Προηγουμένως έγινε λόγος για την συμμετοχή στην θεία Κοινωνία με τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό είναι πολύ σημαντικό θέμα. Ο Απόστολος Παύλος, ομιλώντας για το Μυστήριο της θείας Κοινωνίας, θέτει και τις απαραίτητες προϋποθέσεις προσελεύσεως σε αυτήν.
«Ώστε
ος αν έσθίη τον άρτον τούτον η πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως,
ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου, δοκιμαζέτω δε άνθρωπος
εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω· ο
γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων
το σώμα του Κυρίου, δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και
κοιμώνται ικανοί» (Α Κορινθίους ια΄, 27-30).
Η
δοκιμασία δεν έγκειται σε μια ηθική εξέταση, αλλά στο κατά πόσον ο
Χριστιανός είναι πραγματικό μέλος της Εκκλησίας, κατά πόσον είναι ναός
του Αγίου Πνεύματος ή, τουλάχιστον, εξετάζεται αν βρίσκεται σε κατάσταση
και προοπτική καθάρσεως. Διότι ο Χριστός είναι η κάθαρση των
καθαιρόμενων, ο φωτισμός των φωτιζόμενων και η θέωση των θεουμένων.
Έτσι, ο Χριστός γίνεται και η Κόλαση των ακαθάρτων, όπως άλλωστε θα
γίνει κατά την Δευτέρα Παρουσία. Τότε ο ίδιος ο Χριστός θα είναι Φως για
τους δικαίους και πυρ για τους αμετανοήτους, όπως θα δούμε στο επόμενο
κεφάλαιο.
Η
εξακρίβωση της δυνατότητας να κοινωνήσει ο Χριστιανός του Σώματος και
του Αίματος του Χριστού δεν ήταν στην αρχαία Εκκλησία εξακρίβωση μιας
ηθικής ζωής, αλλά κατά πόσον κανείς βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού.
«Σε
μας πάντα έτσι ήταν. Εκείνος ο οποίος κοινωνάει είναι, κατά τους
Πατέρες, σε κατάσταση φωτισμού. Όταν εξακριβωνόταν ότι δεν ήταν σε
κατάσταση φωτισμού, δεν κοινωνούσε. Αυτό ήταν το κριτήριο. Με το "αξίως
μεταλαμβάνοντες", όταν λέμε "αξίως", δεν εννοούσαν εκείνους που
αποφεύγουν την αμαρτία και ήσαν ηθικώς εντάξει, αλλά ήσαν σε κατάσταση
φωτισμού και γι' αυτό κοινωνούσαν. Βέβαια, είχε ηθικά ερείσματα, αλλά
δεν εταυτίζετο με την ηθική».
Κοινωνεί
κανείς του Σώματος και Αίματος του Χριστού, όταν ανήκει στην Εκκλησία
που είναι το Σώμα του Χριστού, δηλαδή κοινωνεί ως μέλος της Εκκλησίας,
ως μέλος του Σώματος του Χριστού. Αλλά πρέπει ο Χριστιανός να έχει σαφή
αίσθηση ότι είναι μέλος του Σώματος του Χριστού.
«Είναι
το Σώμα του Χριστού που γίνεται με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Η
εμπειρία της θεωρίας είναι και εμπειρία της ανθρώπινης φύσεως του
Χριστού μέσα στον άνθρωπο. Γι' αυτό και οι Πατέρες τονίζουν ότι εκείνος
που δεν αισθάνεται τον Χριστό μέσα του, δεν έχει τον Χριστό μέσα του.
Δεν είναι μόνο να λέμε ότι είμαστε Σώμα Χριστού, αλλά πρέπει να έχει
αίσθηση κανείς ότι είναι μέλος του Σώματος του Χριστού. Ένας που
αισθάνεται ότι είναι αναίσθητος, είναι αναίσθητος. Εκείνος που
αισθάνεται, που έχει την αίσθηση μέσα του, έχει την μαρτυρία μέσα του.
Μία
από τις πιο μεγάλες δυσκολίες που υπ' άρχει σήμερα στην Ορθοδοξία είναι
αυτό το κίνημα του Μακράκη και των Ζωικών. Κατέστρεψαν αυτήν την
έννοια. Διότι, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, στην αρχαία Εκκλησία
κοινωνούσαν κάθε Κυριακή. Και οι Κανόνες της Εκκλησίας προϋποθέτουν ως κάτι φυσιολογικό να κοινωνούν οι Χριστιανοί κάθε Κυριακή.
Ναι αλλά όμως, μέχρις ότου αποδειχθεί ότι κάποιος έχει ξεπέσει από τον
φωτισμό. Εάν ένας ξεπέφτει από τον φωτισμό, μετά αυτός σημαίνει ότι
γίνεται ακοινώνητος. Διότι η θεία Κοινωνία είναι για τους φωτισμένους.
Ξεπέφτει από τον φωτισμό και δεν κοινωνάει πλέον.
Γι'
αυτό οι Πατέρες κτίσανε το Ιερό Βήμα, με κουρτίνες κλπ. Το μεγάλο μέρος
των πιστών δεν ευρίσκετο πλέον σε κατάσταση φωτισμού, που ήσαν οι
περισσότεροι καλόγεροι, κάτι ευσεβείς στα χωριά και γινότανε κατ' αυτόν
τον τελετουργικό τρόπο, που γίνεται στα Μοναστήρια σήμερα. Γι' αυτό και
οι μοναχοί αποφεύγουν να κοινωνούν κάθε τόσο και κοινωνούνε κατά
διαστήματα, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται.
Εάν
κανείς, βέβαια, βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού και βρίσκεται εν
θεωρία, αυτός μπορεί να κοινωνεί κάθε εβδομάδα. Εκείνος που δεν
βρίσκεται, δεν κοινωνάει. Αλλά ο Πνευματικός Πατέρας ήξερε αν το
πνευματικό του τέκνο ευρίσκετο σε κατάσταση φωτισμού κλπ.
Ήρθαν
τώρα οι σημερινοί έξυπνοι, διάβασαν τους Κανόνες της Εκκλησίας και λένε
ότι πρέπει να κοινωνάμε κάθε Κυριακή. Δεν λένε οι Κανόνες ότι πρέπει
εμείς να κοινωνάμε κάθε Κυριακή. Εννοούν ότι οι φωτισμένοι πρέπει να
κοινωνούν κάθε Κυριακή, και τώρα έχει γίνει η θεία Κοινωνία, κατήντησε
να είναι, σαν μια μαγεία, προπαντός μεταξύ των ευσεβών. Πάμε εκεί,
κοινωνάμε κλπ.
Οι
ίδιοι που το κάνανε αυτό, αυτοί που λέγανε για την συχνή θεία Κοινωνία,
πήγαν και μας καταργούν τον μοναχισμό. Λέγανε στα παιδιά: "Μην πάτε στα
Μοναστήρια". Τους καλογήρους, τους βγάλανε όλους αγράμματους. Μόνο
τώρα, τα τελευταία χρόνια, άρχισαν να ξυπνούν λιγάκι».
Πάντως,
η θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του
ανθρώπου, ήτοι καθαίρει τους καθαιρομένους, φωτίζει τους φωτιζόμενους
και θεοί τους θεουμένους, όπως και καίει τους μη καθαιρομένους.
«Στην
Θεία Ευχαριστία κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Εφ'
όσον είμαστε σε κατάσταση φωτισμού, επωφελούμαστε. Εάν δεν είμαστε σε
κατάσταση φωτισμού, δεν μας βοηθάει η κοινωνία αυτή. Και αυτό εννοούμε
με το "αξίως". Αξίως προσέρχεται κανείς και ωφελείται. Αναξίως όταν
προσέρχεται, δεν ωφελείται και μάλλον κοιμάται, διότι παραμένει
πεθαμένος και όχι ζωντανός εν Χριστώ. Αυτή η κοινωνία με το Σώμα και το
Αίμα του Χριστού στην εμπειρία, όχι μόνο είναι πραγματικότητα, αλλά
γίνεται και ορατή. Και αυτός είναι ο σκοπός της θείας ευχαριστίας; Η
θέωση των πιστών. Διαβάστε τις ευχές της θείας Μεταλήψεως και θα δείτε
καθαρά τι είναι ο σκοπός της θείας ευχαριστίας.
Τώρα
πρόσφατα, ένας δεσπότης ισχυρίσθηκε κάπου, όπου παρευρέθηκα, πως
θεούμεθα όλοι, αφού διαβάζουμε στην ευχή της Μεταλήψεως ότι "θεοί με και
τρέφει κλπ." Καλά, αυτή είναι η ευχή του Συμεών του Νέου Θεολόγου και
αναφέρεται στην προσωπική του εμπειρία, όχι στην εμπειρία του κάθε
Ορθοδόξου Χριστιανού που μεταλαμβάνει σήμερα. Αυτή είναι η ευχή του
Συμεών του Νέου Θεολόγου. Επομένως, όταν εμείς προσευχόμαστε κατ' αυτόν
τον τρόπο, λέμε το "θεοί με και τρέφει", αλλά δεν σημαίνει ότι "θεοί με
και τρέφει", διότι μόνον οι αξίως μεταλαμβάνοντες θεούνται και τρέφονται
κατά τον τρόπο του Συμεών του Νέου Θεολόγου».
Δυστυχώς,
το Μυστήριο της θείας ευχαριστίας εκκοσμικεύθηκε, οι Χριστιανοί
κοινωνούν απροϋποθέτως ή στην καλύτερη περίπτωση προετοιμάζονται με
νηστεία και με μια τυπική εξομολόγηση.
«Σήμερα,
όπως έχει καταντήσει η κατάσταση ούτε ο παπάς πρέπει να κοινωνήσει. Και
να διαβάσεις τον Μέγα Βασίλειο, που λέει για την προετοιμασία του
Κληρικού για την Λειτουργία, είναι σαφές ότι ο Μέγας Βασίλειος το θέτει
ότι τουλάχιστον ο Κληρικός πρέπει να είναι σε κατάσταση φωτισμού για να
τελέσει την θεία Λειτουργία».
Επειδή
έχουν αλλάξει τα πράγματα και έχουν αλλοιωθεί οι αληθινές Ορθόδοξες
προϋποθέσεις, γι' αυτό η Εκκλησία έβαλε μερικά όρια. Θέσπισε ιερούς
Κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο συμμετοχής του ανθρώπου στην θεία
Κοινωνία, καθόρισε το Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως, που προσδιορίζει
το βασικό όριο μετάνοιας και έκανε μερικές διαρρυθμίσεις στον Ιερό Ναό
και στον τρόπο αναγνώσεως των ευχών. Στην αρχαία Εκκλησία όλος ο Ναός
ήταν ενιαίος και οι ευχές αναγινώσκονταν εκφώνως. Επειδή, όμως,
καταργήθηκαν οι τάξεις των κατηχουμένων, φωτιζόμενων, πιστών, θεουμένων,
γι' αυτό έθεσε μερικούς εξωτερικούς διαχωρισμούς.
«Γι'
αυτό και αναπτύχθηκε και το εικονοστάσια. Στην αρχή δεν υπήρχε
εικονοστάσιο. Διότι ο κυρίως Ναός ήταν μόνο για τους φωτισμένους. Το
τέμπλο ήταν η είσοδος στον κυρίως Ναό. Δεν ήταν ξύλινο τέμπλο, όπως
σήμερα. Γι' αυτό στα Μοναστήρια του Αγίου Όρους, εκεί στην Καλαμπάκα,
στα Μετέωρα, η είσοδος στον κυρίως Ναό είναι εικονογραφημένο
εικονοστάσιο. Το εικονοστάσιο ήταν στα ντουβάρια της εισόδου στον κυρίως
Ναό και ο χώρος του Βήματος ήταν ανοιχτός, το πολύ είχε κάγκελα και
βάζανε μια εικόνα του Χριστού και μια της Παναγίας.
Αυτό
ήταν στην αρχή το εικονοστάσιο. Μετά υψώθηκε το άλλο εικονοστάσιο και
διαμορφώθηκε η Λειτουργία κατά τέτοιον τρόπο, ώστε εφ' όσον επετράπη σε
μη φωτισμένους να παρακολουθούν την Λειτουργία, περιορίσανε την θεία
Κοινωνία σε αυτούς, σε ορισμένες νηστείες του χρόνου στους μη
φωτισμένους. Διότι, υποτίθεται, στο Βάπτισμα έλαβαν φωτισμό με το
Χρίσμα, άλλα με την ζωή που ζούσαν δεν είχαν μέσα τον φωτισμένο νου,
οπότε αυτοί δεν κοινωνούσαν.
Πίσω
από το παραπέτασμα λειτουργούσαν οι Κληρικοί, κρυμμένοι από τον λαό
πλέον, διότι δεν έπρεπε να βλέπουν τα Μυστήρια εκείνοι που δεν ήσαν σε
κατάσταση φωτισμού. Γι' αυτό και δεν μετέχουν στις προσευχές. Και
άρχισαν να γίνονται και μυστικές οι προσευχές, διότι αυτές είναι για
τους φωτισμένους, δεν είναι για όλον τον κόσμο».
Πηγή: "Εμπειρική
Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές
παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και
αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου