Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου «Οἰκογενειακὴ ζωὴ» Λόγοι Δ΄, ἐκδόσεις Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι μερικοὶ Πνευματικοὶ λένε στοὺς ἄνδρες ποὺ ἔχουν
προβλήματα μὲ τὶς γυναῖκες τους: «Κάνε ὑπομονή, αὐτὸς εἶναι ὁ σταυρός
σου. Τί νὰ κάνουμε; Θὰ ἔχης μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό». Πᾶνε μετὰ οἱ γυναῖκες
καὶ λένε καὶ σ᾿ αὐτές:
«Κάνε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔχης μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό». Δηλαδὴ μπορεῖ νὰ φταῖνε
καὶ οἱ δύο καὶ νὰ λέη καὶ στοὺς δύο ὁ Πνευματικός: «Κάνε ὑπομονή». Ἢ
μπορεῖ νὰ φταίη ὁ ἕνας καὶ νὰ τοῦ λέη ὁ Πνευματικός: «Κάνε ὑπομονή».
Ὁπότε αὐτὸς ποὺ φταίει ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι ἀνέχεται τὸν ἄλλον,
ἐνῶ κάθε μέρα τὸν σκάζει.
Μιὰ φορὰ ἦρθε στὸ Καλύβι κάποιος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶχε προβλήματα μὲ τὴν
γυναίκα του. Πήγαιναν γιὰ χωρισμό. Δὲν ἤθελε νὰ δῆ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Ἦταν καὶ οἱ δύο δάσκαλοι, εἶχαν καὶ δύο παιδάκια. Δὲν ἔτρωγαν ποτὲ στὸ
σπίτι. Σὲ ἄλλο ἑστιατόριο ἔτρωγε ὁ ἕνας μετὰ τὸ σχολεῖο, σὲ ἄλλο ὁ
ἄλλος, καὶ ἀγόραζαν καὶ κάτι σάντουϊτς, γιὰ νὰ φᾶνε τὰ παιδιά. Τὰ
καημένα, ὅταν οἱ γονεῖς γύριζαν στὸ σπίτι, πήγαιναν καὶ ἔψαχναν στὶς
τσέπες καὶ στὶς τσάντες τους, γιὰ νὰ δοῦν τί τοὺς ἔφεραν ἀπ᾿ ἔξω νὰ
φᾶνε. Περνοῦσαν μεγάλο δράμα! Αὐτὸς ἔκανε καὶ τὸν ψάλτη.
στὸ σπίτι». «Πῆγες στὸν Πνευματικό;», τὸν ρωτάω.
«Ναί, πῆγα, μοῦ λέει, καὶ μοῦ εἶπε: "Ὑπομονὴ νὰ κάνης· σηκώνεις μεγάλο
σταυρό"». «Γιά νὰ δῶ, τοῦ λέω, ποιός σηκώνει μεγάλο σταυρό. Νὰ πάρουμε
τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅταν παντρευτήκατε, μαλώνατε ἔτσι;». «Ὄχι, μοῦ
λέει. Ὀκτὼ χρόνια ἤμασταν πολὺ ἀγαπημένοι. Λάτρευα τὴν γυναίκα μου
περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! Μετὰ ἐκείνη ἄλλαξε. Ἔγινε γκρινιάρα,
ἰδιότροπη...».
Ἀκοῦς; Τὴν λάτρευε περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! «Ἔλα ἐδῶ, τοῦ λέω. Λάτρευες
τὴν γυναίκα σου περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! Ἡ γυναίκα σου φταίει τώρα ἢ
ἐσύ, ποὺ φθάσατε σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση; Ἐξ αἰτίας σου πῆρε τὴν Χάρη Του
ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γυναίκα σου. Καὶ τί σκέφτεσαι νὰ κάνης τώρα;», τὸν
ρωτάω. «Μᾶλλον νὰ χωρίσουμε», μοῦ λέει. «Μήπως ἔμπλεξες καὶ μὲ καμμιὰ
ἄλλη;». «Ναί, ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου κάποια», μοῦ λέει.
«Βρέ, δὲν καταλαβαίνεις ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ φταίχτης; Νὰ ζητήσης πρῶτα
συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ λάτρευες τὴν γυναίκα σου περισσότερο ἀπὸ
Ἐκεῖνον. Μετὰ νὰ πᾶς νὰ ζητήσης συγχώρεση ἀπὸ τὴν γυναίκα σου. "Νὰ μὲ
συγχωρέσης, νὰ τῆς πῆς, ἐγὼ ἔγινα αἰτία νὰ δημιουργηθῆ αὐτὴ ἡ κατάσταση
στὸ σπίτι καὶ νὰ ταλαιπωροῦνται καὶ τὰ παιδιά". Ἔπειτα νὰ πᾶς νὰ
ἐξομολογηθῆς καὶ νὰ λατρεύης τὸν Θεὸ σὰν Θεὸ καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὴν γυναίκα
σου σὰν γυναίκα σου, καὶ θὰ δῆς, τὰ πράγματα θὰ πᾶνε καλά». Τὸν
τράνταξα. Ἄρχισε νὰ κλαίη. Μοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ μὲ ἀκούση. Ἦρθε μετὰ
ἀπὸ λίγο καιρὸ χαρούμενος. «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πάτερ, μᾶς ἔσωσες, μοῦ λέει.
Εἴμαστε μιὰ χαρά, κι ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας». Βλέπεις; Νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ
φταίχτης καὶ νὰ νομίζη κιόλας ὅτι σηκώνει πολὺ μεγάλο σταυρό!
Κι ἐσεῖς ποτὲ νὰ μὴ δικαιολογῆτε τὶς γυναῖκες ποὺ ἔρχονται καὶ σᾶς
κάνουν παράπονα γιὰ τοὺς ἄνδρες. Ἐγὼ οὔτε τοὺς ἄνδρες δικαιολογῶ οὔτε
τὶς γυναῖκες, ἀλλὰ τοὺς προβληματίζω. Μοῦ λέει, ἂς ὑποθέσουμε, ἡ
γυναίκα: «Ὁ ἄνδρας μου πίνει, γυρίζει στὸ σπίτι ἀργὰ τὸ βράδυ,
βρίζει...». «Κοίταξε, τῆς λέω, ὅταν γυρίζη στὸ σπίτι τὴν νύχτα
μεθυσμένος, νὰ τοῦ φέρεσαι μὲ καλωσύνη. Ἂν ἀρχίζης ἐσὺ καὶ γκρινιάζης
"γιατί ἄργησες; τί ὥρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἦρθες; δὲν θὰ ἀλλάξης ἐπιτέλους;
τί κατάσταση εἶναι αὐτή; δὲν εἶναι μιὰ μέρα, δὲν εἶναι δύο, πόσο θὰ κάνω
ὑπομονή;" καὶ κατεβάζης τὰ μοῦτρα, ὁ διάβολος θὰ τοῦ πῆ: "Βρέ, χαμένος
εἶσαι ποὺ κάθεσαι μ᾿ αὐτὴν τὴν χαζή! Δὲν πᾶς νὰ γλεντᾶς μὲ καμμιὰ
ἄλλη;". Μπορεῖ νὰ ἔχης δίκαιο, ἀλλὰ ὁ διάβολος θὰ τὸν μπλέξη ἀλλοῦ.
Ἐνῶ, ὅταν ἐσὺ τοῦ φερθῆς μὲ καλωσύνη καὶ κάνης λίγη ὑπομονὴ καὶ
προσευχή, χωρὶς νὰ παραπονῆσαι γιὰ τὸ τί κάνει ἐκεῖνος, θὰ δῆ λίγο
λιακάδα, θὰ προβληματισθῆ καὶ θὰ διορθωθῆ». Ἔρχεται μετὰ ὁ ἄνδρας καὶ
μοῦ λέει: «Ἡ γυναίκα μου γκρινιάζει, φωνάζει». «Βρέ, σὲ περιμένουν τὰ
παιδιὰ καὶ ἡ φουκαριάρα ἡ γυναίκα σου μὲ λαχτάρα μέχρι τὰ μεσάνυχτα, τοῦ
λέω, κι ἐσὺ γυρνᾶς στὸ σπίτι μεθυσμένος καὶ ἀρχίζεις νὰ βρίζης! Εἶναι
ντροπή! Γιὰ νὰ βασανίζης τὴν οἰκογένεια παντρεύτηκες;».
Ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχη καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος
δίκαιο. Κάποτε ἔλεγα σὲ μιὰ συντροφιὰ πόσο ἁγνὸς ἦταν ὁ Μακρυγιάννης.
Εἶχε καὶ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἁγνότητα. Ὁπότε πετάγεται κάποιος καὶ μοῦ
λέει: «Ὄχι, νὰ θέλουν νὰ παρουσιάσουν τὸν Μακρυγιάννη καὶ γιὰ ἅγιο!».
«Γιατί ὄχι;», τὸν ρωτάω.
«Γιατὶ ἔδερνε τὴν γυναίκα του», μοῦ ἀπαντάει. «Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ τί
συνέβαινε: Ὁ Μακρυγιάννης, ὅταν τύχαινε νὰ ἔχη κανένα τάλληρο καὶ
ἐρχόταν καμμιὰ χήρα ποὺ εἶχε παιδιά, τῆς τὸ ἔδινε. Ἡ γυναίκα του, ἡ
καημένη, γκρίνιαζε. "Μὰ κι ἐσὺ παιδιὰ ἔχεις, τοῦ ἔλεγε, γιατί τὸ
ἔδωσες;". Κι ἐκεῖνος τῆς ἔδινε κανένα μπάτσο καὶ τῆς ἔλεγε. "Ἐσὺ ἔχεις
τὸν ἄνδρα σου ποὺ θὰ σὲ οἰκονομήση. Αὐτὴ ἡ καημένη δὲν ἔχει ἄνδρα, ποιός
θὰ τὴν οἰκονομήση;". Δηλαδὴ καὶ οἱ δύο εἶχαν δίκαιο».
Ὕστερα, ἂν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους ζῆ πνευματικά, τότε καὶ δίκαιο
νὰ ἔχη, δὲν ἔχει κατὰ κάποιον τρόπο δίκαιο. Γιατί, σὰν πνευματικὸς
ἄνθρωπος ποὺ εἶναι, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίση μία ἀδικία πνευματικά. Νὰ τὰ
ἀντιμετωπίζη δηλαδὴ ὅλα μὲ τὴν θεία δικαιοσύνη, νὰ βλέπη τί ἀναπαύει τὸν
ἄλλον. Γιατί, ἂν μιὰ ψυχὴ εἶναι ἀδύνατη καὶ σφάλλη, ἔχει κατὰ κάποιον
τρόπο ἐλαφρυντικά. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ εἶναι σὲ καλύτερη πνευματικὴ
κατάσταση καὶ δὲν δείχνει κατανόηση, σφάλλει πολὺ περισσότερο. Ὅταν καὶ
οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τὰ πράγματα κοσμικά, μὲ τὴν
κοσμική, τὴν ἀνθρώπινη, δικαιοσύνη, τί γίνεται μετά; Πρέπει νὰ πηγαίνουν
συνέχεια στὰ κοσμικὰ δικαστήρια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βασανίζονται οἱ ἄνθρωποι.
* Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου
Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, εἶναι ἁγιογράφηση τῶν ἀδελφῶν
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος
Σωτῆρος Χριστοῦ Κέρκυρας (Ἅγιος Ἀθανάσιος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου