Ο Γιώργος Κοτζιούλας
(1909 - 1956) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και
κριτικός, με σημαντική συνεισφορά στην Εθνική Αντίσταση (εδώ).
Ο Κοτζιούλας ως ποιητής
συνεχίζει την παράδοση των νεοσυμβολιστών και των νεορομαντικών και
διακρίνεται για την ευχέρεια στον μετρικό στίχο και τις εύστοχες
ομοιοκαταληξίες του. Τα πεζά του είναι κυρίως βιωματικά και παρουσιάζουν
μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό του έργο,
απ’ όπου ξεχωρίζουμε τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ με ενδιαφέρουσα
μεταφρασεολογικώς εισαγωγή (εδώ).
Ο Κοτζιούλας έχει γράψει
ένα ποίημα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που το θεωρώ το καλύτερο που
έχει γραφεί ποτέ γι' αυτόν. Το ποίημα αυτό είναι και η αφορμή αυτής της
ανάρτησης. Μαζί παραθέτω και δύο ακόμα ποιήματα ως δείγματα της δουλειάς
του.
ΣΤΡΟΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ
Ο Αλέξαντρος Παπαδιαμάντης, η μεγάλη
ψυχή, δεν είχε, λεν όσοι είδαν, να φορέσει
λουρί, γι’ αυτό κι εκείνος έδενε τη μέση
μ’ ένα σκοινί, σα διακονιάρης. Όταν πάλι
του’διναν τσάι ευρωπαϊκό σε σπίτι ξένο,
δεν το’παιρνε, γιατί δεν το’χε μαθημένο.
Φεύγοντας ύστερη φορά για τ’ ακρογιάλι
(πενήντα περασμένα κι είχε καταπέσει)
τον πήρε το παράπονο, έκλαιε, πώς να μη μπορέσει
τ’ αγόρι τ’ αδερφού του κάπου να το βάλει.
«Αχ, όπως ήρθα στην πατρίδα μου πηγαίνω»
κρυφοτρεμούλιαζε τ’ αχείλι πικραμένο.
Τίποτε δεν τους λείπει αυτών που γράφουν τώρα·
κι όμως τη χάρη ποιος την έφτασε εκεινού;
Κανένας άλλος, όση και να πάρει φόρα,
δε σώνει το χαλκά να πιάσει τ’ ουρανού.
Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938)
ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ
Θέλω να γράψω ένα τραγούδι μ’ αντοχή,
και συλλογίζομαι ολοένα εσάς, φτωχοί.
Σκυφτοί στο γούπατο γιά σκόρπιοι στο ριζό,
με τον καημό σας ανασταίνομαι και ζω.
Τα χέρια του παπούλη επαίζαν τον κασμά,
τα χέρια τώρα τα δικά μου είναι χλομά.
Ήταν απλοί οι άνθρωποι εκείνου του καιρού,
δε σεκλετίζονταν, τραβούσαν κουτουρού.
Σκιάζονταν τ’ άδικο, κρατούσαν τις γιορτές,
παρθένες παίρναν και τις είχανε πιστές,
οι μάνες αποχτούσαν άβλαβα παιδιά,
κάθε δυο χρόνια σηκωνόταν η ποδιά.
Ούτε χωράφια είχαν πολλά, ούτε ζωντανά,
μα ζούσαν όσο ο γέρο δέντρος στα βουνά.
Γεροκομούσαν τους γονέους τότε οι γιοι,
ποιος υπομένει την κατάρα, την οργή;
Άλλους τους πρόφτασα όταν ήμουνα παιδί,
κι άλλους τους έχω ακούσει, δεν τους έχω ιδεί.
Μα φύλαξα τα πρόσωπά τους τ’ αυστηρά
μες στο θυμητικό μου, ατέλειωτη σειρά.
Από τη συλλογή Η δεύτερη ζωή (1938)
---
ΗΠΕΙΡΟΣ
Φτενά χωράφια κρατημένα σε πεζούλια
κι άπιαστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμνούς,
ετούτ’ είν’ η πατρίδα μας• μα η πούλια
δε λάμπει πιο καθάρια σ’ άλλους ουρανούς.
Ξεσηκωμένος ο φτωχός απ’ το ζευγάρι
κι ο άλλος αφήνοντας αφύλαχτη κοπή,
τ’ ακονισμένο σίδερο έτρεξε να πάρει
λαός που, αδιάβαστος, δε σήκωνε ντροπή.
Βαρείτε την οχιά! –μας το ’μαθαν οι πάπποι
πως δεν τη θέλει ούτ’ ο Θεός την αδικιά.
Νωρίς μάς ξύπνησες, ασβέ, κλεφτοζουλάπι,
για τον καρπό που μόλις μπήκε στα σακιά.
Τι, θα μας πάρετε κι εσείς αυτά τα λίγα
που τα ’χουμε ποτίσει μ’ ίδρωτα πικρόν;
Έλα, μικρόσωμε, στυλώσου μπρος στο γίγα
για ν’ αλαλάξει κι η χορεία των νεκρών!
Τα πόδια πόχουνε τριφτεί στις κοφτερίδες
ξέρουν καλά τον τόπο, κάθε πιθαμή.
Θα ιδείς εσύ πώς γίνονται άξαφνα κιοτήδες
όσοι πατούν ανίερα τ’ άλλου το ψωμί.
Θα ιδείς εσύ τυραγνισμένες απ’ τη γέννα
νοικοκυρούλες λιγοκρέατες πώς μεμιάς
ολόιδιες λιόντισσες τινάζονται οργισμένα,
στο έμπασμα απόκοτος αν φτάσει τής μονιάς.
Φυλή τόσο άφοβη, ποτέ δεν θα πεθάνει.
Τα χέρια που έκαναν αθώα το σταυρό
θηλιές θα γίνουν να σας πνίξουν, νυχτοπλάνοι,
που βρήκατε κι εσείς γι’ αντρείες τον καιρό.
Μην τον πειράζετε τον ήσυχο που είν’ όλο
φροντίδα και δουλειά και προκοπή,
γιατ’ η απαλάμη η μαθημένη από το σβώλο,
με λόχη φονική θ’ αλλάξει το τσαπί.
Εκεί βυζαίνουν απ’ της μάνας τους τον κόρφο,
με γάλα ξένο δεν αξαίνουν τα παιδιά,
κι εκεί θα βρεις ακόμα απάρθενη μια Μόρφω
με καταπλούμιστη από κλάρες την ποδιά.
Στον τόπο μας δε μεγαλώνουν οκνοί δούλοι.
κανένας δεν ακούει τυράννου προσταγή:
το ξακουσμένο πέφτει εδώ, το μέγα Σούλι,
που’ ν’ αγιασμένη η κάθε πέτρα του στη γη.
Γραμμένο το 1941, αλλά δημοσιευμένο το 1953 στη συλλογή Ηπειρώτικα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου