Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Ἡ ἐκκλησιολογικὴ διάσταση τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

                                          Εἰκονογράφηση τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
                                 στὸν περίφημο Ναὸ Σταυροπόλεως Βουκουρεστίου (1724)

                                              Γράφει ὁ πατὴρ Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος

Μαζὶ μὲ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στὶς 14 Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας τίμησε καὶ μία δεύτερη «ὕψωση». Τὴν ὕψωση τῆς ἀληθείας τῆς Πίστεώς μας κατὰ τῆς πλάνης καὶ τοῦ ψεύδους. Ὅπως διαβάσαμε στὸ συναξάριο τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν 170 Ἁγίων Πατέρων ποὺ καταδίκασαν τὴν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ. Οἱ ἑορτὲς τῆς μνήμης τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἐνθύμηση ἑνὸς γεγονότος, ἀλλὰ κυρίως ὑπενθύμιση τῆς ζωντανῆς παρακαταθήκης στὴν ἁγιοπνευματικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπειδὴ ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὑποβιβάζει ἀναγκαστικὰ τὴν ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας καὶ Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιὰ νὰ τιμηθεῖ πρεπόντως ἡ ἑορτή, οἱ Πατέρες ὅρισαν νὰ μετατίθεται κατὰ τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση.
(Τυπικὸ Ἁγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης). Ἔτσι καὶ ἡ Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὅπως καὶ ἡ Α΄, ἡ Δ΄ καὶ ἡ Ζ΄ τιμῶνται κατὰ τὴν ἀναστάσιμη καὶ πανηγυρικὴ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.

Πρὶν ἐμβαθύνουμε στὴν ἐκκλησιολογικὴ διάσταση τῆς Στ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ἂς δοῦμε κάποια ἱστορικὰ στοιχεῖα: συνεκλήθη τὸ Νοέμβριο τοῦ 680 μ.Χ. στὸ Παλάτι, ἐν Τρούλλω, στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴ συμμετοχὴ 170 Πατέρων ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ἡ Σύνοδος ἐπανέλαβε τὴ θεολογικὴ διατύπωση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ θεολόγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, σὲ μία Ὑπόσταση (ἕνα πρόσωπο), εἶναι Θεάνθρωπος. 


Στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἑνώνεται ὑποστατικά, σὲ ἕνα πρόσωπο δηλαδή, στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀχωρίστως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καὶ ἀσυγχύτως. Ἐπίσης, ἐδογμάτισε ὅτι ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἔχει τέλειες τὶς δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, ἔχει καὶ δύο φυσικὲς θελήσεις καὶ δύο ἐνέργειες (θεία καὶ ἀνθρώπινη), ὅπως προκύπτει καὶ ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς Εὐαγγελικὲς διηγήσεις. Δηλαδή, στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου διασώζεται πλήρως ἀκέραιη καὶ ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη θέληση καὶ ἐνέργεια. 
Ἡ Σύνοδος τῶν Ἁγίων Πατέρων κατεδίκασε τὴ χριστολογία τῶν Μονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι κήρυτταν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μόνο μία, τὴ θεία θέληση καὶ ἐνέργεια, καὶ ὄχι τὴν ἀνθρώπινη, μὲ ἄλλα λόγια δὲν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ Ἕκτη Σύνοδος οὐσιαστικῶς δικαίωσε τὴ θεολογία καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἁγ. Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (580-662), ἦταν ἀρχικὰ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Χρυσουπόλεως κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀγωνίσθηκε γιὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς «ἀνώτερη» ἐκκλησιαστικὴ ὑποστήριξη, τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας) εἶχαν ἀποδεχθεῖ τὴν αἵρεση κάτω ἀπὸ πίεση τοῦ μονοθελήτου Αὐτοκράτορα Κώνσταντος Β΄ (641-668). 
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος, χωρὶς νὰ κατέχει κάποια ἰδιαίτερη θέση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία - ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχός, οὔτε καν ἱερέας - ὕψωσε τὸ θεολογικό του ἀνάστημα ἕνας αὐτός, ἐναντίον ὅλης τῆς «ἐπισήμου Ἐκκλησίας». Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὑπῆρξε «μέγιστος θεολόγος, ὁ ὁποῖος ἐσφράγισε μὲ τὸ ἀγωνιστικό του σθένος καὶ τὴν πλούσια συγγραφική του προσφορὰ τὴ θεολογικὴ ἀναίρεση τῆς μονοθελητικῆς αἱρέσεως».
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ τὸν πιστό του μαθητῆ καὶ συναγωνιστή, τὸν ἱερέα Ἀναστάσιο, περιῆλθε γῆ καὶ θάλασσα ἀπὸ τὴν ΚΠολη μέχρι τὴ Ρώμη γιὰ νὰ προασπιστεῖ τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ πετύχει συνοδικὴ καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπὸ τὴν Σύνοδο στὴν Ρώμη ὑπὸ τὸν Ὀρθόδοξο πάπα Ἅγ. Μαρτίνο τὸν Ὁμολογητή. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη συνελήφθη, ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια (τοῦ ἔκοψαν τὴ γλώσσα καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του) καὶ πέθανε μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες στὴν ἐξορία. Δὲν ἔζησε γιὰ νὰ παραστεῖ στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅμως διὰ τῶν μαρτυρικῶν του ἀγώνων ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ διὰ τῆς θεοπνεύστου θεολογίας του ἀποτέλεσε τὸν ἐμπνευστὴ καὶ τὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς Συνόδου. Τὰ ἴδια βασανιστήρια μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο ὑπέστη καὶ ὁ συναγωνιστὴς του ἱερέας Ἀναστάσιος καὶ οἱ μαθητὲς του Θεόδωρος, Εὐπρέπειος καὶ Ἀναστάσιος μοναχός, τὴν μνήμη τῶν ὁποίων σήμερα (20 Σεπτεμβρίου) τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας.
Ὅπως διαβάζουμε στὸ συναξάριο τῆς ἑορτῆς, ἡ Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε ὡς αἱρετικοὺς ἑπτὰ (7) πατριάρχες καὶ ἄλλους ἐπισκόπους. Ἀναθεματίστηκαν, καθαιρέθηκαν καὶ ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς αἱρετικοὶ:
ὁ πάπας Ρώμης Ὀνώριος (625-638)
οἱ τέσσερις Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (610-638), 
Πύρρος (638-641, 654), Παῦλος Β΄ (641-653) καὶ Πέτρος (654-666), 
ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύρος (630-642), 
ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος (650-685), καὶ
οἱ ἐπίσκοποι Στέφανος, Πολυχρόνιος καὶ Κωνσταντῖνος.
Ἡ Σύνοδος δικαίωσε μετὰ θάνατον τὸν ἁπλὸ μοναχὸ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν ὁποῖο εἶχαν καταδικάσει οἱ ἀνωτέρω αἱρετικοὶ μεγαλοσχήμονες ἐπίσκοποι καὶ πατριάρχες.
Ἂς προσέξουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀδελφοὶ: Ἡ Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μᾶς δίνει ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μαθήματα Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, ποὺ δυστυχῶς λησμονοῦμε σήμερα: Ἡ Ἐκκλησία δὲν συγκροτεῖται μόνο ἀπὸ τοὺς πατριάρχες, τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς κληρικοὺς ἐν γένει. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὄντως οἱ ἀξιωματοῦχοι Της. Εἶναι, πρέπει νὰ εἶναι, οἱ Πατέρες καὶ Ποιμένες τῆς «λογικῆς ποίμνης» ποὺ φέρουν τὸν ὑπέρτατο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης ὡς διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Εἶναι, πρέπει νὰ εἶναι, οἱ ἐκφραστὲς τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ διασώζουν, πρέπει νὰ διασώζουν καὶ νὰ μεταδίδουν ἀνόθευτη τὴν εὐαγγελική, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία. 
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρώτιστο καὶ ὑψηλότερο ἔργο καὶ ἡ κύρια ἀποστολή τους. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ἐπίσκοπος, ὄχι ὁ ἱερέας καὶ ὁ διάκονος, μόνο ὁ ἐπίσκοπος, κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς χειροτονίας του ὁμολογεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ ὑπόσχεται ὅτι θὰ κρατήσει καὶ θὰ μεταδώσει ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι καὶ σὲ κάθε Θ. Λειτουργία στὴν ἱερότερη στιγμὴ της εὐχόμαστε καὶ προσευχόμαστε, καὶ πρέπει νὰ προσευχόμαστε μὲ ἰδιαίτερη θέρμη γιὰ τὸν ἐπίσκοπό μας, νὰ μᾶς τὸν χαρίζει ὁ Θεὸς «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς αὐτοῦ ἀληθείας»! Οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν, λοιπόν, τὴν ὑπερέχουσα, τὴν πολὺ ὑψηλὴ θέση, τὴ μοναδικὴ ἀποστολὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία μας. 
Συγχρόνως ὅμως εἶναι καὶ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μόνη κεφαλὴ ἔχει τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Ἐὰν ἡ συμπεριφορά τους ἢ οἱ διδασκαλίες τους εἶναι ἀνάρμοστες πρὸς τὴν Κεφαλὴ - καὶ συνεπῶς πρὸς ὅσα θέσπισαν οἱ Ἅγιοι ἐν Ἁγίω Πνεύματι - τότε μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση ἀποκόπτονται ἀπὸ σῶμα ὡς μολυσμένα μέλη. Ναί! Καὶ ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ ὁ πατριάρχης μπορεῖ νὰ σφάλει καὶ ὑπόκειται καὶ αὐτὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ κρίση.
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δὲν ἀναγνωρίζουμε κανένα πάπα, οὔτε ἔχουμε κανέναν ἀλάθητο καὶ ὑπὲρ ἄνω κριτικῆς. Ἐὰν κάποιος, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτός, εἴτε ἱερέας, εἴτε ἐπίσκοπος, ἀκόμα καὶ πατριάρχης, ἐὰν μὲ τὰ λόγια του καὶ τὶς ἐνέργειές του παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων μας ἀποκόπτεται ὡς ἐπικίνδυνο καὶ μολυσμένο μέλος γιὰ νὰ μὴν μεταδώσει τὸν μολυσμὸ τῆς ἐτεροδιδασκαλίας καὶ στὰ ὑπόλοιπα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἱστορία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς ἔχει ἐπιφορτίσει μὲ τὴν ἱερὴ ὑποχρέωση, ἀνάλογα μὲ τὸ χάρισμα καὶ τὴ θεολογική του κατάρτιση ὁ καθένας μας, νὰ ἐνδιαφερόμαστε καὶ νὰ ἀγωνιοῦμε γιὰ τὰ θέματα πίστεως καί, ἂν ἔχουμε τὴ δυνατότητα καὶ τὶς γνώσεις, μὲ τὸν δέοντα σεβασμό, τὴν ἀναγκαία νηφαλιότητα ἀλλὰ καὶ μὲ παρρησία καὶ εἰλικρίνεια νὰ ἐπισημαίνουμε τὶς ἐκτροπές. Αὐτὸ ἔκαναν πάντοτε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ Ἅγιοι. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἁπλὸς μοναχὸς αὐτός, ἀψήφησε ὄχι μόνον τὴν κοσμική, αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ καὶ πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του, μὲ τοὺς ὁποίους διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, δηλ. δὲν τοὺς ἀποδεχόταν ὡς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὡς λύκους βαρεῖς, ἀφοῦ δυστυχῶς αὐτοὶ πρῶτοι εἶχαν περιφρονήσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ παράδοση. Ἀσφαλῶς δὲν διακατεχόταν ἀπὸ αὐθάδεια ἢ φανατισμό. Ἤξερε νὰ ὑπακούει καὶ νὰ ταπεινώνεται πρωτίστως ἐνώπιον τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν. Τιμοῦσε καὶ σεβόταν ὑπέρμετρα - ὅπως κάθε ἅγιος - τὴν ἱερωσύνη καὶ τοὺς ταγοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως εἶχε τὴν διάκριση νὰ ἀντιτίθεται καὶ νὰ διακόπτει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους, ὅταν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀντιταχθεῖ στὸ Θεῖο θέλημα. Ἐκεῖ ἔχει ἐφαρμογὴ τὸ ἀποστολικὸ «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις». Τότε ἀπαιτεῖται ὁμολογία. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη του στὸν Θεὸ ἔκανε τὸν Ἅγιο ἀδιαπραγμάτευτο σὲ θέματα Πίστεως.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα περιστατικὸ ποὺ διασώζεται ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἁγ. Μαξίμου: Ὅταν σὲ ἀνάκριση μετὰ τὴν πρώτη του ἐξορία ὁ αἱρετικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος τοῦ εἶπε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Καθολικὴ (παγκόσμια) Ἐκκλησία πού εἶχε δεχθεῖ τὴν αἵρεσι, διότι τελικά, «ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ἕνας ἁπλὸς καλόγερος νὰ ἐναντιώνεσαι σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία;» ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων (ὁ Χριστός), μακαρίζοντας τὸν Πέτρο, εἶπε ὅτι Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος ὁμολογία τῆς πίστεως σ' Αὐτὸν (καὶ ὄχι ἡ ἑνότητα μέσα στὴν αἵρεση, μέσα στὴν ψευδῆ πίστη)».
Γι’ αὐτὴ τὴ σταθερότητα τῆς ὁμολογίας του ὁ Ἅγιος ὑπέστη πολλοὺς διωγμοὺς καὶ μαρτύρια καὶ στὸ τέλος θυσίασε καὶ τὴν ἴδια του τὴ ζωή, ἀλλὰ ἦλθε ὁλόκληρη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸν δικαίωσε πανηγυρικά, γιατί πάνω στὴ θεολογία τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ Μαξίμου στηρίχτηκε γιὰ νὰ καταδικάσει τοὺς 7 μεγαλοσχήμονες πατριάρχες !
Ἀξίζει, ἐπίσης, νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ καταδίκη τοῦ πάπα Ὀνωρίου ἀπὸ τὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καθὼς καὶ ἡ καταδίκη τοῦ πάπα Βιγιλίου ἀπὸ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅτι εἶναι ἐκκλησιολογικὰ ψευδὴς καὶ ἱστορικὰ ἀνεπέρειστος καὶ ἀπαράδεκτος ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν παπικῶν περὶ τοῦ ex cathedra ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, ἕνα καινοφανὲς δόγμα ποὺ ἐπινόησε ὁ παπισμὸς μόλις τὸ 1879 ! 
Ἀγαπητοί, ἂς προσέξουμε: στὴν Ἐκκλησία μας τὸ κάθε μέλος ἔχει τὴ δική του διακονία καὶ καλεῖται νὰ ἀξιοποιήσει τὸ δικό του χάρισμα. Ὑπάρχει ὅμως μία διακονία-ὑποχρέωση τὴν ὁποία ἔχουμε ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ καθένας μας ἀνάλογα μὲ τὸ χάρισμα καὶ τὴ θέση του, ἀπὸ τοὺς πατριάρχες μέχρι τὸν τελευταῖο πιστό: καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγωνία γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς παραδοθείσης πίστεως. Τὸ 1848, σὲ μία ἱστορικὴ κοινή τους δήλωση πανορθοδόξως οἱ τέσσερις Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἀπάντησαν στὶς παπικὲς ἀξιώσεις, συγκεφαλαιώνοντας τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία: «σέ μας, γράφουν στὸν πάπα, φύλακας τῆς πίστεως δὲν εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ», δηλ. οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ ἑνωμένοι διασώζουμε τὴν ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. 
Εἶπα πρὸ ὀλίγου ὅτι «ἡ Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μᾶς δίνει μαθήματα Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, ποὺ δυστυχῶς λησμονοῦμε σήμερα». Πολλοὶ πιστοὶ νομίζουν λανθασμένα ὅτι Ἐκκλησία εἶναι μόνο ὁ πατριάρχης καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ ὅ,τι αὐτοὶ διδάσκουν εἶναι ἀλάνθαστο καὶ δὲν ἐπιτρέπεται ἡ παραμικρὴ κριτικὴ στὶς θεολογικές τους ἀπόψεις γιὰ θέματα πίστεως! Μία τέτοια ἀντίληψη εἶναι ξένη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν παπικὴ ἐκκλησιολογία. Μόνο ὁ Πάπας λέει ὅτι ὅ,τι διδάσκω ἐγὼ ex cathedra εἶναι σωστὸ καὶ ἀλάνθαστο! Ἡ Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδικάζοντας ἑπτὰ Πατριάρχες ξεκαθάρισε τὰ πράγματα καὶ φωνάζει καὶ σὲ μᾶς σήμερα: 
Προσέξτε, μᾶς λέει, κριτήριο γιὰ τὸ ἂν κάποιος φρονεῖ ὡς πραγματικὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δὲν ἀποτελεῖ ἡ θέση τὴν ὁποία κατέχει στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ πιστότητά του στὴν τήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Κανένας δὲν εἶναι ἀλάθητος, κανένας δὲν εἶναι ὑπὲρ ἄνω κριτικῆς σὲ θέματα πίστεως. Ἀλίμονο σὲ ὅποιον συστηματικὰ περιφρονεῖ τὴν παράδοση τῶν Ἁγίων, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτός, ἀκόμα καὶ ἱερέας καὶ ἐπίσκοπος καὶ ἀρχιεπίσκοπος καὶ πατριάρχης! 
Εὔχεσθε, παρακαλῶ, ἀγαπητοί, καὶ προσεύχεσθε ὁ Θεὸς μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ φωτίζει ὅλους μας καὶ ἰδιαιτέρως ἐμᾶς τοὺς κληρικούς, ἱερεῖς, ἐπισκόπους καὶ πατριάρχες νὰ τηροῦμε καὶ νὰ μεταδίδουμε ἀνόθευτη τὴν παρακαταθήκη τῆς πίστεώς μας. 
Ἱερὸς Ναὸς Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν 
Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν 20.9.2015
Πρωτοπρεσβύτερος Ἀναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ι. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου