Γράφει ὁ Νατσιὸς Δημήτρης δάσκαλος-Κιλκὶς
Τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας καὶ οἱ Ἕλληνες πολιτικοι
Λίγο μετὰ τὴν πτώση τῆς Τριπολιτσᾶς, ὁ Κολοκοτρώνης ἐπιχειρεῖ νὰ καταλάβει καὶ τὸ ἰσχυρὸ φρούριο τοῦ Ναυπλίου. Κάποια στιγμὴ-Γενάρης τοῦ 1822- εἰδκοποιεῖται νὰ τραβήξει κατὰ τὴν Κόρινθο, διότι οἱ ἐκεῖ Τοῦρκοι καὶ Τουρκαλβανοὶ («ὁ λύκος κι ἂν ἐγέρασε…»), μόνο σ’ αὐτὸν δέχονταν νὰ παραδοθοῦν. Ἀφήνω τὸν λόγο στὸν Φωτάκο (Φώτιο Χρυσανθόπουλο), ὁ ὁποῖος στὰ «Ἀπομνημονεύματα» για το ’21, διασώζει ἕνα συμβάν, πού μου προξένησε, ὅπως ἔλεγαν παλαιότερα, «ζωηρᾶν ἐντύπωσιν»:
«Ἐκεῖθεν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ λοιποὶ καπεταναῖοι ἀνεχώρησαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὴν Κόρινθον, καὶ καθ’ ὁδὸν ἐνυκτέρευσαν εἰς τὸ χωρίον Ἁγιονόρι καὶ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Γεωργίου Καλαρᾶ ἰατροῦ, ἀνθρώπου ἐπισήμου καὶ γνωστοῦ. Ἐκεῖ ἕνας των στρατιωτῶν τοῦ Κολοκοτρώνη ἐζήτησεν ἐλιὲς τηγανισμένες, καὶ ἐπειδὴ ἡ δέσποινα τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου ἔμεινε δὲν ἐγνώριζε τὸ παράξενον τοῦτο φαγητόν, ὁ στρατιώτης ἐμάλωσε μὲ αὐτήν, ἐθύμωσε καὶ ἔσπασε τὴν στάμναν μὲ τὸ λάδι. Ἕνεκα τούτου ἔγιναν παράπονα ἀφ’ ἑσπέρας εἰς τὸν ἀρχηγόν, ὅστις ἀμέσως ἐδιέταξε καὶ.... ἔθεσαν τὸν στρατιώτην ὑπὸ φύλαξιν. Τὴν δὲ ἐπαύριο ὁ ἀρχηγὸς ἔβγαλε τὸν στρατιώτην εἰς τὸ ἁλώνει τὸ πλακωτὸν κατὰ τὸ διάσελον τοῦ αὐτοῦ χωριοῦ, καὶ παρόντων ὅλων των στρατιωτῶν, ἔκαμε κύκλον καὶ ἐν τῷ μέσω ἀνεγνώσθη ἡ καταδίκη του, ἡ ὁποία ἦτο ἡ ἑξῆς: νὰ τὸν φτύσουν οἱ ἄλλοι στρατιῶται, διότι ἐζήτησε ἐλιὲς τηγανισμένες. Ἐνῶ δὲ ἐκτελεῖτο ἡ ἀπόφασις, ὁ καταδικασθεῖς στρατιώτης τόσον ἐταράχθη ἀπὸ τὴν ἐντροπήν του, ὥστε ἐλιποθύμησε καὶ ἔπειτα ἀπέθανε. Καὶ εἰς τὴν Κόρινθον μετ’ ὀλίγας ἡμέρας συνέβη ἕνα ἄλλο παρόμοιον. Ἀπεκοιμήθησαν δύο στρατιῶται εἰς τὴν φυλακὴν τῆς νυκτός, τοῦτο μαθῶν ὁ Κολοκοτρώνης διέταξε καὶ τοὺς ἔδεσαν εἰς ἕνα μέρος καὶ ἔπειτα εἶπεν εἰς τοὺς στρατιώτας νὰ τοὺς φτύσουν. Ὁ ἕνας ἀπέθανεν ἀμέσως ἐκεῖ, ὁ δὲ ἄλλος ἐχάθη καὶ δὲν τὸν εἴδαμεν πλέον ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνην. Ἰδοὺ πὼς οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἐντρέποντο. Φαίνεται, ὅτι τότε τὰ ἤθη ἤσαν ἁγνότερα τῶν σήμερον ὑπαρχόντων». (τομ. Α΄, σέλ. 224, εκδ. «Βεργίνα»).
Συνηθίζω τέτοια σπουδαία κείμενα, νὰ τὰ ξεχωρίζω, νὰ τὰ φωτοτυπῶ καὶ νὰ τὰ προσφέρω στοὺς μαθητές μου. Στὴν κρίσιμη, ἐξοπλιστικὴ ἡλικία τοῦ δημοτικοῦ, οἱ ἱστορίες στὶς ὁποῖες πρωταγωνιστοῦν ὀνομαστοὶ ἥρωες-καὶ τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων μας-μένουν ἀνεξίτηλες στὴν μνήμη τῶν παιδιῶν μας, καί, κυρίως, γεύονται, «συνομιλοῦν» μὲ τὸ παρελθόν τους, μπολιάζονται μ’ αὐτό, ἕνας σπόρος φιλοπατρίας πέφτει στὴν ἀγεώργητο ψυχή τους καὶ ἴσως κάποτε ἀνθίσει. Ἔχουν κουραστεῖ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς ζοφερὲς φλυαρίες καὶ ἀνούσιες τιποτολογίες τῶν σχολικῶν βιβλίων. Κουράζονται χωρὶς λόγο, νιώθουν ναυτία διαβάζοντας τὰ περιεχόμενα τῶν βιβλίων τους, τὰ ἄψυχα καὶ μίζερα, «πανέρια μὲ ὀχιές», ὅπως τὰ χαρακτηρίζω. Ἐνῶ κείμενα, ὅπως τὸ προαναφερόμενο, ἔχουν ζωὴ καὶ δροσιὰ μέσα τους, κρύβονται στὶς φυλλωσιές τους, οἱ ἀλήθειες ποὺ συγκλόνισαν ἥρωες καὶ ἀγωνιστές, μὲ μία φράση εἶναι τὰ γραπτὰ κειμήλια τοῦ Γένους.
Καὶ τί διαβάζουμε; Ὅτι τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἐν μέσω φρικώδους Τουρκοκρατίας, οἱ ἄνθρωποι «ἐντρέποντο» τόσο, ὥστε πέθαιναν ἀπὸ ντροπή. Καὶ μάλιστα γιὰ παραπτώματα ἀνάξια λόγου, τὰ ὁποῖα σήμερα μὲ «μεγεθυντικὸ φακὸ» ἐντοπίζεις.
Τῷ καιρῷ ἐτούτω ἐγκλήματα διαπράττονται, ὁλόκληρες κοινωνίες ρημάζονται καὶ λαφυραγωγοῦνται καὶ ὄχι μόνο δὲν κρύβονται ἀπὸ ντροπή, οἱ πρωταίτιοι ἀλλὰ ἐμφανίζονται στὶς ὀθόνες καί… ἄλλος ἀπειλεῖ τοὺς δικαστές, ἄλλος ὑποδύεται τὸ θύμα, ἕτερος διαφημίζει τὴν δημοφιλία του, ἄλλος, ἀφοῦ ἐξαπάτησε ἕναν ὁλόκληρο λαό, ἐπιζητᾶ τὴν ἐκλογικὴ ἐπιβράβευση τῆς ἀνικανότητάς του.
Ἔχουμε βεβαίως καὶ τὶς ἐκλογές! Ἰδοὺ ὁ ὁρισμὸς τῶν ἐκλογῶν ἀπὸ τὸν κάλαμο τοῦ Παπαδιαμάντη: «Ἅ! αι ἐκλογαί, αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἐπὶ ἑβδομήκοντα ἔτη ἀσχολία μας, ἀφ’ ὅτου ἠλευθερῶθημεν, ἀφ’ ὅτου δηλαδὴ μεταλλάξαμεν τυράννους, τοὺς ὁποίους διὰ τῶν ἐκλογῶν φανταζόμεθα ὅτι ἀντικαθιστῶμεν τάχα συχνότερον». («Ἅι μου Γιώργη», 1892). Τί νὰ ψηφίσεις; Γιατί νὰ πᾶς; Τὰ μνημόνια τὰ ψήφισαν ὅλοι μὲ χέρια καὶ ποδάρια, ἡ ἐθελοδουλία καὶ ὑποτέλειά τους εἶναι ἐξασφαλισμένη, ἡ λίστα προδικάζει ποιοὶ θὰ καθίσουν στὰ ἕδρανα τῆς Βουλῆς.
Γιατί; Γιὰ νὰ μεταλλάξουμεν τοὺς γονατισμένους τυράννους; Δὲν ἐλπίζουμε πλέον σ’ αὐτούς, «ἄνω σχωμεν τῆς καρδίας». Ὑποστυλώματα τῆς ἀλητοκρατίας, ἀνθρώπινο παραγέμισμα στὶς ἀνομίες τους, δὲν πρόκειται νὰ ξαναγίνουμε.
Κλείνω καὶ πάλι μὲ ἕνα κολοκοτρωναίικο ἐπεισόδιο. Τὸ ἐντόπισα στὴν ἔφ. «Ἄμπελος», ἡ ὁποία ἐκδίδεται στὴν Γερμανία καὶ ἀπευθύνεται στὴν ἐκεῖ ὁμογένεια. Τὸ μεταφέρω ὡς ἔχει (τεῦχος Αὒγ-Σὲπ 2015).
«Γιὰ τοὺς κλέφτες της Ἑλλάδος, ποὺ διέλυσαν τὴν Πατρίδα μας καὶ ποὺ δὲν εἶχαν καν φιλότιμο καὶ εὐαισθησία νὰ πᾶνε κάπου σε κάνα καταράχι ἢ σὲ κανένα νερόμυλο κάποιου χωριοῦ νὰ κρεμαστοῦνε καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴ μούρη τους, τοὺς ἀφιερώνουμε τὸ παρακάτω περιστατικὸ καὶ σᾶς παρακαλοῦμε νὰ βγάλετε μόνοι σας τὰ συμπεράσματα. Τὸ ἀνέκδοτο φέρει τὸν τίτλο “Τὰ Γαϊδούρια Τῆς ΖΑΡΑΚΟΒΑΣ τοῦ 1821”.
Ὁ Βασιλιὰς Ὄθωνας τῆς Ἑλλάδος κάλεσε μία μέρα στὸ παλάτι τοῦ τὸν Θόδωρο Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἡ Κυβέρνησή μου ἀποφάσισε νὰ ἀμείψει τοὺς ἀγωνιστές.
Ἐδῶ ἔχω τὶς ἀναφορὲς μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦν τὰ δικαιώματά τους. Ἐσὺ τί θὰ ζητήσεις στρατηγέ;
-Ἐγώ, ἀπάντησε ὁ Κολοκοτρώνης, δὲν θὰ ζητήσω τίποτε γιατί οὔτε ἔχασα οὔτε ξόδεψα γιὰ τὸ Ἔθνος.
Ὁ Βασιλιὰς Ὄθωνας, συνηθισμένος ἀπὸ τὶς παράλογες ἀπαιτήσεις πολλῶν ἀγωνιστῶν τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, σὰν τοὺς 300 τοὺς δικούς μας, ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Γέρου τοῦ Μοριά.
-Πῶς γίνεται αὐτό, ρώτησε ὁ Βασιλιάς. Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ ἀπήντησε καὶ τοῦ ἐξήγησε:
-Ἐγώ, ὅταν μπῆκα στὸν ἀγώνα εἶχα στὸ σελάχι μου, μιάμιση Ρεγγίνα (ἕνα αὐστριακὸ τάληρο) καὶ ξόδεψα μονάχα τὴ μισή. Καὶ δὲ μοῦ λές, μεγαλειότατε, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζητᾶνε χρήματα καὶ δικαιώματα;
Ὁ Ὄθωνας τοῦ εἶπε μερικὰ ὀνόματα, ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ἤξερε πολὺ καλὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρανε καὶ τί μανούσια ἤσαν στὸν ἀγώνα.
-Χμμ! Ἔκανε. Ἂν αὐτοὶ ποῦ εἶπες, βασιλιά μου, πάρουν αὐτὰ ποῦ ζητᾶνε, τότε τί πρέπει νὰ πάρουν τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας; (περιοχὴ Ἀρκαδίας).
-Ποιὰ εἶναι τὰ ΓΑΪΔΟΥΡΙΑ τῆς Ζαράκοβας; ρώτησε ὁ Ὄθωνας μὲ περιέργεια. Καὶ ἀπάντησε θαρραλέα ὁ λεβέντης στρατηγὸς Κολοκοτρώνης.
-Βασιλιά μου, τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κουβαλοῦσαν τὸ νερὸ καὶ τὸ ψωμί, ποὺ εἴχαμε τόσο ἀνάγκη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδας μας ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀπήντησε ὁ Γέρος τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος μας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης».
«Ἐκεῖθεν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ λοιποὶ καπεταναῖοι ἀνεχώρησαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὴν Κόρινθον, καὶ καθ’ ὁδὸν ἐνυκτέρευσαν εἰς τὸ χωρίον Ἁγιονόρι καὶ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Γεωργίου Καλαρᾶ ἰατροῦ, ἀνθρώπου ἐπισήμου καὶ γνωστοῦ. Ἐκεῖ ἕνας των στρατιωτῶν τοῦ Κολοκοτρώνη ἐζήτησεν ἐλιὲς τηγανισμένες, καὶ ἐπειδὴ ἡ δέσποινα τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου ἔμεινε δὲν ἐγνώριζε τὸ παράξενον τοῦτο φαγητόν, ὁ στρατιώτης ἐμάλωσε μὲ αὐτήν, ἐθύμωσε καὶ ἔσπασε τὴν στάμναν μὲ τὸ λάδι. Ἕνεκα τούτου ἔγιναν παράπονα ἀφ’ ἑσπέρας εἰς τὸν ἀρχηγόν, ὅστις ἀμέσως ἐδιέταξε καὶ.... ἔθεσαν τὸν στρατιώτην ὑπὸ φύλαξιν. Τὴν δὲ ἐπαύριο ὁ ἀρχηγὸς ἔβγαλε τὸν στρατιώτην εἰς τὸ ἁλώνει τὸ πλακωτὸν κατὰ τὸ διάσελον τοῦ αὐτοῦ χωριοῦ, καὶ παρόντων ὅλων των στρατιωτῶν, ἔκαμε κύκλον καὶ ἐν τῷ μέσω ἀνεγνώσθη ἡ καταδίκη του, ἡ ὁποία ἦτο ἡ ἑξῆς: νὰ τὸν φτύσουν οἱ ἄλλοι στρατιῶται, διότι ἐζήτησε ἐλιὲς τηγανισμένες. Ἐνῶ δὲ ἐκτελεῖτο ἡ ἀπόφασις, ὁ καταδικασθεῖς στρατιώτης τόσον ἐταράχθη ἀπὸ τὴν ἐντροπήν του, ὥστε ἐλιποθύμησε καὶ ἔπειτα ἀπέθανε. Καὶ εἰς τὴν Κόρινθον μετ’ ὀλίγας ἡμέρας συνέβη ἕνα ἄλλο παρόμοιον. Ἀπεκοιμήθησαν δύο στρατιῶται εἰς τὴν φυλακὴν τῆς νυκτός, τοῦτο μαθῶν ὁ Κολοκοτρώνης διέταξε καὶ τοὺς ἔδεσαν εἰς ἕνα μέρος καὶ ἔπειτα εἶπεν εἰς τοὺς στρατιώτας νὰ τοὺς φτύσουν. Ὁ ἕνας ἀπέθανεν ἀμέσως ἐκεῖ, ὁ δὲ ἄλλος ἐχάθη καὶ δὲν τὸν εἴδαμεν πλέον ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνην. Ἰδοὺ πὼς οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἐντρέποντο. Φαίνεται, ὅτι τότε τὰ ἤθη ἤσαν ἁγνότερα τῶν σήμερον ὑπαρχόντων». (τομ. Α΄, σέλ. 224, εκδ. «Βεργίνα»).
Συνηθίζω τέτοια σπουδαία κείμενα, νὰ τὰ ξεχωρίζω, νὰ τὰ φωτοτυπῶ καὶ νὰ τὰ προσφέρω στοὺς μαθητές μου. Στὴν κρίσιμη, ἐξοπλιστικὴ ἡλικία τοῦ δημοτικοῦ, οἱ ἱστορίες στὶς ὁποῖες πρωταγωνιστοῦν ὀνομαστοὶ ἥρωες-καὶ τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων μας-μένουν ἀνεξίτηλες στὴν μνήμη τῶν παιδιῶν μας, καί, κυρίως, γεύονται, «συνομιλοῦν» μὲ τὸ παρελθόν τους, μπολιάζονται μ’ αὐτό, ἕνας σπόρος φιλοπατρίας πέφτει στὴν ἀγεώργητο ψυχή τους καὶ ἴσως κάποτε ἀνθίσει. Ἔχουν κουραστεῖ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς ζοφερὲς φλυαρίες καὶ ἀνούσιες τιποτολογίες τῶν σχολικῶν βιβλίων. Κουράζονται χωρὶς λόγο, νιώθουν ναυτία διαβάζοντας τὰ περιεχόμενα τῶν βιβλίων τους, τὰ ἄψυχα καὶ μίζερα, «πανέρια μὲ ὀχιές», ὅπως τὰ χαρακτηρίζω. Ἐνῶ κείμενα, ὅπως τὸ προαναφερόμενο, ἔχουν ζωὴ καὶ δροσιὰ μέσα τους, κρύβονται στὶς φυλλωσιές τους, οἱ ἀλήθειες ποὺ συγκλόνισαν ἥρωες καὶ ἀγωνιστές, μὲ μία φράση εἶναι τὰ γραπτὰ κειμήλια τοῦ Γένους.
Καὶ τί διαβάζουμε; Ὅτι τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἐν μέσω φρικώδους Τουρκοκρατίας, οἱ ἄνθρωποι «ἐντρέποντο» τόσο, ὥστε πέθαιναν ἀπὸ ντροπή. Καὶ μάλιστα γιὰ παραπτώματα ἀνάξια λόγου, τὰ ὁποῖα σήμερα μὲ «μεγεθυντικὸ φακὸ» ἐντοπίζεις.
Τῷ καιρῷ ἐτούτω ἐγκλήματα διαπράττονται, ὁλόκληρες κοινωνίες ρημάζονται καὶ λαφυραγωγοῦνται καὶ ὄχι μόνο δὲν κρύβονται ἀπὸ ντροπή, οἱ πρωταίτιοι ἀλλὰ ἐμφανίζονται στὶς ὀθόνες καί… ἄλλος ἀπειλεῖ τοὺς δικαστές, ἄλλος ὑποδύεται τὸ θύμα, ἕτερος διαφημίζει τὴν δημοφιλία του, ἄλλος, ἀφοῦ ἐξαπάτησε ἕναν ὁλόκληρο λαό, ἐπιζητᾶ τὴν ἐκλογικὴ ἐπιβράβευση τῆς ἀνικανότητάς του.
Ἔχουμε βεβαίως καὶ τὶς ἐκλογές! Ἰδοὺ ὁ ὁρισμὸς τῶν ἐκλογῶν ἀπὸ τὸν κάλαμο τοῦ Παπαδιαμάντη: «Ἅ! αι ἐκλογαί, αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἐπὶ ἑβδομήκοντα ἔτη ἀσχολία μας, ἀφ’ ὅτου ἠλευθερῶθημεν, ἀφ’ ὅτου δηλαδὴ μεταλλάξαμεν τυράννους, τοὺς ὁποίους διὰ τῶν ἐκλογῶν φανταζόμεθα ὅτι ἀντικαθιστῶμεν τάχα συχνότερον». («Ἅι μου Γιώργη», 1892). Τί νὰ ψηφίσεις; Γιατί νὰ πᾶς; Τὰ μνημόνια τὰ ψήφισαν ὅλοι μὲ χέρια καὶ ποδάρια, ἡ ἐθελοδουλία καὶ ὑποτέλειά τους εἶναι ἐξασφαλισμένη, ἡ λίστα προδικάζει ποιοὶ θὰ καθίσουν στὰ ἕδρανα τῆς Βουλῆς.
Γιατί; Γιὰ νὰ μεταλλάξουμεν τοὺς γονατισμένους τυράννους; Δὲν ἐλπίζουμε πλέον σ’ αὐτούς, «ἄνω σχωμεν τῆς καρδίας». Ὑποστυλώματα τῆς ἀλητοκρατίας, ἀνθρώπινο παραγέμισμα στὶς ἀνομίες τους, δὲν πρόκειται νὰ ξαναγίνουμε.
Κλείνω καὶ πάλι μὲ ἕνα κολοκοτρωναίικο ἐπεισόδιο. Τὸ ἐντόπισα στὴν ἔφ. «Ἄμπελος», ἡ ὁποία ἐκδίδεται στὴν Γερμανία καὶ ἀπευθύνεται στὴν ἐκεῖ ὁμογένεια. Τὸ μεταφέρω ὡς ἔχει (τεῦχος Αὒγ-Σὲπ 2015).
«Γιὰ τοὺς κλέφτες της Ἑλλάδος, ποὺ διέλυσαν τὴν Πατρίδα μας καὶ ποὺ δὲν εἶχαν καν φιλότιμο καὶ εὐαισθησία νὰ πᾶνε κάπου σε κάνα καταράχι ἢ σὲ κανένα νερόμυλο κάποιου χωριοῦ νὰ κρεμαστοῦνε καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴ μούρη τους, τοὺς ἀφιερώνουμε τὸ παρακάτω περιστατικὸ καὶ σᾶς παρακαλοῦμε νὰ βγάλετε μόνοι σας τὰ συμπεράσματα. Τὸ ἀνέκδοτο φέρει τὸν τίτλο “Τὰ Γαϊδούρια Τῆς ΖΑΡΑΚΟΒΑΣ τοῦ 1821”.
Ὁ Βασιλιὰς Ὄθωνας τῆς Ἑλλάδος κάλεσε μία μέρα στὸ παλάτι τοῦ τὸν Θόδωρο Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἡ Κυβέρνησή μου ἀποφάσισε νὰ ἀμείψει τοὺς ἀγωνιστές.
Ἐδῶ ἔχω τὶς ἀναφορὲς μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦν τὰ δικαιώματά τους. Ἐσὺ τί θὰ ζητήσεις στρατηγέ;
-Ἐγώ, ἀπάντησε ὁ Κολοκοτρώνης, δὲν θὰ ζητήσω τίποτε γιατί οὔτε ἔχασα οὔτε ξόδεψα γιὰ τὸ Ἔθνος.
Ὁ Βασιλιὰς Ὄθωνας, συνηθισμένος ἀπὸ τὶς παράλογες ἀπαιτήσεις πολλῶν ἀγωνιστῶν τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, σὰν τοὺς 300 τοὺς δικούς μας, ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Γέρου τοῦ Μοριά.
-Πῶς γίνεται αὐτό, ρώτησε ὁ Βασιλιάς. Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ ἀπήντησε καὶ τοῦ ἐξήγησε:
-Ἐγώ, ὅταν μπῆκα στὸν ἀγώνα εἶχα στὸ σελάχι μου, μιάμιση Ρεγγίνα (ἕνα αὐστριακὸ τάληρο) καὶ ξόδεψα μονάχα τὴ μισή. Καὶ δὲ μοῦ λές, μεγαλειότατε, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζητᾶνε χρήματα καὶ δικαιώματα;
Ὁ Ὄθωνας τοῦ εἶπε μερικὰ ὀνόματα, ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ἤξερε πολὺ καλὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρανε καὶ τί μανούσια ἤσαν στὸν ἀγώνα.
-Χμμ! Ἔκανε. Ἂν αὐτοὶ ποῦ εἶπες, βασιλιά μου, πάρουν αὐτὰ ποῦ ζητᾶνε, τότε τί πρέπει νὰ πάρουν τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας; (περιοχὴ Ἀρκαδίας).
-Ποιὰ εἶναι τὰ ΓΑΪΔΟΥΡΙΑ τῆς Ζαράκοβας; ρώτησε ὁ Ὄθωνας μὲ περιέργεια. Καὶ ἀπάντησε θαρραλέα ὁ λεβέντης στρατηγὸς Κολοκοτρώνης.
-Βασιλιά μου, τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κουβαλοῦσαν τὸ νερὸ καὶ τὸ ψωμί, ποὺ εἴχαμε τόσο ἀνάγκη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδας μας ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀπήντησε ὁ Γέρος τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος μας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου