Προλογίζοντας τὸ βιβλίο τοῦ Καλομοιρου ὁ Κόντογλου ἔγραφε:
“Ο συγγραφέας τούτου τοῦ βιβλίου δὲν
εἶναι θεολόγος σπουδασμένος στὰ σχολεῖα ποὺ σπουδάζουν ἕνα πράγμα ποὺ
δὲν σπουδάζεται, τὴν θεολογία. Αὐτὸς ἐσπούδασε τὴν ἰατρική, ποὺ
σπουδάζεται, γιατί εἶναι γνώση κοσμική, ἀνθρώπινη. Ἐβύζαξε τὴν Ὀρθόδοξη
πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια ἀπὸ τὴν παράδοση, τὴν ἐπῆρε, μὲ τὸν τρόπο ποὺ
λέγει ὁ ἴδιος ὅτι μεταδίδεται ἡ πίστη καὶ ἡ εὐσέβεια, ἀπὸ δάσκαλο σὲ
μαθητή, ἀπὸ γονιὸ σὲ παιδί, ἀπὸ γέροντα σὲ ὑποτακτικό, ἀπὸ Χριστιανὸ σὲ
Χριστιανὸ [δηλαδὴ μὲ προσωπικὴ σχέση]. Γιὰ τοῦτο εἶναι «παθών καὶ οὐχὶ
μαθών τὰ θεία», ἔχοντας ὁδηγὸ τὴν πίστη καὶ ὄχι τὴ γνώση
[ἐγκυκλοπαιδικὴ-ἐπιστημονικὴ ἐνημέρωση]. «Περιπατεῖ διὰ πίστεως, οὐ διὰ
εἴδους», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ γιὰ τοῦτο, τὸ βιβλίο του
εἶναι σκληρό, μὴ ἔχοντας τοὺς συμβιβασμοὺς ποὺ φανερώνουν τὴν
ὀλιγοπιστία, μήτε τὴν ἐξοικονόμηση γιὰ νὰ μὴ γίνει κανεὶς δυσάρεστος
στοὺς....
ἀντιφρονοῦντες, μήτε τὴν ψευτοαδελφωσύνη.”
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ‘ἀνθρωπότητα’ εἶναι ὑποκρισία
Ἐὰν εἶχε πάψει νὰ ὑφίσταται ἡ ἀδικία, τὸ
μίσος καὶ τὸ ψέμα, τότε ἡ εἰρήνη θὰ ἦταν τὸ ἐπιστέγασμα τῆς ἀνθρώπινης
εὐδαιμονίας. Ἡ ἑνότης θὰ ἦταν ἕνα φυσικὸ καὶ ὄχι τεχνητὸ ἀποτέλεσμα.
Ὅμως παρατηρεῖται κάτι τὸ τελείως διαφορετικό. Σήμερα ποὺ ὅλοι μιλοῦν
γιὰ εἰρήνη καὶ γιὰ ἑνότητα, ἡ φιλαυτία καὶ τὰ μίση, ἡ ἀδικία καὶ τὸ
ψέμα, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ πλεονεξία μεσουρανοῦν. Ὅλοι, ὁ καθένας μὲ τὸν
τρόπο του, μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν
ἀνθρωπότητα. Δὲν ὑπῆρξε ὅμως ποτὲ μεγαλύτερη ὑποκρισία ἀπὸ αὐτὴν τὴν
δῆθεν ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη πρὸς κάτι τὸ θεωρητικό, πρὸς κάτι τὸ
φανταστικό, ὅπως εἶναι ἡ ἔννοια «ἀνθρωπότης» εἶναι ἐξ’ ἴσου θεωρητικὴ
καὶ φανταστική. Δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συγκεκριμένο
ἄνθρωπο ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Αὐτή η ἀγάπη πρὸς ἕνα συγκεκριμένο
πρόσωπο, ὅταν ὑπάρχη, εἶναι ἡ μόνη πραγματική. Εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν
πλησίον μας ποὺ ἐζήτησε ὁ Χριστός.
Αὐτὸς ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος μὲ τὶς
ἀτέλειες καὶ τὶς ἀδυναμίες του, ἀντὶ νὰ ἀγαπηθῆ, μισήθηκε στις ἡμέρες
μας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορᾶ. Καὶ ὄχι μόνον μισήθηκε, ἀλλὰ
περιφρονήθηκε καὶ ἐξευτελίσθηκε, θεωρήθηκε ἕνα «πράγμα», χωρὶς ἰδιαίτερη
ἀξία, μέσον γιὰ τὴν ἐπίτευξι «ὑψηλῶν» σκοπῶν, ἕνα μόριο τῆς μάζας.
Αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν περισσότερο γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν
ἀνθρωπότητα, γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα, εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ
μισοῦν περισσότερο τὸν πλησίον τους, τὸν γνωστό τους. Ἀγαποῦν τὸν
ἄνθρωπο: πλάσμα τῆς φαντασίας τους, δὲν ἀγαποῦν τὸν ἄνθρωπο:
πραγματικότητα. Αὐτὴ ἡ λατρεία τοῦ εἰδώλου «ἄνθρωπος» εἶναι στὴν
πραγματικότητα ναρκισισμός, εἶναι ἡ λατρεία τοῦ «ἐγώ».
Θὰ ἦταν λοιπὸν ἀφέλεια νὰ πιστέψη κανεὶς
ὅτι ἡ φιλειρηνικὴ διάθεσις ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἀνθρωπότητα σήμερα
προέρχεται ἀπὸ ἀγάπη. Ὄχι! Τὰ περὶ ἀγάπης εἶναι ὑποκρισία ἢ αὐταπάτη. Ο
πόθος τῆς εἰρήνης προερχεται ἀπὸ τὸ χάσιμο τῶν ἰδανικῶν, ἀπὸ τὸν φόβο
καὶ τὴν ἀγάπη τῆς καλοπέρασης. Είναι ὁ πόθος νὰ μᾶς ἀφήσουν ἥσυχους νὰ
ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθά τῆς
γῆς. Εἶναι ἡ κατὰ συνθήκην συνεργασία γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀγαθῶν ποὺ
χωριστὰ ὁ καθένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκτήση. Εἶναι ἡ παγκόσμιος
συνεννόησις πάνω σε κάτι ποὺ ἔγινε τὸ πάθος ὁλοκλήρου της γῆς: τὴν
φιληδονία καὶ τὴν φιλοϋλία. Εἶναι προϊόν τῆς ἀνάγκης.
Ἡ εἰρήνη γιὰ τὴν ὁποία μιλάει σήμερα ὁ
Ῥσμος ειναι ἡ ἄνευ ὅρων συνθηκολόγησις κάθε καλοῦ καὶ μεγάλου καὶ ἡ
ἐπικράτησις τῆς μικρότητος, τῆς μετριότητος καὶ τῆς χλιαρότητος. Εἶναι ἡ
ἐξάλειψις τῆς προσωπικότητος τῶν ἀτόμων καὶ τῶν λαῶν. Εἶναι μία
μαρμελάδα συμβιβασμῶν καὶ ὑπολογισμῶν, μία θάλασσα ὑποκρισίας, ἡ
ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἡ προδοσία κάθε ἱεροῦ καὶ ὁσίου.
Ὁ πόλεμος εἶναι κάτι τὸ φοβερό,
ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, καὶ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ τὸν
ἐξυμνήση. Ὅμως ἡ εἰρήνη ποὺ παζαρεύει ὁ σύγχρονος κόσμος εἶναι κάτι
ἀπείρως φοβερώτερο. Ὁ πυρετὸς εἶναι κάτι τὸ πολὺ δυσάρεστο, δείχνει ὅμως
τουλάχιστον ὅτι ὁ ὀργανισμὸς ἀντιδρᾶ στὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε. Η εἰρήνη
ποὺ θέλουν νὰ φέρουν δὲν εἶναι δυστυχῶς ἐκείνη ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν
κατανίκησι τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἥττα. Εἶναι ἡ
ἀπυρεξία τοῦ πτώματος.
Δὲν ὑπάρχει πιὰ σχίσμα, ἀλλὰ ὠκεανὸς σχίσματος
Στὴν προσπάθεια τοῦ κόσμου γιὰ
εἰρήνευσι, οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ παίζουν σημαντικὸ ρόλο. Μὲ τὸ σύνθημα
«Χριστιανοὶ ἑνωθῆτε» ξεκινοῦν γιὰ τὸ παζάρι ὅπου θὰ πουληθῆ ἡ ἀλήθεια.
Κάποτε οἱ Χριστιανοὶ πίστευαν καὶ ἦταν
ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν πίστι τους. Σήμερα ὁ ζῆλος τους γιὰ τὴν
ἀλήθεια ἔχει κρυώσει. Ἄρχισαν νὰ τὴν θεωροῦν σὰν κάτι τὸ δευτερεῦον.
Βρίσκουν τὶς διαφορὲς τῶν «Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὶς ὁποῖες ἄλλοτε πρόθυμα
θυσιαζόντουσαν οἱ μάρτυρες, ἐξωρίζοντο οἱ Πατέρες, ἀκρωτηριάζονταν οἱ
πιστοί, σὰν ἀσήμαντες καὶ ἀνάξιες λόγου.
Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι νοσηροὶ
καὶ ἀδιόρθωτοι αἰσθηματίαι, ποὺ νομίζουν ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ
εἶναι μία δεοντολογία ποὺ ἀφορᾶ στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Οἱ ἄλλοι
ἐπιδιώκουν πολιτικοὺς σκοποὺς καὶ σκοτεινὰ συμφέροντα. Όλοι μαζὶ κτίζουν
τὴν πόλι τοῦ ἀντιχρίστου. Ζητοῦν τὴν ἕνωσι ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν
ἀλήθεια, ζητοῦν τὸ ἐξωτερικὸ πλησίασμα ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ
διάστασι, ζητοῦν τὸ γράμμα ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ πνεῦμα.
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίζουν ὅτι αὐτὸ
ποὺ ἀπέτυχε τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ σχίσματος, θὰ ἐπιτευχθῆ τώρα ποὺ οἱ
δογματικὲς διαφορὲς καὶ οἱ διαφορὲς τῆς νοοτροπίας ἔγιναν, μὲ τὸ πέρασμα
τῶν αἰώνων, ἀπὸ χάσματα ὠκεανοί;
Ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος ἐξουδετερώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ
Πῶς ὅμως θὰ διδαχθοῦν οἱ Δυτικοὶ ὅτι ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία καὶ Ἀληθινὴ ὅταν τὴν βλέπουν νὰ
συναναστρέφεται μὲ τὶς ψεύτικες «Ἐκκλησίες» σὰν ἴσος πρὸς ἴσον; Δὲν θὰ
νομίσουν μᾶλλον ἔτσι πῶς ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι σὰν καὶ τὶς ἄλλες σχετικὴ καὶ
μερική; …
Κολακεύουν μόνον τοὺς Ὀρθοδόξους, καὶ
αὐτὸ γιὰ νὰ τοὺς προσελκύσουν πρὸς τὸ μέρος τους. Αν εἶχαν πραγματικὴ
νοσταλγία γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἤθελαν νὰ τὴν γνωρίσουν, δὲν θὰ εἶχαν
ἀνάγκη ἀπὸ τὰ συμβούλια καὶ τὶς συνεδριάσεις. Θὰ πήγαιναν νὰ πιοὺν ἀπὸ
τὶς πηγές της, ἀπὸ τοὺς Πατέρας καὶ τοὺς ἁγίους της.
Ἀλλὰ γιατί συγκινοῦνται τόσο εὔκολα οἱ
Χριστιανοί μας ἀπὸ τὰ κηρύγματα περὶ ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἀντὶ νὰ
γεμίζουν μὲ ζῆλο γιὰ τὴν μετάγγισι τῆς ἀληθείας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποῦ
τόσο πολὺ τὴν στερήθηκε, πιπιλίζουν συνεχῶς τὴν καραμέλα τῆς εἰρήνης,
ζυγίζοντας νὰ δοῦν ἂν εἶναι περισσότερα αὐτὰ ποῦ χωρίζουν ἢ αὐτὰ ποῦ
ἑνώνουν τοὺς Χριστιανούς;
Γιατί στερηθηκαν οἱ ἴδιοι τὴν γνῶσι τῆς
ἀλήθειας. Μέλη οἱ περισσότεροι κοινωνικὸ-χριστιανικῶν ὀργανώσεων καὶ
ἀδελφοτήτων, κατηχήθηκαν ἀπὸ τὰ μικρά τους χρόνια σὲ ἔνα
ηθικο-φιλοσοφικὸ σύστημα μὲ ἐπίχρισμα χριστιανικό, ποὺ ἄφηνε νὰ ἐννοηθῆ
ὅτι σκοπὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι νὰ ἐπιτύχη τὴν εἰρηνικὴ καὶ ἀγαπημένη
συμβίωσι μεταξύ τῶν
ἀνθρώπων. Ἡ αἰωνιότης καὶ ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ ἦταν πράγματα τόσο μακρινὰ
γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς αὐτοὺς καὶ συχνὰ τόσο ἀδιάφορα. Οἱ περισσότεροι,
ὄντες ἐξωστρεφεῖς, ἄνθρωποι τῆς δράσεως, ἦλθαν στὸν Χριστιανισμὸ γιὰ νὰ
βροῦν ἕναν ὠργανωμένον καὶ καθωδηγημένον modus vivendi, ἕναν τρόπο γιὰ
νὰ ζήσουν ὡς καλοὶ καὶ τίμιοι πολίται ἐπάνω σε τούτη τὴ γῆ. Ο Θεὸς εἶναι
γιὰ τοὺς τέτοιους ἀνθρώπους ὁ Μέγας Ὑπερέτης τῶν προσωπικῶν συμφερόντων
τους, ἡ δὲ αἰώνιος ζωὴ μιὰ καλὴ ἀλλὰ εὐτυχῶς μακρινὴ ἐλπὶς
ἀποκαταστάσεως.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ
σώση τὸν ἐν τῷ πονηρὼ κείμενον κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώση τοὺς δικούς του
ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ τοὺς τραβήξη ἀπὸ τὴν παράταξη τοῦ πονηροῦ, νὰ τοὺς
ἑνώση μαζί του καὶ νὰ τοὺς θεώση κατὰ χάριν, καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς νὰ σώση
ὁλόκληρο τὴν στενάζουσα κτίσι. Ὁ κόσμος βαδίζει τὸν δρόμο τοῦ θανάτου.
Αὐτὸς εἶναι ἡ παράταξις τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου, ἡ παράταξις τοῦ
ἐχθροῦ του Θεοῦ. «Οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ δι’ οὖς δέδωκας μοι».
Αὐτοὶ ὅμως ἐρωτοῦν περὶ τοῦ κόσμου, καὶ
θυσιάζουν, γιὰ τὸ χατήρι τῆς διαβολικῆς αὐτῆς παρατάξεως ποὺ ποτὲ δὲν
πρόκειται νὰ σωθῆ, τὰ διαμάντια τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ βιοτής.
Γιατί περὶ αὐτοῦ πρόκειται. Δεν τὴν ζητάει ὁ Χριστὸς τὴν λεγόμενη «ἕνωσι
τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ ὁ κόσμος. Δὲν ζητάει ὁ Χριστὸς τὴν ἕνωσι τῆς
ψευτιᾶς μὲ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ὁ κόσμος, ποὺ ζητάει νὰ νοθεύση τὴν
ἀλήθεια, νὰ τὴν κάνη σχετικὴ καὶ μερική. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἡ συζήτησις ἔλθη
γιὰ τὴν ἕνωσι «τῶν Ἐκκλησιῶν», βλέπει κανεὶς νὰ τὴν ὑποστηρίζουν μὲ
ἐνθουσιασμὸ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὰ τῆς
θρησκείας. Ἡ ἕνωσις εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος ἐξουδετερώσεως τοῦ
Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἀνεκάλυψε ἡ παράταξις τοῦ διαβόλου, ἡ ἀρχὴ τοῦ
ξεφτίσματός του καὶ ἡ ὑποταγή του στὰ θελήματα τὴ πολιτικῆς, ἡ μετατροπή
του σὲ ὑπηρέτη τῶν συμφερόντων τοῦ κόσμου.
Μὲ τὴν ἕνωσι ὁ Χριστιανισμὸς ἴσως νὰ
ἀποκτήση μεγαλύτερη κοσμικὴ ἰσχύ, θὰ χάση ὅμως ὅλη τὴν πνευματική του
δύναμι, αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ ἐνοχλεῖ τὸν κόσμο. Μήπως δὲν ἔγινε ἤδη αὐτὸ
μέσα στὴν Καθολικὴ «Ἐκκλησία»; Ἡ δίψα τῶν Παπικῶν γιὰ κοσμικὴ ἰσχὺ τοὺς
ἔκανε νὰ κατεβοῦν στὸν στίβο τῶν πολιτικῶν ἑλιγμῶν, ἀπ’ ὅπου βγῆκαν
ὑπηρέται τῶν μεγάλων πολιτικῶν ρευμάτων.
Ἡ μαρτυρία τοῦ Μακρυγιάννη
Τὶς πρῶτες ἑνωτικὲς τάσεις τῶν
Βυζαντινῶν ἀρχόντων μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ πλάνη ἀνέκοψε, εὐτυχῶς, ἡ στάσις τοῦ
λαοῦ καὶ ἡ ὑποδούλωσις τοῦ Βυζαντίου στοὺς Τούρκους. Μόλις ὅμως τὸ
Ἑλληνικὸ Ἔθνος βρῆκε τὴν ἐλευθερία του, ὁ παλαιὸς πειρασμὸς ξανακτύπησε
τὴν πόρτα του. Οἱ γνήσιοι Ἕλληνες, ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ καὶ τῶν παραδόσεων,
ἀντιστάθηκαν στὴν ἀρχὴ στὸ ρεῦμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ. Ἤσαν ὅμως
ἀγράμματοι καὶ παρ’ ὅλον ὅτι αὐτοὶ εἶχαν δώσει τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν
ἐλευθερία αὐτῆς τῆς χώρας, γρήγορα παραγκωνίστηκαν ἀπὸ τους ξενόφερτους
γραμματισμένους, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν οἴησι ποὺ δίνει ἡ ἡμιμάθεια, εἶχαν καὶ
τὴν δύναμι τῆς Αὐλῆς τοῦ Ὄθωνος.
«…Αὐτῆνοι κατάντησαν τὴν πατρίδα καὶ τὴν
θρησκείαν καὶ κλονίζεται ἀπὸ τοὺς ἄθρησκους. Εἰς τὸν καιρὸν τῆς
Τουρκιᾶς μίαν πέτρα δὲν πείραζαν ἀπὸ τὰ παλιοκκλήσια, κι αὐτῆνοι οἱ
ἀπατεῶνες σύνδεσαν τὰ συμφέροντά τους μὲ τοὺς μολεμένους Φαναριῶτες κι
ἄλλους τοιούτους, ὁπού ἦταν εἰς τὴν Εὐρώπη μόλεμα, καὶ μᾶς χάλασαν τὰ
μοναστήρια καὶ τὶς ἐκκλησίες μας – μαγαρίζουν μέσα, κι ἄλλες ἔγιναν
ἀχούρια. Ἀπὸ τοὺς τοιούτους γερωμένους πολλοὺς πάθαμεν αὐτά, κι ἀπὸ τοὺς
τοιούτους λαϊκούς, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς, ἀφοῦ χύσαμεν ποταμοὺς
αἵματα, κιντυνεύομεν νὰ χάσωμεν καὶ τὴν πατρίδα μας καὶ τὴν θρησκεία
μας». (Μακρυγιάννη: Ἀπομνημονεύματα, σέλ. 398).
Αὐτοὶ οἱ ἡμιμαθεῖς μορφωμένοι
περιφρονησαν τὸν ἑλληνικὸ λαὸ μὲ τὸ πάθος κάθε πεμπτοφαλαγγίτου.
Περιφρόνησαν τὴν γλώσσα του, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά του, τὴν νοοτροπία του.
Ἔβαλαν ὅλα τους τὰ δυνατὰ νὰ νοθεύσουν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς του, νὰ
ἀλλοιώσουν τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας του, νὰ μπολιάσουν τὸ κοσμικὸ
πνεῦμα καὶ τὸν ὀρθολογισμὸ ἐπάνω στὸ ἁγιασμένο δέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας,
ποὺ τόσους αἰῶνες εἶχε μείνει ἀμόλυντο κάτω ἀπ’ τὸν βάρβαρο κατακτητή.
Γιὰ νὰ κτυπήσουν τὴν Ἐκκλησία κατάκαρδα, κτύπησαν τὰ μοναστήρια της.
Ἄλλα ἔκλεισαν, ἄλλων τὴν περιουσία ἐστέρησαν, σὲ ἄλλα ἔστειλαν
ἡγουμένους «προοδευτικοὺς» ποὺ τὰ διέλυσαν εὐκολώτερα ἀπὸ κάθε δίστομο
κρατικὴ μάχαιρα. …
Ἐπέκταση τῆς διαφθορᾶς : ἡ πίστη τοῦ ἐργαστηρίου
Ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ ἄρχισε νὰ
μεταποιῆται πρὸς τὸ εὐρωπαϊκώτερο γιὰ νὰ μεταπέση στὴν θεατρικὴ
τετραφωνία. Οἱ εἰκόνες ἄρχισαν νὰ φαίνωνται πολὺ αὐστηρὲς καὶ ἄσχημες
στὰ μάτια τῶν γυναικαρίων τῶν «ἀνωτέρων» τάξεων, ποὺ ζητοῦσαν «γλυκεῖς
Ἰησοῦς» γεμάτους συγκατάβασι γιὰ τὶς ἀνομίες τους καὶ ἀνίκανους νὰ
προκαλοῦν τὸ δέος καὶ τὸν σεβασμό. Τὰ γένεια καὶ τὰ μαλλιὰ τῶν ἱερωμένων
ἄρχισαν νὰ ἐνοχλοῦν, καὶ αὐτοί, ἀνταποκρινόμενοι στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ
σύγχρονου κοινοῦ, ἄρχισαν νὰ καλλωπίζωνται. … Οἱ θεολόγοι καὶ οἱ
μέλλοντες ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς δὲν ἐκκολάπτοντο μέσα στοὺς κόλπους τῆς
Ἐκκλησίας, τῆς φυσικῆς τους μητέρας, ἀλλὰ μέσα στοὺς κόλπους ἑνὸς
κρατικοῦ Πανεπιστημίου γεμάτου ἀπὸ ὀρθολογιστικὴ δυσωδία καὶ πνευματικὴ
ρηχότητα, χωρὶς καμμία δυνατότητα νὰ γευθοῦν στὴν πράξι τὴν μυστικὴ ἐν
Χριστῷ ζωὴ τῆς ἁγιότητος, ποὺ μόνη ἀναδεικνύει πραγματικοὺς θεολόγους.
Φύτρωσαν ἔτσι σὰν ζιζάνια μέσα στὴν Ἐκκλησία θεολόγοι ποὺ εἶχαν τὰ μυαλὰ
γεμισμένα μὲ πολλὲς φιλοσοφικὲς θεωρίες προτεσταντικῆς ἢ ρωμαϊκῆς
προελεύσεως, ἀλλὰ τὶς καρδιὲς κενὲς ἀπὸ τὸ βίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦταν ἀνίκανοι νὰ δοῦν
τὸ χάσμα ποὺ χωρίζει τὴν Ἀνατολικὴ ἀπὸ τὶς Δυτικὲς «Ἐκκλησίες». Τὸ
θεωροῦσαν ζήτημα δογματικῶν διατυπώσεων, ἀλλὰ ὄχι ζήτημα ζωῆς καὶ
οὐσίας. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ ἦταν σειρὰ συναισθηματικῶν
καταστάσεων καὶ ἠθικῶν πράξεων. Τὸ ἴδιο ὅμως εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ
γιὰ τοὺς Δυτικούς. Ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, τὸ βίωμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ
καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ κατοίκησις δηλαδὴ τῆς
ἀληθείας μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τοὺς ἦταν ἄγνωστη. Αὐτοὶ ὅταν
μιλοῦν γιὰ ἀλήθεια ἐννοοῦν τὸ ξηρὸ δόγμα. Τὸ δόγμα ὅμως, τόσο γι’ αὐτοὺς
ὅσο καὶ γιὰ τοὺς Δυτικούς, ἦταν ἕνας ξεχωριστὸς κόσμος ἐγκεφαλικῶν
διατυπώσεων, ἀρκετὰ ἐνοχλητικός, τὴν ἀξία τοῦ ὁποίου, ὕστερα ἀπ’ αὐτὴν
τὴν διάσπασι τῆς ζωῆς καὶ τῆς πίστεως, ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐκτιμήσουν.
Τὰ θεμέλια λοιπὸν ἐπάνω στὰ ὁποῖα θὰ
ἔκτιζαν γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν Ὀρθοδοξία τους, ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ
καλοπροαίρετοι ἀπὸ τοὺς θεολόγους μας, ἦταν σαθρότατα. Εἶναι φοβερό,
ὅταν ἀναλογισθῆ κανείς, ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ σαθρὰ θεμέλια ἔχει κτισθῆ
ὁλόκληρη ἡ σύγχρονη ἑλληνικὴ θρησκευτικότης. Γιατί, ἐνῶ κάποτε ἡ
θρησκευτικότης τοῦ λαοῦ ἐπήγαζε ἀπὸ τὶς Μονὲς καὶ αὐτὲς εἶχε γιὰ
πνευματικὸ ἀποκούμπι καὶ καθοδήγησι, στὸ ἑλληνικὸ βασίλειο ἡ
θρησκευτικότης θεμελιώθηκε ἐπάνω στὸν θεολόγο ποὺ περιγράψαμε, ἱερωμένο ἢ
λαϊκό.
Ὁ θεολόγος αὐτός, μιμούμενος τὰ δυτικὰ
πρότυπα, ὠργάνωσε ἀδελφότητες καὶ χριστιανικὲς ἑνώσεις καὶ πῆρε στὰ
χέρια του τὸ κήρυγμα καὶ τὴν κατήχησι. Καὶ ἐνῶ πρὶν ἡ θρησκευτικότης
ἑνὸς τόπου εἶχε σὰν κέντρο τῆς τὸ μοναστήρι τῆς περιοχῆς καὶ τοὺς
πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν διέφερε σὲ τίποτε ὁ Χριστιανὸς τοῦ
Α΄ τόπου ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ τοῦ Β΄ τόπου, γιατί ὅλοι ἦταν τὸ ἴδιο παιδιὰ
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τώρα ὁ θεολόγος ὠργάνωσε τὴν φατρία, καὶ ἔτσι
σ’ ἕναν καὶ τὸν αὐτὸ τόπο ὑπάρχουν Χριστιανοὶ τῆς Α΄ φατρίας καὶ
Χριστιανοὶ τῆς Β΄ φατρίας, πάντοτε ἀντίδικοι καὶ ὑποβλεπόμενοι,
χωρισμένοι – χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ καταλαβαίνουν ποιὲς εἶναι οἱ διαφορές
τους.
Καὶ ὅμως, μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ μίση καὶ τὰ
μεταξύ των σχίσματα, οἱ φατρίες εἶναι σύμφωνες πῶς ὅσον ἀφορᾶ τοὺς
Δυτικοὺς «περισσότερα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἑνώνουν παρὰ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς
χωρίζουν» καὶ «πρέπει νὰ βλέπουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἑνώνουν καὶ νὰ
παραβλέπουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς χωρίζουν». Βλέπουν δηλαδὴ πιὸ εὔκολη τὴν ἕνωσι
καὶ τὴν ἀγάπη μὲ τοὺς Δυτικοὺς «ἀδελφούς» τους ποὺ οὔτε τοὺς εἶδαν οὔτε
τοὺς γνώρισαν ποτέ, παρὰ μὲ τοὺς ὀρθοδόξους συμπολίτες καὶ γείτονες,
ποὺ καὶ βλέπουν καθημερινῶς καὶ γνωρίζουν. Ἀλλὰ εἴπαμε: οἱ ἄνθρωποι
σήμερα κόπτονται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἀφηρημένη ἀγάπη τῆς
ἀνθρωπότητος, τὴν στιγμὴ ποὺ εἶναι ἀνίκανοι νὰ ἀγαπήσουν τὸν πλησίον
τους.
Τί ἕνωση ζητάει ὁ Χριστός;
Ἀλλὰ ἃς καταλάβουν ὅσοι μὲ τόση ἐλαφρότητα μιλοῦν γιὰ Ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν, πως η ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δῶρον μυστικόν τῆς
θείας παρουσίας. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀποφασίζεται σὲ συνέδρια, ἀλλὰ κάτι
ποὺ ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει. Καμμία ἀπόφασις τῶν ἀνθρώπων δὲν μπορεῖ νὰ
ἐξαναγκάση τὸν Θεό.
Ἀσφαλῶς τύποις ἡ ἕνωσις μπορεῖ νὰ γίνη
καὶ νὰ ἀρχίσουν ὅλοι νὰ δηλώνουν, Προτεστάνται, Καθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι,
πῶς τώρα πιὰ εἴμαστε μιὰ Ἐκκλησία καὶ νὰ μνημονεύουμε ἐμεῖς τὸν Πάπα
Ρώμης καὶ ὁ Πάπας Ρώμης τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἐὰν
συμφωνήσουν ὅλοι ἐπάνω σε ἕνα «ἐλάχιστο ἀληθείας», ἐπάνω σε ἕνα
«πιστεύω» ἁπλουστευμένο, καὶ κανονισθοῦν καὶ μερικὰ ἄλλα ζητήματα,
μπορεῖ νὰ γίνη ἡ ἕνωσις. Θὰ γίνη ἕνα σύστημα νομικῶς καὶ τυπικῶς ἰσχῦον,
ἕνα σύστημα ὅμως ποὺ δὲν θὰ ἔχη καμμία σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, ἔστω καὶ ἂν ὅλα τα ἐξωτερικὰ φαινόμενα τὸ κάνουν νὰ μοιάζη μὲ
τὴν Ἐκκλησία. Ὁ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται». Όταν δὲν ὑπάρχουν στοὺς
ἀνθρώπους οἱ προϋποθέσεις τῆς Παρουσίας Του, ὁ Θεὸς δὲν ἔρχεται στοὺς
ἀνθρώπους.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν ποτὲ ἕνα
σύστημα ἀνθρώπινο. Η Ἐκκλησία γεννήθηκε, δὲν κατασκευάσθηκε. Οἱ
συζητήσεις τῶν ἀνθρώπων μποροῦν νὰ κατασκευάσουν κάτι καὶ νὰ τοῦ δώσουν
τὸ ὄνομα «Ἐκκλησία». Αὐτὸ ὅμως τὸ κατασκεύασμα θὰ εἶναι κάτι χωρὶς ζωή. Ἡ
ζωντανὴ Ἐκκλησία δὲν θὰ ἔχη καμμία σχέσι μ’ αὐτό. …
Δὲν χάθηκε κάθε ἐλπίδα
Εὐτυχῶς, μέχρι σήμερα, ὅλες οἱ
παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν Παράδοσι ποὺ περιγράψαμε δὲν ἔχουν ἀποκόψει τὶς
Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ τὴν ρίζα τους. Τὸ δέντρο παραμένει ζωντανὸ καὶ
ἀκμαῖο, παρ’ ὅλα τα φτιασίδια ποὺ τοῦ ἔχουνε προσθέσει. Οἱ Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες δὲν ἔχουν ξεραθῆ, ὅπως ἔγινε μὲ τὶς «Ἐκκλησίες» τῆς Δύσεως.
Λίγο ἂν τινάξης τὴ σκόνη ποὺ ἔρριξε τὸ κοσμικὸ πνεῦμα ἐπάνω τους θὰ βρῆς
τὰ δροσερὰ φύλλα τῆς γνήσιας Παραδόσεως. Ἡ Παράδοσις δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ
ζῆ καὶ νὰ ἰσχύη μέσα στὸν περίβολο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὑπάρχουν ἀκόμη μοναχοὶ ποὺ ζοῦν τὸν
ὀρθόδοξο Μοναχισμό. Ὑπάρχουν ἀκόμη γνήσιοι θεολόγοι ποὺ δὲν ἔχουν
νοθεύσει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τὴν κρατοῦν λαμπερὴ καὶ ὁλοκάθαρη, μακριὰ ἀπὸ
κάθε ξένη προσμιξι. Ὑπάρχουν ἀκόμη βυζαντινοὶ ψαλτάδες καὶ γνήσιοι
συνεχισταὶ τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφικῆς παραδόσεως. Ὑπάρχουν ἀκόμη
ἱερεῖς σὰν τοὺς παλιούς, ἀφοσιωμένοι στὸ ἱερό τους λειτούργημα, ποὺ ἡ
συνεχὴς ἐπαφή τους μὲ τὸν Θεό, δὲν τοὺς ἀφήνει τὸ στενοχωρεθοῦν ἀπὸ τὰ
μακριὰ γένεια καὶ τὰ μαῦρα ράσα, ἀλλὰ τὰ κάνει νὰ ἀκτινοβολοῦν ἁγιότητα.
Ὑπάρχει ἀκόμη ἁπλὸς λαὸς ποὺ ἀξιώνεται νὰ δὴ θαύματα φοβερά.
Ἡ γνήσια Παραδοσις λοιπὸν – ἡ ζωή, τὰ βιώματα καὶ ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ὅλων τῶν
ἐποχῶν, τὰ ἴχνη αὐτὰ τῶν βημάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στὶς καρδιὲς
τῶν Χριστιανῶν – ὑπάρχει καὶ συνεχίζεται, ζωντανὴ ἀνάμεσά σε ζωντανούς,
χωρὶς καμμία διακοπῆ ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Ὑπάρχει μία συνεχὴς
ἁρμονία σ’ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῶν ὀρθοδόξων ὅλων τῶν
ἐποχῶν μέχρι σήμερα, γραπτὲς καὶ ἄγραφες, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ χρυσοὺς
κανὼν ἐπάνω στὸν ὁποῖον πρέπει ὁ καθένας νὰ μετράη τὶς σκέψεις καὶ τὰ
ἔργα του γιὰ νὰ βλέπη ἂν βρίσκεται μέσα ἢ ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς
Ὀρθοδοξίας. Μπορεῖ τὰ φαινόμενα νὰ δίνουν τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἔχει χαλάσει,
ὅτι ἔχει διακοπὴ ἡ συνέχεια, ὅμως λίγο ἂν σκάψη κανείς, τὴν βλέπει νὰ
ἀναβλύζη καὶ νὰ δροσίζη αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀποζητοῦν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου