Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Εις μνήμην, (Ν. Σταύρου: Οι πηγές και η εξέλιξη της διεθνούς αστάθειας)




ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΤΑΘΕΙΑΣ / Διάλεξη Νικολάου Α. Σταύρου / Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο Ηπείρου / Πανεπιστημιούπολη Ιωαννίνων / 8 Απριλίου 2011
Στις 12 Αυγούστου 2011, θα κλείσουν πενήντα πέντε χρονιά από τότε που έφυγα από τα Ιωάννινα σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, και δυνατότητας να βοηθήσω αυτούς που έμεναν πίσω. Πριν από έξι δεκαετίες ο τελικός προορισμός για ανθρώπους σαν και μένα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες πράγμα εξ’ άλλου, που για πολύ κόσμο εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Εκείνη την εποχή, η προσωποποίηση της Αμερικής ήταν ένας άντρας από το Kάνσας γεννημένος στην φτώχεια αλλά προορισμένος να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Αμερικανική ιστορία. Τον έλεγαν Dwight D. Eisenhower.
Επέστρεψα λοιπόν τώρα στην πόλη όπου είχα περπατήσει  μικρός με δωρισμένα και μεταχειρισμένα παπούτσια για να απευθύνω μία ειλικρινή έκκληση προς εσάς και όλους τους Έλληνες :
Η Αμερική έχει ανάγκη ενός μοναδικού είδους βοήθειας.
Πριν από έξι δεκαετίες, η Ελλάδα χρειάζονταν την Αμερικανική οικονομική αρωγή για να ανοικοδομηθεί από τις καταστροφές του πολέμου. Σήμερα, η Αμερική χρειάζεται φιλοσοφικού τύπου υπομνήσεις για να επαναπατρίσει τα ιδεώδη του Thomas Jefferson και του James Madison και να τα υπερασπισθεί από μια ανερχόμενη τάξη χρηματιστών και βιομηχάνων όπλων άνευ ηθικών φραγμών. Κατά τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες, η τάξη αυτή αδίστακτων τυχοδιωκτών κατέστησε την οικονομία της χώρας υποχείριό της, κατέλαβε καίρια κέντρα εξουσίας, ιδιωτικοποίησε δημόσιους θεσμούς και μεγιστοποίησε τον πλούτο της σε βάρος της εθνικής ευημερίας. Πιστεύω, όπως και πληθώρα άλλων πανεπιστημιακών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι οι αρχές πάνω στις οποίες ιδρύθηκε η Αμερικανική δημοκρατία, ευδοκιμούν σε μέρη μακρινά, υφίστανται όμως επιθέσεις στην ίδια τους την γενέτειρα.
      Προτού προχωρήσουμε στο κύριο θέμα της συζήτησής μας, πρέπει να σημειώσω ότι τα σχόλιά μου βασίζονται σε δύο προϋποθέσεις:
1. ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα, σημερινά παγκόσμια οικονομικά, πολιτικά, και στρατηγικά γεγονότα, έχουν τη ρίζα τους στην Αμερική, και
2. ότι η δυσχερής κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει χώρες όπως η Ελλάδα, δεν είναι τυχαία φαινόμενα.
      Αντιθέτως, αποτελούν αυτό που ο Arnold Toynbee αποκαλεί «αρχή ιστορικών κύκλων» οι οποίοι εμφανίζονται, και κατά μυστηριώδη τρόπο επαναλαμβάνοντας στην αρχή κάθε νέου αιώνα. Επομένως η ιστορία θα είναι ο οδηγός μας για να κατανοήσουμε το παρόν και, ελπίζουμε, θα βοηθήσει να κάνουμε πιθανές προβλέψεις για το μέλλον.
Η σοφία και η προειδοποίηση του Eisenhower
      Οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο υπόλοιπος κόσμος έλαβαν έγκαιρη προειδοποίηση για τους ελλοχεύοντες κινδύνους που συνεπάγονταν  η παρέκκλιση από τα δημοκρατικά ιδεώδη και τις θεμελιώδεις αρχές, η στρατικοποίηση της πολιτικής ζωής και η διαιώνιση των συγκρούσεων. Στις 16 Απριλίου 1953, λίγες μόνον εβδομάδες μετά τον θάνατο του Stalin, ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Dwight D. Eisenhower,  ανέπτυξε ενώπιον της Ένωσης Ξένων Συντακτών στην Ουάσιγκτον το θέμα «Ευκαιρία για Ειρήνη». Η ομιλία αυτή, στην οποία παρουσίασε το όραμά του για ένα μέλλον απαλλαγμένο από τον φόβο, απευθύνονταν ταυτόχρονα τόσο στην νέα ηγεσία του Κρεμλίνου, όσο και στους πρωτεργάτες του Ψυχρού Πολέμου στο εσωτερικό της χώρας του. Με την πείρα του σαν αρχιστράτηγος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Eisenhower επεσήμανε μια σοβαρή απειλή για την Αμερικανική δημοκρατία και την παγκόσμια σταθερότητα – την απειλή μιας ανεξέλεγκτης κούρσας εξοπλισμών. Κατ’ αυτόν, η συσσώρευση οπλικών συστημάτων αποτελούσε άφρονη σπατάλη πόρων. «Αυτός ο κόσμος των όπλων, δεν ξοδεύει απλώς χρήματα». είπε ο Ike. «Σπαταλά τον ιδρώτα των εργατών του, την ευφυΐα των επιστημόνων του και σβήνει τις ελπίδες των παιδιών του’». Γι’ αυτό το θάρρος και την διορατικότητά του, ο Ike πολύ σύντομα ανακηρύχτηκε «κορόιδο των κομμουνιστών» από μέλη του ίδιου του κόμματος του. Οκτώ χρόνια αργότερα, σοφότερος και εμφανώς πιο προβληματισμένος, ο Eisenhower επανήλθε στο θέμα των κινδύνων που δημιουργούνται για την Αμερική και τον κόσμο από την ανίερη συμμαχία μεταξύ του αμυντικού συστήματος και της βιομηχανίας όπλων. Η αγωνία του ήταν πρόδηλη κατά το αποχαιρετιστήριο μήνυμά του προς το έθνος, το οποίο οι ιστορικοί κατέγραψαν υπό τον τίτλο «οι κίνδυνοι του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος». Τον λόγο αυτό τον εξήγγειλε από τον Λευκό Οίκο τρεις μέρες πριν επιβιβασθεί στο τραίνο για το Κάνσας για να επανέλθει στην προσφιλή του ιδιότητα, αυτή του «πολίτη Ike». Όμως, παρέδωσε την εξουσία σε μια ομάδα αλαζονικών διανοουμένων του Χάρβαρντ, αποφασισμένων να αποδείξουν σε όλους πόσο ευφυείς και σκληροί ήταν να δώσουν μαθήματα σωστής διαγωγής στους Σοβιετικούς. Ο Ike όμως κοίταξε τον Αμερικανικό λαό στα μάτια και τον προειδοποίησε για το τι σήμαινε ένας κόσμος γεμάτος όπλα και διακατεχόμενος από διαρκή φόβο:
«Στα όργανα άσκησης κυβερνητικής εξουσίας, πρέπει να λάβουμε μέτρα, κατά της απόκτησης, εκούσια η ακούσια, της δυνατότητας άσκησης υπερβολικής επιρροής από το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα. Το ενδεχόμενο καταστροφικής ενίσχυσης μιας κακώς κείμενης εξουσίας υπάρχει, και θα συνεχίσει να υφίσταται. Δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψουμε αυτόν τον συνδυασμό δυνάμεων να θέσει σε κίνδυνο τις ελευθερίες και τις δημοκρατικές μας διαδικασίες. Δεν πρέπει να θεωρούμε τίποτα ως δεδομένο.»
      Ο Eisenhower αγνοήθηκε για άλλη μια φορά, και η μεταπολεμική ιστορία εξελίχθηκε σε ιστορία πυρηνικής τρομοκρατίας, μόνιμης σύγκρουσης στο συμβατικό πεδίο, και κανιβαλικού οικονομικού ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα.
Το μόνιμο χαμόγελο του Eisenhower απέπνεε τη διαβεβαίωση ότι, εν τέλει, όλα θα έχουν ευτυχή κατάληξη, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι πολίτες θα παρέμεναν σε επιφυλακή, και ότι το κράτος δικαίου θα συνέχιζε να αποτελεί την κατευθυντήρια αρχή των ΗΠΑ στις διεθνείς σχέσεις τους.
      Ο ίδιος είχε την ακλόνητη πεποίθηση ότι η διαιώνιση των δημοκρατικών αρχών ήταν αδύνατη χωρίς πεφωτισμένους και ενεργούς πολίτες, έναν έντιμο και ελεύθερο τύπο και μια αξιοπρεπή ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο συνδυασμός των τριών αυτών θεσμών θα μπορούσε να παρεμποδίσει την εκποίηση της δημόσιας εξουσίας προς εξυπηρέτηση ιδιωτικού οφέλους. Το θεμελιώδες δημοκρατικό πιστεύω υπαγορεύει όπως κάθε πράξη στο όνομα του λαού πρέπει να έχει λογική, αιτιολογική και νομιμοποιητική βάση. Αυτή είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Η βασική όμως αυτή αρχή έμελε σύντομα να θυσιαστεί στον βωμό του κέρδους περιτυλιγμένου με τον μανδύα του τρόμου, της ανασφάλειας, και του ψευτοπατριωτισμού.
      Είμαι βαθειά πεπεισμένος ότι καμία εμπειρικά τεκμηριωμένη ανάλυση των σύγχρονων παγκόσμιων εξελίξεων δεν θα μπορεί να έχει το απαιτούμενο κύρος αν δεν αντλεί μαθήματα από την δεκαετία του 1960. Υπήρξε η δεκαετία κατά την οποία η Αμερικανική πολιτική όχι μόνον εγκατέλειψε τις ηθικές αρχές, αλλά το έπραξε προς χάρη των γεο-πολιτικών παιχνιδιών, βοηθουμένων από μια αποπροσανατολιστική εκπαίδευση του πολίτου. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, η Αμερική επέλεξε να μεταβληθεί σε διεθνή αστυνόμο, και ως εκ τούτου εξήντλησε τα αποθέματα καλής θέλησης που η ιστορία της είχε παράγει. Η ειρωνεία είναι ότι οι αλλαγές αυτές πραγματοποιήθηκαν την εποχή του Kennedy, η οποία λανθασμένα χαρακτηρίστηκε ως «φιλελεύθερη». Οι συνταρακτικές μεταβολές που επρόκειτο να κορυφωθούν στην εποχή μας, αναδείχθηκαν τότε με τη συγκλονιστική οριακή σύγκρουση κατά τις προεδρικές εκλογές του 1960.
Οι σημαδιακές εκείνες εκλογές έφεραν αντιμέτωπους τον Richard Nixon, γιο ενός μπακάλη, και τον John F. Kennedy, γιο του Joseph Kennedy, ενός εκατομμυριούχου της Wall Street και του Χόλλυγουντ, Πρέσβη στο Λονδίνο στην αρχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, για λίγο ένθερμο θαυμαστή του Χίτλερ και, προγενέστερα, επιτυχημένου λαθρέμπορα ουίσκι. Ένα και μοναδικό θέμα επικράτησε κατά την προεκλογική εκστρατεία, προς φρίκην του αποχωρούντος Προέδρου Eisenhower: το «πυραυλικό χάσμα» που υποτιθέμενα αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια της θητείας του προς όφελος της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά το γεγονός ότι αυτό το χάσμα δεν υφίστατο, ο Kennedy διαλαλούσε ότι θα φρόντιζε να το «κλείσει» αμέσως μετά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο.
      Είναι αλήθεια ότι υπήρχε «στρατηγικό χάσμα» τότε, αλλά αυτό ήταν υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών – και στον Ike δεν άρεσε αυτού του είδους η φρασεολογία, ή οι προεκτάσεις της στο μέλλον. Ο ίδιος έβαλε την πατρίδα πάνω από το κόμμα και έκανε μια ύστατη προσπάθεια να εκπαιδεύσει την παρέα του Χάρβαρντ. Όταν ήταν ακόμα Πρόεδρος, κάλεσε τους αδελφούς Kennedy, Bobby και John, σε μιαν άκρως εμπιστευτική σύσκεψη για να τους εκθέσει τα δεδομένα από πρώτο χέρι, ώστε να μη βρεθούν μπροστά στο δίλημμα να εμπλακούν σε μια αχαλίνωτη κούρσα εξοπλισμών, ή να γελοιοποιηθούν. Ο Bobby Kennedy, μάνατζερ της προεκλογικής εκστρατείας του αδελφού του, αρνήθηκε να ενημερωθεί, βάσει της θεωρίας ότι στον πολιτικό στίβο, η επίθεση είναι αποτελεσματικότερη όταν γίνεται άνευ στοιχείων—με άλλα λόγια, αστοιχείωτη. Ήταν η απαρχή μιας νέας εποχής στην Αμερικανική πολιτική ζωή. Έκτοτε, η μεν«εικόνα» αντικατέστησε την «ουσία», τα δε σημεία αντιπαραθέσεως και συγχύσεως, αντικατέστησαν την ολοκληρωμένη και ορθή πολιτική συζήτηση.
      Θέλω να ξεκαθαρίσω εξ αρχής πως ανήκω στην κατηγορία των μελετητών που θεωρούν την εποχή του Kennedy ως την αφετηρία της στρατικοποίησης της Αμερικανικής ζωής, την όξυνση της κούρσας των εξοπλισμών και την εδραίωση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος.
Σηματοδοτεί επίσης την σταδιακή μετατόπιση της εξουσίας από την Ουάσιγκτον στην Wall Street. Παρ’ ότι ο τραγικός θάνατος του Kennedy πυροδότησε μια λιτανεία εξιδανίκευσης του δολοφονημένου Προέδρου, το γεγονός παραμένει ότι, στην εποχή του, ο κόσμος βρέθηκε στα πρόθυρα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Επιπλέον, ο πρώτος πόλεμος που έχασε η Αμερική – ο πόλεμος του Βιετνάμ – ξεκίνησε εκείνη την δεκαετία με προφάσεις εν αμαρτίαις, περίπου όπως και με την περίπτωση του Ιράκ.
Οι πολλαπλές παρακαταθήκες του Βιετνάμ
      Τον πόλεμο στην νοτιοανατολική Ασία τον διαχειρίσθηκε μια ομάδα «διανοουμένων στρατηγών», μεταξύ των οποίων ο Maxwell Taylor, καθώς και κάποιοι πανεπιστημιακοί, σαν τον Walter Rostow και τον Herman Kahn, οι οποίοι δραστηριοποιούντο στα υπόγεια του Λευκού Οίκου, αλλά ζούσαν στον δικό τους φανταστικό κόσμο.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ επέφερε μια βασική αλλαγή στον δημόσιο βίο και έθεσε την Αμερική σε μια μόνιμη τροχιά επεμβατισμού. Υπήρξε ο τελευταίος πόλεμος της Αμερικής που διεξήχθη με κληρωτούς στρατιώτες. Τούτο σήμαινε ότι και γόνοι κοινωνικών ελίτ, υποχρεούνταν και εκκαλούνταν να πολεμήσουν και να πεθάνουν στις ζούγκλες της νοτιοανατολικής Ασίας, όπως και οι υπόλοιποι Αμερικανοί νέοι. Η εμπειρία όμως διδάσκει ότι οι πόλεμοι μετατρέπονται σε «ηθικά» ζητήματα μόνον όταν τα εύθραυστα παιδιά των πλουσίων υποχρεούνται να συμμετάσχουν σε αυτούς. ‘Όταν τα στρατιωτάκια είναι νεαροί μαύροι, φτωχοί λευκοί και Λατίνο- Αμερικανοί, τότε ο πόλεμος αναγορεύεται σε «πατριωτικό καθήκον», οι αντιπολεμικές συγκεντρώσεις καθίστανται περιττές και οι γόνοι των υψηλά ισταμένων εγκαθίστανται στη Wall Street ή σε δικηγορικά γραφεία, και προβαίνουν σε κηρύγματα πατριωτισμού στις δεξιώσεις.
      Η εμπειρία του Βιετνάμ ενεργοποίησε δύο ακόμα τάσεις που επηρεάζουν το σήμερα: πρώτον, μια βαθειά δυσπιστία έναντι κράτους και κυβέρνησης που πυροδοτήθηκε με τις αντιπολεμικές συγκεντρώσεις των ελίτ και, κατά δεύτερον, την ντε φάκτο ιδιωτικοποίηση του πολέμου. Οι τάσεις αυτές ενίσχυσαν την περαιτέρω στρατικοποίηση της Αμερικανικής ζωής και την στενότερη συνεργασία μεταξύ χρηματιστών, θιασωτών της παγκοσμιοποίησης, και μιλιταριστών. Επί πλέον, μια ιδέα που φαίνονταν «τζεφφερσονιακή» γεννήθηκε τότε αν και τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή στη εποχή του Ρηγκανισμού. Ήταν η θεωρία πως οποιαδήποτε κυβερνητική δράση, προφανώς συμπεριλαμβανομένων και των πολέμων, μπορεί να υλοποιηθεί με άκρα αποτελεσματικότητα από πλευράς κόστους όταν η διαχείρισή της γίνεται από τον ιδιωτικό τομέα. Στις δημόσιες συζητήσεις την εποχή του Ρέηγκαν και της Θάτσερ, κυριάρχησε το σλόγκαν « καλύτερη κυβέρνηση είναι η μικρότερη δυνατή κυβέρνηση». Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της φιλοσοφίας ήταν η ιδιωτικοποίηση της κούρσας εξοπλισμών, η επαγγελματοποίηση του στρατού, μια και δεν υπάρχει πια υποχρεωτική θητεία, και το τέλος των αντιπολεμικών διαδηλώσεων. Έκτοτε, ακριβώς όπως είχε προειδοποιήσει είκοσι χρόνια νωρίτερα ο Eisenhower, ουδείς ουσιαστικά αντιστέκεται στις πολεμικές περιπέτειες ή αμυντικές δαπάνες.
      Σύντομα, ο πόλεμος ως «ιδιωτική» επιχείρηση εξελίχθηκε σε επάγγελμα για τους φτωχούς, και σε θέαμα νια τους πλούσιους. Η νοοτροπία που έκτοτε επικρατεί είναι απλή: «αυτοί που πολεμούν πληρώνονται, όπως κι αυτοί που πεθαίνουν» – άρα δεν υφίσταται ιδεολογικό υπόβαθρο για αντιθέσεις κατά του πολέμου, της αισχροκέρδειας που αυτός συνεπάγεται, ή κατά των εγκλημάτων πολέμου όταν αυτά διαπράττονται από τους νικητές.
Για τον Charlie Rangel, μέλος του Κογκρέσσου και παρασημοφορημένο βετεράνο του πολέμου της Κορέας, το τέλος των εθνικών στρατών αποτελεί «Μη ηθική» και αντιδημοκρατική εκτροπή από το ιδεώδες της κοινής θυσίας υπέρ του έθνους. Ο Rangel πιστεύει πως όταν σε περίπτωση πολέμου ζητούνται θυσίες από όλους, φτωχούς και πλούσιους πολίτες, τότε κι αυτοί απαιτούν απαντήσεις προκαταβολικά, σε δύο ερωτήματα: Γιατί πόλεμος; Και πώς και πού απειλούνται τα συμφέροντα μας; Αλλά τα ερωτήματα αυτά ούτε καν τίθενται όταν μάχεται ένας στρατός «μισθοφόρων», αντί στρατός όλων των τάξεων. Δεν θυμάμαι κανέναν να είχε ρωτήσει πώς ο Slobodan Milosevic είχε απειλήσει Αμερικανικά ή ΝΑΤΟικά συμφέροντα, ή πώς ο Vladimir Putin έκανε το ίδιο στην Γεωργία. Μια ματιά στον χάρτη δείχνει πως η Γεωργία είναι χιλιάδες μίλια μακριά από την Αμερική, αλλά συνορεύει με την Ρωσία και βέβαια τα τανκς του Milosevic ουδέποτε απείλησαν το Παρίσι όταν ανεκηρύχθη νέος Χίτλερ. Στο ομιχλώδες τοπίο που προκλήθηκε από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, μαγειρεύτηκε κάτι ακόμα πιο σοβαρό από τους χρηματιστηριακούς κύκλους, πέραν της στρατικοποίησης της Αμερικανικής ζωής. Αυτό το «κάτι» εξελίχθηκε πλέον στο αίτιο της παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας και της τελικής άλωσης της δημόσιας εξουσίας από ιδιωτικά συμφέροντα.
Ένα νέο οικονομικό και νομισματικό σύστημα αποκομμένο από αγαθά, προϊόντα και ανθρώπους
      Η Κυβέρνηση Nixon και ιδιαίτερα ο Υπουργός Οικονομικών John Connolly, κατεδάφισαν το μεταπολεμικό νομισματικό σύστημα του Bretton Woods και αντικατέστησαν τον χρυσό, ως μέτρο καθορισμού των διεθνών ισοτιμιών, με τις διακυμάνσεις της αγοράς, οι οποίες από τότε θα όριζαν την αξία των εθνικών νομισμάτων. Έκτοτε η αξία του χρήματος και η μοίρα των λαών θα υπόκειντο σε απρόβλεπτες διακυμάνσεις, ενώ ξημέρωνε η εποχή των κερδοσκόπων. Με μια μολυβιά, ο Nixon μετέτρεψε το χρήμα σε εμπόρευμα και διευκόλυνε την γέννηση μιας τάξης Φιλισταίων κερδοσκόπων και την εμφάνιση
του «καπιταλισμού της καταστροφής» ως νέου οικονομικού μοντέλου. Το μοντέλο αυτό θεωρεί φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές, ως τις καλύτερες εγγυήσεις προς εξασφάλιση του μεγίστου κέρδους”. 
      
Το τέλος του προσεκτικά οικοδομημένου νομισματικού συστήματος
σημαίνει πως μπορεί κανείς να αγοράσει και να πουλήσει χρήμα με τον ίδιο τρόπο που αγοράζει και πουλά μια κατσίκα, με τη διαφορά ότι όταν αγοράζει κατσίκα η τιμή προσδιορίζεται από τον πωλητή. Αντίθετα, στην αγοροπωλησία των νομισμάτων, οι αξίες προσδιορίζονται από μια επιτηδευμένη κλίκα που λειτουργεί με κάθε μυστικότητα μέσω μεγα-τραπεζών και αμοιβαίων κεφαλαίων, γνωστά ως hedge funds. Αλλά όλα είναι ερμητικά τακτοποιημένα.
      Τρεις οίκοι αξιολόγησης της αξίας νομισμάτων και αξιοπιστίας κρατών που χρηματοδοτούνται από τις μεγάλες τράπεζες, (Moody’s, η Fitch και η Standard and Poor’s), νομιμοποιούν τις πράξεις κερδοσκόπων, λύνουν διαμάχες μεταξύ των, αξιολογούν επιχειρήσεις και διευκολύνουν την καταβρόχθιση των από μεγαλοκαρχαρίες. Βέβαια όποτε καλούνται, εκφέρουν και κρίσεις για εθνικές οικονομίες και νομίσματα, προετοιμάζουν το έδαφος για αποκρατικοποιήσεις, και βέβαια έχουν έτοιμους πελάτες να αγοράσουν ό,τι πωλείται. Με την βοήθεια αυτών των οίκων αξιολόγησης, οι μεγάλες τράπεζες και οι κερδοσκόποι προβαίνουν σε νομισματικές συναλλαγές για δύο λόγους: για να αποκομίσουν μεγάλο κέρδος ή να τιμωρήσουν κράτη των οποίων οι πολιτικές δεν αρέσουν σε χρηματιστές ή στα τυπικά αφεντικά τους.
      Παραδείγματος χάριν, ο George Soros δεν «ενέκρινε» την στάση του Πρωθυπουργού της Μαλαισίας Mahathir Mohammed (ο οποίος ζήτησε οι συναλλαγές του Soros να είναι διαφανείς) ή την θέση της Ελλάδας για την Μακεδονία και την άρνηση της Ρωσίας να υποτιμήσει το ρούβλι. Τί έκανε λοιπόν ο Soros; Απέσυρε εκατομμύρια δολάρια από τις Ασιατικές αγορές, προκαλώντας το Ασιατικό χρηματιστηριακό τσουνάμι του 1995. Όταν η θέση της Ελλάδας σχετικά με τη Μακεδονία δεν ήταν της αρεσκείας πολλών κύκλων, δισεκατομμύρια δραχμές ετέθησαν στο σφυρί της αγοροπωλησίας υποχρεώνοντας την χώρα να δανεισθεί από παντού για να σταθεροποιήσει το νόμισμά της. Ο Boris Yeltsin όμως «πείστηκε» για την ορθότητα μιας υποτίμησης, προτρέποντας τους διαχειριστές των αμοιβαίων κεφαλαίων να διακηρύξουν πως η Ρωσική οικονομία είχε πιάσει πάτο και ήταν κατάλληλη πλέον για επενδύσεις. Αποτέλεσμα της υποτίμησης του ρουβλιού, ήταν η επίτευξη απίστευτου επιπέδου κερδών εν μέσω ενός ωκεανού Ρωσικής φτώχειας, δίνοντας έτσι τα μέσα στον Soros και παρόμοιους τύπους, να χρηματοδοτήσουν ψευτοπνευματικές δραστηριότητες προς προώθηση μιας απάτης, που υποκριτικά αποκαλεί «Ανοικτή Κοινωνία» (Open Society).0 ίδιος βέβαια κρατά τα δεφτέρια του κλειστά στις νήσους Κάϋμαν.
Η υπεξαίρεση του δημόσιου πλούτου
      Η δεκαετία του 1980 ήταν η εποχή που επικρατούσε γενική ευφορία και όλοι αποδεχθήκαμε την επιτάχυνση της ιδιωτικοποίησης του κράτους και την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας ως αναπότρεπτες εξελίξεις. Εν τω μεταξύ, ξανάρχισε με κάθε σοβαρότητα η κούρσα των εξοπλισμών και επεκτάθηκε στο διάστημα υπό τον συναρπαστικό τίτλο «ο Πόλεμος των Άστρων». Αλλά χρειάστηκαν άλλα είκοσι χρόνια και η χρηματιστηριακή καταστροφή του 2008, για να καταλάβουμε τις αληθινές επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης και να αποδεχτούμε μια πικρή πραγματικότητα: πως ο ταχύτερος τρόπος ιδιωτικοποίησης πλούτου, είναι n κλοπή.Λυτό ακριβώς έγινε στην οικονομική κρίση του 2008 της οποίας οι επιπτώσεις ξεπέρασαν αυτές του Ιαπωνικού σεισμού.
      Και η «μέθοδος» της κλοπής δοκιμάστηκε πρώτα στην Ρωσία και στα Βαλκάνια με την βοήθεια Αμερικανών «συμβούλων», και υποδείξεων που προέρχονταν από τραπεζίτες και διαχειριστές κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Ενώ στην Ρωσία ο Boris Yeltsin είχε περιπέσει σε χειμερία νάρκη υπό την επήρεια βότκας, οι εξωτερικοί σύμβουλοι και συντονιστές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που είχαν εγκατασταθεί άνετα στον τρίτο όροφο του κτηρίου της Κεντρικής Επιτροπής του άλλοτε Κομμουνιστικού Κόμματος, μετέφεραν μεθοδικά ό,τι παρήγαγαν εβδομήντα έτη μόχθου του Ρωσικού λαού σε μια συμμορία ληστών, που κοροϊδευτικά αυτοαποκαλούνταν «σύντροφοι εγκληματίες». Στην Ρωσία, Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία τελειοποιήθηκε η ευκολία της νόμιμης κλοπής δημόσιου πλούτου και επανεισήχθη στις Η.Π.Α. Ήταν σχετικά απλό πράγμα: εκείνοι που υιοθετούν το νομικό σύστημα, αναλαμβάνουν και την εφαρμογή του.
      Στη Ρωσία του Yeltsin, οι «δυτικοί εκδημοκρατιστές» κατασκεύασαν ένα ασύδοτο νομικό πλαίσιο που επέτρεψε σε γκάγκστερς να ιδιωτικοποιήσουν τεράστιες επιχειρήσεις όπως η Aeroflot και η αξίας 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων Gazprom, με απόλυτα νόμιμα μέσα, και χωρίς να επενδύσουν ούτε ρούβλι από τα δικά τους χρήματα. Όταν καθυστερημένα, οι Ρώσοι πολίτες, δια των εκλεγέντων αντιπροσώπων τους, διαμαρτυρήθηκαν για την υπεξαίρεση του ιδρώτα τους, ο Yeltsin αντέδρασε «δημοκρατικά». Έστησε δύο μπαταρίες χόβιτσερ στις όχθες του ποταμού Μόσχοβα και παρακολούθησε προσωπικά τον βομβαρδισμό του κοινοβουλευτικού κτηρίου. Η μόνη αντίδραση στην Ουάσινγκτον τότε συνοψίστηκε στο εξής ανεπίσημο σχόλιο: «Έχει χιούμορ αυτός ο άνθρωπος».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τραπεζίτες και διαχειριστές κερδοσκοπικών κεφαλαίων επεδίωξαν τον ίδιο στόχο, αλλά από αντίθετα σημεία εκκίνησης: αντί να κατασκευάσουν ένα Ρωσικού τύπου νομικό πλαίσιο κλοπής, διέλυσαν το υπάρχον μέχρι τότε, αυστηρά ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο είχε προστατέψει την χώρα από το 1890 και είχε υιοθετηθεί από πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Εκατό χρόνια νομικών περιορισμών σε χρηματιστηριακούς οίκους, ανακηρύχθηκαν εμπόδια στην ελεύθερη επιχείρηση από τις «δυνάμεις της αγοράς». Το Δημοκρατικό Κόμμα, στο οποίο παραδοσιακά βασίζονταν κανείς για την επιβολή περιορισμών σε ασύδοτους κύκλους, ανοικτά πλέον συναγωνίζεται τους Ρεπουμπλικάνους για το ποιός θα υπηρετήσει καλύτερα την Wall Street. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Την δεκαετία του 1960 οι φιλελεύθεροι Kennedy πυροδότησαν την κούρσα των εξοπλισμών, ενώ τη δεκαετία του 1990 ο Bill Clinton μετέτρεψε ένα προοδευτικό κόμμα σε οργανική προέκταση τραπεζιτών. Ήταν στην εποχή του Clinton, που οι τράπεζες έγιναν υπερβολικά μεγάλες για να χρεοκοπήσουν χωρίς να καθηζήσουν το κράτος, κι ακόμη πιο μεγάλες για να υποβάλλονται σε ρυθμιστικό έλεγχο. Οι εξελίξεις αυτές δεν περιορίσθηκαν σε εσωτερικές πτυχές ενός κινδύνου, αλλά επηρέασαν εξ ίσου ξένες χώρες και την εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α.
      To NATO μετατράπηκε από αμυντική σε επιθετική συμμαχία, εις άγραν στόχων προς «εκδημοκρατισμό» και τα Βαλκάνια λειτούργησαν, ως συνήθως, ως δοκιμαστικό πεδίο περίεργων θεωριών περί εκσυγχρονισμού του Ισλάμ. Σήμερα η συμμαχία αυτή ασχολείται με την ισοπέδωση εθνικής κυριαρχίας, την αλλαγή καθεστώτων, και την παροχή αεροπορικής δυνάμεως σε προτιμητέους αντιπάλους εμφυλίων πολέμων—πάντοτε εν ονόματι «ανθρωπισμού και δημοκρατίας».  Στην Ανατολική Ευρώπη ιδιωτικοποίηση και μιλιταρισμός συγχρονίστηκαν κάτω από την ομίχλη τριών απρόκλητων πολέμων. Πράγματι, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, στολισμένοι με το επίθετο «ανθρωπιστικοί», προσέφεραν στους χρηματιστές χρόνο και πεδίο για να τελειοποιήσουν – πάντα με νόμιμο τρόπο -την τέχνη της συγκέντρωσης πλούτου και για να ανιχνεύσουν ανά τον κόσμο πρόσφορους τόπους προς «πραγματοποίηση επενδύσεων». Ιδού άλλος ένας παραλληλισμός μεταξύ της δεκαετίας του 1960 και αυτής του 1990. Κατά την πρώτη, οι νεαροί Kennedy έψαξαν ψηλά στο στρατιωτικό κατεστημένο και
επέλεξαν τον Στρατηγό Αεροπορίας Curis LaMay σαν το άτομο ικανό να πλασάρει την κούρσα των εξοπλισμών. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Bill Clinton αναζήτησε στην Goldman Sachs ταλέντα ικανά να διαχειριστούν την οικονομία και, παράλληλα, να διδάξουν τον κόσμο πώς να δανείζεται, πως να κρύψουν πως είναι απένταροι και πώς να μετατρέψουν την μεσαία τάξη σε δουλοπάροικους υψηλής τεχνολογίας, και καταναλωτές βαθειά εθισμένους στην χρήση των πιστωτικών καρτών. Καμιά Αμερικανική κυβέρνηση δεν είχε τέτοια εξάρτηση από την Wall Street για την διαχείριση του οικονομικού συστήματος της χώρας, όσο τότε ο Clinton, και σήμερα ο Obama. Οι Robert Rubin, Lawrence Summers, Timothy Geithner, και Paul Volker, οι οποίοι δημιούργησαν τις μεγαλοτράπεζες – τις υπερβολικά μεγάλες για να τις αγγίξει κανείς – ανακλήθηκαν στην Ουάσιγκτον για να διορθώσουν τα δήθεν κακώς κείμενα που οι ίδιοι έχουν
δημιουργήσει. Και ενώ ο κόσμος των μεγαλο-τραπεζών ισοπέδωνε το κράτος ο Πρόεδρος της Federal Reserve Bank, Alan Greenspan, χιουμοριστικά προσέβαλε τη νοημοσύνη του Αμερικανικού λαού λέγοντας: «εάν καταλάβατε τι ακριβώς εννοώ, μάλλον θα πρέπει να έχω παραμιλήσει».
      Έτσι, στο τέλος της προεδρίας Clinton, το 2% του Αμερικανικού πληθυσμού ήλεγχε το 92% του πλούτου της χώρας. Λαμβανομένου υπόψιν του πληθωρισμού, οι μισθοί της μεσαίας τάξης παρέμεναν στα επίπεδα του 1968. Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια για να συντελεστεί, με την κατάργηση του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορούσε στις τράπεζες, η μεγαλύτερη αρπαγή της ιστορίας: ένας πλούτος αξίας 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων έγινε καπνός, ή κατέληξε στα χρηματοφυλάκια έξη τραπεζών. Όταν συνήλθαμε από το σοκ, οι τράπεζες που δεν γνωρίζουν σύνορα, ξημέρωσαν με ελέγχον πλέον του 64% του Αμερικανικού ΑΕΠ. Όλα αυτά έλαβαν χώρα παράλληλα με τις σοβαρές αποτυχίες στον τομέα της ανώτατης παιδείας. Ο πνευματικός υποβιβασμός των πολιτών προηγήθηκε της υπεξαίρεσης του δημόσιου πλούτου και της αναβίωσης των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Από τη δεκαετία του 1970, στα δυτικά πανεπιστήμια η εκπαίδευση αντικατέστησε την παιδεία, και ο αμοραλισμός τους ηθικούς κανόνες. Η κλασσική φιλοσοφία εκδιώχθηκε από τις εκπαιδευτικές αίθουσες, ενώ τα διδάγματά της θεωρήθηκαν μη εφαρμόσιμα την εποχή του «ευ ζην» και της κουλτούρας των ναρκωτικών. Αναπόφευκτα, η ιδεολογία του «κάνε ό,τι μπορείς» αντί του «ό,τι πρέπει», που διδάχθηκε στις δεκαετίες 70 και 80, έχει ενστερνιστεί από το ιθύνον πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο. Επί πλέον, οι «πολιτικοί ρεαλιστές» άδραξαν την ευκαιρία να πειραματιστούν με μη ηθικές πρωτοβουλίες την σύνδεση της οικονομική ισχύος με την στρατιωτική, προς όφελος της πρώτης.
      Πεπεισμένοι πως είχαν το αλάνθαστο, και μαθημένοι να διαιρούν τον κόσμο σε «εμάς» και σ’«εκείνους», τα στρατηγικά μυαλά της δεκαετίας του 1990 ανέβασαν την οικονομική δύναμη στην πρώτη θέση των προτιμητέων «εργαλείων» για τον χειρισμό εθνών που σέβονται την ιστορία τους και αντιστέκονται στα πειράματα διεθνοποίησης. Έτσι, ο καθηγητής του Χάρβαρντ, Joseph Nye, ευνοούμενος του Πενταγώνου, τάχθηκε υπέρ ενός σχήματος που προέβλεπε την δυνατότητα άσκησης, για μεν όλους τους υπόλοιπους «ήπιας» μόνο δύναμης, αλλά αποκλειστικά για μερικούς άλλους ήπιας και σκληρής ταυτόχρονα.
      Πολλοί ενστερνίστηκαν το σύνθημα της «ήπιας δύναμης», μεταξύ των οποίων και μερικοί «πολιτικά ευπρεπείς» μεν, αλλά ιστορικά αμφίρροποι Έλληνες. Οι Έλληνες υπέρμαχοι της ήπιας δύναμης, δεν αντιλήφθηκαν το αυτονόητο: δεν ήταν δυνατόν να ασκηθεί ούτε ήπια αλλά ούτε σκληρή δύναμη χωρίς την συγκατάθεση της υψηλής ιεραρχίας. Τώρα ας εξετάσουμε τα ζητήματα που αφορούν την περιοχή άμεσα υπό το φως των όσων προηγήθηκαν.
Πως και που εντάσσεται η Ελλάδα στο νέο αυτό παγκόσμιο πλαίσιο
     Όταν η επωδός «είμαστε η μόνη υπερδύναμη» εντάθηκε στα Αμερικανικά κέντρα εξουσίας, πολλοί διανοούμενοι της περιοχής μας άρχισαν το δικό τους ρεφρέν. Η Ελλάδα, έλεγαν, είναι η μόνη, αν και ήπιου τύπου, Βαλκανική «υπερδύναμη». Δεν μπορώ να επιβεβαιώσω εάν πίστευαν κάτι τέτοιο ή όχι. Πάντως στις δεκαετίες 1990-2000, ο πολιτικός διάλογος των Ελληνικών κυβερνήσεων διαμορφώθηκε με βάση αυταπάτες περί της Ελληνικής υπεροχής στους τραπεζικούς τομείς οικονομίας, κατανάλωσης, και του τουρισμού στα Βαλκάνια.
     Ως προς τα σημαντικά ζητήματα όμως, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις αμφοτέρων των κομμάτων παρέμειναν παρατηρητές και όχι συμμέτοχοι των αποφάσεων που μετέτρεψαν το NATO σε επιθετική συμμαχία και τα Βαλκάνια σε δοκιμαστικό πεδίο «ανθρωπιστικών» πολέμων. Οι μεταβολές στο δόγμα του NATO που πέρασαν απαρατήρητες προκάλεσαν μείζονα θύματα μεταξύ των οποίων είναι: η ιστορία, η έννοια έθνος- κράτος και το άβατο της εθνικής κυριαρχίας. Όλα αυτά θεωρήθηκαν περιττά διότι επρόκειτο να αντικατασταθούν με τις νεφελώδεις έννοιες των «κοινών αξιών» και της οικονομικής αλληλεξάρτησης. Επί πλέον, για τους υπέρμαχους της νέας τάξης πραγμάτων, η εθνική ταυτότητα έγινε συνώνυμο με την οπισθοδρόμηση. Οι Βαλκανικές ελίτ και οι νεο-διεθνιστές, χρηματοδοτούμενοι
από εκκεντρικούς πλούσιους τσαρλατάνους, ξεκίνησαν με κάθε σοβαρότητα να ξαναγράφουν την ιστορία και να γελοιοποιούν την αφοσίωση σε ιδεώδη ως πρωτόγονο χαρακτηριστικό. Αποδέχτηκαν επίσης αδιαμαρτύρητα τους «ανθρωπιστικούς» πολέμους, την αλλαγή καθεστώτων, και ενστερνίστηκαν την αντίληψη πως μόνο η Wall Street κατείχε το κλειδί της ανάπτυξης. Όμως, με την υπεξαίρεση των 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων κατά τη χρηματιστηριακή κατάρρευση του 2008, η Wall Street βρέθηκε αντιμέτωπη με μια επείγουσα ανάγκη: την εξεύρεση τόπων και περιοχών όπου θα μπορούσαν να επενδύσουν τα κλοπιμαία . Οι τόνοι ρευστού χρήματος δεν παράγουν κέρδη αν μείνουν στα χρηματοκιβώτια των τραπεζών. Ιδιαίτερα, ο κλεμμένος πλούτος πρέπει να μετατραπεί ταχέως σε απτά πράγματα, όπως βίλλες, ιδιωτικά αεροπλάνα, ή γιότ. Μέσα στο κλίμα αυτό, η χρεοκοπία των κρατών και επιχειρήσεων φαίνονται ως αναγκαίες προϋποθέσεις επενδύσεων. Τουλάχιστον, αυτό προβλέπει ο «καπιταλισμός της καταστροφής» που προτιμά «καταστροφή» πρώτα, και «ανάπτυξη» μετά. Συνεπώς, τί ακριβώς σημαίνει σύγχρονη οικονομική ανάπτυξη για χώρες σαν την Ελλάδα;
     Με απλά λόγια, σημαίνει την υποβολή των συνιστωσών της εθνικής της οικονομίας στους νοθευμένους κανόνες της ρουλέτας της Wall Street. Όταν λέω όλες τις συνιστώσες, εννοώ όλες ανεξαιρέτως. Αυτό συμπεριλαμβάνει τον πλανόδιο πωλητή στην Ερμού που αγοράζει την πραμάτειά του από μια αποθήκη στα Άδανα, που την προμηθεύει ένα εργοστάσιο στο Μπαγκλαντές, που κτίστηκε με λεφτά της Chase Manhattan, αλλά με συμβουλές της Goldman Sachs. Συμπεριλαμβάνει και το καφενείο της κυρά-Αλέξως στα Γιάννενα (σίγουρο θα γνωρίζετε όλοι κάποιο τέτοιο καφενείο), το οποίο απέφερε αρκετά χρήματα για την μόρφωση των παιδιών της, αλλά τώρα λογίζεται ως τεκμήριο «υπανάπτυξης», διότι δεν μπόρεσε να βάλει το καφενείο της στο χρηματιστήριο. Η Wall Street έχει λύση για τέτοια προβλήματα: μπορεί να χρηματοδοτήσει την εταιρία Starbucks Coffee από τη Σηάτλ (της πολιτείας Ουάσιγκτον) να ανοίξει μια αλυσίδα καφενείων στα Γιάννινα στα οποία η Αλέξω και τα παιδιά της θα μπορούσαν να δουλέψουν ως σερβιτόροι και να συνεισφέρουν το δικό τους μερίδιο στην άνοδο της αξίας των μετοχών της Starbucks. Μπορούμε εξάλλου να διευρύνουμε την «ανάπτυξη» των Ιωαννίνων συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτήν τα χρυσοχοεία και τα μαγαζάκια ασημικών της οδού Αβέρωφ. Τούτα θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μπουτίκ εγκατεστημένες σε τεράστια εμπορικά κέντρα, ελεγχόμενα από Καναδέζικους ή Βρετανικούς επιχειρηματικούς ομίλους, που οι μετοχές τους να ανταλλάσσονται στα χρηματιστήρια της Ζυρίχης, του Μονάχου και Wall Street. Σε τέτοια ανάπτυξη το μόνο πράγμα που έχει να κάνει μια κυβέρνηση είναι να διευκολύνει τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων και να προστατεύσει τις βίλλες των «επενδυτών» από την αγανάκτηση των γηγενών. 
Αλλά με τέτοιου είδους «ανάπτυξη», οι πυρήνες των πόλεων μετατρέπονται σε γκέτο, οι χρηματικοί πόροι των κοινοτήτων εξαφανίζονται, η εγκληματικότητα αυξάνεται, διάφορες ομάδες απαιτούν όποιο δικαίωμα τους έρχεται στον νου, και η βιομηχανία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκτά νέους πελάτες. Παράλληλα, η εικόνα της χώρας επιδεινώνεται. Εκείνοι που πρώτοι αντιλαμβάνονται την «επιδείνωση αυτής της εικόνας» είναι οι αξιολογητές των εθνικών οικονομιών που ταχέως συμβουλεύουν τους τραπεζικούς τους πελάτες να αυξήσουν τα επιτόκια διότι μεγάλες κοινωνικές αναταραχές φαίνονται στον ορίζοντα. Ταυτοχρόνως συμβουλεύουν και τις κυβερνήσεις να πουλήσουν το εναπομείναν εθνικό κεφάλαιο σε προ-επιλεγμένους πελάτες. Οι κυβερνήσεις από την πλευρά τους, για να είναι «πολιτικά συνεπείς» (politically correct) πωλούν ό,τι δεν είναι καρφωμένο, και εύσημα χαρακτηρίζουν αγοροπωλησίες με ξένους ιδιοκτήτες ως «ανάπτυξη». Άλλωστε πώληση εθνικών πόρων στον μειοδοτήσαντα επενδυτή δεν ακούγεται καλά.
     Σε τέτοιες περιπτώσεις, ζητήματα ασφάλειας, μικροπόλεμοι και κρίσεις κατά παραγγελία, εκτοπίζουν την ορθολογική συζήτηση οικονομικών θεμάτων. Οι πτυχές της νομιμότητας τίθενται σε δεύτερη μοίρα. Επιπλέον, η ταχύτητα των επικοινωνιών και η δυνατότητα χειραγώγησης του μηνύματος συντελούν στην ψυχολογική εξάπλωση των κρίσεων πέραν των συνόρων, καθιστώντας την σταθερότητα του διεθνούς συστήματος αιχμάλωτη των επικοινωνιακών Trust που και αυτά ελέγχονται από βιομηχανικούς, ή τραπεζικούς κολοσσούς.
      Το καίριο ερώτημα που τίθεται λοιπόν, είναι το πώς να διαχειριστούμε το χάος του πλανήτη όταν: σε πενήντα χρόνια ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει τα εννέα δισεκατομμύρια ψυχές. Κατά το ίδιο διάστημα, η ενεργειακή ζήτηση θα αυξηθεί κατά 35% και οι προσφορά τροφίμων θα μειωθεί κατά 50%. Περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι θα περιπλανώνται στον πλανήτη για να βρουν ένα κομμάτι ψωμί, προκαλώντας αναταραχές και πολιτιστικές συγκρούσεις στο πέρασμά τους. Παρά ταύτα, τα μόνα προτεινόμενα αντίδοτα είναι η στρατιωτική ισχύς προς τιμωρία των εχθρών, και ο χρηματικός πλούτος προς ελέγχον των φίλων. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απομένει σε χώρες όπως η Ελλάδα παρά μία, μη ελκυστική επιλογή: είτε η αποδοχή των συμβουλών των κερδοσκόπων και του δικού τους ορισμού της ανάπτυξης, είτε η εύρεση τρόπων επανεθνικοποΐησης καίριων αποφάσεων. Στην πρώτη περίπτωση, η Ελλάδα θα μπει στην τροχιά της μόνιμης οικονομικής εποίκησης. Για την δεύτερη, αμφιβάλλω αν μέχρι τώρα έχει γίνει εκτίμηση των κινδύνων που διατρέχει.
Καταληκτικές παρατηρήσεις
      Ξεκίνησα τη συζήτηση αυτή με μια αναφορά στην παρέκκλιση της Αμερικανής πολιτικής από τις ιδεαλιστικές ρίζες της, της οποίας το αποτέλεσμα ήταν ο πόλεμος να εξελιχθεί σε επάγγελμα, και η κυβέρνηση να εποικιστεί από ιθύνουσες ελίτ. Όπως προαναφέρθηκε, οι χρηματιστές των Ηνωμένων Πολιτειών μετέτρεψαν αμφότερα τα πολιτικά κόμματα σε θυγατρικές πλήρους ιδιοκτησίας των. Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο κάνει τα κόκκαλα του Eisenhower να τρίζουν, επεκτάθηκε και στην ιδιωτικοποίησης της εσωτερικής ασφάλειας του έθνους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες επιβάλλουν πολιτικές που αφορούν τον πόλεμο και την ειρήνη. Ιστορικά, τα μεγαλύτερα κέρδη πραγματοποιούνται στα ερείπια καταστροφών, συμπεριλαμβανομένων και ανθρωπογενών οικονομικών καθιζήσεων όπως αυτή της Ελλάδος.
      Κατά την διάρκεια ή στη συνέχεια μιας μείζονος σύρραξης, οι «επενδυτές» τρέχουν να αναστυλώσουν τα ερείπια, και από τα θύματα του πολέμου απαιτείται να επιδείξουν ευγνωμοσύνη όταν τις βόμβες τις ακολουθούν επενδυτές. Στο κέντρο της αναπλεκόμενης σχέσης μεταξύ του πολέμου και της ανάπτυξης βρίσκονται το κράτος και οι ιδιωτικές εταιρίες που συγχωνεύουν, ή απλά ανταλλάσσουν τους ρόλους των. Όταν αναπτύσσεται μια τέτοια πολιτικοοικονομική αιμομιξία, η αναταραχή διαιωνίζεται και λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις. Τα μόνα που διαφέρουν, ανάλογα με την περίπτωση, είναι η ένταση της αναταραχής και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την δημιουργία της.
      Η ανέλιξη του παγκόσμιου επιχειρηματικού τομέα σε εξέχουσα θέση στην πολιτική σκηνή επέφερε συνέπειες για κάθε έθνος-κράτος, είτε μικρό είτε μεγάλο, και πυροδότησε την αναζήτηση ενός κατάλληλου για τις περιστάσεις διεθνές σύστημα. Αλλά το σύστημα που φύτρωσε επί Bush I - Clinton - Bush παρήγαγε περισσότερα δεινά από αυτά που μας είχε προειδοποιήσει ο Eisenhower. Tο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα ήταν αφ’ εαυτού προβληματικό, αλλά η ιδιωτικοποίησή του εξαπλώθηκε και στους σε τομείς που ανησυχούν ακόμη και μέλη του Κογκρέσου. Αντιμετωπίζουμε τώρα την τριπλή απειλή ενός στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος που επεκτάθηκε ακόμα και στον τομέα πληροφοριών ιδιωτικής ζωής, και δρα ουσιαστικά εκτός της εποπτείας των νομοθετικών θεσμών. Αυτό δεν είναι μόνον προσωπική μου άποψη.
      Συγκεκριμένα, μετά από δύο χρόνια διερεύνησης, η έγκυρη εφημερίδα Washington Post αποκάλυψε τα εξής ανησυχητικά στοιχεία: συνολικά, 1.931 «ιδιωτικές» εταιρίες (εν συγκρίσει με 1.271 κρατικές οντότητες) εκτελούν, επί συμβάσει, καθήκοντα συλλογής πληροφοριών και ασφάλειας. Επιπλέον, 854.000 Αμερικανοί «ιδιώτες», οι περισσότεροι πρώην στελέχη μυστικών υπηρεσιών, είναι κάτοχοι των υψηλοτέρων πιστοποιητικών ασφαλείας, συλλέγουν πληροφορίες, ή εκτελούν αμφιβόλου νομιμότητας καθήκοντα, αλλά πληρώνονται από «εταιρίες» τον οποίων οι μετοχές πωλούνται στην Wall Street. Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ανάθεση σε «ιδιωτικές εταιρίες» του έργου της συλλογής πληροφοριών εγκυμονεί επικίνδυνες διαστάσεις.
      Ο Tim Shorrock, εξέχων δημοσιογράφος ερευνών, ανέλυσε ακόμα πιο λεπτομερώς τα υφιστάμενα και τα μελλοντικά προβλήματα που συνεπάγεται η ιδιωτικοποίηση πολέμου και πληροφόρησης. Με δυο λόγια: μόνιμη αστάθεια. Στο κεφαλαιώδους σημασίας βιβλίο του με τίτλο Κατάσκοποι προς ενοικίαση: (Spies for Hire: The Secret World of Intelligence Outsourcing), ο Shorrock έθεσε δύο λογικά ερωτήματα: πού τελειώνει το ιδιωτικό κέρδος και πού αρχίζει η εθνική ασφάλεια, και πόσο συχνά το κέρδος και ο φόβος προξενούν ανασφάλεια, προκαλούν την ανάληψη δράσης, τυπικά εν ονόματι του έθνους, και γίνονται πηγή αναταραχών; Κατά τη γνώμη του τα εθνικά συμφέροντα δεν εξυπηρετούνται όταν η επιδίωξη του κέρδους διασταυρώνεται με την εξωτερική πολιτική. Αντιθέτως, η πρόσφατη ιστορία επιβεβαιώνει πως οι αναταραχές διαιωνίζονται όταν το κέρδος και η πολιτική μοιράζονται το ίδιο τραπέζι. Και αυτό φαίνεται σε μερικούς εξωφρενικούς αριθμούς.
      Ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ ξεπερνά το σύνολο του αμυντικού προϋπολογισμού των υπόλοιπων χωρών του κόσμου. Ένα τεράστιο μέρος αυτού δαπανάται για την πληρωμή ιδιωτικών οντοτήτων που εκτελούν καθήκοντα σχετικά με την άμυνα και τον πόλεμο. Τούτο συνεπάγεται ότι οι κερδοσκοπικές εταιρίες έχουν έννομο και μόνιμο συμφέρον σε κρίσεις και αναταραχές. Αυτή η αιμομικτικού χαρακτήρα σχέση, έγινε πιο καταφανής τώρα που το Αμερικανικό εθνικό χρέος ισούται με το ΑΕΠ και που η χώρα είναι τυπικά απένταρη. Εν τούτοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να αναλαμβάνουν παγκοσμίως αποστολές άσχετες με το εθνικό συμφέρον αλλά βοηθούμενες με την ατέρμονη διεύρυνση του NATO και την αλλοίωση της αρχικής του εντολής. Πέραν των επιπτώσεων που εγκυμονεί η κατάσταση αυτή για τη Συμμαχία, οι Ηνωμένες Πολιτείες
έχοντας φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων τους, αναμένουν τους συμμάχους να αναλάβουν καθήκοντα αστυνόμευσης στην άμεση γειτονία τους και να προσφέρουν σε απερίσκεπτες περιπέτειες ,όπως Ιράκ και Λιβύη, ό,τι λέει η ψυχή τους. Έτσι, όλοι μαζί βράζουμε στο ίδιο καζάνι της παγκόσμιας αναταραχής παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συντηρούν συνολικά 2.888 αμυντικές εγκαταστάσεις ανά τον κόσμο.
 Ελέχθη όμως ότι με την εξάπλωση της δημοκρατίας, η προσφυγή στην βία θα ανήκε στο παρελθόν. Ποτέ σε Πόλεμο (Never at War) είναι ο πομπώδης τίτλος ενός βιβλίου στο οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει γιατί οι δημοκρατίες δεν μάχονται μεταξύ τους και επομένως έχομε ηθικό καθήκον να τις πολλαπλασιάσομε, έστω και με βία. Αλλά είναι η επιβολή δημοκρατίας με τα Φ-16 που αποτελεί πηγή αναταραχών σε παγκόσμια κλίμακα. Άλλωστε αυτό που συνέβη μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ είναι μια λιτανεία επεμβάσεων από την υπερδύναμη, πάντα εν ονόματι της δημοκρατίας, που διατυμπανίζονται ως ηθικό καθήκον.
       Συγκεκριμένα, Σύμφωνα με την Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου, οι ΗΠΑ παρενέβησαν στρατιωτικά εκτός των συνόρων των 94 φορές μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ. Η στατιστική αυτή, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει ένα από δυο τινά: είτε η μόνη υπερδύναμη είναι εθισμένη στις επεμβάσεις, είτε – όπερ και πιθανότερο – χρησιμοποιεί για κάθε περίπτωση το πλέον δόκιμο εργαλείο στην διάθεσή του. Και όταν αυτό τυγχάνει να είναι το σφυρί, όλα γύρω του μοιάζουν με καρφιά. Αλλά ας είμαστε και λίγο αισιόδοξοι. Πάνω από την Ελλάδα, επί του παρόντος, αιωρείται το σφυρί των επενδυτών που βλέπουν την πατρίδα μας ως ένα τεράστιο οικόπεδο θέρετρων, και τους Έλληνες ως μόνιμους καταναλωτές επί πιστώσει.
Ο Δρ. Νικόλαος Α. Σταύρου είναι Επίτιμος Καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων και Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Howard της Ουάσιγκτον και Αρχισυντάκτης του Mediterranean Quarterly: A Journal of Global Issues, το οποίο εκδίδεται από το Πανεπιστήμιο Duke.
‘ Susan Eisenhower, “50 Years after the ‘Military-Indusial Complex’: What Eisenhower Really Meant,” Washington Post, 14 Ιανουαρίου 2011. ” Naomi Klein, the Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism (New York: Logo Books, 2007).
“‘ Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Soros συνεργάσθηκε με την Ουγγρική Σιδηρά Φρουρά, κατάσχοντας εβραϊκές περιουσίες στο όνομα των Ναζί. Για μια εξαίρετη βιογραφική πηγή σχετικά με τον Soros, βλ. “The World According to Soros”, Vanity Fair Magazine, Ιούνιος 1995.
Dana Priest και William M. Arrin, “Top Secret America,” Washington Post, 19 Ιουλίου 2010.
Alexander Cooley, Base Politics: Democratic Change and the U.S. Military Overseas (Ithaca: Cornell University Press, 2008), σ. 5.
” Spencer R. Weart, Never at War: Why Democracies Will Not Fight One Another (New Haven: Yale University Press, 1998).
™ Richard M. Grimmett: “Instances of the Use of the United States Armed Forces Abroad, 1798-2004,” Congressional Research Service Report RL 30172, 5 October 2004.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου