Η Ελλάδα "παρέμεινεν έθνος" κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της τουρκοκρατίας. Παρέμεινε δηλαδή ως κοινότητα με το αίσθημα του «ανήκειν», ως εθνική και θρησκευτική διαφορετικότητα. Γιατί αν δεν είχε παραμείνει έθνος δεν θα υπήρχε καν η Επανάσταση του ‘21. Άρα το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι μόνον οι έμποροι. Είναι και οι έμποροι, οι λόγιοι ή η εκκλησία με τη συμβολή της στην εκπαίδευση. Ούτε μόνον οι ελληνορθόδοξες κοινότητες που συνέχισαν την κοινοτική παράδοση του αρχαίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού. Είναι όλα αυτά μαζί, αυτά που όλα μαζί συγκροτούν την εθνική κοινότητα.
Το κρίσιμο ζήτημα λοιπόν είναι ότι υπάρχει μια ελληνορθόδοξη κοινότητα, η οποία είναι συνεκτικά οργανωμένη θεσμικά μέσω των κοινοτήτων, είναι πνευματικά οργανωμένη μέσω της Εκκλησίας, και έχει την σαφή αίσθηση της καταγωγής, ότι προέρχεται δηλαδή και φέρει μεθ’ εαυτής την παράδοση τη βυζαντινή και την αρχαία ελληνική. Αυτό είναι ο πρώτιστος και κρίσιμος παράγοντας. Εξ άλλου γνωρίζουμε ότι στην τουρκοκρατία έχουν γίνει πολλές εξεγέρσεις, δεν είναι μόνο το ’21. Έχουν γίνει άλλες δεκάδες. Σε όλους τους τουρκοβενετικούς πολέμους οι Έλληνες της Πελοποννήσου κυρίως και της Στερεάς έμπαιναν στο πλευρό των Βενετών και πολεμούσαν, πιστεύοντας κι αυτοί ότι θα μπορούσαν να πετύχουν κάποιου είδους πολιτική ανεξαρτησία. Άρα το ζήτημα της Επανάστασης του ‘21 δεν μπορεί να σχετίζεται με αλλαγές των ετών εκείνων - δηλ. το εμπόριο, που αναπτύχθηκε τον 18ο αιώνα, τους λογίους και τις σχολές που δημιούργησε το Πατριαρχείο. Αυτοί οι παράγοντες ήταν κρίσιμοι, αλλά όχι καθοριστικοί, διότι δημιούργησαν ένα ευνοϊκό κλίμα που αφορά την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος, αλλά για μια εθνική κοινότητα, την ελληνική, που φυσικά προϋπάρχει.
Τα τελευταία 20-30 χρόνια όμως, κυρίως μετά τη μεταπολίτευση, έγινε μια στροφή στην ιστοριογραφία, μια εκτροπή. Από τη μελέτη των υπαρκτών παραδόσεων περάσαμε σε μια ιστοριογραφία ιδεολογικού-πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό που ο Φίλιππος Ηλιού - που είναι ένας πρωτεργάτης αυτής της στροφής – χαρακτήρισε «ιδεολογική χρήση της ιστορίας» για να το αποδώσει στην προηγούμενη ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, την εθνική ιστοριογραφία, θέλοντας να πεί δηλαδή ότι όλη αυτή η εθνική ιστοριογραφία θεμελιώθηκε πάνω σε ένα ιδεολογικό πρόταγμα: Να προσδόσει μια αίσθηση συνέχειας σε ένα έθνος που δεν την έχει. Να χρησιμοποιηθεί δηλαδή η ιστορία ως εργαλείο εθνικής συνοχής. Αλλά κατά κύριο και κατά μείζονα λόγο, ιδεολογική χρήση της ιστορίας έχουμε ακριβώς μετά από αυτή την ιδέα. Εάν οι παλιότεροι ιστορικοί χρησιμοποιούσαν την ιστορία για εθνικούς σκοπούς, η σημερινή ιστοριογραφία κάνει κάτι ακόμη πιο ιδεολογικό. Χρησιμοποιεί την ιστορία για πολιτικούς σκοπούς πια. Ούτε καν για εθνικούς, αλλά για να εξυπηρετήσει μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση. Και η πολιτική κατεύθυνση αυτή είναι - εντός εισαγωγικών - μία ορισμένη πλευρά της αριστεράς στην Ελλάδα η οποία συνέδεσε την αντι-εθνική ματιά με έναν κακοχωνεμένο μαρξιστικό διεθνισμό.
Ωστόσο, το ελληνικό έθνος έρχεται πριν από τις "πρώτες ειδήσεις", έρχεται από την εποχή του Ομήρου. Ανήκει-για να χρησιμοποιήσουμε και έναν πασίγνωστο μαρξιστικό όρο- στα ιστορικά έθνη, σ' αυτά που δεν οφείλουν την ύπαρξή τους στην βιομηχανική επάνάσταση και στην περίοδο των πολέμων του Ναπολέοντα, αλλά είναι έθνη που προϋπάρχουν του σύγχρονου κράτους και του δίνουν τα ιδιαίτερα εθνικά του χαρακτηριστικά, (όπως το ελληνικό, το γερμανικό, το γαλλικό, το αγγλικό, το κινεζικό κλπ).
Τα έθνη εξαλλου δεν κατασκευάζονται ούτε καταργούνται με διοικητικές αποφάσεις. Είναι υπαρκτές κοινότητες που έχουν συνείδηση ιστορική, συνείδηση της συνεκτικής τους πορείας μέσα στο χρόνο. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην προκήρυξή του για την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος" έλεγε, αποκαλύπτωντας το ιστορικό θεμέλιο της εξέγερσης, δηλαδή την συνεκτική εθνική συνείδηση που αντανακλούσε την ιστορική πορεία του έθνους από την αρχαία και την βυζαντική εποχή: "Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω Ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των Πατέρων μας!".
Το ελληνικόν έθνος σώθηκε, αλλά με έργα που παρασκευάστηκαν και προετοιμάστηκαν σε μέρες κατάκτησης και δουλείας. Ήταν έθνος που είχε διατηρήσει ζωντανή την ύπαρξή του μέσα στους αιώνες - ένα έθνος ιστορικό, καταστατικό για τον ίδιο τον δυτικό πολιτισμό, για τα ευρωπαϊκά έθνη. Αυτός ήταν και ο λόγος για την παγκόσμια συγκίνηση που προκαλέσε η ελληνική εθνική παλιγγενεσία και για το ορμητικό ρεύμα του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του ελληνικού Αγώνα.
* Προδημοσίευση από το βιβλίο: «Σιωπή για το '21. Πηγές και ερμηνείες για την ελληνική επανάσταση, Ηρόδοτος, Αθήνα 2016»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου