Τοῦ Φώτη Μιχαήλ, ἰατροῦ
Ὁμιλία γιὰ τὴν Ἐθνικὴ Ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου 1821
’’Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς
ἀπανδόχευτος’’, ἔλεγαν οἱ παλιοί. Ζωὴ χωρὶς γιορτές, μοιάζει μὲ ταξίδι
πολυήμερο χωρὶς ἀνάπαυση, χωρὶς ἀνεφοδιασμό. Ἡ
25η Μαρτίου, γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, εἶναι πνευματικὸ πανδοχεῖο, ποὺ
προσφέρει διπλὴ ἀνάπαυση καὶ διπλὸ ἀνεφοδιασμό. Καὶ ὁ λόγος εἶναι, ὅτι
τὴν ἴδια μέρα ἑορτάζουμε δυὸ μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες ἐλευθερίες
μας. Πρῶτα τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου λόγω τῆς ἁμαρτίας, καὶ
ἔπειτα τὴν ἐλευθερία τοῦ Γένους μας ἀπὸ τὴν τουρκικὴ σκλαβιά.
Στὸν λίγο χρόνο ποὺ ἔχουμε στὴν διάθεσή
μας, θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ δεύτερο σκέλος τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ
τὴν ἐθνική μας παλιγγενεσία. Θέμα μας, τὸ παράπονο τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ
’21.
Ἀδελφοί μου,
Ἡ ἐπέτειος τῆς 25ης Μαρτίου θαρρῶ πὼς
δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνον μιὰ εὐκαιρία γιὰ μεγάλα λόγια, γιὰ ψεύτικες
ἐπετειακὲς πολιτικὲς δηλώσεις, γιὰ ἐμβατήρια καὶ ἐξέδρες. Εἶναι
πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ πρώτης τάξεως πρόκληση γιὰ γόνιμο προβληματισμὸ καὶ
μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀφορμὴ γιὰ συλλογικὴ καὶ προπάντων γιὰ προσωπικὴ
αὐτοκριτική. Μιὰ αὐτοκριτικὴ βασισμένη κυρίως πάνω σε...
μιὰ σύγκριση τῶν δικῶν μᾶς ἐπιλογῶν καὶ ἀξιῶν σὲ σχέση μὲ τὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς ἐπιλογὲς τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Θὰ ποῦνε ἴσως μερικοί: Καλά, πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ συγκριθοῦν οἱ συνθῆκες τοῦ ’21 μὲ τὶς τωρινές; Τί κοινὸ
μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ τὰ δικά μας; Οἱ πρόγονοί
μας τότε ἤσαν σκλαβωμένοι, ἐνῶ ἐμεῖς…
Ἀδελφοί μου, ἐὰν δὲν ἔχουμε ἀκόμα
καταλάβει, ὅτι στὶς ἡμέρες μας ζοῦμε μιὰ σκλαβιὰ ἀσύγκριτα πιὸ σκοτεινὴ
καὶ πιὸ ὕπουλη ἀπὸ ἐκείνη τὴν σκλαβιά, ποὺ βίωσαν οἱ πρόγονοί μας ἐπὶ
τουρκοκρατίας, τότε εἴμαστε δυστυχῶς ἄξιοί τῆς μοίρας μας.
Ἐὰν δὲν ἔχουμε ἀκόμα συνειδητοποιήσει,
ὅτι στὰ χρόνια μας εἴμαστε σκλαβωμένοι διπλά, δηλαδή, ὄχι μονάχα σὲ
ξένους δυνάστες ἀλλὰ καὶ στὰ πάθη μας τὰ δαιμονικά, τότε πῶς θὰ πάρουμε
τὴν ἀπόφαση νὰ ἐλευθερωθοῦμε; Τότε, μὲ ποιὸ ὅραμα, μὲ ποιὲς δυνάμεις, μὲ
ποιὰ ἀποφασιστικότητα, προσδοκᾶμε νὰ ξαναπάρουμε πίσω τὴν χαμένη μας
Ἐλευθερία, τὴν χαμένη μας τιμὴ καὶ ἀξιοπρέπεια, τὴν χαμένη μας
ἀθωότητα;
Ἃς προχωρήσουμε, λοιπόν, νὰ δοῦμε πού
βασίστηκαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ποιὰ ἦταν τὰ ἰδανικά τους, ποιὰ τὰ
ὁράματά τους καὶ ποιὸς ὁ σκοπὸς τοῦ Ἀγώνα τους; Καὶ ἀφοῦ τοποθετήσουμε
ἔπειτα τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀπέναντί τους, νὰ δοῦμε, τελικά, δικαιώσαμε τοὺς
Ἀγῶνες τους ἢ τοὺς ἔχουμε περιφρονήσει τόσο, ποὺ ἡ καρδιὰ τοὺς πονάει
ἀπὸ θλίψη καὶ τὸ λαρύγγι τοὺς πνίγεται μέσα στὸ παράπονο;
Ἀδελφοί μου,
Τὰ γεγονότα τῆς Ἐπαναστάσεως μαρτυροῦν,
ὅτι δύο εἶναι τὰ πιὸ δυνατὰ κοινὰ σημεῖα ἀναφορᾶς ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν
Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21: Ἡ Πίστη καὶ ἡ Πατρίδα. Ὅλες οἱ μάχες, ὅλες οἱ θυσίες
γίνονται πρῶτα γιὰ τὴν Πίστη τὴν Ἁγία καὶ ἔπειτα γιὰ τὴν φιλτάτη
Πατρίδα.
Βρισκόμαστε στὸ θρυλικὸ Ἰάσιο τῆς
Μολδοβλαχίας. Τὰ παλληκάρια τοῦ Ἱεροῦ Λόχου –Πόντιοι στὴν πλειονότητά
τους- ἀκοῦνε τὸν ἐπίσης ποντιακῆς καταγωγῆς Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη νὰ τοὺς
προτρέπει: ''Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν. Νὰ
ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα καὶ νὰ ὑψώσωμεν τὸ Σημεῖον δὶ οὗ πάντοτε
νικῶμεν. Λέγω τὸν Σταυρόν. Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος''.
Νὰ ὑψώσουμε, βροντοφωνάζει ὁ Ἀλέξανδρος
Ὑψηλάντης, τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὁποίου
πάντοτε νικᾶμε καὶ νὰ τὰ δώσουμε ὅλα γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα.
Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε; Ἀκοῦμε τὴν φωνὴ τοῦ Ὑψηλάντη;
Ἐμεῖς, σήμερα, ἀντὶ νὰ τὸν ὑψώσουμε τὸν
Σταυρό, ὅπως ἔκανε ὁ Ὑψηλάντης, τὸν περιφρονοῦμε ὑβριστικά: Τὸν πετᾶμε
ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, τὸν ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸ κοντάρι
τῆς Σημαίας μας, τὸν βγάζουμε ἀπὸ τὰ στήθια μας καὶ ἀπὸ τὶς καρδιές μας,
καὶ δὲν ξέρω ἐὰν σὲ λίγο, ἐν ὀνόματι τῆς νεοταξικῆς
πολυπολιτισμικότητας, τὸν κατεβάσουμε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς τρούλους τῶν
ἐκκλησιῶν μας.
Τὰ ἔργα μας, δὲν τὰ στερεώνουμε πιὰ στὸν
Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, ὅπως τὰ στερέωναν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ἀλλὰ
ποῦ; Τὰ στηρίζουμε στὴν αὐτοπεποίθησή μας, στὴν ἐπιστημοσύνη μας, στὰ
βρώμικα δανεικά των ἑβραϊκῶν τραπεζῶν, στοὺς δούρειους ἵππους τῶν ΕΣΠΑ,
στὰ ναρκοθετημένα οἰκονομικὰ πακέτα τῆς λεγόμενης εὐρωπαϊκῆς ἕνωσης.
Ὅσο γιὰ τὶς μάχες, ποὺ δίνουμε σήμερα
στὴν ζωή μας, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἔπαψαν νὰ εἶναι
μάχες γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα, ὅπως καλοῦσε τοὺς ἀγωνιστὲς ὁ
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ἔχουν μετατραπεῖ σὲ μάχες γιὰ τὴν ἀτομική μας
καθαρὰ καλοπέραση. Μάχες γιὰ κέρδη, γιὰ καταθέσεις, γιὰ καριέρα, γιὰ
δόξα. Πάντως ὄχι μάχες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας καὶ τὴν Ἑλλάδα μας.
Στὴν Ἁγία Λαύρα, ὁ Ἐπίσκοπος Παλαιῶν
Πατρὼν Γερμανὸς ὑψώνει τὸ ἱστορικὸ λάβαρο τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21,
εὐλογεῖ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ μεταξύ των ἄλλων βροντοφωνάζει: ''Ἦρθε ἡ ὥρα
νὰ σπάσουμε τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ζυγό, ποὺ βαραίνει τὸν τράχηλό μας.
Καλύτερος εἶναι ὁ θάνατος μὲ τὸ ὅπλο ἀνὰ χείρας, παρὰ ἡ θέαση τοῦ
ἐξευτελισμοῦ τῶν βωμῶν καὶ τῶν ἐστιῶν''.
Τὰ ἴδια γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του
καὶ ὁ Μακρυγιάννης: ’’Ὅταν μου πειράξουν τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία
μου, θὰ μιλήσω, θὰ ‘νεργήσω κι ὅτι θέλουν ἅς μου κάνουν’’.
Σήμερα, ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅταν μᾶς
πειράζουν τὴν Πίστη ἢ τὴν Πατρίδα, συνήθως δὲν κάνουμε, αὐτὸ ποὺ θὰ
ἔκανε ὁ Μακρυγιάννης. Προτιμᾶμε νὰ μείνουμε σιωπηλοί, ψυχροὶ καὶ
ἀδιάφοροι. Μιὰ ταπεινωτικὴ ἥττα τῆς ποδοσφαιρικῆς μας ὁμάδας τολμῶ νὰ
πῶ, ὅτι ἴσως μᾶς ἐξαγριώνει περισσότερο.
Τὰ παραδείγματα; Ἀμέτρητα!
Μήπως, ὡς λαό, μᾶς ἔθιξαν τὰ γεγονότα
τῶν Ἰμίων; Σὲ ποιὸ σχολεῖο σήμερα γίνεται λόγος γιὰ τὰ ἠρωϊκὰ μᾶς ἐκεῖνα
παιδιά, πού θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πατρίδα ἐκεῖνο τὸ βράδυ; Θὰ μᾶς πεῖ
κανεὶς ποιὸ βόλι τὰ θανάτωσε;
Μήπως μᾶς πειράζει τὸ νέο παιδομάζωμα;
Ἔρχεται ὁ κύριος Φοῦχτελ, ἁρπάζει τὰ παιδιά μας καὶ ἐμεῖς χαιρόμαστε,
πού σώζονται! Ποῦ; Στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν!
Μήπως φαίνεται ἀπὸ τὴν στάση μας, ὅτι
μᾶς προβληματίζει στὰ σοβαρὰ ἡ κατάργηση τῶν συνόρων μας καὶ ἡ ἀπώλεια
τῆς ἐθνικῆς μας κυριαρχίας;
Τί κάνουμε ὡς λαὸς καὶ ὡς ἡγεσίες, γιὰ
νὰ ἀποτρέψουμε τὴν κοινωνική, πολιτισμικὴ καὶ δημογραφικὴ ἀλλοίωση, ποῦ
ἐπιχειρεῖται σήμερα σὲ βάρος τῆς Πατρίδας μας, μὲ ἀφορμὴ τάχα τὸ
προσφυγικό;
Ἀδελφοί μου, ἃς μὴν μπερδευόμαστε. Ἄλλο
πράγμα ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὄντως πρόσφυγες καὶ ἄλλο ἡ
ἀνεξέλεγκτη ἐγκατάσταση φανατικῶν μουσουλμάνων μέσα στὴν αἱματοβαμμένη
ἀπὸ τὸ Ἰσλὰμ πατρίδα μας.
Στὸν Ἀγώνα τοῦ ’21 ἔδωσαν τὸ αἷμα τοὺς
ἕνα ἑκατομμύριο πρόγονοί μας. Δέκα πατριάρχες καὶ 120 ἐπίσκοποι ἔχασαν
τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὴν χατζάρα τοῦ Ἰσλάμ.
Αὐτὴ τὴν ὥρα, μονάχα στὸν Πειραιά, λειτουργοῦν σαράντα τεμένη!
Γι’ αὐτὸ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ
τὴν Ὀρθοδοξία ὅλοι αὐτοί; Γιὰ νὰ ξαναγεμίσει ἡ Πατρίδα μας τζαμιά; Δὲν
μᾶς ἔφτασαν χίλιοι ἑκατὸ Νεομάρτυρες; Θέλουμε κι ἄλλους;
Καὶ γιὰ τὸν ἐξευτελισμὸ τῶν ἑστιῶν, πόσο
ἄραγε θιγόμαστε καὶ ἀντιδροῦμε, ὅταν ἀφήνουμε τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογένειας
στὴν πατρίδα μας νὰ διαλυθεῖ, ὅταν τὸν θεοσδοτο γάμο τὸν περνᾶμε μέσα
ἀπὸ τὰ δημαρχεῖα καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ τὶς ἐκκλησιές μας, ὅταν ἀναδεικνύουμε
τὸν σοδομισμὸ σὲ ἀξία γαμική, ὅταν οἱ γονεῖς κατάντησαν βάρος καὶ ἡ
παιδοποιία βάσανο παραπανίσιο, ὅταν δολοφονοῦμε πάνω ἀπὸ 300.000
ἀγέννητα παιδιὰ τὸν χρόνο;
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐξευτελισμό, ποὺ
δέχονται σήμερα ἄνθρωποι καὶ σύμβολα τῆς Πίστεώς μας, πόσο μποροῦμε νὰ
ποῦμε ὅτι μᾶς καίει, ὅταν, ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀνεχόμαστε
νὰ ἀποκλείονται οἱ Ἱεράρχες μας ἀπὸ τὶς σχολικὲς αἴθουσες, ὅταν μένουμε
σιωπηλοὶ στὴν ἀπόσυρση τῆς εἰκόνας τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς
θεολογικῆς μας σχολῆς, ὅταν δεχόμαστε ἀδιαμαρτύρητα τὴν διακωμώδηση τοῦ
ράσου σὲ καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις ἢ σὲ παρελάσεις σοδομιστῶν;
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ’’κατορθώματά’’ μας, πῶς
εἶναι δυνατόν, ἀγωνιστὲς σὰν τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Παλαιῶν Πατρὼν
Γερμανό, νὰ μὴν ἔχουν παράπονα καὶ νὰ μὴν εἶναι πικραμένοι μαζί μας;
Ὁ μεγάλος Διδάχος τοῦ Γένους μας, ὁ
ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀκούραστος αὐτὸς Ἀγωνιστῆς γιὰ τὸ Ποθούμενο,
γιὰ τὴν Ἐλευθερία τοῦ Γένους, στὶς διδαχὲς τοῦ ἔλεγε: ’’Πρέπει νὰ
φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε’’.
Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε, ἀδελφοί μου;
Ἐμεῖς σήμερα, ἀντὶ νὰ φυλάξουμε καὶ νὰ στερεώσουμε τὴν Πίστη μας, ὅπως
προέτρεπε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πολὺ συχνά, δυστυχῶς, τὴν
ὑπονομεύουμε καὶ τὴν ἀμβλύνουμε.
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν στὶς
θεολογικές μας σχολὲς καὶ σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς λεγόμενες ἀκαδημίες
θεολογικῶν σπουδῶν, τὰ τελευταῖα χρόνια, περιφρονοῦμε τοὺς Ἁγίους
Πατέρες, ποὺ εἶναι οἱ στυλοβάτες τῆς Πίστεώς μας, καὶ διδάσκουμε
θεωρίες καὶ πρακτικὲς δῆθεν μεταπατερικές;
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν κάθε τόσο
συμπροσευχόμαστε στὸ ἐξωτερικὸ μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους; Ὅταν τὸ
κοράνιο τὸ ὀνομάζουμε βιβλίο ἱερό, δοθείσης μάλιστα εὐκαιρίας τὸ
δωρίζουμε κιόλας ἀντὶ τοῦ Εὐαγγελίου;
Στερεώνουμε τὴν Πίστη μας, ὅταν
καταργοῦμε τὸν ὁμολογιακὸ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, καὶ
τοὺς παραδοσιακοὺς θεολόγους μας τοὺς περιφρονοῦμε;
Ὅταν ἀναθέτουμε τὴν θεραπεία τῶν παθῶν
τῆς ψυχῆς μας σὲ ψυχολόγους, σὲ ψυχοθεραπευτὲς καὶ σὲ ὁμοιοπαθητικούς,
ἐνῶ ὁ μόνος θεραπευτὴς τῶν ψυχῶν μας εἶναι ὁ Κύριος Ἠμῶν Ἰησούς Χριστός,
θεραπευτήριό Του ἡ Ἐκκλησίας μας καὶ μοναδικά Του φάρμακα τὰ Ἱερά μας
Μυστήρια;
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν μὲ νόμους τῆς
πολιτείας δῆθεν ἀντιρατσιστικούς, φιμώνουμε τὸν ἄμβωνα σὲ θέματα ὅπως ἡ
ὁμοφυλοφιλία, οἱ ἐκτρώσεις, οἱ δυσώνυμες δυτικόφερτες ἐκτροπὲς τοῦ
θεσμοῦ τοῦ γάμου, ἡ κάρτα τοῦ πολίτη, ἡ ἀχρήματη κοινωνία, λὲς καὶ ὅλα
αὐτὰ δὲν ἀφοροῦν στὴν Πίστη μας, δὲν ἅπτονται τοῦ κεφαλαίου τῆς σωτηρίας
μας;
Πῶς, λοιπόν, μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα τόσα,
νὰ μὴν εἶναι πικραμένος μαζί μας ὁ Ἐθναπόστολός μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλός; Καὶ πῶς νὰ μὴν πνίγεται ἀπὸ τὸ παράπονο, βλέποντάς μας νὰ
παρατᾶμε κάποιες φορὲς ἀφύλαχτη τὴν πολυτίμητη Ὀρθοδοξία μας καὶ νὰ
δηλώνουμε ἐνθουσιασμένοι μὲ τὰ ξυλοκέρατα, πού μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὴν
Δύση;
Ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς Κυβερνήτης μας ἦταν, ὡς γνωστόν, ὁ μέγιστός των Ἑλλήνων πολιτικῶν, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας.
Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς πρωτεργάτης τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας, δυστυχῶς γιὰ τὴν Πατρίδα μας, δὲν ἔμελλε νὰ ζήσει γιὰ πολύ.
Τὰ ἔργα του, τὸ ἦθος του, ἡ πίστη του
καὶ γενικὰ ἡ προσωπικότητά του, ἔκαναν τοὺς ξένους νὰ τὸν φθονήσουν. Καὶ
μὲ χέρι δικό μας δολοφονεῖται στὸ Ναύπλιο, τὴν Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου
τοῦ 1831, στὴν εἴσοδο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στὶς ἕξι καὶ
μισῆ τὸ πρωΐ.
Τυχαία ἡ μέρα, ἡ ὥρα καὶ ὁ τόπος τῆς
δολοφονίας του; Ὄχι βέβαια. Διότι ὁ Κυβερνήτης συνήθιζε νὰ ἐκκλησιάζεται
κάθε Κυριακὴ καὶ μάλιστα ’’ὄρθρου βαθέως’’.
Ἀδελφοί μου, ὡς Λαὸς καὶ ὡς Ἡγεσίες,
ἀντέχουμε σήμερα νὰ μποῦμε ἀπέναντί του καὶ νὰ καθρεπτισθοῦμε στὸ
Ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ μεγάλου μας Κυβερνήτη; Στὶς ἡμέρες μας, ἐμεῖς οἱ
Ἕλληνες βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, σὲ τί ἄραγε ποσοστὰ
ἐκκλησιαζόμαστε, ὄχι βεβαίως καθ’ ἕξιν, ἀλλὰ μὲ γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημα
καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση;
Καὶ ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν ἡγεσιῶν μας, πόσοι
Ἕλληνες ἀξιωματοῦχοι ὑπάρχουν σήμερα, πού λειτουργοῦνται τακτικὰ τὶς
Κυριακές, ὅπως ὁ Καποδίστριας, ἀναθέτοντας τὶς ὑποθέσεις τῆς Πατρίδας
στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ;
Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, μέσα ἀπὸ τὴν
δράση του καὶ τὰ γραπτά του, ἀποδεικνύεται ὅτι τὴν Ὀρθοδοξία τὴν εἶχε
στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς του. Καὶ πλάϊ σ’ αὐτήν, φύλαγε ἄλλες δυὸ μεγάλες
του ἀγάπες: Τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Παιδεία τὴν Ἑλληνική.
Τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἐθνική μας Παιδεία
ἦταν ἕνα Σχολεῖο Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο. Γι’ αὐτὸ καὶ διακήρυττε: «Τὰ
σχολεῖα δὲν εἶναι ἁπλῶς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως
φροντιστήρια ἠθικῆς, χριστιανικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀγωγῆς».
’’Ἀποτελεῖ Θεία τιμή, ἔλεγε, τὸ νὰ
ἀναθρέψει κάποιος Ἑλληνόπαιδες’’. Πῶς, ὅμως; ’’Μὲ τὶς γνώσεις τῆς Ἱερᾶς
μας θρησκείας καὶ μὲ τὴν πάτριον γλώσσα’’ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν
ξένη γλώσσα ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια μας, ὅπως κάνουμε σήμερα.
Ὅσο γιὰ τὴν Εὐρώπη, τὴν ὁποία σήμερα
θεωροῦμε ’’τόπον ἐπαγγελίας’’, ὁ Καποδίστριας δὲν ἔτρεφε καὶ ἰδιαίτερη
ἐκτίμηση. Γιὰ τὰ παιδιά, ποὺ ἔφευγαν στὴν Δύση γιὰ νὰ σπουδάσουν, ἔλεγε:
«…ἀναγκαιότατον κρίνω νὰ συλλέξωμεν καὶ ἐπαναγάγωμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα (νὰ
φέρουμε πίσω) τους νέους Ἕλληνας, ὅσοι ἐπὶ προφάσει μαθήσεως
διαφθείρωνται ἐν Εὐρώπη…».
Πῶς, λοιπόν, νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ὁ
Μεγάλος μας Κυβερνήτης καὶ μαζί του ὅλοι οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, μὲ τὸ
σημερινό μας ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα, μὲ τὴν ἀπιστία τῶν σημερινῶν μας
πολιτικῶν ἀνδρῶν, μὲ τὴ κατάντια τῆς Ἐθνικῆς μας Παιδείας;
Ὁ ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος Μακρὴς ἦταν ἕνας
ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλεῖς ὁπλαρχηγοὺς στὴν ἠρωϊκὴ Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Μὲ
τὸ τέλος τοῦ πολέμου, ἐνῶ διέθετε δύναμη καὶ ἐπιρροή, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ
τὴν πολιτική. Ἀποσύρθηκε καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὰ χωράφια του καὶ τὰ ζωντανά
του.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρό, ὁ Ὄθωνας θέλησε νὰ
τὸν τιμήσει γιὰ τὴν προσφορά του στὸν Ἀγώνα, προτείνοντάς του τὴν θέση
τοῦ Ὑπασπιστοῦ, ὁ γενναῖος ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος Μακρὴς μὲ τὴν παροιμιώδη
ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε, μᾶς ἄφησε μέγα μάθημα ἀξιοπρέπειας καὶ ἐσωτερικοῦ
μεγαλείου.
Ἐμφανῶς ἐνοχλημένος καὶ κατηφής, εἶπε
στὸν βασιλιά: "Μεγαλειότατε, ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ τσακάω (διπλώνω) τὴ μέση
μου" καὶ ἔφυγε μὲ τὸ κεφάλι ψηλά.
Στὶς ἡμέρες μας, ἀδελφοί μου, πόσοι
ἄραγε ἀπὸ ἐμᾶς, στὴν καθημερινή μας ζωή, διαθέτουμε τὸ ἠθικὸ σθένος καὶ
τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ Κλέφτη Δημητρίου Μακρή;
Καὶ προπαντός, πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς
ἀξιωματούχους εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ποῦν ὄχι σὲ τιμητικὲς διακρίσεις,
σὲ διευκολύνσεις καὶ σὲ οἰκονομικὲς παροχές, ποὺ προέρχονται ἀπὸ
γνωστοὺς ἐχθρούς της Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος καὶ πού κρύβουν ἀπὸ πίσω
ἀναμονὲς ἀνταλλαγμάτων;
Τὸ ’’δεν τσακάω τὴ μέση μου’’ τοῦ
μεγάλου ἀγωνιστῆ Δημητρίου Μακρή, εἶναι δυνατὸν νὰ ταιριάσει μὲ τὸ
πρωθυπουργικὸ ’’γιές σερ’’ τῆς βραδιᾶς των Ἰμίων ἢ μὲ τὸ ἄλλο ’’γιες’’
στὸ σχέδιο Ἀνᾶν;
Τὸ ’’δεν τσακάω τὴ μέση μου’’ τοῦ μεγάλου ἀγωνιστῆ Δημητρίου Μακρή, εἶναι
δυνατὸν νὰ ταιριάσει μὲ τὸ ’’ναὶ’’ τὸ δικό μας στὴν σκλαβιὰ τῆς κάρτας
τοῦ πολίτη καὶ στὴν φυλακὴ τῆς ἀχρήματης κοινωνίας, πού μᾶς ἔχουν
ἑτοιμάσει;
Πῶς νὰ μὴν εἶναι, λοιπόν, πικραμένος καὶ
παραπονεμένος ὁ ἀγωνιστὴς Δημήτριος Μακρής, ὅταν βλέπει σήμερα, ὅτι οἱ
ἀπροσκύνητοι ἀνάμεσα στὸν λαὸ καὶ τοὺς ἡγέτες, τείνουν νὰ γίνουν εἶδος
πρὸς ἐξαφάνιση;
Ἀδελφοί μου, ἐνῶ οἱ ἄλλοι λαοὶ στοὺς
ἐθνικοὺς στοὺς ὕμνους μιλᾶνε γιὰ τὰ κατορθώματά τους καὶ τὶς ὀμορφιὲς
τῆς πατρίδας τους, ἐμεῖς εἴμαστε ὁ μοναδικὸς λαὸς σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο,
ποὺ ὁ Ἐθνικός μας ὕμνος εἶναι ἕνας ὕμνος ἀφιερωμένος στὴν Ἐλευθερία.
Στὶς ἡμέρες μας ὀφείλουμε νὰ
παραδεχθοῦμε, ὅτι ἡ ἔννοια τῆς Ἐλευθερίας δὲν ἔχει τὸ ἴδιο εἰδικὸ βάρος
μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶχε στὶς καρδιὲς τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21. Ἐμεῖς σήμερα
εὔκολα τὴν διαπραγματευόμαστε. Γιὰ τοὺς ἀγωνιστές, ὅμως, τοῦ ’21 ποτὲ
δὲν ἦταν ὑπόθεση γιὰ διαπραγμάτευση. Δὲν τὴν ἀντάλλασαν μὲ τίποτε! Γιὰ
παράδειγμα οἱ Σουλιῶτες:
Στὰ 1803, στὰ Γιάννενα, ὁ Ἀλὴ Πασὰς στὴν
προσπάθειά του νὰ πείσει τοὺς Σουλιῶτες καπεταναίους νὰ παραδοθοῦν,
τοὺς ὑποσχόταν, ὅτι ἀφοῦ παρέδιδαν τὸ Σούλι, θὰ τοὺς χάριζε ὅ, τί
λαχταροῦσε ἡ ψυχή τους. Πῆρε, ὅμως, ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες τὴν ἑξῆς
ἀπάντηση: ’’Ἡ λευτεριά μας, πασά μου, οὔτε ἀγοράζεται οὔτε πουλιέται μὲ
θησαυροὺς καὶ ταξίματα, παρὰ μονάχα μὲ τὸ αἷμα καὶ τοῦ τελευταίου
Σουλιώτη’’.
Θὰ ἔχουν ἄδικο σήμερα οἱ Σουλιῶτες καπεταναῖοι, ἐὰν θὰ εἶναι παραπονεμένοι καὶ θυμωμένοι μαζί μας;
’’Τί κάνετε ὠρέ, μᾶς φωνάζουν μὲ
δυσαρέσκεια καὶ ἀγανάκτηση. Πουλᾶτε τὴν Ἐλευθερία, τὴν ὁποία σᾶς
παραδώσαμε ἐμεῖς μὲ τὸ αἷμα μας, γιὰ μιὰ δῆθεν καλοπέραση, γιὰ μιὰ
ψεύτικη εὐμάρεια; Τί τὰ θέλετε ὠρὲ τὰ δάνεια τῶν Ἑβραίων; Δὲν βλέπετε,
ὅτι σᾶς ἔφθειραν καὶ σᾶς ὁδήγησαν στὰ μνημόνια, δηλαδὴ στὴν σκλαβιά; Δὲν
βλέπετε ὅτι ἔχετε νὰ κάνετε μὲ σατανικοὺς δανειστές, ποὺ μισοῦν
θανάσιμα τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας’’;
Οἱ Ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ὄχι μονάχα δὲν
διαπραγματεύονταν τὴν Λευτεριά τους, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ σὲ περιπτώσεις ὅπου ἡ
στρατιωτικὴ ὑπεροχὴ τῶν τούρκων ἦταν συντριπτική, ποτὲ δὲν φέρθηκαν μὲ
δειλία, μὲ συμβιβασμούς, μὲ ὑπολογισμοὺς κατὰ τὰ πρότυπά τα δυτικά.
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ διάλογος ἀνάμεσα
στὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἐγγλέζο ναύαρχο Χάμιλτων, σὲ μιὰ δύσκολη καμπὴ
τοῦ Ἀγώνα. Τοῦ λέει ὁ Χάμιλτων: ’’Πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσετε
συμβιβασμὸ καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει’’.
Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ ἁπαντά: ’’Αὐτὸ
δὲν γίνεται ποτέ. Ἐλευθερία ἢ θάνατος! Ἐμεῖς, καπετὰν Χάμιλτων, ποτὲ
συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τὸν Τοῦρκον. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε
μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἄλλοι, καθὼς ἐμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς
γενεά’’.
Ἐξίσου χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ
ἀπάντηση, ποὺ ἔδωσε ὁ μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν Παπαφλέσσας πρὸς τοὺς
συμπολεμιστές του, ὅταν ἐκεῖνοι, στὸ Μανιάκι, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, τοῦ
πρότειναν νὰ πιάσουν ταμπούρια σὲ ψηλότερες θέσεις στὸ βουνό: Τοὺς εἶπε:
''Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ μετρήσω ἀπὸ τὰ ψηλώματα πόσος εἶναι ὁ στρατὸς
τοῦ Μπαϊράμη. Ἦρθα νὰ πολεμήσω. Καθίστε ἐδῶ, νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι
Ἕλληνες''.
Ἀδελφοί μου, μὲ τέτοιο φρόνημα
ἀνυπότακτο καὶ ἀσυμβίβαστο, ποὺ εἶχε ὁ Κολοκοτρώνης, θὰ ἀνεχόταν, νὰ
ὑπάρχουν σήμερα στὴν Πατρίδα μας ἐν ἐνεργεία ὑπουργοί, ποὺ νὰ ἀρνοῦνται
τὴν Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης;
Θὰ δεχόταν ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, νὰ
καταθέσει στεφάνι στὸν Μουσταφὰ Κεμάλ, τὸν ἐμπνευστῆ καὶ δράστη αὐτῆς
τῆς Γενοκτονίας, ὅπως πράττουμε ἐμεῖς σήμερα;
Θὰ ἀνεχόταν ὁ γενναιότατος Παπαφλέσσας,
νὰ ὑπάρχουν σήμερα στὴν Πατρίδα μᾶς ὑπουργοὶ καὶ πανεπιστημιακοὶ
καθηγητές, ποῦ νὰ συνηγοροῦν στὴν ἵδρυση τμήματος ἰσλαμικῶν σπουδῶν μέσα
στὴν Θεολογικὴ σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης μας;
Θὰ συμβιβαζόταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,
νὰ διαφεντεύεται σήμερα ἡ Θράκη μας ἀπὸ τὸ τουρκικὸ προξενεῖο τῆς
Κομοτηνῆς ἢ μήπως θὰ ἀνεχόταν, ἐν ὀνόματι τάχα κομματικῶν συμφερόντων,
νὰ ἐκλέγονται στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, πράκτορες τουρκικῶν συμφερόντων;
Ὁ πατριωτισμός, ἀδελφοί μου, δὲν
ἐννοεῖται σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες ὡς κάτι ἀνεξάρτητο καὶ ξένο ἀπὸ τὴν
Ὀρθόδοξη πίστη μας. Πατριωτισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία σ’ ἐμᾶς πᾶνε μαζί. Ἀρκεῖ
νὰ σᾶς θυμίσω, τί ἔκαναν οἱ Φραγκολεβαντίνοι στὸ νησὶ τῆς Σύρου, σὰν
εἶδαν ἀπὸ μακριὰ νὰ καταφθάνουν τὰ καράβια τοῦ Ἰμπραήμ: ἀρνήθηκαν τὴν
ἑλληνική τους καταγωγὴ καὶ ὕψωσαν ἀμέσως στὰ μπαλκόνια τοὺς σημαῖες
Ἰταλιάνικες καὶ Γαλλικές.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πάνω ἀπ’ ὅλα ἔχουμε στὴν καρδιὰ μας τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη τὴν δική Του ἀγαπᾶμε καὶ τὴν Πατρίδα μας. Ἔτσι καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δὲν ἦταν ἁπλὰ καὶ μόνον ἕνας φιλόπατρις ἀγωνιστής. Ἦταν προπαντὸς ἄνθρωπος μὲ βαθιὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη μεγάλη στὴν Παναγιά μας.
Γράφει ὁ ἴδιος: ’’Ἦταν μιὰ ἐκκλησία εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτο ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς… Σίμωσα, ἔδεσα τὸ ἄλογό μου σ’ ἕνα δένδρο, μπῆκα μέσα καὶ γονάτισα. Παναγία
μου, εἶπα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου καὶ τὰ μάτια μου δάκρυσαν.
Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ψυχωθούν’’.
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ μνημονεύσουμε ἕνα ἀκόμα
περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ποὺ δείχνει τὶς πολὺ
βαθιὲς Ὀρθόδοξες ρίζες του: Βρισκόμαστε στὸ Βαλτέτσι. Μόλις ἔχει
τελειώσει ἡ ἀποφασιστικὴ ἐκείνη μάχη γιὰ τὴν τελικὴ ἔκβαση τοῦ Ἀγώνα.
Διηγεῖται ὁ ἴδιος: ’’ Δώδεκα-δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. Εἴκοσι τρεῖς ὧρες
ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον
ὅτι: Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ
νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἐωσοῦ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ αὐτὴ ἦταν ἡ
ἐλευθερία τῆς Πατρίδος’’.
’’Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας’’.
Τί νὰ λέει ἄραγε σήμερα ὁ Γέρος τοῦ
Μοριά, βλέποντάς μας νὰ διοργανώνουμε ξεφαντώματα μὲ γύρους καὶ
σουβλάκια ἐν μέσω Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιὰ νὰ τιμήσουμε τάχα τὴν
Ἐπανάσταση τοῦ ’21;
Στὴν ἴδια γραμμὴ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, σὲ
ὅτι ἀφορᾶ τὴν σχέση του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, στοιχίζεται καὶ ὁ ἄλλος
μεγάλος ἄνδρας τῆς Ἐπανάστασης, ὁ στρατηγὸς Ἰωάννης Μακρυγιάννης.
Γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του: ’’Και
βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἐβραιουργιᾶς,
ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν Ἁγία Πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ
δὲν μᾶς θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον… Ἐμεῖς, μὲ σκιὰν μᾶς τὸν Τίμιον
Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν. Καὶ αὐτὸς ὁ Σταυρὸς μᾶς ἔσωσε. Τόση μικρότητα
στὸν Σταυρό, τὸν σωτήρα μας! Καὶ βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους
καὶ τοὺς παπάδες μας, τοὺς ζυγίζουν ἀναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς
παπάδες, τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ
δυστυχίαν. Ντροπὴ Ἕλληνες!»
Ἀδελφοί μου, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ πίστευε καὶ
ὑπερασπιζόταν ὁ Μακρυγιάννης, θὰ μποροῦσε νὰ ἀνεχθεῖ σήμερα
ἀδιαμαρτύρητα , μέσα στὴν ἴδια του τὴν Πατρίδα
, νὰ περιφρονεῖται τὸ ράσο, νὰ ὑποτιμᾶται καὶ νὰ διώκεται ἡ Ὀρθοδοξία
μας ἀπὸ τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ πολιτικοῦ μας προσωπικοῦ, νὰ φορολογοῦνται
ληστρικὰ οἱ Ἐκκλησιές μας, νὰ μὴν διορίζονται παπάδες, ἀλλὰ τουναντίον
νὰ ἀνοίγονται θέσεις γιὰ ἰμάμηδες καὶ νὰ χαρίζονται ἑκατομμύρια, ἀπὸ τὶς
ἄδειες τσέπες τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων πολιτῶν, γιὰ τὴν λεγόμενη
ἐκπαίδευση τῶν μουσουλμανοπαίδων;
Ἴσως γιὰ τὶς περιπτώσεις αὐτές, νὰ λένε
κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς: Τί νὰ κάνουν οἱ πολιτικοί μας ἄρχοντες; Ἀναγκάζονται
νὰ ἑλιχθοῦν διπλωματικά. Ὑποχρεώνονται. Ἐκβιάζονται. Τὸ ἐπιβάλλουν οἱ
τρόποι καλῆς συμπεριφορᾶς.
Νά, ὅμως, ποὺ ἔρχονται τὰ πρόσωπα καὶ τὰ
γεγονότα τοῦ ’21 καὶ ἀκυρώνουν ἐντελῶς κάθε παρόμοια δικαιολογία:
Βρισκόμαστε στὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ
Χριστούγεννα τοῦ 1822. Δέκα χιλιάδες Τοῦρκοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ὀμὲρ
Βρυώνη καὶ τὸν Κιουταχή, σχεδιάζουν νὰ κάνουν τὴν τελική τους ἐπίθεση τὸ
βράδυ τῶν Χριστουγέννων. Τότε, δηλαδή, ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ βρίσκονται
στὶς ἐκκλησιές, γιὰ νὰ τοὺς αἰφνιδιάσουν.
Ὁ Γιάννης Γούναρης ἦταν κυνηγὸς τοῦ Ὀμὲρ
Βρυώνη καὶ ἀκολουθοῦσε ὑποχρεωτικὰ τὸν τουρκικὸ στρατό, διότι κρατοῦσαν
ὁμήρους, στὴν Ἄρτα, τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του.
Ὁ Γιάννης Γούναρης γνωρίζει γιὰ τὴν νυχτερινὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων. Τὸ δίλλημα τραγικότατο!
Νὰ ἀποκαλύψει τὸ σχέδιο στοὺς
Μεσολογγίτες ἢ νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανέναν; Ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ τούρκου νὰ
σώσει τὸ Μεσολόγγι ἢ νὰ σώσει τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του; Νὰ
βάλλει πρῶτα τὴν Πατρίδα ἢ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του;
Βέβαια, μὲ τὴν λογική των ἡμερῶν μας, θὰ
μποροῦσε καὶ ἐκεῖνος νὰ φερθεῖ κατὰ πὼς λένε διπλωματικά. Νὰ ὑπακούσει
στὰ κελεύσματα τοῦ πολιτικοῦ σαβουὰρ βιβρ, τῆς λεγόμενης πολιτικῆς
ὀρθότητας. Νὰ φορέσει, δηλαδή, φέσι ἢ κιπά. Τί κάνει, ὅμως;
Περνάει κρυφὰ στὸ Μεσολόγγι, βγαίνοντας
δῆθεν γιὰ κυνήγι, καὶ εἰδοποιεῖ ἀμέσως τοὺς Μεσολογγίτες γιὰ τὸ δόλιο
σχέδιο τοῦ Κιουταχή. Τὸ Μεσολόγγι
φυλάγεται. Ὁ Κιουταχὴς ἀποτυγχάνει στὴν
ἐπίθεσή του. Οἱ Μεσολογγίτες σώζονται. Τὰ παιδιά του καὶ ἡ γυναίκα του
σφαγιάζονται αὐθημερόν.
Ὁ Ἥρωας Ἀγωνιστής Γιάννης Γούναρης,
’’ἑπόμενος τοῖς ἀρχαίοις ἠμῶν πατράσι’’, ἀκολούθησε τὴν φωνὴ τοῦ
Σοφοκλῆ, ὁ ὁποῖος σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τραγωδίες τοῦ ἔγραφε: ’’Ὅταν ἡ Πατρίδα
εὐτυχεῖ, εὐτυχῶ κι ἐγὼ καὶ ἡ οἰκογένειά μου. Ὅταν, ὅμως, τὸ ἐνδιαφέρον
μου περιορίζεται στὸν ἑαυτό μου καὶ στὴν οἰκογένειά μου, ἐνῶ ἡ Πατρίδα
δυστυχεῖ, τότε καὶ ἡ δική μου εὐημερία δὲν θὰ κρατήσει γιὰ πολύ’’.
Εἶναι ἐντυπωσιακό το γεγονός, ὅτι τὰ
ἴδια ἀκριβῶς μὲ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα τραγωδὸ ἔλεγε καὶ ὁ Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης, μιλώντας στὴν Πνύκα πρὸς τοὺς μαθητὲς τῶν Ἀθηνῶν:
«Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο γιὰ τὸ ἄτομό σας ἀλλὰ νὰ κοιτάξει τὸ καλό τῆς κοινότητας καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸν αὐτὸ βρίσκεται καὶ τὸ δικό σας».
Ἀναρωτιέμαι: Ὁ ἀγράμματος γέρος τοῦ Μοριά, ποῦ διδάχθηκε Ἀρχαία Ἑλληνικὴ τραγωδία;
Μπορεῖ νὰ πέφτω ἔξω, ἀλλά, σκέφτομαι ὅτι
αὐτὰ τὰ μαθήματα ἦταν γραμμένα μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς μάνας του. Αὐτὰ
τὰ λόγια ἦταν ἀρχές, ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μέσα ἀπὸ τὴν ζωή,
μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση.
Σήμερα, ὅμως, αὐτὴ ἡ συνέχεια
διασαλεύθηκε. Μὲ δική μας εὐθύνη οἰκειοποιηθήκαμε ξένα πρότυπα.
Παρατήσαμε στὴν ἄκρη ἕναν ἀμύθητο δικό μας πολιτισμικὸ θησαυρὸ καὶ
μείναμε τώρα γυμνοί, περιμένοντας νὰ ντυθοῦμε μὲ τὰ κουρέλια τῆς
παραπαίουσας Δύσης.
Τὸν ἴδιο γνώμονα μὲ τὸν Κολοκοτρώνη,
δηλαδή, τὸν Ἀρχαῖο Ἕλληνα τραγωδό, εἶχε καὶ ὁ Σερραῖος μεγαλέμπορος καὶ
τραπεζίτης, ὁ ἐπαναστάτης Ἐμμανουὴλ Παππᾶς. Ἡ φήμη του γιὰ τὴν
πατριωτική του δράση εἶχε φτάσει σὲ κάθε ἄκρη τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα του τὰ
πλούτη καὶ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα τὰ διέθεσε στὸν Ἀγώνα γιὰ τὴν Ἐλευθερία
τῆς Πατρίδας.
Τὰ τρία ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιὰ τοῦ ἔπεσαν
στὸ πεδίο τῆς μάχης. Ὁ τέταρτος γιὸς του ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ
στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα πάμπτωχος.
Τὸ στρατηγεῖο του –γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε
καὶ τὸν ρόλο τῶν Μοναστηριῶν μας στὸν ἀγώνα τοῦ ’21- τὸ εἶχε
ἐγκαταστήσει στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου.
Μὲ τὸ ἴδιο φρόνημα κινήθηκε καὶ ὁ
Θρακιώτης καραβοκύρης καπετὰν Ἀντώνης Βιζβίζης. Δίπλα του ἀγέρωχη ἡ
καπετάνισσα Δόμνα Βιζβίζη καὶ τὰ πέντε τους μικρὰ παιδιά. Τὸ καράβι τους
ἡ ''Καλομοίρα'', κανονικὸ πολεμικό, ὁπλισμένο μὲ δικά τους ἔξοδα, ἔχει
γίνει τὸ σπίτι τους.
Ὁ καπετὰν Βιζβίζης ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα
τὰ ἔχει δώσει γιὰ τὴν Πατρίδα. Τοῦ ἀρέσει νὰ λέει: ’’Δεν λυπᾶμαι νὰ
ξοδεύω χρήματα, ἀφοῦ μ' αὐτὰ θὰ κτιστῆ τὸ χρυσὸ παλάτι τῆς Ἐλευθερίας’’.
Σίγουρα ἀπὸ ἐκεῖ ψηλά, ὁ Σερραῖος
τραπεζίτης καὶ ὁ Θρακιώτης καραβοκύρης θὰ ἀναρωτιοῦνται δικαιολογημένα:
Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ Ἐμμανουὴλ Παππάδες καὶ οἱ Βισβίζηδες; Ποῦ εἶναι
σήμερα οἱ Ἕλληνες τραπεζίτες, μεγαλέμποροι καὶ ἐφοπλιστές, νὰ στηρίξουν
τὴν δοκιμαζόμενη Πατρίδα; Ποῦ χάθηκαν οἱ ἐθνικοί μας εὐεργέτες;
Καὶ δὲν χάθηκαν μονάχα οἱ ἐθνικοί μας
εὐεργέτες, ἀδελφοί μου. Σήμερα ἔχουν χαθεῖ καὶ ἐκεῖνα τὰ πολιτικὰ
ἀναστήματα, ποὺ ὄχι μόνον δὲν δέχονταν νὰ
πάρουν δεκάρα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες τους ἀπὸ
τὸν ἐθνικὸ κορβανά, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὑποθήκευαν ἀκόμα καὶ τὴν προσωπική
τους περιουσία, προκειμένου νὰ στηριχθεῖ οἰκονομικὰ ἡ καθημαγμένη
Πατρίδα.
Παράδειγμα ὁ Καποδίστριας. Ὁ Ἰωάννης
Καποδίστριας ἦταν ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς Κυβερνήτης μας, ποὺ δὲν
καταδέχτηκε ποτὲ του νὰ πάρει μηνιάτικο καὶ πού, γιὰ δάνειο τῆς
Πατρίδας, ἔβαλε ὑποθήκη τὰ πατρικά του κτήματα στὴν Κέρκυρα.
Πῶς, λοιπόν, ὁ ἅγιος τῆς
πολιτικῆς μας νὰ μὴν ἔχει παράπονο μεγάλο ἀπὸ ὅλους μας, ὅταν βλέπει
στὶς ἡμέρες μας ἐπώνυμους ἀξιωματούχους, ἀλλὰ καὶ ἁπλοὺς πολίτες, νὰ
πλουτίζουν παράνομα μὲ λεφτὰ τοῦ Δημοσίου;
Εἶναι πολὺ χαριτωμένος ὁ διάλογος
ἀνάμεσα στὸν Νικηταρὰ τὸν Τουρκοφάγο καὶ τὸν θεῖο του τὸν Θεόδωρο
Κολοκοτρώνη, ὅπου καυτηριάζεται, θὰ λέγαμε, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα: ὁ
παράνομος πλουτισμός, σὲ βάρος τῆς Πατρίδας.
Τὸ μικρὸ συμβὰν διασώζεται ὡς ἑξῆς: Ὁ
Ἀγώνας ἔχει τελειώσει καὶ οἱ ἔνδοξοι ὁπλαρχηγοὶ ἔχουν ἀποσυρθεῖ στὰ
σπίτια τους. Εἶναι παραμονὴ πρωτοχρονιᾶς.
Ὁ θρυλικὸς Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος,
ὑποδέχεται στὸ φτωχικό του, στὸν Πειραιά, τὸν θεῖο του τὸν Θεόδωρο
Κολοκοτρώνη. Μιὰ ὁμάδα παιδιῶν μπαίνουν στὴν αὐλὴ καὶ λένε τὰ κάλαντα. Ὁ
Νικηταρᾶς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε στὰ παιδιά. Ζητάει μερικοὺς παράδες
ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη. Ὁ Γέρος τοῦ δίνει καὶ πειράζοντας τὸν, τοῦ λέει:
’’Δεν ντρέπεσαι νὰ ζητιανεύεις, κοτζὰμ καπετάνιος ἐσύ, μὲ τόσες δόξες;
Τί σόϊ στρατηγὸς εἶσαι τότενες’’;
Ὁ Νικηταρᾶς τὸν κοιτάζει ἤρεμα τὸν θεῖο
του καὶ τοῦ ἁπαντὰ σεμνά: ’’Πραματευτής δὲν ἤμουνα. Ἡ μοίρα μου, τὸ
θέλησε νὰ γίνω καπετάνιος. Μὰ δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ κάνω πραμάτεια τὸ
καπετανλίκι μου γιὰ νὰ καζαντίσω (γιὰ νὰ πλουτίσω)’’.
Εἶναι τόσα πολλά τα κατορθώματα, ἀλλὰ
καὶ τὰ παράπονα τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21! Πῶς νὰ τὰ διέλθουμε ὅλα αὐτὰ μέσα
σὲ μιὰ παρουσίαση ὅπως ἡ ἀποψινή;
Σεβαστοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ ἀγαπητοί, καλά μας παιδιά,
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα
μας, ἄλλοτε μᾶς ἐπισκέπτεται μὲ τὴν εὐδοκία Του, ἄλλοτε μὲ τὴν
μακροθυμία Του καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν παραχώρηση διαφόρων πειρασμῶν.
Στὰ χρόνια τα δικά μας, εἶναι ὁλοφάνερο,
ὅτι, λόγω τῆς ἀποστασίας μας, μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ
μέσω δοκιμασιῶν. Οἱ δυσκολίες
καὶ οἱ ἐχθροί, ποὺ ἔπεσαν κατ’ ἐπάνω μας αὐτὰ τὰ χρόνια, εἶναι μέσα στὸ
σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν παιδαγωγία μας.
Ὁ δάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ
Εὐγενικοῦ, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος, τριάντα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Αλωση, εἶχε
πεῖ: ’’Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἐπέπεσαν ἐκ δυσμῶν καὶ ἐξ ἀνατολῶν
διάφοροι ἐχθροὶ καὶ λυμαίνονται τὴν αὐτοκρατορία εἶναι ὁλοφάνερος: ’Ὅλοι
οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι,
ἀχάριστοι, ἀπειθεῖς, λιποτάκται, ἀνόσιοι, ἀμετανόητοι, ἀδιάλλακτοι.
Ἔγιναν οἱ ἄρχοντες κοινωνοὶ ἀνόμων, οἱ ὑπεύθυνοι ἅρπαγες, οἱ
κριτὲς δωρολῆπτες, οἱ μεσίτες ψευδεῖς,
οἱ νεώτεροι ἀκόλαστοι, οἱ ἀστοὶ ἐμπαῖκτες, οἱ χωρικοὶ ἄλαλοι καὶ οἱ
πάντες ἀχρεῖοι. Χάθηκε εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς γῆς, ἐξέλιπε στοχαστῆς, οὒχ
εὔρηται φρόνιμος’’.
Πόσον ἐπίκαιρος ἀναδεικνύεται ὁ μεγάλος
μας διδάσκαλος Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ἐὰν ἀναλογισθοῦμε, ὅτι ἡ περιγραφὴ του
αὐτὴ δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ μιὰ περιγραφὴ τῆς σημερινῆς μας
κατάστασης.
Ἃς μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, ὅμως. Ὁ Θεὸς
Πατέρας εἶναι μαζί μας. Ἐκεῖνο ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς, μέσα ἀπὸ τὶς
δυσκολίες αὐτές, εἶναι νὰ μετανοήσουμε, νὰ σωθεῖ ἡ Πίστη μας. Νὰ μὴν
χάσουμε τὴν ψυχή μας. Αὐτὰ μας διδάσκουν οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες μας,
αὐτὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀναφερόμενος στοὺς λόγους, γιὰ
τοὺς ὁποίους βρεθήκαμε κάτω ἀπὸ τὴν χαντζάρα τοῦ Τούρκου.
’’…ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον
Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν? καὶ τὸ εἶχαν
χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερά το ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς τὸ
βασίλειον ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἤφερε τὸν Τοῦρκο μέσα ἀπὸ τὴν
Ἀνατολὴν καὶ τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ ἐδικόν μας καλόν… Καὶ τί; Ἄξιος ἦτον ὁ
Τοῦρκος νὰ ἔχει βασίλειον; Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ τὸ καλόν μας.
Καὶ διατὶ δὲν ἤφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα, ὁπού ἦτον τόσα ρηγάτα
(=βασίλεια) ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώσει, μόνον ἤφερε τὸν Τοῦρκον μέσαθε
ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰ καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισε; Διατὶ ἤξευρεν ὁ Θεὸς πὼς τὰ
ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν Πίστιν, καὶ ὁ Τοῦρκος δὲν μᾶς βλάπτει,
ἄσπρα δώσ’ του καὶ καβαλλίκευσε τὸν ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ μὴν
κολασθοῦμεν, τὸ ἔδωκε’’.
Ἀδελφοί μου,
Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 ἀγωνίστηκαν καὶ
θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Ἐμεῖς, ὅμως, σὲ μεγάλο βαθμὸ
ἔχουμε περιφρονήσει τὸν ἀγώνα τους, καὶ τὰ δύο αὐτὰ πολύτιμα δῶρα τοῦ
Θεοῦ τὰ ἔχουμε παραμελήσει.
Τὰ προστάγματά Του τὰ βάλαμε στὴν μπάντα
καὶ ἀφήσαμε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἐπιθυμίες μας. Ὁ παράδεισος, ποὺ μᾶς
χάρισε ὁ Θεός, δὲν μᾶς ἄρεσε. Μᾶς γυάλισε ἡ κόλαση τῶν ἀπάτριδων καὶ τῶν
ἀπίστων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ φιλανθρωπία Του, μᾶς ἐπισκέπτεται σήμερα μὲ
δοκιμασίες: Μὲ ἀνεργία, μὲ φτώχεια, μὲ χρέη, μὲ ἀβάσταχτους φόρους, μὲ
λεηλασία τοῦ δημόσιου πλούτου, μὲ εἰσβολὲς ἀλλοφύλων, μὲ ἐπιθέσεις
ἐχθρικές.
Καὶ τώρα τί κάνουμε; Τώρα, ἐὰν πράγματι
θέλουμε νὰ ξαναφορέσουμε τὴν παλιά μας δόξα, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ
ἀκούσουμε τὴν πατρικὴ φωνὴ τοῦ κοντινοῦ μας ἁγίου Πορφυρίου, ποὺ μὲ πόνο
ψυχῆς ἱκέτευε: ’’Πίσω, γυρίστε πίσω, γυρίστε στὴν Ἐκκλησία.
Πλανηθήκαμε’’.
Ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Ἀθανάσιος
Μυτιληναῖος: ’’Μὲ ρωτᾶνε, τί εἶναι πατριωτισμός. Κι ἐγὼ τοὺς ἀπαντῶ: Ὁ
πιὸ θερμός, ὁ πιὸ γνήσιος πατριωτισμὸς εἶναι νὰ ἀποφεύγεις τὴν ἁμαρτία
καὶ νὰ κάνεις ὅ, τί μπορεῖς γιὰ τὴν Πατρίδα σου’’.
Νά, πῶς θὰ σβηστεῖ καὶ τὸ παράπονο ἀπὸ τὰ χείλη τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
(Λαγκαδᾶς, 25η Μαρτίου 2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου