Λάκης ΠρογκίδηςΓια τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη (Α΄μέρος)
Λίγο από πνεύμα ανταρσίας, λίγο από οικογενειακή παράδοση, βρέθηκα τον Ιούνιο του 1968, μετά από κάποιες πράξεις ανατρεπτικού, καθώς ελέχθη, χαρακτήρα, συγκρατούμενος με τον Θ.Π. στο 6ο αστυνομικό τμήμα στον Βαρδάρη. Δικτατορία. Σε λίγες μέρες πατούσα τα εικοσιένα.
Ζέστη ανυπόφορη. Ένα μπετονένιο κελί, μη αεριζόμενο, στον τελευταίο όροφο, ακριβώς κάτω από την ταράτσα. Πυρακτωμένο μέρα νύχτα. Μας βγάζαν μόνο για τις φυσικές μας ανάγκες και για να φάμε ανακούρκουδα το φαγητό που φέρναν και παραδίδαν στο φύλακα κάθε μέρα οι δικοί μας. Τελειώνοντας κι αφού καπνίζαμε το μοναδικό τσιγάρο του εικοσιτετράωρου –ώ της απολαύσεως!– κοιταζόμασταν και ψιθυρίζαμε «άντε πάλι στο καμίνι».
Οι μέρες κυλούσαν. Σε δυο τρεις βδομάδες είχαμε εξαντλήσει τις βασικές πληροφορίες γύρω από τη ζωή μας. Περάσαμε λοιπόν σε ιστορίες πιο προσωπικές. Ένα βράδυ, o Θ.Π., λογιστής το επάγγελμα, άρτι παντρεμένος, μου διηγήθηκε τις αναμνήσεις του από ένα τελευταίο του ταξίδι στη Σκιάθο όπου ανακάλυψε τον Παπαδιαμάντη. Καθώς δε το έφερε η τύχη νάχω κι εγώ γνωρίσει στα δεκατέσσερά μου και το ωραίο νησί και νάχω κιόλας διαβάσει τα άπαντα του Βαλέτα, αρχίσαμε να φέρνουμε στο μυαλό μας τα έργα του Παπαδιαμάντη, να ζωντανεύουμε τους ήρωές του και να ονειροπολούμε τις ρόδινες ακρογιαλιές, τις βασιλικές βελανιδιές και τα θεσπέσια τσιμπούσια του. Το καμίνι μας έβραζε. Ο Παπαδιαμάντης το δρόσιζε. Τόλη, αναφωνεί μια μέρα ο συγκάτοικος, ξέρεις τι λέω; Τι; Θα βγω στον Διοικητή να του ζητήσω να μας επιτρέψει να διαβάσουμε Παπαδιαμάντη. Σε βάρεσε η ζέστη, του κάνω. Ξερό κεφάλι όμως ο Θ.Π.: πέτυχε την ακρόαση για την ίδια μέρα. Επέστρεψε σε λίγο τρισευτυχισμένος. Κάθε δεκαπέντε μέρες, συμφώνησε ο Διοικητής, θα μας έφερνε η γυναίκα του Θ.Π. έναν τόμο από τα άπαντα και θα έπερνε πίσω τον διαβασμένο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Και πώς δέχθηκε το πράγμα, ρώτησα. Α, με πολύ ενθουσιασμό, απάντησε. Δεν πρόλαβα, συνέχισε, να ολοκληρώσω το αίτημά μου και πετάχτηκε όρθιος αναφωνώντας «Μπράβο, αυτός μάλιστα, ίσως και ξεστραβωθείτε».
Δεν ευτύχησε να τελειώσουμε την ανάγνωση. Στο τέλος του τρίτου τόμου μας χωρίσαν. Μας μεταφέραν στο στρατόπεδο του Καρατάσου στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Μας κλείσαν σε χωριστά δωμάτια στον πρώτο όροφο ενός διώροφου κτιρίου που στο παρελθόν το χρησιμοποιούσαν οι εφημερεύοντες μόνιμοι αξιωματικοί. Σφράγισαν τα παντζούρια, βάλαν φρουρούς, μας σίτιζαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ και μας επιτρέψαν να διαβάζουμε ό,τι βιβλία μας φέρναν από τα σπίτια μας μια φορά την εβδομάδα –αφού περνούσαν πρώτα από την έγκρισή τους, εννοείται. Δυστυχώς εγώ δεν είχα τα άπαντα για να ολοκληρώσω την ανάγνωση, τη δεύτερη της ζωής μου. Έφηβος τα είχα δανειστεί. Θυμάμαι, εντούτοις, πάντα με νοσταλγία τον εγκλεισμό στου Καρατάσου. Ποτέ δεν ξαναβρέθηκα στη ζωή μου σε τόσο ιδανικές συνθήκες για διάβασμα και περισυλλογή. Έμενα ξυπνητός μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Το εγερτήριο μου το είχα εξασφαλισμένο. Στις 7:00 η ώρα ένας λόχος σταματούσε κάτω από τα παράθυρα μας και κραύγαζε αρκετές φορές τα πασίγνωστα συνθήματα της Χούντας: ΕΙΚΟΣΙΜΙΑ! ΤΕΤΑΡΤΟΥ! ΕΞΗ-ΝΤΑ ΕΦΤΑ! – ΕΛΛΑΣ! ΕΛΛΗΝΩΝ! ΧΡΙ-ΣΤΙΑ-ΝΩΝ!
Μείναμε στο στρατόπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1968 μέχρι που έγινε η δίκη, τον Μάιο του 1969. Από τις πρώτες μέρες, με νωπό ακόμα στη μνήμη μου τον Παπαδιαμάντη, σκεφτόμουν σε τι παράξενη θέση με είχε φέρει η τύχη. Από τη μια μεριά έπαλε μέσα μου ολοζώντανη, πανέμορφη, νόστιμη και απέραντα ανεκτική απέναντι στις τρέλες, τις αποκοτιές και τα πάθη των ανθρώπων η Ελλάδα των Ελλήνων χριστιανών του αγαπημένου μου συγγραφέα. Και από την άλλη, ο έξω κόσμος με βομβάρδιζε με μια ελληνοχριστανική Ελλάδα που με γέμιζε με τόση λύσσα όση και οδύνη. Τούτη η αντίθεση, τούτη η αντιπαράθεση δυο φαινομενικά όμοιων κόσμων στάθηκε το πρώτο μου μάθημα λογοτεχνικής κριτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου