Πηγή:Νεκρός για τον κόσμο
Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924, τιμάται 10 Νοεμβρίου), ο λεγόμενος Χατζεφεντής, ήταν ένας εξαιρετικά χαρισματούχος ιερομόναχος από τα Φάρασα της Καππαδοκίας, σεβαστός σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, θαυματουργός ήδη εν ζωή, που οδήγησε το λαό του (το «ποίμνιό του», τα «λογικά του πρόβατα»), καταδιωγμένο από τους Τούρκους το 1924, στην Ελλάδα και κοιμήθηκε από τις κακουχίες στην Κέρκυρα, όπου και βρίσκεται ο τάφος του, ενώ τα άγια λείψανά του βρίσκονται σήμερα στο ιερό ησυχαστήριο της Σουρωτής Θεσσαλονίκης, που είναι αφιερωμένο στον άγ. Ιωάννη το Θεολόγο.
Στη συγκλονιστική βιογραφία του (έκδ. του ησυχαστηρίου της Σουρωτής, 2007), γραμμένη από το γέροντα Παΐσιο, μετά από εξαντλητική έρευνα, διαβάζουμε πολλές περιπτώσεις θαυμαστών παρεμβάσεων του αγίου σε μουσουλμάνους, πράγμα που το θεωρούσαν όλοι πολύ φυσικό. «Είναι αλήθεια ότι ο Πατήρ, όπου περνούσε και του έφερναν αρρώστους, για να τους διαβάση, ποτέ δεν εξέταζε εάν ο άρρωστος είναι Χριστιανός ή Τούρκος, αλλά από ποια αρρώστια πάσχει, για να βρη την ανάλογη ευχή» (σελ. 43). Ας σημειωθεί επίσης ότι, όταν λειτουργούσε, διάβαζε το ευαγγέλιο και στα ελληνικά και στα φαρασιώτικα (καππαδοκικό ιδίωμα) και στα τούρκικα. Ας δούμε μερικές μόνον από τις πολλές περιπτώσεις:
Α. Κάποτε που περιόδευε στα χωριά με τον ψάλτη του Πρόδρομο, είχε περάσει και από το χωριό Σινασός. Οι Τούρκοι του χωριού εμπόδισαν τον Πατέρα να έρθη σε επαφή με τους Χριστιανούς. Ο Πατήρ Αρσένιος δεν μίλησε καθόλου, παρά είπε μόνο στον Πρόδρομο: «Πάμε να φύγουμε και θα τους ιδής τους Τούρκους να τρέχουν να μας προλάβουν». Μόλις βγήκαν μισή ώρα έξω από το χωριό, ο Χατζεφεντής γονάτισε και ύψωσε τα χέρια του στον Ουρανό (έκανε προσευχή). Και ενώ ήταν καλός καιρός, για μια στιγμή μαζεύθηκαν σύννεφα και άρχισε βροχή –κατακλυσμός με δυνατό αέρα– και το χωριό Σινασός να σείεται ολόκληρο.
Οι Τούρκοι αμέσως κατάλαβαν το σφάλμα τους και έστειλαν δύο ζαπτιέδες (αγγελιοφόρους καβαλλάρηδες), για να τον προλάβουν. Και όταν τον έφθασαν, έπεσαν στα πόδια του Χατζεφεντή και ζητούσαν συγχώρεση εκ μέρους όλου του χωριού. Τότε ο Πατήρ Αρσένιος τους συγχώρεσε και ξαναγύρισε στην Σινασό. Σταύρωσε το χωριό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και αμέσως σταμάτησαν όλα και καλωσύνεψε.
Β. Είχαν φέρει κάποτε από τους Τελέληδες μια τυφλή Μουσουλμάνα, ονόματι Φάτμα, ημέρα Τετάρτη στον Χατζεφεντή, να την διαβάση να γίνη καλά. Επειδή ήταν έγκλειστος, αφού χτύπησαν τη πόρτα του κελλιού του αρκετά οι συνοδοί της τυφλής, την άφησαν απ’ έξω και πήγαν στο Μεσοχώρι. Εκείνη την ώρα, μια Φαρασιώτισσα, που της είχε αγκυλωθή το χέρι της, πήγε στο κελλί του Χατζεφεντή και πήρε από το κατώφλι της πόρτας του χώμα, άλειψε το παθεμένο χέρι της και έγινε καλά. (Έτσι έκαναν όλοι οι Φαρασιώτες αυτές τις δύο ημέρες, που έμενε έγκλειστος, και δεν τον ενοχλούσαν). Όταν λοιπόν είδε την τυφλή, τη ρώτησε γιατί περιμένει και η τυφλή της είπε την αιτία. Τότε η Φαρασιώτισσα της απάντησε:
- Τι κάθεσαι και χασομεράς; Δεν ξέρεις ότι ο Χατζεφεντής την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν ανοίγει; Πάρε χώμα από το κατώφλι της πόρτας και τρίψε τα μάτια σου να γίνης καλά, όπως κάνουμε και όλοι αυτές τις ημέρες, όταν αρρωσταίνουμε.
Η Φαρασιώτισσα έφυγε και πήγε στην δουλειά της. Η Μουσουλμάνα όμως είχε παραξενευθεί στην αρχή γι’ αυτό που άκουσε, αλλά μετά έψαξε και βρήκε το κατώφλι, πήρε χώμα και έτριψε τα μάτια της και αμέσως άρχισε να βλέπη θαμπά. Από την χαρά της τότε πήρε μια πέτρα και χτυπούσε σαν τρελλή την πόρτα του Πατρός Αρσενίου, ο οποίος άνοιξε και, επειδή είδε πως ήταν Μουσουλμάνα, ενώ δεν μιλούσε αυτήν την ημέρα, έκανε διάκριση και τη ρώρησε τι θέλει. Του είπε τον λόγο και ο Πατήρ πήρε το Ευαγγέλιο και την διάβασε και αμέσως της ήρθε όλο της το φως. Εκείνη τότε από την χαρά της έπεσε στο πόδια του και τον προσκυνούσε με ευλάβεια, αλλ’ ο Πατήρ την μάλωσε και της είπε:
- Εάν θέλης να προσκυνήσης, να προσκυνήσης τον Χριστό που σου έδωσε το φως, και όχι εμένα.
Έφυγε μετά χαρούμενη να βρη τους συνοδούς της και ανεχώρησαν για το χωριό της.
Γ. Φαρασιώτες από την Δράμα και εγκατεστημένοι στην Θεσσαλονίκη διηγήθηκαν ότι δύο Σέχοι (αρχηγοί Μουσουλμανικών φυλών και μάγοι) από το Χατζή-Πεχτές είχαν επισκεφθή τον Πατέρα Αρσένιο. Ο Πατήρ τους δέχθηκε και τους έφτιαξε και καφέ. Οι Σέχοι όμως άρχισαν τις ανόητες και ζαλισμένες ερωτήσεις, που έφερναν μόνον πονοκέφαλο. Ο Πατήρ, για να τους ξεφορτωθή, τους είπε:
- Δεν μπορώ να σας ακούω, γιατί πονάει το κεφάλι μου.
Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν και είπε ο ένας στον Πατέρα Αρσένιο:
- Παπάς Εφέντης, θα σου φτιάξουμε ένα μουσχά (χαϊμαλί) και, άμα το φορέσης, σ’ όλη σου την ζωή δεν θα σε πονέση το κεφάλι σου.
Ο Πατήρ τους απάντησε τότε αυστηρά:
- Έχω μεγαλύτερη δύναμη από την δική σας και μπορώ να σας κάνω με την δύναμη του Χριστού να μην κουνηθήτε καθόλου από τον τόπο που κάθεσθε.
Τους άφησε αμέσως τότε και πήγε δίπλα στο κελλί του. Όταν είχαν αποτελειώσει τον καφέ τους οι Σέχοι και θέλησαν αν φύγουν, με κανέναν τρόπο δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τον τόπου που κάθονταν, διότι ένιωθαν να είναι δεμένοι με ένα αόρατο δέσιμο. Αναγκάσθηκαν τότε να φωνάξουν τον Πατέρα Αρσένιο, για να τους λύση. Ο Πατήρ πήγε αμέσως, αλλά δεν τους μίλησε. Μόνο νόημα τους έκανε να φύγουν, και έτσι μπόρεσαν να ξεκοκκαλώσουν από τον τόπο τους. Οι Σέχοι κατάλαβαν το σφάλμα τους και ζήτησαν συγχώρεση από τον Πατέρα και του είπαν φεύγοντας:
- Παπάς Εφέντης, συγχώρα μας. Η δύναμή σου είναι μεγάλη, γιατί την παίρνεις από την μεγάλη σου πίστη. Εμείς με τον σατανά δουλεύουμε.
Δ. Ο Συμεών Καραούσογλου θυμάται το παρακάτω γεγονός: Μία Τζερκέζα (Μουσουλμάνα) είχε παρακαλέσει τον Πρόδρομο της Κοπαλούς να της φέρει ένα φυλαχτό από τον Χατζεφεντή, επειδή ήταν στείρα και ο άνδρας της ήταν έτοιμος να την χωρίση γι’ αυτόν τον λόγο. Ο Πρόδρομος την λυπήθηκε, διότι ήταν και ορφανή και ολομόναχη, χωρίς κανέναν συγγενή. Άφησε την δουλειά του και ήρθε στο χωριό. Επειδή ήταν λίγο αργά, όταν έφθασε, δίσταζε ο ίδιος να πάη στον Πατέρα Αρσένιο και είπε σε κάποιον επίτροπο να πάη εκείνος. Ο επίτροπος πήγε και πήρε ένα φυλαχτό, δηλαδή την ευχή που θα της διάβαζε γραμμένη. Επειδή δε ήξερε ότι η Τζερκέζα ήταν πλούσια – ο άνδρας της ήταν μεγάλος κτηνοτρόφος –, νικήθηκε από την πλεονεξία και πήρε την ευχή του Πατρός Αρσενίου που ήταν διπλωμένη και την τύλιξε με ένα δικό του σημείωμα, όπου έγραφε να στείλη δέματα, τυρί, κρέατα κ.λπ., δήθεν ότι τα ζήτησε ο Χατζεφεντής. Το έδωσε μετά στον Πρόδρομο της Κοπαλούς ο πλεονέκτης επίτροπος και εκείνος, χωρίς να ξέρη, πήγε την άλλη μέρα και το έδωσε στην Τζερκέζα, με την οποία γειτόνευαν στα κτήματα. Αυτή το ξετύλιξε και το μεν φυλαχτό το φόρεσε με ευλάβεια, το δε σημείωμα το πήρε και έστειλε στον επίτροπο ό,τι έγραφε, διότι θα τα πήγαινε δήθεν εκείνος στον Πατέρα Αρσένιο. Στον χρόνο η Τζερκέζα απέκτησε [παιδί] και έστελνε και στην συνέχεια πολλά πράγματα στον επίτροπο, χωρίς να γνωρίζη ο Πατήρ.
Μετά από δύο χρόνια το έμαθε και κάλεσε τον επίτροπο εκείνον και του έκανε παρατηρήσεις. Ο επίτροπος όμως, αντί να ζητήση συγχώρεση, δυστυχώς αρνιόταν. Τότε ο Πατήρ Αρσένιος του είπε:
- Καλύτερα είναι να εξοφλήσης σε τούτη την ζωή, παρά να κολασθής. Γι’ αυτό από αυτή την στιγμή να γεμίση το κορμί σου σπυριά και να σε τρώνε, όσον καιρό έτρωγες και συ της Τζερκέζας τα τυριά και τα κρέατα.
Από εκείνη την στιγμή το κορμί του επιτρόπου γέμισε σπυριά και με φαγούρα μεγάλη. Δεν μπόρεσε όμως ν’ αντέξη την φαγούρα και πήγε στον Πατέρα Αρσένιο και του ζήτησε συγχώρεση. Εκείνος τον συγχώρεσε, τον διάβασε και θεραπεύθηκε.
Ε. Η Στέλλα Κογλανίδου διηγείται ότι είχαν φέρει στο πατρικό της σπίτι, στα Φάρασα, έναν βουβό Τούρκο ηλικίας τριάντα ετών, και ο πατέρας της τον πήρε και τον πήγε στον Πατέρα Αρσένιο, για να τον διαβάση και να γίνη καλά. Ενώ ο Χατζεφεντής του διάβαζε το Ευαγγέλιο, πριν ακόμη τελειώση, ο βουβός άρχισε να μιλάη στην συνέχεια τον πήγε πάλι στο σπίτι του και ο βουβός μιλούσε. Δηλαδή τον φιλοξένησε και θεραπευμένο, και την άλλη μέρα τον πήραν οι συγγενείς του και έφυγαν.
Ο άγ. Αρσένιος προσεύχεται για την επιστροφή του αγιάσματος του αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου, που στέρευε |
Στ. [Διηγείται ο γέροντας Παΐσιος]. Δυο γέροι Τούρκοι που κάθονταν έξω από ένα μπακάλικο [στο Γιαχ-Γυαλί (Αχγιαβούδες)], μου είπαν να καθίσω, και στην συνέχεια με ρώτησαν από πού έρχομαι και πού πηγαίνω και εάν είμαι παπάς, στους οποίους είπα σχετικά με το ταξίδι μου. Ο ένας γέρος Τούρκος μου είπε τα εξής: «Εκεί στα Φάρασα ήταν ένας Αζίζ Παπάς (Άγιος Παπάς). Τον έλεγαν Χατζεφεντή και πήγαιναν από παντού τους αρρώστους και τους διάβαζε και γίνονταν καλά. Με είχαν πάει κι εμένα, που ήταν στραβό το κεφάλι μου, και με διάβασε και έγινα καλά». Μου έδειχνε δε και το κεφάλι του, πώς ήταν γυρισμένο προς τις πλάτες του και πώς επανήλθε στην θέση του.
Ζ. Ο Συμεών Καραούσογλου διηγήθηκε ότι κάποτε πήγε στα Φάρασα ένας λήσταρχος Τούρκος και μπήκε μέσα στον Ναό την ημέρα της Αναστάσεως, ενώ είχε αρχίσει η Θεία Λειτουργία. Ο Χατζεφεντής, μόλις τον είδε αρματωμένο και με τέτοια αναίδεια, τον ειδοποίησε να φύγη έξω γρήγορα. Ο λήσταρχος όμως δεν έδωσε καθόλου σημασία, όπως και ο Πατήρ δεν του είπε τίποτα πια, παρά συνέχισε ατάραχος την Θεία Λειτουργία. Όταν όμως βγήκε στα Άγια, στην Μεγάλη Είσοδο, ο Τούρκος άρχισε να τρέμη επιτόπου, χωρίς να μπορή να φύγη έξω, διότι ένιωθε τον εαυτό του δεμένο με ένα αόρατο δέσιμο. Το έπαθε αυτό, όταν είδε τον Πατέρα Αρσένιο στα Άγια, να μην πατάη στην γη, αλλά να περπατάη στον αέρα. Αφού λοιπόν μπήκε με τα Άγια στο Ιερό, μετά έκανε ο Πατήρ στον Τούρκο νόημα να φύγη και τότε ένιωσε τον εαυτό του λυμένο ο Τούρκος και βγήκε έξω από τον Ναό τρέμοντας και έπεσε σε μια άκρη σαν νεκρός στην γη.
Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία και ο κόσμος όλος σκόρπισε στα σπίτια τους, ένας επίτροπος τον είδε τον λήσταρχο κάτω πεσμένο σε μια άκρη και είπε στον Χατζεφεντή:
- Να έχω την ευχή σου, εκείνος ο Τούρκος είναι πεσμένος κάτω στην γη σαν πεθαμένος.
Ο Πατήρ του είπε:
- Καλά.
Όταν τελείωσε και αυτός από το Ιερό και έφευγε, πήγε και τον σήκωσε επάνω, και έτσι μπόρεσε να στηριχθή στα πόδια του. Αφού του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, είπε στον επίτροπο:
- Δώσ’ του πέντε γρόσια, μια που είναι Πάσχα σήμερα.
Έφυγε μετά θεραπευμένος και κατατρομαγμένος και μάζεψε όλους τους Τούρκους (Τσέτες) που είχαν κυκλωμένο το χωριό, και έφυγαν όλοι φοβισμένοι.
Η. Μερικοί Τούρκοι άρρωστοι, που θεωρούσαν τον εαυτό τους ανάξιο για να ζητήσουν από τον Χατζεφεντή να τους διαβάση, ζητούσαν από την στάχτη του θυμιατηριού, που άδειαζε στην άκρη του τζακιού του, την οποία διέλυαν σε νερό, την έπιναν οι Τούρκοι και γίνονταν καλά.
Θ. Πήγαν κάποτε από τις Τσαχιρούδες μία Τουρκάλα νεόνυμφη δαιμονισμένη, με αλυσίδες δεμένη, στον Χατζεφεντή, για να την διαβάση. Επειδή ήταν έγκλειστος εκείνη την ημέρα, οι συγγενείς της βασανισμένης ψυχής παρακάλεσαν τους επιτρόπους να μεσολαβήσουν, για να τους δεχθή, διότι, παρόλο που την είχαν και δεμένη, δεν μπορούσαν και πάλι να την συγκρατήσουν. Ο Πατήρ τους δέχθηκε και έκανε νόημα για να την λύσουν. Μόλις λύθηκε όμως, όρμησε στον Πατέρα Αρσένιο, του άρπαξε το ένα του πόδι και το δάγκωνε. Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, για να την διαβάση, δεν το άνοιξε, παρά την χτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως από την γυναίκα, η οποία άρχισε μετά να κλαίη και να φυλάη με ευλάβεια το δαγκωμένο πόδι του Πατρός. Επίσης ο πατέρας της έπεσε και αυτός στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχθή ολόκληρο τον κεσέ του (το πουγγί) και έλεγε:
- Πάρ’ τα όλα, να είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου.
Ο Πατήρ τον σήκωσε επάνω και του είπε:
- Κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται.
Ι. Μια φορά που του πήγε ένας Τούρκος δύο ζώα φορτωμένα μπαχτσίς (δώρα), γιατί απέκτησε η στείρα γυναίκα του δύο παιδιά με το φυλαχτό που της έστειλε ο Χατζεφεντής, του έκανε αυστηρή παρατήρηση με τα εξής λόγια: «Στο χωριό σου φτωχούς δεν είχες; Τι μου τα κουβάλησες εδώ; Για να σου πω το αφερίμ (μπράβο); Εγώ μπαχτσίσια δεν μαζεύω».
ΙΑ. Είχαν φέρει στον Χατζεφεντή μια φορά έναν Τούρκο, διηγήθηκε ο Βασίλειος Καρόπουλος, που είχε στραβώσει το κεφάλι του στο δεξιό του μέρος και είχε μείνει ακίνητο. Ο Τούρκος αυτός ήταν λήσταρχος και πολύ αιμοβόρος και του συνέβη αυτό, φαίνεται, κατά παραχώρησιν Θεού, γιατί έτσι μόνο σταμάτησε τις κλεψιές του και τα εγκλήματα που έκανε. Είχε γυρίσει προηγουμένως σε πολλούς γιατρούς, για να θεραπευθή, αλλά γιατρειά δεν βρήκε. Ήρθε μετά και στον Χατζεφεντή και, αφού τον διάβασε, επανήλθε το κεφάλι του στην θέση του. Και μετά του έκανε και αυστηρές παρατηρήσεις για την όχι καλή ζωή του και του έδωσε και κανόνα, καθώς και σ’ όλη του την οικογένεια, γιατί ήταν όλοι θηρία και όχι άνθρωποι.
Σταματούμε εδώ, παρόλο που αναφέρονται κι άλλες περιπτώσεις στο ίδιο βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου