+Γέρων Μωϋσῆς (Μοναχὸς Ἁγιορείτης)
Ἀφοῦ εὐχαριστήσω θερμά ὅσους εἶχαν τήν εὐγένεια νά καλέσουν τήν ταπεινότητά μου στόν ἀποψινό ἑσπερινό ἐπετειακῆς μνημοσύνης θά εἰσέλθω ἀμέσως στό θέμα μου, γιατί δέν θέλω νά χασομερῶ μέ μακρούς προλόγους. Συμπληρώνονται ἐφέτος 160 ἔτη ἀπό τή γέννηση καί 100 ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Παρά τίς τόσες δεκαετίες ἡ μνήμη του μένει ζωντανή. Συνεχῶς γράφουν γι' αὐτόν. Δέ ὑπάρχει γιά ἄλλο λογοτέχνη μας τόσο πλούσια βιβλιογραφία. Ἐμεῖς θά προσπαθήσουμε στόν λίγο χρόνο πού ἔχουμε νά δείξουμε τή θρησκευτικότητα, τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη, ἡ ὁποία σαφῶς εἶναι πηγαία, ἀνυπόκριτη καί θερμή.
Ὁ Παπαδιαμάντης σπούδασε φιλόλογος ἀλλά εἶναι θεολόγος, γιατί θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει ἀνάλογο πτυχίο, ἀλλά αὐτός πού ἀληθινά προσεύχεται, κατά τόν ὅσιο Νεῖλο τόν Ἀσκητή. Θεολόγος οὐσιαστικά εἶναι ὁ πιστός πού ζεῖ αὐθεντική χριστιανική ζωή, ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ, ὁ κοινωνός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος, ὁ λυτρωμένος καί σεσωσμένος. Μέσα στήν Ὀρθοδοξία μας κανείς ποτέ δέν σώζεται ἀτομικά, ἀλλά περνώντας ἡ ζωή του μέσα ἀπό τῶν ἄλλων, συνδράμοντας μέ διάφορους τρόπους στή σωτηρία κι ἐκείνων. Ὁ Θεός τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος, ὁ πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Παντοδύναμος, ὁ προνοητής, ὁ φιλόστοργος πατέρας. Πιστεύει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στή θεία Πρόνοια, στή θεία Χάρη, στή θεία μισθαποδοσία καί δικαιοκρισία.
Κατά τόν Παπαδιαμάντη ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι νά τόν ὑπακούει, νά τηρεῖ τίς ἐντολές του, νά τόν διακονεῖ θυσιαστικά στό πρόσωπο τοῦ κάθε πλησίον. Οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου διαταράσσονται διά τῆς ἁμαρτίας. Τό παπαδιαμαντικό ἔργο εἶναι γεμάτο ἀπό ἁμαρτωλούς. Μέσα ἀπό τά μυθιστορήματα καί διηγήματά του περιδιαβαίνουν ἄσωτοι, ἄθεοι, βλάσφημοι, κλέφτες, φιλόδοξοι, τοκογλύφοι, λαίμαργοι, μέθυσοι, ἄδικοι, ὑποκριτές φθονεροί, ἀκόμη καί ἱερόσυλοι, αὐτόχειρες καί φονιάδες. Παρ' ὅλ' αὐτά ὅλους αὐτούς τούς ἁμαρτωλούς ἥρωές του τελικά τοὺς συμπαθοῦμε. Στά πρόσωπά τους συναντοῦμε τά φιλάμαρτα πρόσωπά μας, ἀλλά καί γιατί συνήθως μετανοοῦν γιά τίς πράξεις τους. Ὁ Παπαδιαμάντης γνωρίζει τό εὐόλισμο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλά καί τή θεραπεία στό θεραπευτήριο τῆς ἐκκλησίας διά εἰλικρινοῦς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως. Γιά τόν Παπαδιαμάντη ἡ Ἐκκλησία ὅπως γράφει εἶναι ἡ "φιλόστοργη μητέρα καί ἡ πηγή πάσης παραμυθίας".
Πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι ὁ Νεοέλληνας δέν μπορεῖ εὔκολα νά μή πιστεύει. Μέσα στήν Ἐκκλησία τό ἔμφυτο θρησκευτικό αἴσθημα καί συναίσθημα δυναμώνει. Πρέπει νά κάνει μεγάλο ἀγώνα ὁ Ἕλληνας γιά νά μή πιστεύει καθόλου καί σέ τίποτε. Ἐν τούτοις τήν ἀπομάκρυνση τοῦ κόσμου τή δικαιολογεῖ ὡς κλονισμό τῆς ἀγάπης του στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, κάτι πού συνέτεινε ἡ ἀπώλεια μέρους τῆς ἀξιοπιστίας, λόγω σκανδάλων ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τόν Παπαδιαμάντη παράδοση εἶναι ὅπως λέγει "ζῆν κατά τόν θεῖον νόμον". Τελικά ὁμολογεῖ: "Ἐγώ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπό τῶν ἐπισκόπων της". Σέ ἄλλη περίπτωση βέβαια δέν δυσκολεύεται νά τούς κρίνει αὐστηρά γιά διάφορες προκλήσεις τους.
Ὁ Παπαδιαμάντης δέν πιστεύει σ' ἕνα ἰδεολογικό ἑλληνοχριστιανικό νεφέλωμα. Ἡ πίστη του εἶναι ἀκράδαντη στή μεγάλη ἀνάγκη πού ἔχει ὁ ἑλληνισμός τόν Χριστιανισμό. Θεωρεῖ κίνδυνο γά τήν ἑλληνική κοινωνία τόν μιμητισμό, τήν ξενομανία, "τό νά χάσκη τις πρός τά ξένα", τήν εἴσοδο στήν πατρίδα μας τοῦ δυτικοῦ τρόπου ζωῆς. Ἔτσι παρατηρεῖ μέ βαθύ πόνο τήν ἀλλοίωση τῶν ἠθῶν, τή χαλάρωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ λαοῦ, τήν παραχάραξη τῆς πλούσιας καί ὡραίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Δυστυχῶς γράφει "κηρύττεται πλέον φανερά ἡ ἀγραμματωσύνη, καί τό ἀνωφελές τοῦ ὀρθῶς γράφειν ἤ ὁμιλεῖν", ὥστε "κατήντησε νά γίνει ὅλη σχεδόν ἡ γλώσσα νόθον καί κίβδηλον κατασκεύασμα". Ἀκολουθοῦν οἱ Ἕλληνες γράφει "τά τῆς χριστιανικῆς λατρείας ἄνευ πίστεως καί χρηστοῦ συνειδότος". Τό ἄηθες, ἡ ἠθοφθορία, ἡ ἀνηθικότητα, τό μισάδελφο ἀρχίζουν νά κυριαρχοῦν κι ἐπικρατοῦν. Τί θά ἔλεγε γιά σήμερα, ἑκατό ἔτη μετά, ὁ θεσπέσιος Παπαδιαμάντης;
Λύση στό πρόβλημα κατά τόν Παπαδιαμάντη εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ ἄμεση ἐπιστροφή στήν ἀνόθευτη καί γνήσια ἐκκλησιαστική παράδοση. Συγκεκριμένα τονίζει: "Ἄμωνα περί πάτρης θά ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνική ἀγωγή, ἡ χρηστή διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καί τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τό φρόνημα κά ἐκφυλίσαντος σήμερον τό ἔθνος, καί ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας". Οἱ λόγοι του, ἀγαπητοί μου, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε ὅλοι πολύ καλά ἔχουν μία σημαντική ἐπικαιρότητα.
Ὄξυνση τοῦ προβλήματος θεωρεῖ καί τήν ἀπραξία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς. Τήν Ἐκκλησία δέν τή θέλει οὔτε ἐμπορευάμενη οὔτε θεατριζόμενη. Ἡ λύση κατ' αὐτόν εἶναι μόνο μία. Ἐπιστροφή ἐν ἐπιγνώσει στήν ἁγιοτρόφο ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί βίωσή της. Μέσα στήν ἁγία, σώζουσα καί ὀρθοτομοῦσα Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται, μεταμορφώνεται, ὁπλίζεται τά ὅπλα τοῦ φωτός καί τῆς χάριτος κατά τῆς ποικίλης ἁμαρτίας καί ξανασυναντᾶ τόν ζῶντα Θεό τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν. Στόν ἄνθρωπο ἀνήκει ἡ μεγάλη ἐπιλογή. Στό πλούσιο ἔργο του οἱ πονεμένες μορφές του συνήθως φθάνουν στή λύτρωση διά τῆς ἀκριβοῦς μετανοίας καί ζοῦν τότε μία νέα ζωή. Ὄχι βέβαια πάντοτε. Ὁρισμένες χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία τους παραμένουν στό σκοτάδι.
Ὁ σπουδαῖος Σκιαθίτης πεζογράφος μας συχνά περιγράφει "μετ' ἔρωτος" τή φύση, ἀλλά δέν εἶναι ἕνας φαντασμένος οἰκολόγος ἤ ἕνας ὀνειροπόλος φυσιολάτρης. Ἀναφερόμενος καί περιγράφοντας περίτεχνα τήν ὡραία φύση πορεύεται πρός τόν Δημιουργό της καί τόν μεγαλύνει γιά τήν πανσοφία του. Γράφει γιά κάποιους τέτοιους σ' ἕνα του διήγημα. "Μικροί ἀκούσιοι εἰδωλολάτραι, διασώζοντες κατόπιν τόσων αἰώνων ἀσυνείδητον τήν λατρείαν τῆς φύσεως". Λυπᾶται πολύ βέβαια ὅταν καταστρέφεται τό κάλλος τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί γράφει μέ πόνο ψυχῆς: "τό μιαρόν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τά ἔργα τοῦ Θεοῦ". Μελετώντας τό ὅλο ἔργο του παρατηροῦμε πώς ὄχι ἤξερε νά γράφει, νά περιγράφει, νά ἠθογραφεῖ, νά κρίνει καί νά προτείνει λύσεις, ἀλλά ὁ ἴδιος εἶχε μία ἀκέραια στάση, ἐπιλογή φιλόθεης ζωῆς, φιλάρετου βίου, ἔντιμης ἐργασίας, φιλότιμης ἀδολεσχίας, πορεία, στόχο, λόγο καί ἀξία. Ἀπό νωρίς εἶχε συνειδητοποιήσει καλά τή ματαιότητα τῆς ἐγκοσμιότητος, εἶχε ἀφοβία θανάτου, θερμή πίστη. Θέλησε νά ζήσει ἁπλά, λιτά, ἀπόμερα, ἥσυχα, γαλήνια καί νηφάλια. Δέν ψήλωσε ὁ νοῦς του, δέν ὑψηλοφρόνησε, στάθηκε πλάι στούς ταπεινούς καί καταφρονεμένους καί τούς πέρασε ὡραῖα στό ἔργο του.
Τό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη διασώζει τήν ἁγνή λαϊκή εὐσέβεια. Οἱ ἱερεῖς τοῦ ἔργου του εἶναι ἁπλοί, φτωχοί, ἐνίοτε καί ἁπλοϊκοί, ἀλλά βιώνουν ὑπαρξιακά, ἀκόμη καί ὅταν δέν μποροῦν νά τό ἐκφράσουν, τό μυστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τή γνήσια ὀρθόδοξη βιοτή καί λειτουργική παράδοση. Μέ πλήρη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους δέν παύουν νά δέονται ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης καί σωτηρίας τῶν προβάτων τοῦ ποιμνίου τους, πού τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Δέν ἐπιχειροῦν "λειτουργικές ἀναγεννήσεις" ἀρκοῦνται καί τρέφονται μέ τήν ὑπάρχουσα γνήσια παράδοση, δοξολογώντας συνεχῶς τόν Ὕψιστο κι ἐπικαλούμενοι τό ἄφατο ἔλεός του.
Ὁ Παπαδιαμάντης δήλωσε ὁμολογιακά, χαρακτηριστικά, ἀπερίφραστα καί ἀναντίρρητα: "Τό ἐπ' ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καί ἀναπνέω καί σωφρονῶ, δέν θά παύσω πάντοτε... νά ὑμνῶ μετά λατρείας τόν Χριστόν μου". Τόν πονᾶ ἡ ἁμαρτία, τόν στενοχωρεῖ ἡ βαβυλωνία τῆς Ἀθήνας, τόν κουράζει τό κουτσομπολιό τοῦ νησιοῦ του, μέ τούς παρασυρμένους τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά δέν παύει ν' ἀγωνίζεται, νά ἐλπίζει, νά ἐμπιστεύεται τόν Θεό, νά παρουσιάζει κάποιους ἥρωές του ὡς ἁγίους. Ἡ ἄτεκνη Σεραϊνῶ στόν "Γάμο τοῦ Καραχμέτη" ὁ ἁπλός τσομπάνος στόν "Φτωχό ἅγιο", ὁ ἔνδοξος νεομάρτυς στό "Ἡ χήρα του Νεομάρτυρος" καί ἄλλοι.
Δέν πρέπει νά λησμονᾶμε ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι υἱός εὐλαβοῦς ἱερέως, ἀκολούθου τοῦ γνήσια ἀναγεννητικοῦ, ἁγιορειτικοῦ κινήματος τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων. Μεγαλώνει μέ τίς θεῖες λειτουργίες, τά ἱερά βιβλία, τίς ἅγιες εἰκόνες, τίς ἀπαράβατες ἐκκλησιαστικές παραδόσεις, τά ὡραῖα ἔθιμα, τά ἐξαίρετα ἤθη. Μελετοῦσε τά μυροβόλα συναξάρια, τά πατερικά καί νηπτικά κείμενα, τήν καταπληκτική φιλοκαλία, τίς ἀσματικές ἀκολουθίες. Ἦταν ἀναγνώστης καί ψάλτης. Ὅλη αὐτή ἡ γνώση τόν ἔκανε νά πάει νά μονάσει στό Ἅγιον Ὅρος. Πρίν κλείσει ὅμως χρόνο ἐκεῖ στή σκήτη Εὐαγγελισμοῦ τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος, ἐπέστρεψε στόν κόσμο, τρέφοντας πάντοτε μεγάλο σεβασμό γιά τόν μοναχισμό καί ἰδιαίτερα τόν ἁγιορείτικο.
Τό ἐκκλησιαστικό του ἦθος τόν κάνει νά μήν εἶναι ὀργίλος καί φανατικός κατά τῶν ἁμαρτανώντων ἡρώων τοῦ ἔργου του, ἀλλά καί τῶν συνανθρώπων του γενικά. Ἐλπίζει στή μετάνοια, πιστεύει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ προτιμότερη τήν ἐλεημοσύνη ἀπό τή δικαιοσύνη. Ἀγαπᾶ νά προβάλλει τή μετάνοια, ὄχι ὡς ἱεροκήρυκας ἐπαγγελματίας, ἀλλά ὡς συμπάσχων ἀδελφός. Ἡ συμπάθεια στόν ἀδύναμο συνάνθρωπο εἶναι ἴδιον τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Παπαδιαμάντης λοιπόν μεγάλωσε μέ βυζαντινές ψαλμωδίες, καθαρά κεριά καί ἁγιορείτικα λιβάνια. Παρέμεινε προσηλωμένος στήν Ἐκκλησία διά βίου. Πίστευε ἀκράδαντα στόν Θεό, στίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων καί τῆς Παναγίας καί τά θαύματά τους. Μιὰ φορά, διηγεῖται ὁ καλός ἐξάδελφός του Ἀ. Μωραϊτίδης, ἔγινε καλά ἀπό ἰσχυρό πονόδοντο ὁ Παπαδιαμάντης κι ἔγραψε ὁλόκληρη ἀκολουθία στόν Ἅγιο Ἀντύπα, πού προστατεύει ὅσους πονοῦν στά δόντια, γιά νά τόν εὐχαριστήσει. Δέν ἦταν ὀνειροπόλος τοῦ παρελθόντος, ἀλλά θαυμαστής τῆς ἀλήθειας, πού στήριξε γενεές γενεῶν καί δημιούργησαν ἔξοχα ἔργα πολιτισμοῦ καί ὀρθότητα βίου ἐμπνευσμένη.
Ὁ Παπαδιαμάντης σαφῶς δέν εἶναι ἅγιος μέ φωτοστέφανο. Εἶναι ὅμως ἕνας ἀγωνιστής. Δέν εἶναι μονόχνωτος, κακομοίρης, ἀπομονωμένος, κομπλεξικός, μειονεκτικός καί διχασμένος. Εἶναι ἕνας ἑκούσιος κοσμοκαλόγερος, ἀκτήμων, ἐλεήμων, πένης, ἁπλός, λιτός, μόνος, σεμνός καί ταπεινός. Δέν εἶναι φιλοσαρκός ἀλλά φυσιολογικῶς πειραζόμενος ἄνθρωπος. Ἀγαποῦσε τό κρασάκι, ἀλλά δέν ἦταν μέθυσος. Κάποτε ἕνας μοναχός πῆγε νά ἐξομολογηθεῖ σ' ἕνα πνευματικό σέ μιὰ σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Τόν βρῆκε τόν πνευματικό πιωμένο καί κάπως ζαλισμένο. Σκανδαλίστηκε καί εἶπε ὡς ἄδικα ἔκανε τόν κόπο νά ἔλθει νά ἐξομολογηθεῖ σ' ἕνα πνευματικό πότη. Τότε ὁ πνευματικός, πρός μεγάλη του ἔκπληξη, τοῦ εἶπε: Ναί, τρεῖς φόρες ἦλθες γιά ἐξομολόγηση ἀλλά τήν ἁμαρτία ἐκείνη δέν μοῦ τήν εἶπες! Ἄς μή γινόμαστε τόσο γρήγορα τόσο αὐστηροί κριτές καί ἐπιτιμητές τῶν πάντων. Τήν αὐστηρότητα καλύτερα ἄς κρατήσουμε γιά μᾶς καί τήν ἐπιείκεια γιά τούς ἄλλους.
Ὁ Π. Νιρβάνας τόν ὀνομάζει "κοσμοκαλόγερο", τόν περιγράφει νά βαδίζει σκυφτός μέ τά χέρια σταυρωμένα πίσω, νά κάθεται σέ ἀπόμερα καφενεῖα, συντροφιά μέ ἁπλούς ἀνθρώπους, φιλέρημος, ἦταν κακοντυμένος, μέ ξεφτισμένες πάντα τίς ἄκρες τῶν μανικιῶν του καί ὅταν τοῦ πρότειναν 150 δραχμές γιά ἕνα του ἔργο εἶπε πώς τοῦ ἀρκοῦν οἱ 100. Ἔτσι τόν παρουσιάζει ἰδιότροπο, παράξενο καί κοσμόφοβο. Ὁ μακαριστός λόγιος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης στό βιβλίο του γι' αὐτόν ἔχει μιὰ ἄλλη θέση, μέ τήν ὁποία ἐδῶ καί συμφωνοῦμε. Γράφει: "Ἐάν ἐμβαθύνουμε στόν τρόπο τῆς ζωή του, θά ἀνακαλύψουμε γνωρίσματα καλογερικῆς ἀγωγῆς καί ἀρετῆς καί τάσεις γιά ὑπέρβαση τοῦ κοινῶς θεωρούμενου καλοῦ. Τί εἶναι ἄλλωστε, ἡ ἀτημέλητη ἐμφάνισή του, ἡ τάση συνεχοῦς φυγῆς ἀπό τούς πολλούς, ἡ ἑκούσια πενία του καί οἱ ἀσκητικές συνθῆκες διαμονῆς του, παρ' ὅτι εἶχε τήν οἰκονομική δυνατότητα γιά βελτίωσή τους -"μοῦ φθάνουν οἱ ἑκατό δραχμές"-, οἱ ἀγρυπνίες καί ψαλμωδίες του, τό ἐκκλησιαστικό ἦθος του, ἡ εὐαισθησία του σέ θέματα ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων, οἱ ἐλεημοσύνες του ἀπό τό ὁρατόν ὑστέρημά του, ἡ ταπείνωσή του, ἡ ἁγιότητά του καί ἄλλες ἀρετές του, ἄν ὄχι ἀντανακλάσεις μοναχικοῦ βίου;". Ὅτι ἀποτελεῖ γιά τούς Σλαύους ὁ πολύς Ντοστογιέφσκυ εἶναι, θά πρέπει νά εἶναι, γιά τούς Ἕλληνες ὁ Παπαδιαμάντης. Πρόκειται γιά προφήτη τοῦ Γένους. Γράφει: "Μή θρησκευτικά, πρός Θεοῦ!".
Τό ἑλληνικόν ἔθνος δέν εἶναι βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοί Ἕλληνες εἶναι κατ' εὐθείαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα, ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καί αὐτοί. Συμβαδίζουν μέ τά ἄλλα ἔθνη... Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὀ,τιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλεται χάριν πολυτελείας τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νά κάμη δημοσίᾶ τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ' ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάσῃ εἰς τό ὕψος καί νά φανῇ καί αὐτός γίγας. Γι' αὐτό ὅπως γράφει "τά πλεῖστα τῶν ὑπ' ἐμοῦ γραφέντων διηγημάτων... εἶναι μᾶλλον θρησκευτικά". Ξέρει τί κάνει ὁ ἐμπνευσμένος Παπαδιαμάντης. Μέ τό ἔργο του καταξιώνεται ὡς παιδαγωγός τοῦ ὀρθόδοξου ἑλληνισμοῦ. Φθάνει μέ πόνο καί ἱερή ἀγανάκτηση νά γράφει εὐρισκόμενος στήν Ἀθήνα: "Ἐδῶ θεοποιεῖται φανερά ὁ Μαμμωνᾶς. Χιλιάκις καλύτερον θά ἦτο ἐάν ὑπῆρχεν ἀκόμη ἡ ἀρχαία ποιητική εἰδωλολατρία. Τώρα ὅμως ἡ πράγματι ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ὁ πλέον ἀκάθαρτος καί κτηνώδης ὑλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα εἶναι ἡ χριστιανοσύνη"! Τί θά ἔλεγε σήμερα;
Μίσησε τόν πλοῦτο καί ἀγάπησε τήν πενία. Ἀπό τά λίγα πού εἶχε ποιοῦσε κρυφά καί τήν ἐλεημοσύνη. Ἔγραφε αὐτό πού ζοῦσε.: "Πρέπει νά μένη τις ἐν τῇ τάξει ἐν ᾗ εὑρέθη ἀπ' ἀρχῆς, ὅσον ταπεινή, ὅσον πενιχρά καί ἄν φαίνεται αὕτη• αἱρετωτέρα δέ ἀείποτε ἡ ἔντιμος εὐτέλεια τῆς ἀδόξου καί κομώσης πολυτελείας καί τρυφῆς". Ἔζησε καί πέθανε φτωχός, σεμνός καί ταπεινός. Ἐκοιμήθη στό ὡραῖο νησί του πρίν ἑκατό χρόνια κι ἕνα μήνα τά χαράματα τῆς 3.1.1911, ἀφοῦ μετάλαβε, ψάλλοντας καί κλαίγοντας.
Σήμερα οἱ πολλοί λογοτέχνες μας, οἱ διανοούμενοι, οἱ δημοσιογράφοι περί πολλά τυρβάζουν. Ἀρκετοί εἰρωνεύονται τόν Παπαδιαμάντη καί τόν κακολογοῦν. Τούς χαλάει τά σχέδια. Ὁ γραικυλισμός, ὁ ἀθεϊσμός, ὁ μηδενισμός, ἡ διαφθορά, ἡ φιλοχρηματία, ἡ φιλοσαρκία καί ἡ φιλοδοξία ἐπικρατοῦν καί δέν θέλουν νά ἐνοχλοῦνται ἀπό φωνές ἰσχυρές καί ἁγνές ὡς τοῦ Παπαδιαμάντη, πού ὁ βίος του καί τό ἔργο του τούς ἐλέγχει.
Κοιμήσου κύρ Ἀλέξανδρε στήν ἀγκαλιά τοῦ νησιοῦ σου ἥσυχα. Ἔκανες τό χρέος σου ὡς Ὀρθόδοξος καί ὡς Ἕλληνας. Ἡ ζωή σου καί τό ἔργο σου φωτίζουν τό σκοτάδι. Ἡ Ἑλλάδα πού τόσο πολύ ἀγάπησες, σκοτισμένη, παγιδευμένη, προδομένη, σαγηνευμένη σέ ξένες σειρῆνες, πάσχει. Φυλακισμένη στά πικρά ἀδιέξοδα τοῦ ἀτομισμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ ἀθεϊσμοῦ μελαγχολεῖ καί μαραζώνει. Μακάρι οἱ σελίδες τῶν ἔργων σου καί τό παράδειγμα τῆς ζωῆς σου νά γίνουν παράθυρα ἐλευθερίας, γιά τήν ἐπιστροφή σέ μιὰ ζωή χαριτωμένα ἁπλή, γνήσια ταπεινή, ἀληθινά μετανοημένη, ἀληθινά χριστιανική.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἦταν πάντα προσηλωμένος στήν Ἐκκλησία. Δέν τόν κούραζε καί δυσκόλευε ποτέ αὐτή ἡ σχέση. Ἦταν ἕνας ἀληθινός χριστιανός. Ἦταν ἕνας πιστός δοῦλος τοῦ Κυρίου. Ἦταν αὐτός πού ἄκουσε ἀπό τήν ἁγία Ἀναστασία "Ὕπαγε, ἀνίατε• ὁ πόνος θά εἶναι ἡ ζωή σου...". Μόνο ἕνας γνήσιος χριστιανός μετά ἀπό αὐτό τό ἀπρόσμενο ἄκουσμα μπορεῖ νά γράφει: "Ἠσθανόμην ἀγρίαν χαράν, διότι ἡ Ἁγία δέν εἶχεν εἰσακούσει τήν δέησίν μου". Ὁ Παπαδιαμάντης δέν εἶναι ἁπλᾶ ἕνας ρωμαντικός νοσταλγός μιᾶς περασμένης ὡραίας γραφικότητας πού δέν ὑπάρχει, ἀλλά νοσταλγός μιᾶς οὐσιαστικῆς, ἀληθινῆς καί καίριας χριστιανικῆς ζωῆς, τήν ὁποία ἀξίζει ἀγαπητοί μου, νά βιώσουμε στό ἔπακρον. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν προσέλευσή σας καί τήν προσοχή σας.
πηγή
Τρελλογιάννης
Ὁ Παπαδιαμάντης σπούδασε φιλόλογος ἀλλά εἶναι θεολόγος, γιατί θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει ἀνάλογο πτυχίο, ἀλλά αὐτός πού ἀληθινά προσεύχεται, κατά τόν ὅσιο Νεῖλο τόν Ἀσκητή. Θεολόγος οὐσιαστικά εἶναι ὁ πιστός πού ζεῖ αὐθεντική χριστιανική ζωή, ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ, ὁ κοινωνός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος, ὁ λυτρωμένος καί σεσωσμένος. Μέσα στήν Ὀρθοδοξία μας κανείς ποτέ δέν σώζεται ἀτομικά, ἀλλά περνώντας ἡ ζωή του μέσα ἀπό τῶν ἄλλων, συνδράμοντας μέ διάφορους τρόπους στή σωτηρία κι ἐκείνων. Ὁ Θεός τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος, ὁ πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Παντοδύναμος, ὁ προνοητής, ὁ φιλόστοργος πατέρας. Πιστεύει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στή θεία Πρόνοια, στή θεία Χάρη, στή θεία μισθαποδοσία καί δικαιοκρισία.
Κατά τόν Παπαδιαμάντη ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι νά τόν ὑπακούει, νά τηρεῖ τίς ἐντολές του, νά τόν διακονεῖ θυσιαστικά στό πρόσωπο τοῦ κάθε πλησίον. Οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου διαταράσσονται διά τῆς ἁμαρτίας. Τό παπαδιαμαντικό ἔργο εἶναι γεμάτο ἀπό ἁμαρτωλούς. Μέσα ἀπό τά μυθιστορήματα καί διηγήματά του περιδιαβαίνουν ἄσωτοι, ἄθεοι, βλάσφημοι, κλέφτες, φιλόδοξοι, τοκογλύφοι, λαίμαργοι, μέθυσοι, ἄδικοι, ὑποκριτές φθονεροί, ἀκόμη καί ἱερόσυλοι, αὐτόχειρες καί φονιάδες. Παρ' ὅλ' αὐτά ὅλους αὐτούς τούς ἁμαρτωλούς ἥρωές του τελικά τοὺς συμπαθοῦμε. Στά πρόσωπά τους συναντοῦμε τά φιλάμαρτα πρόσωπά μας, ἀλλά καί γιατί συνήθως μετανοοῦν γιά τίς πράξεις τους. Ὁ Παπαδιαμάντης γνωρίζει τό εὐόλισμο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλά καί τή θεραπεία στό θεραπευτήριο τῆς ἐκκλησίας διά εἰλικρινοῦς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως. Γιά τόν Παπαδιαμάντη ἡ Ἐκκλησία ὅπως γράφει εἶναι ἡ "φιλόστοργη μητέρα καί ἡ πηγή πάσης παραμυθίας".
Πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι ὁ Νεοέλληνας δέν μπορεῖ εὔκολα νά μή πιστεύει. Μέσα στήν Ἐκκλησία τό ἔμφυτο θρησκευτικό αἴσθημα καί συναίσθημα δυναμώνει. Πρέπει νά κάνει μεγάλο ἀγώνα ὁ Ἕλληνας γιά νά μή πιστεύει καθόλου καί σέ τίποτε. Ἐν τούτοις τήν ἀπομάκρυνση τοῦ κόσμου τή δικαιολογεῖ ὡς κλονισμό τῆς ἀγάπης του στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, κάτι πού συνέτεινε ἡ ἀπώλεια μέρους τῆς ἀξιοπιστίας, λόγω σκανδάλων ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τόν Παπαδιαμάντη παράδοση εἶναι ὅπως λέγει "ζῆν κατά τόν θεῖον νόμον". Τελικά ὁμολογεῖ: "Ἐγώ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπό τῶν ἐπισκόπων της". Σέ ἄλλη περίπτωση βέβαια δέν δυσκολεύεται νά τούς κρίνει αὐστηρά γιά διάφορες προκλήσεις τους.
Ὁ Παπαδιαμάντης δέν πιστεύει σ' ἕνα ἰδεολογικό ἑλληνοχριστιανικό νεφέλωμα. Ἡ πίστη του εἶναι ἀκράδαντη στή μεγάλη ἀνάγκη πού ἔχει ὁ ἑλληνισμός τόν Χριστιανισμό. Θεωρεῖ κίνδυνο γά τήν ἑλληνική κοινωνία τόν μιμητισμό, τήν ξενομανία, "τό νά χάσκη τις πρός τά ξένα", τήν εἴσοδο στήν πατρίδα μας τοῦ δυτικοῦ τρόπου ζωῆς. Ἔτσι παρατηρεῖ μέ βαθύ πόνο τήν ἀλλοίωση τῶν ἠθῶν, τή χαλάρωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ λαοῦ, τήν παραχάραξη τῆς πλούσιας καί ὡραίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Δυστυχῶς γράφει "κηρύττεται πλέον φανερά ἡ ἀγραμματωσύνη, καί τό ἀνωφελές τοῦ ὀρθῶς γράφειν ἤ ὁμιλεῖν", ὥστε "κατήντησε νά γίνει ὅλη σχεδόν ἡ γλώσσα νόθον καί κίβδηλον κατασκεύασμα". Ἀκολουθοῦν οἱ Ἕλληνες γράφει "τά τῆς χριστιανικῆς λατρείας ἄνευ πίστεως καί χρηστοῦ συνειδότος". Τό ἄηθες, ἡ ἠθοφθορία, ἡ ἀνηθικότητα, τό μισάδελφο ἀρχίζουν νά κυριαρχοῦν κι ἐπικρατοῦν. Τί θά ἔλεγε γιά σήμερα, ἑκατό ἔτη μετά, ὁ θεσπέσιος Παπαδιαμάντης;
Λύση στό πρόβλημα κατά τόν Παπαδιαμάντη εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ ἄμεση ἐπιστροφή στήν ἀνόθευτη καί γνήσια ἐκκλησιαστική παράδοση. Συγκεκριμένα τονίζει: "Ἄμωνα περί πάτρης θά ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνική ἀγωγή, ἡ χρηστή διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καί τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τό φρόνημα κά ἐκφυλίσαντος σήμερον τό ἔθνος, καί ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας". Οἱ λόγοι του, ἀγαπητοί μου, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε ὅλοι πολύ καλά ἔχουν μία σημαντική ἐπικαιρότητα.
Ὄξυνση τοῦ προβλήματος θεωρεῖ καί τήν ἀπραξία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς. Τήν Ἐκκλησία δέν τή θέλει οὔτε ἐμπορευάμενη οὔτε θεατριζόμενη. Ἡ λύση κατ' αὐτόν εἶναι μόνο μία. Ἐπιστροφή ἐν ἐπιγνώσει στήν ἁγιοτρόφο ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί βίωσή της. Μέσα στήν ἁγία, σώζουσα καί ὀρθοτομοῦσα Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται, μεταμορφώνεται, ὁπλίζεται τά ὅπλα τοῦ φωτός καί τῆς χάριτος κατά τῆς ποικίλης ἁμαρτίας καί ξανασυναντᾶ τόν ζῶντα Θεό τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν. Στόν ἄνθρωπο ἀνήκει ἡ μεγάλη ἐπιλογή. Στό πλούσιο ἔργο του οἱ πονεμένες μορφές του συνήθως φθάνουν στή λύτρωση διά τῆς ἀκριβοῦς μετανοίας καί ζοῦν τότε μία νέα ζωή. Ὄχι βέβαια πάντοτε. Ὁρισμένες χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία τους παραμένουν στό σκοτάδι.
Ὁ σπουδαῖος Σκιαθίτης πεζογράφος μας συχνά περιγράφει "μετ' ἔρωτος" τή φύση, ἀλλά δέν εἶναι ἕνας φαντασμένος οἰκολόγος ἤ ἕνας ὀνειροπόλος φυσιολάτρης. Ἀναφερόμενος καί περιγράφοντας περίτεχνα τήν ὡραία φύση πορεύεται πρός τόν Δημιουργό της καί τόν μεγαλύνει γιά τήν πανσοφία του. Γράφει γιά κάποιους τέτοιους σ' ἕνα του διήγημα. "Μικροί ἀκούσιοι εἰδωλολάτραι, διασώζοντες κατόπιν τόσων αἰώνων ἀσυνείδητον τήν λατρείαν τῆς φύσεως". Λυπᾶται πολύ βέβαια ὅταν καταστρέφεται τό κάλλος τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί γράφει μέ πόνο ψυχῆς: "τό μιαρόν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τά ἔργα τοῦ Θεοῦ". Μελετώντας τό ὅλο ἔργο του παρατηροῦμε πώς ὄχι ἤξερε νά γράφει, νά περιγράφει, νά ἠθογραφεῖ, νά κρίνει καί νά προτείνει λύσεις, ἀλλά ὁ ἴδιος εἶχε μία ἀκέραια στάση, ἐπιλογή φιλόθεης ζωῆς, φιλάρετου βίου, ἔντιμης ἐργασίας, φιλότιμης ἀδολεσχίας, πορεία, στόχο, λόγο καί ἀξία. Ἀπό νωρίς εἶχε συνειδητοποιήσει καλά τή ματαιότητα τῆς ἐγκοσμιότητος, εἶχε ἀφοβία θανάτου, θερμή πίστη. Θέλησε νά ζήσει ἁπλά, λιτά, ἀπόμερα, ἥσυχα, γαλήνια καί νηφάλια. Δέν ψήλωσε ὁ νοῦς του, δέν ὑψηλοφρόνησε, στάθηκε πλάι στούς ταπεινούς καί καταφρονεμένους καί τούς πέρασε ὡραῖα στό ἔργο του.
Τό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη διασώζει τήν ἁγνή λαϊκή εὐσέβεια. Οἱ ἱερεῖς τοῦ ἔργου του εἶναι ἁπλοί, φτωχοί, ἐνίοτε καί ἁπλοϊκοί, ἀλλά βιώνουν ὑπαρξιακά, ἀκόμη καί ὅταν δέν μποροῦν νά τό ἐκφράσουν, τό μυστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τή γνήσια ὀρθόδοξη βιοτή καί λειτουργική παράδοση. Μέ πλήρη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους δέν παύουν νά δέονται ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης καί σωτηρίας τῶν προβάτων τοῦ ποιμνίου τους, πού τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Δέν ἐπιχειροῦν "λειτουργικές ἀναγεννήσεις" ἀρκοῦνται καί τρέφονται μέ τήν ὑπάρχουσα γνήσια παράδοση, δοξολογώντας συνεχῶς τόν Ὕψιστο κι ἐπικαλούμενοι τό ἄφατο ἔλεός του.
Ὁ Παπαδιαμάντης δήλωσε ὁμολογιακά, χαρακτηριστικά, ἀπερίφραστα καί ἀναντίρρητα: "Τό ἐπ' ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καί ἀναπνέω καί σωφρονῶ, δέν θά παύσω πάντοτε... νά ὑμνῶ μετά λατρείας τόν Χριστόν μου". Τόν πονᾶ ἡ ἁμαρτία, τόν στενοχωρεῖ ἡ βαβυλωνία τῆς Ἀθήνας, τόν κουράζει τό κουτσομπολιό τοῦ νησιοῦ του, μέ τούς παρασυρμένους τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά δέν παύει ν' ἀγωνίζεται, νά ἐλπίζει, νά ἐμπιστεύεται τόν Θεό, νά παρουσιάζει κάποιους ἥρωές του ὡς ἁγίους. Ἡ ἄτεκνη Σεραϊνῶ στόν "Γάμο τοῦ Καραχμέτη" ὁ ἁπλός τσομπάνος στόν "Φτωχό ἅγιο", ὁ ἔνδοξος νεομάρτυς στό "Ἡ χήρα του Νεομάρτυρος" καί ἄλλοι.
Δέν πρέπει νά λησμονᾶμε ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι υἱός εὐλαβοῦς ἱερέως, ἀκολούθου τοῦ γνήσια ἀναγεννητικοῦ, ἁγιορειτικοῦ κινήματος τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων. Μεγαλώνει μέ τίς θεῖες λειτουργίες, τά ἱερά βιβλία, τίς ἅγιες εἰκόνες, τίς ἀπαράβατες ἐκκλησιαστικές παραδόσεις, τά ὡραῖα ἔθιμα, τά ἐξαίρετα ἤθη. Μελετοῦσε τά μυροβόλα συναξάρια, τά πατερικά καί νηπτικά κείμενα, τήν καταπληκτική φιλοκαλία, τίς ἀσματικές ἀκολουθίες. Ἦταν ἀναγνώστης καί ψάλτης. Ὅλη αὐτή ἡ γνώση τόν ἔκανε νά πάει νά μονάσει στό Ἅγιον Ὅρος. Πρίν κλείσει ὅμως χρόνο ἐκεῖ στή σκήτη Εὐαγγελισμοῦ τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος, ἐπέστρεψε στόν κόσμο, τρέφοντας πάντοτε μεγάλο σεβασμό γιά τόν μοναχισμό καί ἰδιαίτερα τόν ἁγιορείτικο.
Τό ἐκκλησιαστικό του ἦθος τόν κάνει νά μήν εἶναι ὀργίλος καί φανατικός κατά τῶν ἁμαρτανώντων ἡρώων τοῦ ἔργου του, ἀλλά καί τῶν συνανθρώπων του γενικά. Ἐλπίζει στή μετάνοια, πιστεύει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ προτιμότερη τήν ἐλεημοσύνη ἀπό τή δικαιοσύνη. Ἀγαπᾶ νά προβάλλει τή μετάνοια, ὄχι ὡς ἱεροκήρυκας ἐπαγγελματίας, ἀλλά ὡς συμπάσχων ἀδελφός. Ἡ συμπάθεια στόν ἀδύναμο συνάνθρωπο εἶναι ἴδιον τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Παπαδιαμάντης λοιπόν μεγάλωσε μέ βυζαντινές ψαλμωδίες, καθαρά κεριά καί ἁγιορείτικα λιβάνια. Παρέμεινε προσηλωμένος στήν Ἐκκλησία διά βίου. Πίστευε ἀκράδαντα στόν Θεό, στίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων καί τῆς Παναγίας καί τά θαύματά τους. Μιὰ φορά, διηγεῖται ὁ καλός ἐξάδελφός του Ἀ. Μωραϊτίδης, ἔγινε καλά ἀπό ἰσχυρό πονόδοντο ὁ Παπαδιαμάντης κι ἔγραψε ὁλόκληρη ἀκολουθία στόν Ἅγιο Ἀντύπα, πού προστατεύει ὅσους πονοῦν στά δόντια, γιά νά τόν εὐχαριστήσει. Δέν ἦταν ὀνειροπόλος τοῦ παρελθόντος, ἀλλά θαυμαστής τῆς ἀλήθειας, πού στήριξε γενεές γενεῶν καί δημιούργησαν ἔξοχα ἔργα πολιτισμοῦ καί ὀρθότητα βίου ἐμπνευσμένη.
Ὁ Παπαδιαμάντης σαφῶς δέν εἶναι ἅγιος μέ φωτοστέφανο. Εἶναι ὅμως ἕνας ἀγωνιστής. Δέν εἶναι μονόχνωτος, κακομοίρης, ἀπομονωμένος, κομπλεξικός, μειονεκτικός καί διχασμένος. Εἶναι ἕνας ἑκούσιος κοσμοκαλόγερος, ἀκτήμων, ἐλεήμων, πένης, ἁπλός, λιτός, μόνος, σεμνός καί ταπεινός. Δέν εἶναι φιλοσαρκός ἀλλά φυσιολογικῶς πειραζόμενος ἄνθρωπος. Ἀγαποῦσε τό κρασάκι, ἀλλά δέν ἦταν μέθυσος. Κάποτε ἕνας μοναχός πῆγε νά ἐξομολογηθεῖ σ' ἕνα πνευματικό σέ μιὰ σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Τόν βρῆκε τόν πνευματικό πιωμένο καί κάπως ζαλισμένο. Σκανδαλίστηκε καί εἶπε ὡς ἄδικα ἔκανε τόν κόπο νά ἔλθει νά ἐξομολογηθεῖ σ' ἕνα πνευματικό πότη. Τότε ὁ πνευματικός, πρός μεγάλη του ἔκπληξη, τοῦ εἶπε: Ναί, τρεῖς φόρες ἦλθες γιά ἐξομολόγηση ἀλλά τήν ἁμαρτία ἐκείνη δέν μοῦ τήν εἶπες! Ἄς μή γινόμαστε τόσο γρήγορα τόσο αὐστηροί κριτές καί ἐπιτιμητές τῶν πάντων. Τήν αὐστηρότητα καλύτερα ἄς κρατήσουμε γιά μᾶς καί τήν ἐπιείκεια γιά τούς ἄλλους.
Ὁ Π. Νιρβάνας τόν ὀνομάζει "κοσμοκαλόγερο", τόν περιγράφει νά βαδίζει σκυφτός μέ τά χέρια σταυρωμένα πίσω, νά κάθεται σέ ἀπόμερα καφενεῖα, συντροφιά μέ ἁπλούς ἀνθρώπους, φιλέρημος, ἦταν κακοντυμένος, μέ ξεφτισμένες πάντα τίς ἄκρες τῶν μανικιῶν του καί ὅταν τοῦ πρότειναν 150 δραχμές γιά ἕνα του ἔργο εἶπε πώς τοῦ ἀρκοῦν οἱ 100. Ἔτσι τόν παρουσιάζει ἰδιότροπο, παράξενο καί κοσμόφοβο. Ὁ μακαριστός λόγιος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης στό βιβλίο του γι' αὐτόν ἔχει μιὰ ἄλλη θέση, μέ τήν ὁποία ἐδῶ καί συμφωνοῦμε. Γράφει: "Ἐάν ἐμβαθύνουμε στόν τρόπο τῆς ζωή του, θά ἀνακαλύψουμε γνωρίσματα καλογερικῆς ἀγωγῆς καί ἀρετῆς καί τάσεις γιά ὑπέρβαση τοῦ κοινῶς θεωρούμενου καλοῦ. Τί εἶναι ἄλλωστε, ἡ ἀτημέλητη ἐμφάνισή του, ἡ τάση συνεχοῦς φυγῆς ἀπό τούς πολλούς, ἡ ἑκούσια πενία του καί οἱ ἀσκητικές συνθῆκες διαμονῆς του, παρ' ὅτι εἶχε τήν οἰκονομική δυνατότητα γιά βελτίωσή τους -"μοῦ φθάνουν οἱ ἑκατό δραχμές"-, οἱ ἀγρυπνίες καί ψαλμωδίες του, τό ἐκκλησιαστικό ἦθος του, ἡ εὐαισθησία του σέ θέματα ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων, οἱ ἐλεημοσύνες του ἀπό τό ὁρατόν ὑστέρημά του, ἡ ταπείνωσή του, ἡ ἁγιότητά του καί ἄλλες ἀρετές του, ἄν ὄχι ἀντανακλάσεις μοναχικοῦ βίου;". Ὅτι ἀποτελεῖ γιά τούς Σλαύους ὁ πολύς Ντοστογιέφσκυ εἶναι, θά πρέπει νά εἶναι, γιά τούς Ἕλληνες ὁ Παπαδιαμάντης. Πρόκειται γιά προφήτη τοῦ Γένους. Γράφει: "Μή θρησκευτικά, πρός Θεοῦ!".
Τό ἑλληνικόν ἔθνος δέν εἶναι βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοί Ἕλληνες εἶναι κατ' εὐθείαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα, ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καί αὐτοί. Συμβαδίζουν μέ τά ἄλλα ἔθνη... Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὀ,τιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλεται χάριν πολυτελείας τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νά κάμη δημοσίᾶ τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ' ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάσῃ εἰς τό ὕψος καί νά φανῇ καί αὐτός γίγας. Γι' αὐτό ὅπως γράφει "τά πλεῖστα τῶν ὑπ' ἐμοῦ γραφέντων διηγημάτων... εἶναι μᾶλλον θρησκευτικά". Ξέρει τί κάνει ὁ ἐμπνευσμένος Παπαδιαμάντης. Μέ τό ἔργο του καταξιώνεται ὡς παιδαγωγός τοῦ ὀρθόδοξου ἑλληνισμοῦ. Φθάνει μέ πόνο καί ἱερή ἀγανάκτηση νά γράφει εὐρισκόμενος στήν Ἀθήνα: "Ἐδῶ θεοποιεῖται φανερά ὁ Μαμμωνᾶς. Χιλιάκις καλύτερον θά ἦτο ἐάν ὑπῆρχεν ἀκόμη ἡ ἀρχαία ποιητική εἰδωλολατρία. Τώρα ὅμως ἡ πράγματι ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ὁ πλέον ἀκάθαρτος καί κτηνώδης ὑλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα εἶναι ἡ χριστιανοσύνη"! Τί θά ἔλεγε σήμερα;
Μίσησε τόν πλοῦτο καί ἀγάπησε τήν πενία. Ἀπό τά λίγα πού εἶχε ποιοῦσε κρυφά καί τήν ἐλεημοσύνη. Ἔγραφε αὐτό πού ζοῦσε.: "Πρέπει νά μένη τις ἐν τῇ τάξει ἐν ᾗ εὑρέθη ἀπ' ἀρχῆς, ὅσον ταπεινή, ὅσον πενιχρά καί ἄν φαίνεται αὕτη• αἱρετωτέρα δέ ἀείποτε ἡ ἔντιμος εὐτέλεια τῆς ἀδόξου καί κομώσης πολυτελείας καί τρυφῆς". Ἔζησε καί πέθανε φτωχός, σεμνός καί ταπεινός. Ἐκοιμήθη στό ὡραῖο νησί του πρίν ἑκατό χρόνια κι ἕνα μήνα τά χαράματα τῆς 3.1.1911, ἀφοῦ μετάλαβε, ψάλλοντας καί κλαίγοντας.
Σήμερα οἱ πολλοί λογοτέχνες μας, οἱ διανοούμενοι, οἱ δημοσιογράφοι περί πολλά τυρβάζουν. Ἀρκετοί εἰρωνεύονται τόν Παπαδιαμάντη καί τόν κακολογοῦν. Τούς χαλάει τά σχέδια. Ὁ γραικυλισμός, ὁ ἀθεϊσμός, ὁ μηδενισμός, ἡ διαφθορά, ἡ φιλοχρηματία, ἡ φιλοσαρκία καί ἡ φιλοδοξία ἐπικρατοῦν καί δέν θέλουν νά ἐνοχλοῦνται ἀπό φωνές ἰσχυρές καί ἁγνές ὡς τοῦ Παπαδιαμάντη, πού ὁ βίος του καί τό ἔργο του τούς ἐλέγχει.
Κοιμήσου κύρ Ἀλέξανδρε στήν ἀγκαλιά τοῦ νησιοῦ σου ἥσυχα. Ἔκανες τό χρέος σου ὡς Ὀρθόδοξος καί ὡς Ἕλληνας. Ἡ ζωή σου καί τό ἔργο σου φωτίζουν τό σκοτάδι. Ἡ Ἑλλάδα πού τόσο πολύ ἀγάπησες, σκοτισμένη, παγιδευμένη, προδομένη, σαγηνευμένη σέ ξένες σειρῆνες, πάσχει. Φυλακισμένη στά πικρά ἀδιέξοδα τοῦ ἀτομισμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ ἀθεϊσμοῦ μελαγχολεῖ καί μαραζώνει. Μακάρι οἱ σελίδες τῶν ἔργων σου καί τό παράδειγμα τῆς ζωῆς σου νά γίνουν παράθυρα ἐλευθερίας, γιά τήν ἐπιστροφή σέ μιὰ ζωή χαριτωμένα ἁπλή, γνήσια ταπεινή, ἀληθινά μετανοημένη, ἀληθινά χριστιανική.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἦταν πάντα προσηλωμένος στήν Ἐκκλησία. Δέν τόν κούραζε καί δυσκόλευε ποτέ αὐτή ἡ σχέση. Ἦταν ἕνας ἀληθινός χριστιανός. Ἦταν ἕνας πιστός δοῦλος τοῦ Κυρίου. Ἦταν αὐτός πού ἄκουσε ἀπό τήν ἁγία Ἀναστασία "Ὕπαγε, ἀνίατε• ὁ πόνος θά εἶναι ἡ ζωή σου...". Μόνο ἕνας γνήσιος χριστιανός μετά ἀπό αὐτό τό ἀπρόσμενο ἄκουσμα μπορεῖ νά γράφει: "Ἠσθανόμην ἀγρίαν χαράν, διότι ἡ Ἁγία δέν εἶχεν εἰσακούσει τήν δέησίν μου". Ὁ Παπαδιαμάντης δέν εἶναι ἁπλᾶ ἕνας ρωμαντικός νοσταλγός μιᾶς περασμένης ὡραίας γραφικότητας πού δέν ὑπάρχει, ἀλλά νοσταλγός μιᾶς οὐσιαστικῆς, ἀληθινῆς καί καίριας χριστιανικῆς ζωῆς, τήν ὁποία ἀξίζει ἀγαπητοί μου, νά βιώσουμε στό ἔπακρον. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν προσέλευσή σας καί τήν προσοχή σας.
πηγή
Τρελλογιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου