ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
(1895-1976)
(1895-1976)
[Επιφανής
ποιητής και δοκιμιογράφος. Η ποίησή του είναι βαθιά διαποτισμένη από
την ιδιότυπη θρησκευτική του πίστη , που ακροβατεί ανάμεσα στη παπική
"Εκκλησία" και τη Ρωμιοσύνη το λεγόμενο Βυζάντιο, είναι δε διατυπωμένη σε ελεύθερους στίχους.
Ο Π. δίκαια κατατάσσεται στους προδρομικούς ποιητές της Γενιάς του '30,
όχι μόνο μορφικά αλλά και θεματικά.
Στο ποίημα που αναρτούμε κυριαρχούν τα αισθήματα
της καταπόνησης , της μοναξιάς και της στέρησης,
οι ποινές για παραπτώματα του ποιητικού υποκειμένου,
που το έχουν αποκλείσει από τους ανθρώπους
αφού έχουν επισύρει τη μήνη τους.
Το μοτίβο του απολεσθέντος Παραδείσου είναι
κυρίαρχο στη ποίηση ενός από τους πιο σεμνούς
διανοούμενους του 20ού αιώνα.]
Προ της ελεύσεως*
Αισθάνομαι κηλιδωμένος άνθρωπος να είμαι,
μερόνυχτα να περπατώ έξω από κάγκελα
πλουσίου Περιβολιού με άνθη και στέρνες
και να μη βλέπω να ξανοίγεται η μεγάλη πόρτα για να μπω.
Κι έχω μια κούραση, μόνο με την ανάμνηση
της κακιάς πο ΄χα ζήσει ως τα σήμερα ζωής!
Και μια δυσθυμία, γιατί μ' εμποδίζουν, τώρα που επεθύμησα,
να ξαπλωθώ κάτου απ΄τα φυλλώματα της ισκιερής καλοσύνης.
Και τα κουτά τα ζώα, Λαγοί και Νυχτερίδες,
Κότες και Περιστέρια, ελεύθερα γυρίζουν ατούς θάμνους.
Τραγουδάν τα Μελίσσια. Και τα Σαλιγκάρια,
ύστερ' απ' τη βροχή, πηγαίνουν αμαξάδα πασχαλιάτικη.
Μονάχα εγώ, στα κάγκελα, σα λαθροθήρας, σα ζητιάνος,
διωκόμενος απ' τους περιβολάρηδες και τις κακές τις υπερέτριες,
πλησιάζω να πεθάνω, στην υγρασία την πνιγερή
νυχτών ολόκληρων χειμωνιάτικων και στους παγερούς βοριάδες.
Ούτε να φύγω που ξαναμπορώ στην πολιτεία του θορύβου,
που βλέπω την αγκάλη της κακίας σε θερμήν υποδοχή
να μου ξανοίγεται. Αλλ΄αηδία
σφιχτά με περιζώνει στο μόνο αντίκρυσμά της.
Φωνάζω, φωνάζω στο κατώφλι της οξώπορτας,
φωνάζω, σαν ψευδοπροφήτης, καταφρονεμένος απ' όλους:
Τουλάχιστον στην Εκκλησιάν, ανοίχτε μου να διευθυνθώ,
εκεί που δέχεσθε τους πλανώμενους αλήτες των βουνών.
Και δεν ακούγεται ευσπλαχνία στη δεητική φωνή.
Η Τιμωρία με κολαφίζει σα χειμώνας χιονοδαρμένος,
σαν ανυπόφορη παγωνιά, δίχως φωτιά, δίχως κρεβάτι,
δίχως τραπέζι, δίχως στέγη, δίχως οίκτο και συχώρεση.
Πλησιάζουνε τα χιονισμένα Χριστούγεννα,
ξεκρεμάνε τα φλάουτα οι ποιμένες, ξεσκονίζουνε τα όργανα
στις εκκλησιές, κι οι Μάγοι νυχτοημερα κοιτάζουν το στερέωμα
του νέου μικρού θεού το άστρο ν΄ανακαλύψουν.
Μικρήν αχτίδα ζωής και ζέστας, πίσωθε από φράχτη,
σαν πυγολαμπίδα, σε βαθιά μεσάνυχτα αγρυπνίας,
έφτασε ως εμένα. Μήπως έρθουν και για μένα
οι Αγγέλοι, οι επισκέπτες των χωριών, με τα χαρούμενα τα κάλαντα;
Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1921 και συμπεριελήφθη στον τόμο
" Εκλογή από τα ωραιότερα ελληνικά λυρικά ποιήματα", με επιμέλεια
των Κλ. Παράσχου και Ξεν. Λευκοπαρίδη, το 1931.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου