3 Μαρτίου 2013, Κυριακὴ ΙΖ ' Λουκά, τοῦ Ἀσώτου, Ἦχος πλ β´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 11 - 32
Η παραβολή του Ασώτου
11 Εἶπε δέ· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! 18ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε
τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν
χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον
τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ
δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε
ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων
μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν.31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Η μετάνοια είναι μία από τις πλέον δύσκολες και
δυσεύρετες καταστάσεις στη ζωή του ανθρώπου. Η αλλαγή του τρόπου σκέψης, η
αλλαγή του νοός, όπως αυτή εκφράζεται με την παραδοχή εντός μας ότι έχουμε
σφάλει είτε στη συμπεριφορά μας και στις επιλογές μας, είτε επειδή παραβιάσαμε
όρους και κανόνες είτε επειδή απομακρυνθήκαμε από αυτούς που μας αγαπούνε,
αφήνοντας το «εγώ» μας να πρωταγωνιστήσει. Αυτή είναι η μία όψη της μετάνοιας,
η οποία έχει ψυχολογικό υπόβαθρο και αποσκοπεί στην εύρεση του τρόπου εκείνου,
δια του οποίου ο άνθρωπος θα υπερβεί το βάρος των ενοχών του. Για την πίστη μας
όμως η μετάνοια έχει κι ένα δεύτερο περιεχόμενο, οντολογικό και πνευματικό.
Έγκειται στη συναίσθηση από την πλευρά του ανθρώπου της παρέμβασης της αμαρτίας
μεταξύ του εαυτού του και του Θεού, με αποτέλεσμα τον χωρισμό, τόσο τον πρόσκαιρο,
όσο και τον αιώνιο από τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς. Για την εποχή μας,
η οποία έχει αποϊεροποιήσει τον κόσμο, το δεύτερο περιεχόμενο της μετάνοιας
έχει στην ουσία αφαιρεθεί από τον τρόπο προσέγγισης του ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμαρτία για τον πολιτισμό μας, με
αποτέλεσμα και η ίδια η σχέση του ανθρώπου με το Θεό να εξοβελίζεται από την
σκέψη και την καρδιά μας. Αρκούμαστε λοιπόν σε μια ψυχολογική θεώρηση της
μετάνοιας, η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε σε καλυτέρευση της
ζωής μας ή της πορείας μας ως ανθρώπων, αλλά δεν αποτελεί οριστική λύτρωση στο
ερώτημα τι χρειάζεται να κάνουμε ώστε να ζήσουμε την αιώνια ζωή.
Στην
παραβολή του Ασώτου υιού, την οποία η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει την δεύτερη
Κυριακή του Τριωδίου, ως αφορμή στάσης στην πορεία μας εν τω κόσμω και
επίγνωσης της ανάγκης μας για επιστροφή στον αληθινό Θεό, βλέπουμε την μετάνοια
και με τις δύο όψεις της. Και αξίζει να προβληματιστούμε ιδιαιτέρως πάνω στη
στιγμή που ο άσωτος υιός καταλαβαίνει το μέγεθος της πτώσης του, το επονείδιστο
του χωρισμού του από τον Πατέρα του, όπως επίσης και την αποτυχία του να βρει
το αληθινό νόημα της ελευθερίας, την οποία επιζητούσε, όταν αποφάσισε να
απομακρυνθεί από το πατρικό του σπίτι.
Την
ώρα που ο άσωτος αποφασίζει να επιστρέψει στον Πατέρα του, λέει στον εαυτό του
ότι θα ομολογήσει την αποτυχία του με τη φράση: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου . ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου .
ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου» (Λουκ.
15, 18-19). Η φράση αυτή αποτυπώνει την επίγνωση της αμαρτίας, τόσο σε
ψυχολογικό όσο και σε υπαρξιακό και πνευματικό περιεχόμενο, αλλά και την
μετάνοια και στις δύο διαστάσεις. Γιατί ακριβώς μετά από αυτή την απόφαση
ξεκινά και γυρίζει στο πατρικό του σπίτι. Δεν μένει στον διάλογο με τον εαυτό
του. Τον κάνει πράξη και πηγαίνει για να διαλεχθεί με την ίδια ουσιαστικά φράση
με τον Πατέρα του. Και λαμβάνει ως δωρεά πολύτιμη την άφεση, την αποκατάσταση
και την πανήγυρη από Εκείνον, ο Οποίος εκδηλώνει την αγάπη Του με τρόπο
απρόβλεπτο και αναπάντεχο για τον μετανοήσαντα υιό του.
Ο
άσωτος καταλαβαίνει το ψυχολογικό κενό, το οποίο προκάλεσε η αμαρτία στον εαυτό
του. Η επιθυμία του για ζωή χωρίς τον Πατέρα, ο πειρασμός της ελευθερίας χωρίς
αγάπη για κανέναν άλλο, παρά μόνο για τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, τις
απολαύσεις του, τα δικαιώματά του, τον κάνουν να απομακρύνεται από το σπίτι του
Πατέρα του. Η ψυχολογική ανάγκη να
χτίσει μια ζωή αφ’ εαυτού του, με βάση
το δικό του « εγώ» , τον δικό του τρόπο σκέψης και ζωής, τον κάνει να φύγει από
τον Πατέρα του. Και ζώντας ασώτως διαγράφει τον Πατέρα από την σκέψη και την ύπαρξή
του. Όταν όμως παύουν να επαρκούν οι δικές του δυνάμεις, τα χαρίσματα, τα αγαθά
του, βιώνει το τελικό αποτέλεσμα της ελευθερίας χωρίς αγάπη: την απόλυτη μοναξιά. Την αδιαφορία των άλλων.
Την παράδοσή του στις ενοχές της αμαρτίας, που γίνονται χοίροι και κεράτια,
χωρίς να μπορούν να τον θρέψουν.
Από την άλλη, η μοναξιά οδηγεί το κενό στο να γίνει
και πνευματικό και υπαρξιακό. «Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23) και μάλιστα πνευματικός. Ανέστιος ο άσωτος.
Απάτωρ. Βιώνει τον θάνατο ο ίδιος να έχει κλείσει την πόρτα του πατρικού του
σπιτιού και να μην μπορεί να βρει ζωή στα έργα που έκανε. «Λιμώ απόλλυται».
Γιατί ο άνθρωπος νιώθει ότι ο σκοπός της ύπαρξής του δεν μπορεί να εκπληρωθεί
όταν δεν έχει τροφή για να τραφεί. Και η τροφή δεν είναι μόνο της σαρκός. Είναι
και του πνεύματος, της ψυχής του. Και η ψυχή τρέφεται από την αγάπη τόσο του
Θεού όσο και των ανθρώπων. Ο άσωτος στερείται της αγάπης. Η απουσία κάνει την
ύπαρξή του κενή. Ο άνθρωπος όμως δεν πλάστηκε για το κενό. Του δόθηκε ως δώρο η
αγάπη και η πορεία του στρέφεται προς την αναζήτησή της, είτε θελήσει να
απομακρύνει τα εμπόδια που την κρύβουν είτε την ταυτίσει με άλλες επιλογές είτε
αποφασίσει τελικά να μην την επιδιώξει. Και η απουσία της αγάπης συνεπάγεται
τον θάνατο ουσιαστικά της ύπαρξης.
Την ώρα αυτή, της συναίσθησης
του ψυχολογικού κενού της ελευθερίας χωρίς την αγάπη και του υπαρξιακού κενού
της μοναξιάς χωρίς την αγάπη, η καρδιά του θυμάται και συγκρίνει. Έρχεται στο
νου του η κατάσταση στο σπίτι του Πατέρα, όπου η ελευθερία ήταν δεδομένη. Όχι
επειδή τίποτε δεν του ζητούνταν, και τα πάντα του προσφέρονταν, γιατί ο άσωτος
εργαζόταν. Αλλά γιατί τίποτε δεν τον δέσμευε να παραμείνει εκεί. Ούτε καν το
γεγονός ότι η περιουσία ανήκε στον Πατέρα και Εκείνος μπορούσε να την χρησιμοποιήσει όπως ήθελε. Ο Πατέρας
γεννά τα παιδιά του και τα μεγαλώνει για
να τα αφήσει ελεύθερα να αποφασίσουν τα ίδια αν θα μείνουν κοντά του ή θα
φύγουν. Και ο άσωτος καταλαβαίνει ότι μόνο κοντά στον
Πατέρα του μπορεί να ξαναβρεί το νόημα της ελευθερίας. Μόνο κοντά στον Πατέρα
του μπορεί να έχει κοινωνία που να τον τρέφει και να του δίνει ζωή και
αναγνώριση. Η μετάνοιά του δεν είναι όμως ιδιοτελής. Εμπεριέχει την ταπείνωση.
Δεν είναι άξιος να αποκαλέσει τον εαυτό του «υιό». Το μόνο που ζητά είναι να
μπορεί να λειτουργεί κατά τον ψαλμικό στίχο « εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω
οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83,11). Του αρκεί να είναι υπηρέτης
του Πατέρα Του. Προσφέρει σ’ Εκείνον την
ελευθερία του, αλλά και την δίψα του για ζωή. Και δεν περιμένει ούτε καν την
αποδοχή της προσφοράς του. Θα πάει και θα ομολογήσει εν ταπεινώσει την αμαρτία
του. Και θα αποδεχτεί όποια απόφαση λάβει ο Πατέρας του.
Η αμαρτία εξακολουθεί να μας χωρίζει,
τόσο ψυχολογικά όσο και υπαρξιακά από τον Θεό. Μας χωρίζει όμως και από τον
συνάνθρωπο. Μας παραδίδει στα δικαιώματά μας, που τα έχουμε ταυτίσει με την
ελευθερία. Μας παραδίδει στον ατομοκεντρισμό να είμαστε ευτυχισμένοι για μας
και μόνο. Μια τέτοια ζωή όμως έχει ως τίμημα την αποτυχία. Το κενό. Και τελικά,
τον θάνατο που συνοδεύεται από την απουσία ελπίδας. Όπως η κατάσταση που
βιώνουμε στην εποχή της κρίσης. Χρειάζεται να ξανασπουδάσουμε και να ζήσουμε,
βάζοντας καινούρια αρχή, την μετάνοια. Να επιστρέψουμε τόσο σε προσωπικό όσο
και σε συλλογικό επίπεδο στο Θεό και να αφήσουμε την πατρική Του αγάπη και
ευσπλαχνία να μας καταφιλήσει, να μας δώσει την πρώτην στολήν, της τιμής, της
αγάπης, της αγιότητας, να μας αποκαταστήσει, παρέχοντας την άφεση και να
γιορτάσει μαζί με τους αγγέλους και τους αγίους την ζωή που μας προσφέρει με
αρχοντιά και γενναιοδωρία. Είναι Πατέρας ο Θεός. Και η πατρότητα είναι ακριβώς αρχοντιά
και γενναιοδωρία. Στο σπίτι του που είναι η Εκκλησία, ας τη γευτούμε
ξαναβρίσκοντας αυτό που έχουμε ανάγκη:
το νόημα της ελευθερίας και τη χαρά της ζωής ως κοινωνίας.
Κέρκυρα, 3 Μαρτίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου