π. Δημητρίου Μπόκου
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη «στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ». Ἐνῷ βρισκόταν ἐνώπιον τοῦ ἀρχιερέως, ἀνακρινόμενος ὑπὸ τοῦ Συνεδρίου, στρέφεται ἐλαφρὰ πρὸς τὸν Πέτρο. Τὸ βλέμμα του, διατρέχοντας τὸ ἀνώνυμο πλῆθος, ἀναζητεῖ μακριὰ στὴν αὐλὴ τὸ βλέμμα τοῦ Πέτρου. Καὶ τὸ συναντάει. Ἡ θάλασσα τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψης ποὺ ξεχυνόταν ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ, κάνει τὸν Πέτρο νὰ ἀνανήψει αὐτοστιγμεί.
Ὁ Χριστὸς δὲν ρίχνει κανένα κεραυνὸ στὸν Πέτρο, δὲν τοῦ ἐπιβάλλει καμμιὰ τιμωρία γιὰ τὴν ἄρνησή του. Τοῦ δείχνει ἁπλῶς πόσο πόνεσε. Ἡ χειρότερη κόλαση γιὰ τὸν Πέτρο ἦταν τὸ βλέμμα ἐκεῖνο τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτέλεσμα: «Καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς».
Τὸ σκηνικὸ ἀντιστρέφεται τώρα. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται «ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς». Συνοδεύεται ἀπὸ ὅλους τους ἀγγέλους του καὶ κάθεται «ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ». Τὰ σύμπαντα τρέμουν. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρέρχονται. «Πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται». Πετιοῦνται σὰν ροῦχο παλιὸ καὶ ἀνακαινίζονται. «Ὁ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον». Οἱ νεκροὶ ἀνασταίνονται. Τὰ πάντα ἀλλάζουν. Ἀναλλοίωτος καὶ αἰώνιος παραμένει μόνο ὁ Χριστός, «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν», «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας», «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος».
Οἱ πάντες, ἐπουράνιοι, ἐπίγειοι, ὑποχθόνιοι, κλίνουν γόνυ ἐνώπιόν του περίτρομοι, ἀναγνωρίζουν ὅτι ἕνας καὶ μόνο εἶναι ὁ Κύριος, «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός». Κάθε ἀλαζονεία καὶ ἔπαρση ἰσοπεδώνονται. «Ἡμέρα γὰρ Κυρίου ἐπὶ πάντα ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον... Καὶ πεσεῖται ὕψος ἀνθρώπων καὶ ὑψωθήσεται Κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ».
Καὶ ὅμως! Ὁ φοβερὸς αὐτὸς Κριτὴς δὲν ἔρχεται γιὰ νὰ ἀνάψει τὶς φωτιὲς καὶ τὰ καζάνια τῆς κόλασης. Δὲν ἔρχεται γιὰ νὰ ρίξει τοὺς κεραυνούς του πάνω στοὺς καταραμένους ἁμαρτωλούς. Δὲν εἶναι ὁ κατὰ τὸν Ὅμηρο «νεφεληγερέτα Ζεύς», ποὺ συμμαζώνει τὰ ἀπειλητικὰ μαῦρα σύννεφα, ποὺ κραδαίνει τοὺς κεραυνοὺς «μὲ φοβέρες καὶ μ’ αἵματα» καὶ ἐξαπολύει ἀνελέητα τὴ θεία νέμεση πάνω στὴν «ὕβριν» τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἔρχεται γιὰ νὰ τιμωρήσει καὶ νὰ βγάλει τὸ ἄχτι του πάνω στοὺς ἀποστάτες καὶ ἀρνητές.
Ἔρχεται νὰ κλάψει γιὰ τελευταία φορὰ γιὰ τὰ τέκνα του, αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν σταμάτησε νὰ ἀγαπάει, νὰ τὰ συμμαζεύει πάντα στὴν ἀγκαλιά του, «ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ἡ ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ἀλλὰ ποὺ μὲ δική τους ἀμετάκλητη καὶ αἰώνια ἐπιλογὴ θέλησαν νὰ ζήσουν μακριά του.
Τότε θὰ δοῦμε ὅλοι ὅτι στὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ἀστράφτει ἡ φλόγα καὶ ἡ δίψα τῆς ἐκδίκησης, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἀπροσμέτρητος ἐκεῖνος πόνος, ἡ θλίψη καὶ ἡ ἀγάπη, μὲ τὰ ὁποῖα κοίταξε τὸν Πέτρο τὴ στιγμὴ τῆς ἄρνησής του. Καὶ αὐτὸ τὸ βλέμμα θὰ εἶναι ἡ χειρότερη κόλαση. Ὀδυνηρότερη ἀπὸ κάθε βάσανο, ἀπὸ κάθε φωτιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανείς.
Καλύτερα νὰ μᾶς ρίξει μύριους κεραυνούς, παρὰ νὰ ἀντικρύσουμε τὸ δακρυσμένο ἐκεῖνο βλέμμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μετὰ νὰ χάσουμε γιὰ πάντα τὴν εὐκαιρία νὰ βλέπουμε τὸ γαλήνιο ἥμερο πρόσωπό του.
Βάλε μας, Κύριε, μ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ βλέπουν αἰώνια «τοῦ σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον»!
Καλὴ ἑβδομάδα! Καλὸ Τριῴδιο!
paterikos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου