωπος. Εἶναι ἀναγκαῖος ὅρος τῆς ὕπαρξης τῆς Νεοτερικότητας ὁ μύθος αὐτός.
Ἀσφαλῶς, δὲν θὰ πρέπει τὰ παραπάνω νὰ γίνουν ἀντιληπτὰ ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι μιλᾶμε γιὰ ἐποχὲς διαρκοῦς τρόμου, ὑπὸ διαρκὲς καθεστὼς βίας κ.λπ. Τὸ ἴδιο ὡστόσο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς κατοπινές, χριστιανικὲς κοινωνίες. Οὔτε ἡ μισαλλοδοξία, προχριστιανικὴ ἢ χριστιανική, ἀναιρεῖ, αὐτὴ καθεαυτήν, τα ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος σὲ κάθε ἐποχή. Ἕτερον ἑκάτερον, ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀποπροσανατολίζουμε τὴ συζήτηση, ὅπως κάνουν λ.χ. οἱ δικαιωματιστὲς ποὺ ἀρνοῦνται τὰ πάμπολλα ἀρχαιοελληνικὰ ἐπιτεύγματα «ἐπειδὴ οἱ Ἀρχαῖοι εἶχαν δούλους καὶ «πατριαρχία»». Παρόμοιο σκεπτικὸ ὅμως υἱοθετοῦν κι ὁρισμένοι πολέμιοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἀρνοῦνται ἢ ἐλαχιστοποιοῦν ὁποιαδήποτε θετικὴ συνεισφορά του «ἐπειδὴ οἱ Χριστιανοὶ διέπραξαν βιαιότητες».
«Ἡ ἰδέα ὅτι κάθε ἐπιμέρους ὄψη τῆς πραγματικότητας πρέπει νὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ ἕνα θεῖο ὂν προκαλεῖ τὴν ἰσαριθμία τέτοιων ὄψεων καὶ θεοτήτων καὶ συνεπῶς τὸν πολυθεϊσμό. Ἀπὸ τὴ βασικὴ αὐτὴ στὸν πολυθεϊσμὸ ἰδέα…προέρχεται καὶ ἡ λεγόμενη ἀνοχὴ τοῦ πολυθεϊσμοῦ: Στὸ ἤδη ὑπάρχον πάνθεο μποροῦν νὰ μποῦν ὅσες θεότητες ἀντιστοιχοῦν σὲ νέες ἢ μὴ ἀκόμα ἐξουσιαζόμενες ἀπὸ κάποια θεότητα ὄψεις τῆς πραγματικότητας. Ὅμως κάποια ποὺ ἤδη ἐξουσιάζεται ἀλλάζει θεότητα μόνο μὲ ἀνατροπὴ τῆς παλιᾶς. Ἔτσι ἡ ἀνοχὴ συνυπάρχει μὲ αὐτὴ τήν, ἰδιάζουσα στὸν πολυθεϊσμό, ἀποκλειστικότητα. Κάτι ἐπίσης ποὺ πρέπει νὰ προστεθεῖ σχετικὰ μὲ τὴν ἀνοχή, εἶναι ὅτι αὐτὴ ἀφορᾶ μόνο θεότητες. Μ’ ἄλλα λόγια ἕνα πολυθεϊστικὸ σύστημα ἀπορροφᾶ ἀπὸ ἄλλες θρησκεῖες μόνο θεῖα ὄντα, τὰ ὁποῖα προσθέτει στὰ ἤδη ὑπάρχοντα δικά του, καὶ κατὰ κανόνα ὄχι τὴν ἴδια τὴν ἄλλη θρησκεία, ἐφόσον αὐτὴ ὑπηρετεῖ διαφορετικὸ σκοπὸ ἀπὸ τὴν προαγωγὴ διάφορων ἐγκοσμίων πραγματικοτήτων, ποὺ εἶναι ὁ συνηθέστερος, κύριος σκοπὸς τοῦ πολυθεϊσμοῦ. […] Συνεπῶς ἡ ὀνομαζόμενη ἀνοχὴ τοῦ πολυθεϊσμοῦ ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιὰ διαδικασία ἀπορρόφησης καὶ προσθήκηε νέων θεοτήτων καὶ ὄχι θρησκειῶν. Μ’ ἄλλα λόγια μιὰ ἐπέκταση τῆς ἤδη ὑπάρχουσας βασικῆς του ἰδέας, τῶν πολλῶν θείων ὄντων, καὶ ὄχι μιὰ πρόσληψη τοῦ πραγματικὰ διαφορετικοῦ. Ὑπὸ τὸ ἴδιο φῶς πρέπει νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἡ ἀντιπαράθεση, στὴ σύγχρονη συζήτηση, τοῦ μονοθεϊσμοῦ ὡς μερικῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ πολυθεϊσμοῦ ὡς περιεκτικῆς» (Σ. Παπαλεξανδρόπουλος, Πολυθεϊσμὸς καὶ Μονοθεϊσμός: δύο τύποι θρησκείας, Σύναξη 84 (2002) 69-70).
Κανεὶς δὲν θὰ εἶχε ὄρεξη νὰ βγάλει στὴ φόρα τὰ ἄπλυτα τοῦ ἀρχαίου προχριστιανικοῦ κόσμου (καὶ εἶναι πάμπολλα) -ἐὰν δὲν συνέχιζαν τὸ τροπάρι τους περὶ χριστιανικῆς μισαλλοδοξίας (ὡς φαινομένου ποὺ ἐκδηλώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἐξαιτίας τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστιανισμοῦ, μάλιστα) πολλοὶ θαυμαστὲς ἢ αὐτόκλητοι συνεχιστὲς τῆς ἀντιχριστιανικῆς πολεμικῆς τῶν Διαφωτιστῶν -πέρα βέβαια ἀπὸ τοὺς νεοπαγανιστές (λάτρεις τῶν παλιῶν θεῶν), ἀθεοπαγανιστές (ἄθεους ἀντιχριστιανοὺς φιλοπαγανιστὲς λόγῳ πολιτικῶν πεποιθήσεων) καὶ ἐθνικοπαγανιστές (ἐθνικιστὲς φιλοπαγανιστές). Τῶν Διαφωτιστῶν, ποὺ ὁρκίζονταν πίστη στὴν ἀνεκτικότητα (δαιμονοποιώντας τοὺς ἀντιπάλους τους ὅτι πρεσβεύουν τὸ ἀντίθετο) καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔγραφαν (τὸν 18ο αἰ.) ὅτι ἀνοχὴ δὲν σημαίνει τὴν ἄδεια ἔκφρασης γνωμῶν ἀντίθετων πρὸς τὰ ἤθη (Βολταῖρος)· ὅτι ὅποιος ἔχει τὴν α ἢ β «ἀπαράδεκτη» ἄποψη θὰ πρέπει νὰ ἐξορίζεται (Ρουσώ)· κι ὅτι ὅποιος δὲν σκέφτεται ὀρθολογικὰ ὅπως οἱ ἴδιοι εἶναι ἕνα «ἐκφυλισμένο ὄν» (Ντιντερώ).
Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἐνῶ ἡ μισαλλοδοξία τῶν Διαφωτιστῶν μοιάζει πολὺ μὲ τὴν ὀρθοπολιτικὴ μισαλλοδοξία τῶν σημερινῶν δικαιωματιστῶν, ἀρκετοὶ σύγχρονοί μας, ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸν Διαφωτισμὸ-Ὀρθολογισμό, θεωροῦν παρέκβαση ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ τὴν στάση αὐτὴ τῶν τωρινῶν δικαιωματιστῶν -ἐνῶ δὲν εἶναι. Τὸ πρόβλημα ἐπιλύεται μόνο ἂν ὁ ὀρθολογισμὸς γίνει κατανοητὸς ὄχι ὡς περιεχόμενο (ὅπως συμφωνοῦν μεταξύ τους ὅτι εἶναι, οἱ δικαιωματιστὲς καὶ Διαφωτιστές, ἁπλὰ μὲ διαφορετικὴ ἀντίληψη ὁ καθένας γιὰ τὸ περιεχόμενο) ἀλλὰ ὡς δομὴ τῆς σκέψης.
Ἔχουμε μάθει ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτά –ἰδίως ἀνακατωτά– γιὰ τὴ δολοφονία τῆς (μίας καὶ μοναδικῆς) Ὑπατίας, γιὰ τὸν «ἀνθέλληνα» Θεοδόσιο Α΄, γιὰ τὸν δολοφόνο* Κωνσταντίνο Α΄, γιὰ τὸν «ἀνθέλληνα» Ἰουστινιανὸ κτλ κτλ. Ὅπως καὶ γιὰ τὴν (παπική) Ἱερὰ Ἐξέταση, ποὺ δολοφόνησε 40-50.000 ἄτομα σὲ περίπου 400-500 χρόνια, ὅσα δηλαδὴ ἄτομα δολοφονοῦνταν πάνω-κάτω μέσα σὲ μιὰ βδομάδα στὸ Ἄουσβιτς καὶ τὰ ἄλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης τῆς μετὰ τὸ 1789 ἐποχῆς.
Δὲν μᾶς ἔχουν πεῖ ὅμως καθόλου γιὰ τὸν M. Ἀθανάσιο (PG 25, 732, «Ἡ ἀλήθεια δὲν διακηρύσσεται μὲ ξίφη ἢ βέλη οὔτε μὲ στρατιῶτες, ἀλλὰ διὰ τῆς πειθοῦς καὶ τῶν συμβουλῶν»), οὔτε γιὰ τὸν Χρυσόστομο (PG 60, 611: «Διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶπε «Μὴ ἀνταποδίδεις τὸ κακὸ στοὺς πιστούς», ἀλλὰ «σὲ κανένα», οὔτε σὲ Ἐθνικό, οὔτε σὲ μιαρό, οὔτε σὲ ὁποιονδήποτε…Σὲ κανένα νὰ μὴ δίνεις ἀφορμὴ ἀντιδικίας καὶ φιλονικίας οὔτε στὸν Ἰουδαῖο οὔτε στὸν Ἐθνικό» καί: PG 50, 537: «Δὲν ἐπιτρέπεται στοὺς Χριστιανοὺς νὰ καταστρέφουν τὴν πλάνη μὲ τρόπο ἀναγκαστικὸ καὶ βίαιο, ἀλλὰ νὰ φροντίζουν μὲ τὴν πειθὼ καὶ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν πραότητα…», καὶ τὴν ἐναντίωσή του νὰ ἐκτελοῦνται οἱ αἱρετικοί, τὴν ὁποία βασίζει στὴν παραβολὴ τῶν ζιζανίων (λέει ὅτι ἐὰν ἀρχίζαμε νὰ ἐκτελοῦμε αἱρετικούς, θὰ προκαλούσαμε πόλεμο παντοῦ, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὑπάρχει ἡ περίπτωση κάποιοι νὰ μετανοήσουν, βλ. PG 58, 477: «κωλύων [ὁ Θεός] αἵματα καὶ σφαγάς. Οὐ γὰρ δεῖ ἀναιρεῖν αἱρετικόν· ἐπεὶ πόλεμος ἄσπονδος ἔμελλεν εἰς τὴν οἰκουμένην εἰσάγεσθαι»), οὔτε γιὰ τὸν Μ. Βασίλειο (PG 31, 345: «ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ αὐτὸ ποὺ γίνεται ἀναγκαστικά, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κατορθώνεται μὲ τὴν ἀρετή, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐλεύθερη προαίρεση»), οὔτε τὸν Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ποὺ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀπότρεπε τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν ἀντεκδίκηση κατὰ τῶν Ἐθνικῶν οἱ ὁποῖοι τοὺς ἔβλαψαν ὅσο ζοῦσε ὁ Παραβάτης (Κατὰ Ἰουλιανοῦ λόγος Β΄, 36-37), οὔτε τὸν Ἀμβρόσιο, ποὺ δυὸ φορὲς ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο Α΄ νὰ μὴν τιμωρήσει τοὺς Ἐθνικοὺς ποὺ εἶχαν ἀποτυχημένα στασιάσει τὸ 394· οὔτε ἄλλους πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς.
*Μὲ πόσους ἀνακηρυγμένους ἀπὸ τὴ Σύγκλητο θεούς, καὶ αἱμομίκτες, παιδόφιλους, σαδιστές, σφαγεῖς συγγενῶν τους, ἐμπρηστὲς κ.λπ. ρωμαίους αὐτοκράτορες ἢ ἀρχαίους τυράννους καὶ ἑλληνιστικοὺς θεοὺς-βασιλεῖς «ἀνταλλάσσεται» ὁ Κωνσταντίνος, τελικά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου