Πηγή:www.zoiforos.gr
που εορτάζεται την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών
(Μαρκ. 10, 32-45)
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Νικοπόλεως και Πρεβέζης
κ. Μελετίου
Διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Κανάλι στίς 28/3/2004
***
Ἡ ἁμαρτία πού χωρίζει ἀπό τόν Θεό
Σήμερα πέμπτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, γιορτάζομε τήν μνήμη τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἦταν μιά γυναίκα, πού στά νειάτα της παρασύρθηκε καί ἐξέκλινε σέ πορνεία. Ὑποδουλώθηκε στήν κατάσταση αὐτή καί ἔζησε πολλά χρόνια σέ μιά ἐξαθλιωμένη διαφθορά. Μέχρι πού μετενόησε.
Ἐρώτημα: Καλά· γιατί ἐνῶ ἡ γιορτή της εἶναι τήν πρώτη τοῦ Ἀπριλίου, τήν ἑορτάζομε Κυριακή; Μιά γυναίκα μέ τέτοια συμπεριφορά; Ὅσο καί ἄν ἁγίασε.
Γιατί τήν ἑορτάζομε Κυριακή, λίγο πρίν τό Πάσχα;
Τί θέλει νά μᾶς θυμήσει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία;
Ἡ Ἁγία Γραφή, ὅταν θέλει νά δείξει τί σημασία ἔχει ἡ κάθε ἁμαρτία, πού χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, λέει ὅτι εἶναι «πορνεία». Μιλώντας γιά ὁλόκληρο τόν λαό, πού ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, λέει: «Ἐπόρνευσε ὁ λαός». Ἔπαυσε νά ἀνήκει στό Θεό. Ἔπαυσε νά θυμᾶται τόν νόμο του.
Γιατί αὐτό; Ἄς τό δοῦμε ἁπλᾶ.
Ὅταν μιά γυναίκα παντρευτεῖ, πρέπει νά ἀνήκει στόν ἄνδρα της καί κατά τό σῶμα καί κατά τήν ψυχή. Οὔτε τό σῶμα της ἐπιτρέπεται νά τό πηγαίνει ἀλλοῦ, οὔτε ἡ ψυχή της νά ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τόν ἄνδρα της.
Ἄν φεύγει ἀλλοῦ, τί σπίτι ἔχουν;
Εἶναι ποτέ δυνατόν νά μιλᾶμε γιά τέτοια οἰκογένεια; Ὑπάρχει χειρότερη πνευματική ἀδικία μέσα σ’ ἕνα σύστημα ζωῆς –τόν γάμο- πού τό εὐλόγησε ὁ Θεός;
Μιά ὥρα διαβάζουν οἱ ἱερεῖς στήν Ἐκκλησία γιά νά εὐλογήσουν ἕνα γάμο πού πρέπει νά εἶναι μιά κατάσταση ἀγγελικῆς ἀμοιβαιότητας.
Καί ἀντί γι’ αὐτό νά μήν πηγαίνει τίποτε καλά, νά μήν ὑπάρχει καμία ἐπαφή. Ἔτσι δέν καταντάει ἡ ἀπιστία τόν γάμο;
Γι’ αὐτό στήν περίπτωση πού ὁ ἄνθρωπος –ὁ ὅποιος ἄνθρωπος- φεύγει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀρέσει νά κάνει ἄλλα πράγματα, διαφορετικά ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί παύει νά ἔχει ψυχική ἐπαφή μέ τόν Θεό, θυμᾶται τήν Ἐκκλησία καί λέει: «Ὤχ, τί θέλω νά πάω».
Θυμᾶται τήν νηστεία καί λέει: «Ὤχ, τί βάσανο εἶναι τοῦτα δῶ».
Θυμᾶται τήν ψυχή του καί λέει: «Δέν βαρυέσαι, θά ὑπάρχει ἄραγε ψυχή»;
Τί ψυχική ἐπαφή ἔχει ὁ ἄνθρωπος αὐτός μέ τόν Θεό;
Ἔχει καμία;
Γι’ αὐτούς λοιπόν τούς ἀνθρώπους, πού κάνουν τέτοια πράγματα, καί φεύγουν ψυχικά ἀπό τόν Θεό, λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐπόρνευσε». Ἀλλοῦ ἡ καρδιά του καί τό σῶμα του. Μακρυά ἀπό τόν Θεό.
Ἀόρατα ὁδοφράγματα
Ἄς ἐπανέλθομε στήν ἁγία Μαρία τήν Αἰγυπτία.
Ξεκίνησε λοιπόν τήν ἁμαρτία καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, γοητεύτηκε τόσο πολύ, ὑποδουλώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ξέχασε τόν ἑαυτό της, ξέχασε τόν Θεό, ξέχασε κάθε ἐντροπή, ξέχασε ψυχή, Παράδεισο, Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νόμο καί θέλημα Θεοῦ.
Ὅλα τά περιφρονοῦσε, ὅλα τά βαρυόταν, ὅλα τήν κούραζαν, ἐκτός ἀπό ἕνα... Καί εἶχε φτάσει στό σημεῖο, πού θά ἔλεγε κανείς, ὅτι εἶχε καταντήσει παθολογικά ἄρρωστη μέ τό πάθος της.
Μιά μέρα, κατέβηκε στό λιμάνι. Ἐκεῖ, εἶδε ἕνα γκρούπ νεαρούς.
-Ποῦ πᾶτε;
-Στήν Ἱερουσαλήμ γιά προσκύνημα.
-Νά ρθῶ καί ἐγώ μαζί σας;
Τά παιδιά, δέν ἦταν ὅσο ἔπρεπε σωστά. Τήν πῆραν μαζί τους. Καί διασκέδαζαν στό δρόμο μέχρι νά φτάσουν στήν Ἱερουσαλήμ.
Ὅταν ἔφτασαν, βρέθηκαν μέσα σ’ ἕνα κῦμα ἀνθρώπων πού πήγαιναν νά προσκυνήσουν τόν Τίμιο Σταυρό.
Λαοθάλασσα! Ὁλοι περπατοῦσαν ὄχι μέ τά πόδια τους, ἀλλά ὅπως τούς πήγαιναν οἱ ἄλλοι πού τούς περιτριγύριζαν.
Καί ἐνῶ ὅλοι πήγαιναν ἔτσι καί ἀνάμεσά τους ἡ Μαρία, αὐτή αἰσθανόταν ὅτι κάποιος τήν ἅρπαζε ἀπό τόν γιακά καί τήν τράβαγε πρός τά πίσω.
-Κάποιος μέ τραβάει...
-Προχώρα μπροστά, μή μᾶς ἐμποδίζεις...
Μά ἐκείνη, πάλι, αἰσθανόταν πῶς κάποιος τήν τραβᾶ πίσω. Κοίταξε-κοίταξε καί κατάλαβε ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά τήν τραβᾶ κανείς. Ὅλοι μπροστά τήν ἔσπρωχναν.
Πῶς σπάζουν τά ὁδοφράγματα
Τότε ἦρθε σέ αἴσθηση.
Θυμήθηκε τά πεπραγμένα της. Συνειδητοποίησε τί ἔκανε.
Κατάλαβε ὅτι ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει πέντε αἰσθήσεις, γιά νά ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία μέ τόν ἔξω κόσμο, μέ τήν ὕλη, ἔχει καί μιά ἄλλη αἴσθηση, πού λέγεται «πνευματική αἴσθηση» καί καταλαβαίνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Καί τότε ἄκουσε τόν Θεό πού τῆς ἔλεγε:
-Ποῦ πᾶς; Τί τόν πέρασες τόν Σταυρό. Θά ἀκουμπήσεις τά χείλη σου ἐπάνω καί ξεμπλέξαμε;
Εἶναι ἅγιο πράγμα ὁ ἀσπασμός τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Σταυροῦ του. Φίλημα σάν τοῦ Ἰούδα καλύτερα νά μή τό κάνει κανείς ποτέ.
Καί ἐνῶ εἶχε τρομάξει καί ἔφευγε χωρίς νά ξέρει πού πάει, βρέθηκε μπροστά σέ μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Τήν κοίταξε καί τῆς εἶπε:
«Ἁγία Μαρία, μητέρα τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀξίωσέ με νά προσκυνήσω καί ἐγώ τόν Σταυρό τοῦ Υἱοῦ σου· καί σοῦ τό ὑπόσχομαι, ὅτι ἀπό σήμερα ἀλλάζω ζωή. Φεύγω ἀπό τόν κόσμο καί πάω στήν ἔρημο νά ἀγωνιστῶ γιά τήν σωτηρία μου».
Ξαναγύρισε πίσω καί νόμισε πῶς τήν κρατᾶνε στήν ἀγκαλιά τους οἱ ἄγγελοι. Μπῆκε στό ναό, σάν νά τήν σήκωναν ἄγγελοι. Τί εἶχε ἀλλάξει;
Ἡ ἐσωτερική της τοποθέτηση.
Πόρνη μέχρι χθές. Μά τώρα, ἔπαυσε ἡ καταφρόνηση καί ἡ χυδαιότης μέσα στήν καρδιά της.
Ἦλθε σέ συναίσθηση, ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικό. Κατάλαβε ὅτι ἔχει χρέος τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά τό σέβεται, νά τό ἀγαπᾶ καί νά θέλει νά τό τηρεῖ. Ὅταν μπῆκε αὐτό τό φρόνημα στήν καρδιά της, κατέβηκαν οἱ ἄγγελοι, τήν πῆραν στήν ἀγκαλιά τους καί τήν πῆγαν ἀνάλαφρη πνευματικά νά προσκύνησει.
Ὅταν βγῆκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ξαναγύρισε στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τῆς εἶπε:
-Σέ εὐχαριστῶ μητέρα τοῦ Κυρίου μας, πού μέ ἀξίωσες νά προσκυνήσω τόν Σταυρό του. Τώρα, ἐγώ φεύγω καί πάω στήν ἔρημο, νά ζήσω μακρυά ἀπό τόν κόσμο. Ἐδῶ κοντά, ἔτσι πού ἔχω κακομάθει, δέν ξέρω τί θά κάνω. Σέ βάζω ἐγγυήτρια γιά τήν ψυχή μου. Μή μέ ἐγκαταλείψεις ποτέ. Ὅταν κάνω λάθη, θύμιζέ τα μου. Κράταγέ με. Μίλαγέ μου. Χτύπα με στήν ἀνάγκη. Βάζε μου μυαλό.
Πῆρε μερικά κομμάτια ψωμί καί πῆγε στήν ἔρημο. Ἔζησε ἐκεῖ σαράντα χρόνια καί περισσότερα. Ὅταν πιά γέρασε, ἔλαβε πληροφορία ἀπό τόν Θεό ἕνας ὅσιος πατέρας, ὁ Ζωσιμᾶς, ὅτι: «μιά ἁγία γυναίκα σέ περιμένει νά ἐξομολογηθεῖ καί νά κοινωνήσει».
Παλεύοντας μέ τήν ἁμαρτία
Ὅταν τήν βρῆκε, τά ροῦχα της ἦταν κουρέλια. Φαινόταν κατάμαυρη ἀπό τόν ἥλιο καί τήν κακουχία. Μέ μόνα κάτασπρα τά μαλλιά της.
Τοῦ διηγήθηκε τόν βίο της. Μετά τήν εἶδε νά περπατᾶ στόν ἀέρα. Νά περνᾶ τόν Ἰορδάνη, πατώντας στό νερό. Γιατί; Γιατί εἶχε ἁγιάσει.
Τοῦ εἶπε;
-Πόσες φορές ἐδῶ πού βρισκόμουν ἀντί νά προσεύχομαι, θυμόμουν τά πορνικά τραγούδια, γοητευόμουν καί ἔπαιρνα τόν δρόμο γιά τόν κόσμο.
Μά τότε, νά ἡ Παναγία πού μοῦ ἔλεγε:
-Μαρία, ποῦ πᾶς;
Καί τήν ἔβλεπα μπροστά μου, νά μοῦ φράζει τόν δρόμο. Μοῦ ἔλεγε:
-Γύρνα πίσω. Μέ ἔβαλες ἐγγυήτρια.
Ὅποιος πραγματικά θέλει νά ἀγωνιστεῖ, γιά νά διορθωθεῖ, πρέπει νά προφυλάσσει τόν ἑαυτό του ἀπό πισωγυρίσματα.
Ὅταν ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, εἶδε τά ψωμιά πού εἶχε πάρει μαζί της ἡ ἁγία φεύγοντας, ἦταν ἀκόμη ἀπείραχτα. Γιατί τό θεωροῦσε πολυτέλεια νά φάει τά ξεροκόμματα καί ἔτρωγε μόνο τά χορτάρια πού ἔβρισκε στήν ἔρημο.
Ἔτσι νήστευε ἡ ἁγία. Γιατί; Γιά τήν ψυχή της.
Καιρός αὐτοκριτικῆς
Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔκανε αὐτό τόν πνευματικό ἀγώνα. Ἐσύ τί κάνεις;
Ὅταν χτυπᾶ ἡ καμπάνα, ἡ συνείδηση, ἡ αἴσθηση ἡ πνευματική καί σοῦ λέει κάτι δέν πάει καλά μέ σένα, τί κάνεις;
Τήν προσέχεις αὐτή τήν φωνή; Ἤ τήν ἀγνοεῖς;
Ὅταν –καμιά φορά- παίρνεις τήν ἀπόφαση νά κάνεις μερικά βήματα μπροστά, μήπως στήν πρώτη δύσκολη στιγμή, τά ξεχνᾶς ὅλα; Μέ τί παίρνεις δύναμη; Ἀπό ποῦ;
Ποιό εἶναι τό χρέος μας;
Νά σταθοῦμε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, μπροστά στόν Χριστό· κάτι ἀκόμη καλύτερα μπροστά στόν παπᾶ καί νά ἐξομολογηθοῦμε. Νά ζητήσομε συγχώρηση, εὐχή καί ὁδηγίες γιά τόν ἀγώνα. Γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τήν ταλαιπωρία τῆς ἁμαρτίας.
Γιατί ἀλλοίμονό μας ἄν ζήσομε σέ πνευματική πορνεία, δηλαδή μακρυά ἀπό τόν Χριστό, ψυχικά, γιά ὅλη μας τή ζωή. Νεκροί εἴμαστε καί νεκροί θά μείνομε. «Μακρυά ἀπό τόν Χριστό» σημαίνει «πεθαμένος».
Καί τί πεθαμένος; Τόν αἰώνιο θάνατο.
Ὅταν λέμε μετάνοια...
Ὁ Ντοστογιέφσκι ἀναφέρει σ’ ἕνα μυθιστόρημά του γιά μιά κοπέλλα, Σόνια τήν ἔλεγαν. Γνωρίστηκε κάποτε μέ ἕνα φοιτητή, πού ἦταν σάν κάποιους νεαρούς, τοῦ σήμερα. Δέν ἔδινε σημασία σέ ψυχή καί φρόντιζε μέ κλεψιές, νά βγάζει χρήματα γιά τήν διασκέδασή του.
Εἶπε ὁ νεαρός στή Σόνια:
-Δέν εἶχα χρήματα. Φαντάστηκα ὅτι μιά γρηούλα πού καθόταν μοναχή της, εἶχε πολλά χρήματα. Τήν σκότωσα. Ἀλλά ὅσο καί ἄν ἔψαξα, δέν βρῆκα παρά μόνο πενταροδεκάρες.
-Τί ἔκανες; Τοῦ εἶπε ἡ Σόνια. Φόνο ἔκανες; Ἁμαρτία! Μεγάλη ἁμαρτία. Πῶς θά σοῦ τήν συγχωρήσει ὁ Θεός; Ξέρεις τί φταίξιμο ἔκανες; Πῶς πατᾶς στή γῆ πού τήν μόλυνες μέ τά ἔργα σου;
Ἐκεῖνος τά ἔχασε.
-Τί νά κάνω;
-Τί νά κάνεις; Τό πρῶτο, εἶναι νά κάνεις μετάνοιες ἐδῶ· αὐτή τήν στιγμή. Νά ζητήσεις ἀπό τήν γῆ συγχώρηση. Νά φιλήσεις τό χῶμα, νά σέ συγχωρήσει.
-Τί ἄλλο νά κάνω;
-Νά πᾶς ἐκεῖ στό σταυροδρόμι... Τοῦ ἔδειξε ἕνα ἀπό τά κεντρικώτερα σταυροδρόμια τῆς Πετρούπολης. Νά γονατίσεις στή μέση καί νά φωνάξεις στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα: «Εἶμαι ἁμαρτωλός. Συγχώρεσέ με Θεέ μου. Συγχωρέστε με ἀδελφοί μου. Σκότωσα ἄνθρωπο».
Πῆγε νεαρός, γονάτισε στό σταυροδρόμι, διότι εἶχε ἔλθει σέ αἴσθηση, καί φωνάζοντας στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, ἐξομολογήθηκε τήν ἁμαρτία του, σέ ὅλο τόν κόσμο· γονατιστός.
Ἔτσι θά ἔπρεπε νά ἐξομολογούμεθα τίς ἁμαρτίες μας. Γιατί δέν εἶναι προσωπική σου ὑπόθεση ἡ ἁμαρτία σου. Μολύνει καί τό σπίτι σου· τήν γυναίκα σου· τά παιδιά σου. Μολύνει καί τό περιβάλλον σου. Τόν κόσμο ὁλόκληρο μολύνει.
Ἔτσι πρέπει νά ἐξομολογούμεθα· μέ συντριβή.
Νά ἔρχεται ἡ αἴσθηση μέσα μας, ὅτι κάτι δέν πάει καλά.
Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ
Μά νά. Ὁ εὔσπλαγχνος Θεός μᾶς λέει:
-Μή κάνετε τέτοιο πράγμα. Πηγαίνετε νά ἐξομολογηθεῖτε σέ ἕναν παπᾶ, πού δέν θά τό πεῖ πουθενά. Καί ζητήσετε ἀπό ἐμένα συγχώρηση.
Κάποτε, μιά γυναίκα βρῆκε ἕνα ὡραῖο σαλιγκάρι πού τό ἤθελε γιά μπιμπελό. Τό ἔβαλε σέ ἕνα τσουκάλι, γιά νά βράσει καί νά μείνει μόνο τό κέλυφος. Τήν εἶδε ἡ μάνα της καί ἐπειδή σιχαινόταν, πέταξε καί τό τσουκάλι. Τῆς ἦταν ἀδιανόητο νά μαγειρεύσει σέ τσουκάλι πού εἶχε μπεῖ μέσα σαλιγκάρι.
Ἡ ἁμαρτία, καί μάλιστα ὡρισμένες ἁμαρτίες, εἶναι χιλιάδες φορές πιό σιχαμερές.
Πόσο μολύνουν τόν ἄνθρωπο, ποιός θά τό ὑπολογίσει; Μόνο ὁ Θεός. Πόσο ἔπρεπε νά μᾶς σιχαθεῖ ὁ Θεός ὅταν κάνομε τέτοιες ἁμαρτίες; Πόσο;
Μά ὁ Θεός, δέν θέλει τόν θάνατο κανενός, καί δέν σιχαίνεται κανέναν. Γιά νά μᾶς πλύνει τίς ἁμαρτίες μας, πλένει αὐτό τό παληοτσούκαλο, αὐτό τό παληοσκεῦος τό σάρκινο, μέ τό ὁποῖο τίς κάνομε καί μολύνομε τήν συνείδηση καί τήν ψυχή μας, μέ τί;
Ὄχι μέ τά ἀπορρυπαντικά πού ξέρομε, ἀλλά μέ τό αἷμα του. Πού τό ἔχυσε γιά μᾶς πάνω στό Σταυρό.
Θέλεις νά σωθεῖς;
Θυμήσου πρῶτα τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ.
Μή νομίζεις ὅτι κέντρο τῆς ζωῆς εἶναι τό σαρκίο σου καί ὁ γύρω κόσμος. Αὐτά εἶναι ψεύτικα. Ἀλήθεια εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἔλα σέ αἴσθηση τῆς ἀλήθειας. Γιά τόν ἑαυτό σου καί τήν σημασία τῶν πράξεών σου. Μή τά θεωρεῖς ὅλα τίποτε.
Ἀφοῦ ἔλθεις σέ αἴσθηση, φώναξε στό Θεό.
Στό σταυροδρόμι ἔπρεπε. Ἀλλά τώρα κάνε κάτι ἄλλο. Κρύψου στό «ταμιεῖον» σου. Μοναχός σου. Καί φώναξε ἄν ὄχι ἀπό τό στόμα σου, ὁπωσδήποτε ἀπό τήν καρδιά σου πρός τόν Θεό καί πές του: «Συγχώρεσέ με, Θεέ μου».
Ἔπειτα ἐξομολογήσου καί κοινώνησε.
Ἔτσι ἔρχεται ἡ ἀνάσταση τῆς πεθαμένης ψυχῆς. Ἔτσι βαδίζομε πρός τήν ἀνάσταση σάν γιορτή –γιορτή τοῦ Χριστοῦ- ἔτσι ἑτοιμαζόμαστε καί γιά τήν ἀνάσταση πού θά ἔλθει τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας, γιά νά ἀρχίσει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ αἰώνια καί ἀτελεύτητη.
Ἀλλοίμονο σέ ἐκείνους, πού δέν θά βρεθοῦν ἄξιοι νά μποῦν σέ ἐκείνη τή ζωή.
Τήν ἁγία Μαρία τήν Αἰγυπτία τήν βρῆκε ὁ παπᾶς στήν ἔρημο, τήν ἐξομολόγησε καί τήν κοινώνησε. Καί τοῦ εἶπε, μετά κάμποσο καιρό νά ἔλθεις νά μέ ξαναβρεῖς.
Ὅταν ξαναπῆγε, τήν βρῆκε ξαπλωμένη ἐκεῖ πού εἶχε κοινωνήσει. Πάνω στήν ἄμμο εἶχε γράψει τήν ἡμερομηνία πού παρέδωσε τό πνεῦμα της. Ἦταν ἡ μέρα πού ἔλαβε τήν Θεία Κοινωνία. Ἕνα χρόνο μετά τήν βρῆκε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἄφθαρτη, νά μοσχοβολᾶ ἀπό τήν μετάνοια καί ἀπό τήν Θεία Κοινωνία.
Γι’ αὐτό τήν γιορτάζομε ἔτσι τήν ἁγία Μαρία τήν Αἰγυπτία, γιατί ἀπαλλάχτηκε ἀπό τήν βρῶμα τῆς ἁμαρτίας καί εὐωδίασε καί ἡ ψυχή της καί τό σῶμα της.
Εἶναι δίδαγμα γιά μᾶς, νά ἐξετάζομε καί νά βλέπομε πού εἴμαστε, πού στεκόμαστε καί νά μεταβάλλομε τήν βρῶμα τῆς ψυχῆς μας, ἀπό τίς ὅποιες ἁμαρτίες μας, σέ εὐωδία πνευματική.
«Εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς» γιά τόν Κύριο καί Σωτήρα μας. Ἀμήν.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου