Απαρχή (πολιτικών) διώξεων εν Αγίω Όρει
υπό Γερ. Παϊσίου Μοναχού Καρεώτου
Έχοντας εισέλθη πια στην δευτέρα φάση της “πανδημικής” κρίσης, όπου η αρχική “προαιρετικότητα” αντικαθίσταται σταδιακά με ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της νέας κανονικότητας, την ανελεύθερη δηλαδή επιβολή της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, γινόμαστε μάρτυρες ενός εξελισσόμενου διωγμού κατά της Εκκλησίας, που αποτέλεσε το de facto επίκεντρο της πρωτοφανούς όσο και απροκάλυπτης επίθεσης των πάσης φύσεως “εκσυγχρονιστικών” ελίτ. Η επίθεση δε, κατευθύνθηκε προς τον πυρήνα της εκκλησιαστικής συνείδησης, την δογματική της διδασκαλία και την λατρευτική της ζωή.
Αυτό που προκαλεί όμως οδύνη στον Λαό του Θεού είναι ότι η διοικούσα Εκκλησία εσωτερίκευσε εθελουσίως τον (αρχικά έξωθεν) ασκούμενο διωγμό κατά των πιστών, διώκουσα –αυτή πιά– όσους εμμέναν στην Ιερά Παράδοση και την Πίστη της Εκκλησίας, κληρικούς και λαϊκούς, εσχάτως δε, έως και Επισκόπους!
Αναφορικά με το Άγιον Όρος (ΑΟ), κατά την πρώτη φάση της επιθέσεως κατά της Εκκλησίας, η θεσμική του έκφραση, δηλαδή η Ιερά Κοινότητα (ΙΚ), δυστυχώς “κώφευσε” στις εναγώνιες εκκλήσεις του πιστού Λαού για θεολογική και ποιμαντική καθοδήγηση, “λάμποντας” έτσι δια της απουσίας της… Ο νέος δε Πολιτικός Διοικητής (ΠΔ), μεγαλοεφοπλιστής Αθανάσιος Μαρτίνος, μαζί με τον (αντικανονικά διορισμένο δια Προεδρικού Διατάγματος, σε θέση που δεν προβλέπεται από το Νομοθετικό Διάταγμα του 1926), “Αναπληρωτή Πολιτικό Διοικητή” Αρίστο Κασμίρογλου, κατάφεραν και μετέτρεψαν το ΑΟ σε πεδίο επιβολής των -αντισυνταγματικά ληφθέντων- Εκτάκτων Κυβερνητικών Μέτρων, λειτουργώντας ως να ήταν αυτό Νομαρχία του Ελληνικού Κράτους, και αυτοί η Νομαρχιακή Εξουσία, παρουσιάζοντας το θέαμα ενός συναινούντος ΑΟ προς τις Κυβερνητικές εντολές. Σημειωτέον ότι το έκαναν αυτό, αδιαφορώντας για τον ειδικό χαρακτήρα του Αγιορειτικού Αυτοδιοικήτου, το οποίο βαναύσως καταπάτησαν, δυστυχώς με την συνεργασία ελαχίστων εντός της ΙΚ.
Στα αντικανονικά και κατά πλήρην παράβασιν του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους (Κ.Χ.Α.Ο.) μέτρα που έλαβε το δίδυμο Μαρτίνου–Κασμίρογλου, και στον δίκαιο σκανδαλισμό μεγάλου μέρους εκ των Αγιορειτών Μοναχών, απάντησα συγγράφοντας ομού μετά του Μοναχού Επιφανίου Καψαλιώτου, τέσσερα άρθρα που εντύπως φιλοξενήθηκαν στην εκκλησιαστική εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος. Αυτά ήσαν: Παλαιόν και Νέον Άγιον Όρος: Η ανατροπή των αυτονοήτων, και τρία άρθρα–συνέχειες υπό τον τίτλο, Οι αντιθεσμικές υπερβάσεις εν Αγίω Όρει του ΠΔ κ. Μαρτίνου και του “Αναπληρωτή ΠΔ” κ. Κασμίρογλου.
Σε αυτά, χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα κείμενα της ΙΚ, έγκυρες νομικές γνωματεύσεις Καθηγητών Πανεπιστημίου που είχε χρησιμοποιήσει και η ίδια η ΙΚ, τέλος δε ειδική επιστημονική βιβλιογραφία επί του ζητήματος του αυτοδιοικήτου του ΑΟ.
Από τις χρησιμοποιούμενες πηγές, αυτό που αναμφιβόλως ξεχωρίζει, είναι ηρητήδιαπίστωση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής(απαρτιζομένης από 5 Ηγουμένους) του 1992, στην εισηγητική της έκθεση υπό τον τίτλο, Ἱστορική καί νομοκανονική θεώρησις τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Καθεστῶτος: “Εἶναι δέ γνωστόν, ὅτι ὁ Πολιτικός Διοικητής Ἁγίου Ὄρους καί ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν δέν δύνανται νά ἐκδώσουν ὑποχρεωτικάς ἀποφάσεις διά τήν Ἱεράν Κοινότητα”.
Παρενθετικά να σημειωθεί, ότι τον αγώνα για το αυτοδιοίκητο του ΑΟ, δεν τον βλέπουμε ως ζήτημα “καθεαυτό”, αλλά ως απαραίτητο όρο στην “εξίσωση”της μάχης που δίνεται, προς διασφάλιση του ανοθεύτου του μοναχικού πολιτεύματος του ΑΟ. Έκαστος δίνει τη μάχη του στις ειδικές συνθήκες και με τα ανάλογα όπλα που του προσφέρονται· στο ΑΟ, όπλο καίριας σημασίας είναι η προάσπιση του αυτοδιοικήτου, όπως άλλωστε το έχει χρησιμοποιήσει και η ίδια η ΙΚ, σε παλαιότερες εποχές, όταν συναντούσε προσκόμματα από το Ελληνικό Κράτος.
Αντί να επέλθει όμως η διόρθωση των κακώς κειμένων υπό των ελεγχομένων, αυτοί κινούμενοι (κατά ασφαλείς πληροφορίες) στο παρασκήνιο, εζήτησαν την ημετέρα δίωξη, προς παραδειγματική τιμωρία και εκφοβισμό και των υπολοίπων. Στόχος ήταν η δαιμονοποίηση κριτικών θέσεων έναντι των “μέτρων”, ώστε να διαμορφωθεί η μαζική εμπέδωση, ότι δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική ως προς τα προτεινόμενα μέτρα, επομένως και στην νέα κανονικότητα που αυτά επιβάλλουν. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: η διαμόρφωση στους πολλούς, λογικής μονόδρομου και μάλιστα αδιεξόδου…
Ο χρόνος που επιλέχθηκε ώστε να κινηθεί η διαδικασία της δίωξης “όλως τυχαίως“ είναι σχεδόν ταυτόχρονος με τις υπόλοιπες διώξεις στην Ελλαδική Εκκλησία, ώστε η επίθεση να επεκταθεί σε όλα τα εκκλησιαστικά μέτωπα, μηδενός του ΑΟ εξαιρουμένου…
Έτσι, στις 3/16 Ιουνίου 2021, μου ανακοινώθηκε από την Ιερά Μονή Παντοκράτορος, δια του Καθηγουμένου αυτής αρχιμ. Γαβριήλ, η απόφαση της Γεροντικής της Συνάξεως όπως εκβληθώ εκ της Ιεράς Καλύβης αγ. Ιωάννου του Θεολόγου (Καψάλας), την οποία εκμίσθωσα και ανήγειρα εκ βάθρων (ήτο επί σειρά δεκαετιών έρημος και καθ΄ ολοκληρίαν σεσαθρωμένη), αποκλειστικώς δια ιδίων (μεγάλων) εξόδων (ουδεμία “βοήθεια” δεν εδέχθηκα από ιδιώτη ή ευρωπαϊκά κονδύλια). Κατόπιν απαίτησής μου, μου επιδόθηκε και εγγράφως η εν λόγω απόφαση, με ημερονηνία σύνταξης την επομένη της συζητήσεως (δηλαδή 4/16), απόδειξις ότι δεν είχε εισέτι συνταχθεί –ως όφειλε– κάτι που σημαίνει ότι εάν δεν την ζητούσα, δεν θα είχε καν εκδοθεί. Θεώρησαν δηλαδή, ότι αρκούσε ένα έωλο και προφορικό “φύγε”, ώστε η “δουλειά” να γίνει…
Αποκαλυπτική όμως των λόγων και των προθέσεων της δίωξης, ήταν η συζήτηση όπου διημείφθη μεταξύ εμού και του Αγίου Καθηγουμένου.
Αναφορικώς ως προς τα προαναφερθέντα δημοσιευμένα άρθρα, ευθέως τοποθετήθηκε ως εξής: “Γιατί γράφεις; Γιατί μιλάς; Ποιος είσαι εσύ; Δεν πρέπει να γράφεις, μόνον να ησυχάζεις. Ταράζεις την Εκκλησία…” Στην ερώτησή μου, “εσείς που διατυμπανίζετε την "αγάπη και τον διάλογο", δεν μπορείτε να δεχθείτε μίαν αντίθετο γνώμη και μάλιστα τεκμηριωμένη; Πού μέσα στο κείμενο ευρίσκονται λάθη; Ας υποδειχθούν και θα τα αναιρέσω”, αντί απαντήσεως, φάνηκε ξεκάθαρα ότι αγνοούσε πλήρως το περιέχομενο των άρθρων, έχοντας γνώση μόνον των τίτλων, οπότε και αδυνατούσε να υποδείξει το παράπαν…
Αυτό όμως που διαρκώς επαναλαμβανόταν ήταν το: “ο μοναχός πρέπει να ησυχάζει”.
Εκ των συμφραζομένων, γίνεται κατανοητό ότι η λέξη “ησυχία” μπορεί πλέον να σημαίνει πολλά πράγματα… Ησυχία πρωτίστως μπορεί να σημαίνει “ανοχή” και θεολογική διαφοροποίηση από την πάγια συνοδική και κανονική Παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως έναντι πεφιλημένων “αδελφών” που είτε είναι αμετανόητοι αιρετικοί, είτε ομοίως αμετανόητοι σχισματικοί. Ταυτόχρονα, “ησυχία” σημαίνει την καταδίωξη και την παντελή έλλειψη ανοχής έναντι όσων επιθυμούν την διατήρηση της ενότητας και της αληθείας στην Εκκλησίας, δίχως εκπτώσεις και δίχως αλλαγές. Αυτό όμως που κυρίως σημαίνει “ησυχία”, είναι η θεολογική αποστασιοποίηση και προσαρμογή στις εκάστοτε “ανάγκες”. Βάσει αυτού άλλωστε, σε οτιδήποτε ελέχθη –κατά την τρέχουσα περίοδο– ότι συνιστά έκπτωση πίστεως και αλλοίωση της Ιεράς Παραδόσεως (πχ εικονομαχική αντίληψη περί των ιερών εικόνων και των λειψάνων των αγίων, μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας με “κουταλάκια” μίας χρήσης, των Ιερών Ναών ως τόπων “συνωστισμού” και μολύνσεως κλπ), μονότονα επαναλαμβάνεται η απάντηση: “δεν αποτελούν αυτά ζήτημα πίστεως, είναι ζήτημα αποκλειστικώς ασφαλείας και δημοσίας υγείας”.
Ως επιπλέον κατηγορία, ικανή δε να καταδείξει το από που εκπορεύτηκε η όλη υπόθεση, ήταν το ότι: “κατηγορείς τον ΠΔ, ο οποίος είναι άγιος άνθρωπος…”. Αυτό εκφράσθηκε και στο έγγραφο της αποφάσεως που αφού τόνιζε ότι, “ὑμεῖς ἐξετράπητε ἐσχάτως εἰς ἐνεργείας καὶ δράσεις ποὺ ἀπάδουν πρὸς τὴν μοναχικὴν καὶ ἠσυχαστικὴν ἰδιότητα, καθ’ ὅσον ἐξεπέμψατε διαφόρους ἐγγράφους καταγγελίας, ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου”, συνέχιζε ως εξής: “στρεφόμενος τόσον κατὰ ὀργάνων τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιορειτικῆς Κοινότητος καὶ δὴ μελῶν τῆς Ἱ. Ἐπιστασίας, ὅσον καὶ κατὰ τρίτων ἰδιωτῶν ὑπαλλήλων ἐργαζομένων εἰς Καρυάς, ἐμπλέξαντες ἀκόμη καὶ τὴν Πολιτικὴν Διοίκησιν τοῦ Τόπου, προκαλέσαντες οὕτως ἀναταραχὴν καὶ δυσλειτουργίαν εἷς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν προσώπων”.
Αλλά από πού άραγε προκύπτει ο ειδικός χαρακτηρισμός “άγιος”, για τον βαρέως σκανδαλίσαντα την Αγιορειτική Αδελφότητα δια των παρανόμων και αντιθεσμικών του υπερβάσεων –και συνεχίζοντα αόκνως να το κάνει– ΠΔ και μεγαλοεφοπλιστή Μαρτίνο, οι οποίες λεπτομερώς εξετέθησαν στην σειρά των τριών ημετέρων δημοσιευθέντων άρθρων; Άραγε, από τις στοχευμένες συλλογικές όσο και ατομικές “ευεργεσίες–δωρεές”, προς Μονές και πρόσωπα, που παντοειδώς στηρίζουν τις παράνομες και εκτός θεσμικών του αρμοδιοτήτων, πράξεις και αποφάσεις; Όπου εκ των πραγμάτων, με βάναυσο τρόπο καταντούν τον Κ.Χ.Α.Ο. ένα απλό “χαρτί” άνευ νοήματος και σκοπού;
Επί τέλους, γιατί δεν κινήθηκε η ιδία η Πολιτική Διοίκηση, ως θιγομένη; Ποιά είναι η νόμιμα (βάσει Κ.Χ.Α.Ο.), διατυπωμένη κατηγορία και από ποιά θεσμική οντότητα; Πρόδηλο πλέον καθίσταται ότι τόσο το σύνολο των κατηγοριών, όσο και το αίολον των νομικών τους ερεισμάτων, τόσο στην προφορική όσο και στην γραπτή τους εκδοχή, ότι αποτελεί την ιδιότυπο “αγιορειτική” εφαρμογή της περιφήμου Εγκυκλίου του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Β. Πλιώτα, της 21/9/2020, βάσει της οποίας, ποινικοποιήθηκε η όποια διαφοροποίηση από το κυρίαρχο “αφήγημα” του πολιτικού συστήματος και όσων συνδέονται προς αυτό. Ας μην λησμονείται άλλωστε, ότι ήταν η Πολιτική Διοίκηση που προέτρεψε προς αυτό, καθώς ήταν αυτή που κοινοποίησε –απολύτως αναρμοδίως– την Εγκύκλιο Πλιώτα στην ΙΚ (Α.Π.Φ. 1.10/200/ΑΣ 254, της 23/9/2020), “…προς ενημέρωση Σας (εννοείται η ΙΚ), καθώς και για τις απαιτούμενες ενέργειες των αρμοδίων Οργάνων και Αρχών και Υπηρεσιών του Αγίου Όρους”!
Πριν παρατεθεί, ως επίμετρο, η ημετέρα απαντητική επιστολή προς την Ιερά Μονή Παντοκράτορος, στην οποία αποδεικνύεται το αίολον των κατηγοριών, το ασύστατον, αφιλάδελφον και καταχρηστικόν της ποινής, καθώς και η καταστρατήγηση κάθε μορφής Δικαίου και δη Αγιορειτικού, ας επιτραπεί ένας ακροτελεύτιος λόγος: ότι η εν λόγω δίωξη δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός, αλλά επίθεση στον κάθε Αγιορείτη Μοναχό, που εξακολουθεί να αποτιμά υψηλά την ελευθερία της συνειδήσεώς του όσο και την προάσπιση της ακεραιότητας της πίστεώς του, σε καιρούς χαλεπούς για την Εκκλησία…
Η Επιστολή προς την Ι.Μ. Παντοκράτορος
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 16η/29η-6ου-2021
Πρὸς τὴν σεβαστὴν Γεροντικὴν Σύναξιν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος
.
Παν/τατε Ἅγιε Καθηγούμενε καὶ σεβαστὴ Γεροντικὴ Σύναξις τῆς σεβασμίας Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος, υἱκῶς καὶ καθηκόντως ἀπαντῶπρὸς τὴν ὑπ’ ἀριθ. 4382/Φ14 ὑμετέραν ἀπόφασιν τῆς 4ης Ἰουνίου 2021.
Κατὰ πρῶτον, ὀφείλω νὰ καταθέσω τήν μεγάλην ἔκπληξιν ποὺ μοῦ προκάλεσε ἡ ἀπόφασίς σας, ὅπως μοῦ ἔγινε γνωστὴ προφορικῶς (τῇ 3η Ἰουνίου2021, κατόπιν προσκλήσεώς σας εἰς τὴν καθ’ ὑμᾶς Ἱερὰν Μονήν), ἄνευ τῆς παραμικρᾶς προηγουμένης μετ’ ἐμοῦ ἐπικοινωνίας, κατὰ τὴν ὁποίαν δεόντως, φιλαδέλφως καὶ ἀγαπητικῶς θὰ ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα νὰ μοῦ ἐδηλώνετο ὁ προβληματισμός σας ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῶν ὑπ’ ἐμοῦ γραφομένων.
Στὴν παροῦσα δὲ ἀπάντηση, θα περιορισθῶ στό τυπικὸν μέρος τῆς ὑποθέσεως, ἄνευ οὐσιαστικῆς ἀναφορᾶς στὰ ὅσα διημείφθησαν στήν μεταξύ μας συζήτηση. Τοῦτο εἶναι ἔργο ἄλλης στιγμῆς.
Ὡς πρὸς τὸ οὐσιαστικὸν μέρος τῆς ὑποθέσεως. καὶ καθ’ ὅσον κατηγοροῦμαι -ἀβασίμως- ὅτι ἐξετράπην “εἰς ἐνεργείας καὶ δράσεις ποὺ ἀπάδουν πρὸς τὴν μοναχικὴν καὶ ἡσυχαστικὴν ἰδιότητα”, ἔχω νὰ δηλώσω τὰ ἑξῆς:
Πᾶσα μοναχικὴ ὑπακοή, νοουμένη ὡς ὑπακοὴ Χριστοῦ, ὀφείλει νὰ ἑδράζεται ἐπὶ τοῦ θεμελίου τῆς πίστεως καὶ διατηρήσεως τῶν μοναχικῶν θεσμίων, εἰδικά δὲ δι’ ἡμᾶς τοὺς Ἁγιορείτας, τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Κ.Χ.Α.Ο.), καὶ τῶν ὅσων οὗτος διαλαμβάνει, ὅπως ἄλλωστε ρητὰ τοῦτο ἀναφέρεται τόσον εἰς τὸ μεταξύ ἡμῶν Ἰδιωτικὸν Συμφωνητικόν, ὅσον καὶ στήν ἀνωτέρω ἀπόφαση λύσεώς του.
Ἀς ὑπενθυμισθῇ δὲ τῇ ὑμετέρᾳ ἀγάπῃ, ὅτι συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρον 7 τοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος (ΝΔ), Περὶ Καταστατικοῦ Χάρτου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, τοῦ 1926, ρητῶς ὁρίζεται ὅτι: “Οὐδεὶς δικάζεται ἀνήκουστος, οὐδεμία ποινὴ ἐπιβάλλεται ἄνευ νόμου ἢ ἱεροῦ κανόνος θεμελιοῦντος αὐτήν, καὶ οὐδεὶς στερεῖται ἄκων τοῦ φυσικοῦ αὐτοῦ δικαστοῦ”. Ἐπὶ τῆς θεμελιώδους ταύτης νομικῆς ἀρχῆς, θεμελιώνονται οἱ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους τὴν κατ’ ἐμοῦ ἀπόφασιν τῆς καθ’ ὑμᾶς Γεροντικῆς Συνάξεως θεωρῶ ἀβάσιμον, ἀσύστατον καὶ παντελῶς στερουμένη νομιμότητος.
1. Ἐφ’ ὅσον ἡ καθ’ ὑμᾶς Γεροντικὴ Σύναξις ἐθεώρησε ὅτι ἡ ὑπόθεσίς μου δὲν ἐνέπιπτεεἰς τὰ ὁριζόμενα ἐκ τοῦ ἄρθρου 47 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. ὤφειλεὅπως παραπέμψει αὐτήν, συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρον 55, εἰς πρωτοβάθμιον ἐκδίκασιν, ἐφ’ ὅσον προηγουμένως καὶ συμφώνωςπρὸς τὸ ἄρθρο 54 εἶχε κάνει ἀποδεκτὴ μήνυσιν καθ’ ἥν ὁ μηνυτὴςὤφειλε νὰ διατυπώσῃ“λεπτομερῶςτὰ παραπτώματα τοῦ κατηγορουμένου καὶ (νὰ) προτείνῃ δύο τουλάχιστον μάρτυρας πρὸς βεβαίωσιν αὐτῶν”. Ἑπομένως ὤφειλε ἡ καθ’ ὑμᾶς Γεροντικὴ Σύναξιςνὰ ἀνοίξῃ φάκελλον δικογραφίας “διὰ τῆς ἐνεργείας αὐστηρῶν καὶ λεπτομερῶν ἀνακρίσεωνἐγγράφων πάντοτε καὶ ἐπὶ παρουσίᾳ δύο μαρτύρων μοναχῶν” (ἄρθρον 55), ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὤφειλε κανονικῶς νὰ περιέχεται τὸ ἀνακριτικὸν ὑλικὸν ὅπου προῆλθε ἀπὸ τὶς καταθέσεις τῶν μαρτύρων καθὼς καὶ τὴν ἀπολογία τοῦ κατηγορουμένου (ἄρθρον 56).
2. Ἡ περαίωσις τῆς ἀνακρίσεως καὶ ἡ κατάθεσις τῆς σχηματισθείσης δικογραφίας (ἄρθρον 57), ὤφειλε νὰ ὁδηγήσῃ τὸ πρωτοβάθμιον δικαστήριον ὅπως τάξει “ὡρισμένην ἡμέραν ἐκδικάσεως καθ᾿ ἣν προσκαλεῖται ἐγκαίρως καὶ ἐγγράφως ὁ κατηγορούμενος ὅπως ἐμφανισθῇ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου πρὸς ἀπολογίαν. Ἡ ἐξακρίβωσις τῆς ἐγκαίρου προσκλήσεως τοῦ κατηγορουμένου στηρίζεται ἐπὶ ἀποδεικτικοῦ ἐπιδόσεως τοῦ κατηγορητηρίου ἐγγράφου, ἐν ᾧ διατυποῦνται ἡ δι᾿ ἣν προσκαλεῖται νὰ ἀπολογηθῇ κατηγορία καὶ συγχρόνως καὶ ὁ χρόνος ἀκριβῶς τῆς ἐμφανίσεως αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου” (ἄρθρον 58). Κατὰ τὴ διαδικασία, “Ἐμφανισθέντος τοῦ κατηγουμένου ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου κατὰ (τὴν) ταχθεῖσαν δικάσιμον ἡμέραν μετὰ τὴν βεβαίωσιν τῆς ταυτότητος αὐτοῦ ἀναγινώσκεται τὸ κατηγορητήριον ἔγγραφον, αἱ μαρτυριακαὶ καταθέσεις καὶ τὰ λοιπὰ σχετικὰ ἔγγραφα καὶ καλεῖται ἀκολούθως εἰς ἀπολογίαν ὁ κατηγορούμενος, ὅστις πρὸς τῇ προφορικῇ ἀπολογίᾳ δύναται νὰ καταθέσῃ καὶ ἔγγραφον τοιαύτην” (ἄρθρον 61). Ὀφείλουμε ἐπίσης νὰ σημειώσουμε τὸ κατὰ τὸ ἄρθρο δικαίωμα, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖο: “κατηγορούμενος, μὴ δυνάμενος νὰ παρίσταται κατὰ τὴν ἐξέτασιν τῶν μαρτύρων, δικαιοῦται πρὶν ἀπολογηθῇ ἐνώπιον τοῦ ἀνακριτοῦ ἢ τοῦ δικαστηρίου, νὰ αἰτήσηται καὶ λάβῃ γνῶσιν ὅλης τῆς δικογραφίας ὅπως δυνηθῇ καὶ ἀποκρούσῃ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς κατηγορίας αὐτοῦ” (ἄρθρον 62).
3. Περαιωθείσης καὶ τῆς δικαστικῆς διαδικασίας “ἐκδοθείσης δικαστικῆς τινὸς ἀποφάσεως κοινοποιεῖται αὕτη ἐν ἐπισήμῳ ἀντιγράφῳ πρὸς τὸν κατηγορούμενον ἐπὶ ἐγγράφῳ ἀποδείξει ἐπιδόσεως” (ἄρθρον 69).
4. Συμφώνως δὲ πρὸς τὸ ἄρθρον 78 “Ἐκτελεσταὶ θεωροῦνται αἱ ἀποφάσεις ὅταν ἀπό τε ἀπόψεως περιεχομένου καὶ ἀπὸ ἀπόψεως τυπικῶν στοιχείων εἶναι κανονικαὶ καὶ σύμφωνοι πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ παρόντος καταστατικοῦ”.
Ἕνεκα τούτων.
Καθίσταται σαφὲς ὅτι ἡ καταδικαστικὴ κατ’ ἐμοῦ ἀπόφασις καταστρατηγεῖ τὰ ἀνωτέρῳ ἐκτεθέντα ἄρθρα 54, 55, 56, 57, 58, 61 καὶ 62τὰ ὁποῖα ὁρίζουν τὶς ἁρμόδιες διαδικασίες τῆς ἀνακρίσεως καὶ τῆς δίκηςοἱ ὁποῖες οὐδέποτε διεξήχθησαν,
Ὅθεν, καὶ κατὰ τὸ γράμμα τοῦ ἄρθρου 78 ἡ κατ’ ἐμοῦ καταδικαστικὴ ἀπόφασις κρίνεται ὡς παράνομος, κατὰ παράβασιν σωρείας ἄρθρων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., καὶ ὡς ἐκ τούτου, ἄκυρος καὶ ἀνυπόστατος, κατασταθησομένη τελικῶς νομικά, ἀνεκτέλεστος.
Περαιώνοντας, ἔχω νὰ προσθέσω καὶ τὰ ἐξῆς:
Τόσον κατὰ τὴν συνομιλία μετὰ τοῦ ἁγίου Καθηγουμένου, Γέροντος Γαβριήλ, ὅσον καὶ στὴν κατόπιν ἀποσταλλεῖσαν ἀπόφασιν τῆς ὑμετέρας Γεροντικῆς Συνάξεως, καθίσταται σαφὴς ἡ παντελὴς ἔλλειψις ἀποδεικτικῶν στοιχείων ποὺ νὰ στοιχειοθετοῦν τὴν κατ’ ἐμοῦ τιμωρίαν. Ἀνευρίσκονται ἁπλῶς ἀόριστες κατηγορίες, ἄνευ οὐδενὸς νομικοῦ ἐρείσματος, ὅπου τὸ δυσανάλογον μέγεθος τῆς τιμωρίας (ἔξωσις ἐκ τῆς Ἱερᾶς Καλύβης Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Καψάλας) ἀποτελεῖ καταστρατήγησιν κάθε ἐννοίας Δικαίου καὶ Ἠθικῆς.
Ὄθεν, ἀναγκάζομαι ἔνεκα τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων, ὅπως μὴ ἀναγνωρήσω τὴν ἐν λόγῳ τιμωρίαν, τόσον διὰ τὸ βεβιασμένον αὐτῆς, ὅσον καὶ διὰ τὸ -ἀπὸ νομικῆς πλευρᾶς- πλημμελῶς συγκροτηθὲν κείμενον τῆς ἀποφάσεως.
Ἅγιοι Πατέρες,
Κατανοῶν τὶς οἰεσδήποτε ἔξωθεν “πιέσεις” ἔχουν ἀσκηθεῖ ἐφ’ ὑμῶν, ὡς τελευταίαν λύσιν εἰς τὸ παρὸν ἀδιέξοδον, προτείνω τὴν ἀκύρωσιν τῶν ὅσων ἤδη ἔχουν συμβεῖ, ἐν πνεύματι ἀγάπης καὶ μοναχικῆς συναλληλίας. Ἐὰν δυστυχῶς τοῦτο δὲν καταστεῖ δυνατόν, θ’ ἀναγκασθῶ ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ἀποτανθῶ καθηκόντως στὰ ἁρμόδια θεσμικὰ ὄργανα, ἀφ’ ἑνὸς τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν τόπου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅπου ἀλλοῦ δεῖ, πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς κατ’ ἐμοῦ πρωτοφανοῦς ἀδικίας.
Μετὰ τιμῆς
Γέρων Παΐσιος Μοναχὸς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου