Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Η συμβολή των ιδεών του στο «κοινωνικό ολοκαύτωμα» που συντελείται στην σύγχρονη Ελλάδα




 Δάφνη Βαρβιτσιώτη, Ιστορικός
Πενήντα περίπου χρόνια μετά από τον σάλο, που οι ιδέες και το έργο του είχαν προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία –με αποτέλεσμα τον παρ’ ολίγον αφορισμό του από την Εκκλησία της Ελλάδος– ο Νίκος Καζαντζάκης επανέρχεται δυναμικά στην επικαιρότητά μας, τόσο μέσω ενός θεολογικού χώρου, όσο και μέσω ενός πανελλαδικού φορέα ενημέρωσης.
Και, ο μεν θεολογικός χώρος –σε «στρογγυλή τράπεζα», με θέμα «Πνευματικότητα και Θρησκευτικότητα στο Νίκο Καζαντζάκη»– φαίνεται ότι τον…εξαγιάζειii. Από την πλευρά του, ο φορέας ενημέρωσης τον διαφημίζει πανελλαδικώς ως «διαχρονικό στοχαστή» και ως «μεγάλο Έλληνα»
και τον χαρακτηρίζει ως «οικουμενικό λογοτέχνη» και ως «πιο επίκαιρο από ποτέ»· πληροφορεί δε το ευρύτερο κοινό ότι, το φύλλο της Κυριακής 2.12.2013 συνοδεύεται από το βιβλίο του «Ταξιδεύοντας–Αγγλία»iii.
Γιατί «Επίκαιρος»; Ποιά, άραγε, μπορεί να είναι η συμβολή του Νίκου Καζαντζάκη σ’ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση, την οποίαν πολλοί χαρακτηρίζουν ως ανθρωπιστική κρίση, ως κοινωνικό ολοκαύτωμα, ως σιωπηλή γενοκτονίαiv και ως ειρηνική αντικατάσταση πληθυσμού (δηλαδή, εθνοκάθαρση);
Πώς, δηλαδή, θα μπορούσαν οι ιδέες του «μεγάλου Έλληνα» –οι ίδιες που, προ πεντηκονταετίας, είχαν προκαλέσει τόσο σάλο και τον παρ’ ολίγον αφορισμό του– να βοηθήσουν τον σημερινό Έλληνα αναγνώστη να αντιμετωπίσει την εκ βάθρων ανατροπή όλων των δεδομένων, των αξιών και των θεσμών της κοινωνίας του, αλλά και τον φυσικό αφανισμό του, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης;
Καζαντζάκης και Παγκοσμιοποίηση: Τις «απάντησες» στα ερωτήματα αυτά δίνει, το 1940, ο ίδιος ο Καζαντζάκης στο προσφερόμενο “ταξιδογράφημα” του, στο οποίο αιφνιδιάζει τους ανυποψίαστους αναγνώστες του υπεισάγοντας, τόσο το μεταφυσικό του όραμα για έναν νέο, πλανητικής εμβέλειας, πολιτισμό, όσο και τους όρους για την πραγματοποίησή του. Συγκεκριμένα, στον πρόλογό του, ο «διαχρονικός διανοητής» διαμηνύει στους αναγνώστες του ότι, διαχρονικά, για να γίνει «το μέγα πήδημα από τον ένα πολιτισμό στον άλλο», είναι «απαραίτητο να προηγηθεί η καταστροφή, να γκρεμιστούν πολλά σεβαστά κι αγαπημένα που εμποδίζουν  και ν’ ανοίξει ανάμεσα από τα ερείπια η ψυχή καινούριο δρόμο».
Καζαντζάκης και Νέα Εποχή: Αυτό που καθιστά το συγκεκριμένο “ταξιδογράφημα” ξεχωριστό είναι ότι, μέσα σε περίπου τριάντα από τις 250 σελίδες του, ο Καζαντζάκης συμπυκνώνει, με την «θρησκευτικότητα» και την «πνευματικότητά» του, τα θεμελιώδη μηνύματα και τις μεθοδείες της Νέας Εποχής, που είναι η ηθικο-μεταφυσική σπονδυλική στήλη της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Αυτές οι λίγες σελίδες φαίνεται ότι ενέπνευσαν πολλούς, μεταξύ των οποίων και διάσημους διανοητές, όπως π.χ. τον νεομαρξιστή Εντγκάρ Μορέν, πασίγνωστο Αποδομιστή και μέγα υπέρμαχο της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων.
Καζαντζάκης και Αποδόμηση: Σημειωτέον ότι, η Αποδόμηση είναι ένα είδος (αντι)φιλοσοφικής σκέψης που αποσυνθέτει το σύνολο της δυτικής σκέψης (και, κατά συνέπεια, όλα τα δεδομένα του δυτικού πολιτισμού), τα οποία ανασυνθέτει σε ένα νέο μόρφωμα. Με το νέο αυτό μόρφωμα, οι αποδομιστές αναπροσαρμόζουν την σκέψη του δυτικού ανθρώπου (και, κατά συνέπεια, την δομή της προσωπικότητάς του) στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης, όπως ακριβώς το περιέγραφε ο Καζαντζάκης στον συγκεκριμένο πρόλογο, το 1940:
«Εκατομμύρια αγωνιστές τη στιγμή τούτη, και στις πέντε ηπείρους, εκτελούν τέλεια το ιερό προδρομικό έργο της αποσύνθεσης· οι πνεματικοί άνθρωποι ας δουλεύουν, όσο μπορούν, από τώρα, τα στοιχεία της σύνθεσης».
Μοιραία Αναγκαιότητα: Στον συγκεκριμένο πρόλογο, ο Καζαντζάκης χαρακτηρίζει το φοβερό αιματοκύλισμα μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, κατά τον πόλεμο του 1940, ως «ανατριχιαστική δαιμονική δράση», ως «σπάταλη θυσία ζωής», ως «ομαδικό παραλήρημα» κ.ο.κ.
Παρ’ όλα ταύτα, δεν τάσσεται εμφανώς υπέρ κάποιας εξ αυτών, αλλά ούτε και υπέρ της ειρήνης. Και τούτο διότι πιστεύει ότι, ο «ελεύτερος» άνθρωπος πρέπει να δει «σφαιρικά» τις «δύο παράταξες που αποτελούν τη συμπαγή απλοϊκή και βελάζουσα μάζα του σκεπτόμενου όχλου»· ότι, δηλαδή, πρέπει να τις κρίνει με «ψυχική και πνευματική ανεξαρτησία» και με «αθόλωτο μάτι –αθόλωτο κι από το μίσος κι από την αγάπη». Μόνον έτσι, ο άνθρωπος θα αντιληφθεί ότι, τέτοια αιματοκυλίσματα εντάσσονται στα πλαίσια της διαχρονικής σύγκρουσης μεταξύ δύο κόσμων· μιας σύγκρουσης που –σύμφωνα με τον «διαχρονικό στοχαστή»– αποτελεί, διαχρονικώς, «μοιραία αναγκαιότητα».
Ιδού, λοιπόν, μια πρώτη απάντηση στις αγωνίες του απεγνωσμένου Έλληνα: να γίνει «ελεύτερος», ώστε να αντιληφθεί ότι, ο οικονομικός πόλεμος εθνοκάθαρσης, που οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης έχουν εξαπολύσει εναντίον του ιδίου, της κοινωνίας και του πολιτισμού του, αποτελεί διαχρονική και «μοιραία αναγκαιότητα», για «ν’ ανοίξει ανάμεσα από τα ερείπια η ψυχή καινούριο δρόμο»!
Ο «Ελεύτερος»: Τι, όμως, είναι ελευθερία; Και τι εννοεί ο Καζαντζάκης με τον χαρακτηρισμό «ελεύτερος»; Πως θεωρεί ότι γίνεται κάποιος «ελεύτερος»; Από τι τον καλεί να “απελευτερωθεί”; Και, ποιό είναι το τίμημα της «ελευτερίας» του;
Διαχρονική απάντηση στα περί της εξωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου έδωσαν η Σεισάχθεια (αρχές 6ου αι. π.Χ.) και η Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.)· ενώ στα περί της εσωτερικής ελευθερίας του, έδωσε η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση.
Για τον Καζαντζάκη, όμως, «ελεύτερος» γίνεται ο άνθρωπος, όταν η ψυχή του «έχει κουνηθεί», έχει «κάμει ένα βήμα πιο πέρα, να γλυτώσει από τις παλιές ηθικές, που κατάντησαν ανηθικότητες, σκλαβιές και θάνατος, και να δημιουργήσει ένα καινούριο όραμα: ένα νέο πολιτισμό». Κατ’ αυτόν, δηλαδή, ο άνθρωπος γίνεται «ελεύτερος» όταν η ψυχή του –εμπνεόμενη από το όραμα ενός νέου πολιτισμού– έχει κενωθεί από κάθε συναίσθημα μίσους ή αγάπης και έχει απελευθερωθεί από το σύνολο των δυτικών ηθικών αξιών.
Ο Απάνθρωπος Νους: Έχοντας «γλυτώσει» την δική του ψυχή από τις «παλιές ηθικές», ο «ελεύτερος» πλέον Καζαντζάκης υπαγορεύει στους αναγνώστες του το πως πρέπει, ως «ελεύτεροι», να αντιμετωπίσουν τον πόλεμο του ’40 που μαίνεται:
«Κι οι πιο πνεματικοί άνθρωποι, κι οι πιο νηφάλιοι, σιγά σιγά παρασύρουνται από το στρόβιλο και μπαίνουν στον αγώνα. Μονάχα ένας νους που θα ‘βλεπε από πολύ μεγάλο ύψος την εποχή μας θα δικαίωνε εξίσου όλους τους αγωνιζομένους. Πού θα πολεμήσεις, αριστερά ή δεξιά, για τον απάνθρωπο αυτό νου δε θα ‘χε καμιά σημασία. Σημασία θα 'χε η αγνότητα, η ένταση του αγώνα, η θυσία. Μα ένας τέτοιος νους, σήμερα, δύσκολο να υπάρξει».
«Παλιές Ηθικές» και Αποδόμηση: Αλλά, τέτοιες, είναι μόνον ο αρχαιοελληνικός ανθρωπισμός και, στην συνέχεια, μόνον ο Ορθόδοξος θεοανθρωπισμός. Αυτό που καθιστά τις αξίες αμφοτέρων αδιαπραγμάτευτες είναι ότι αυτές προστατεύουν την εξωτερική και εσωτερική ελευθερία του ανθρώπου αντιστοίχως· αιτούμενες από αυτόν να τις επιδιώκει ενεργά και να τις υπερασπίζεται με την ζωή του.
Όταν, λοιπόν, ο «μεγάλος Έλληνας» με τον «απάνθρωπο νου» χλευάζει τις «παλιές ηθικές», χλευάζει το σύνολο των αδιαπραγμάτευτων αξιών του δυτικού πολιτισμού, με πρώτη την ελευθερία του ανθρώπου –εξωτερική και εσωτερική. Και, όταν παρουσιάζει ως το μέγιστο προσόν ενός «πνεματικού και νηφάλιου» ανθρώπου, την τήρηση ίσων αποστάσεων μεταξύ επιτιθεμένων και αμυνομένων –και, μάλιστα, εν μέσω πολέμου–, αποδομεί το αδιαπραγμάτευτο του αγώνα προάσπισης των ελευθεριών αυτών.
Το Ψήλωμα του Νου: Όταν, πάλι, χλευάζει την «συμπαγή απλοϊκή και βελάζουσα μάζα του σκεπτόμενου όχλου» και καλεί τον αναγνώστη να φθάσει στο ίδιο «πολύ μεγάλο ύψος» του δικού του «απάνθρωπου νου», ο «μεγάλος Έλληνας» εξωθεί τον αναγνώστη να γίνει –από αδιάφορος, ή χλιαρός, ή απλά αντιδραστικός– ενεργά και συνειδητά «απάνθρωπος». Με άλλα λόγια, τον εξωθεί να απεμπολήσει ενεργά αμφότερες τις «παλιές ηθικές», που δόμησαν την προσωπικότητα και τον πολιτισμό του και που προάσπιζαν την ελευθερία του, ως πολίτη και ως προσώπου, για να προσχωρήσει ενεργά –και, μάλιστα, χωρίς να το αντιληφθεί– στην μεταφυσική αντίληψη του Καζαντζάκη.
Ποιά, όμως, είναι η αντίληψη αυτή;
Η «Θρησκευτικότητα» και η «Πνευματικότητά» του: Είναι αλήθεια ότι, η λογοτεχνική δεινότητα του Καζαντζάκη, με τις μεγαλειώδεις και υψηλόφρονες νιτσεϊκές εξάρσεις της, κάνουν τα κείμενά του τόσο γοητευτικά, συναρπαστικά και μεθυστικά, ώστε οι ανυποψίαστοι ή αποίμαντοι ή “προοδευτικοί” αναγνώστες του να μην εντοπίζουν τα λεκτικά και νοητικά τους άλματα. Έτσι, δεν αντιλαμβάνονται ότι, η μεταφυσική αντίληψη που τα διαποτίζει είναι ανηλεώς αντιανθρώπινη και –κατά συνέπεια– βαθύτατα αντιχριστιανική και ανελεύθερη. Όσοι δε εξ αυτών το συνειδητοποιούν, την αποδέχονται ως «μοιραία αναγκαιότητα», για να αισθανθούν και αυτοί όσο “δυνατοί”, «ελεύτεροι» και απάνθρωποι όσο και αυτός.
Ο ίδιος, πάντως, μιμούμενος ή αντιποιούμενος –ή αρνούμενος;– την Καλή Αγγελία του χριστιανισμού –δηλαδή, το Ευαγγέλιο–, χαρακτηρίζει το μεταφυσικό του όραμα ως «καλή Αγγελία». Σημειωτέον ότι, αργότερα, και ο νεομαρξιστής Αποδομηστής Ε. Μορέν κηρύττει το «νέο ευαγγέλιό» του, η «Αντι-ευαγγελικό Ευαγγέλιο» της παγκοσμιοποίησης, στο οποίο δίνει ανάλογο περιεχόμενο.
Με άλλα λόγια, ο Καζαντζάκης καλύπτει την αντιανθρώπινη, αντιχριστιανική και ανελεύθερη «θρησκευτικότητά» του –και την έκταση των επιπτώσεών της στην κοινωνία και στον δυτικό πολιτισμό– με την υψιπετή «πνευματικότητά» του· δηλαδή, με τον μανδύα της “ανώτερης” και της “υψηλής” σκέψης του «ελεύτερου» και “δυνατού” ανθρώπου με τον «απάνθρωπο νου».
Δημιουργική Καταστροφή: Έτσι, εξαγγέλλει στους αναγνώστες του ότι: «Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε απότομη στην πορεία της στροφή· κι όπως πάντα σε τέτοιες απότομες στροφές(…) Δεν αρκεί η καλυτέρεψη, η αναθεώρηση, η συνέχεια: ο σημερινός άνθρωπος ένιωσε πια την ανάγκη να γίνει συθέμελη ανατροπή, αλλαγή μετώπου, νέα ιεραρχία στις αξίες, νέα ανατίμηση της αρετής».
Για να «βρούμε τη λύτρωση», ευαγγελίζεται ο «διαχρονικός στοχαστής» (που δεν την είχε βρει σε καμμία από τις δύο απελευθερώσεις των «παλιών ηθικών»), πρέπει να γίνει το «μέγα πήδημα από τον ένα πολιτισμό στον άλλο». Όμως, είναι «απαραίτητο να προηγηθεί η καταστροφή, να γκρεμιστούν πολλά σεβαστά κι’ αγαπημένα που εμποδίζουν και ν’ ανοίξει ανάμεσα από τα ερείπια η ψυχή καινούριο δρόμο».
Επομένως, ως μόνη λύτρωση για τον συντελούμενο αφανισμό του σύγχρονου Έλληνα και της Ελλάδος, ο «μεγάλος Έλληνας» του προτείνει τον «απάνθρωπο νου», ώστε να δει πέρα «από το μίσος και την αγάπη», ότι: ο ίδιος, η κοινωνία του και ο πολιτισμός του συνιστούν εμπόδια για να γίνει το «μέγα πήδημα από τον ένα πολιτισμό στον άλλο»· και ότι, ως εκ τούτου, το αιματοκύλισμά του και η «συθέμελη» καταστροφή τους, αποτελούν μοιραία αναγκαιότητα.
Ο «Μεγάλος Σκοπός»: Σημειωτέον ότι, εν μέσω των καταστροφικών επιθέσεων των δυνάμεων του ναζισμού, το 1940, ο Καζαντζάκης προσθέτει και το εξής συγκλονιστικό: ότι, οι αγωνιζόμενοι στις «δύο παράταξες» (δηλαδή, τόσο οι επιτιθέμενοι, όσο και οι αμυνόμενοι) είναι, κατά βάθος, «κρυφοί συνεργάτες και μάχουνται για τον ίδιο μεγάλο σκοπό. Ποιο σκοπό; Να κουνηθεί η ψυχή του ανθρώπου» για να «δημιουργήσει ένα καινούριο πολιτισμό».
Το μήνυμα, επομένως, που στέλνει ο «διαχρονικός στοχαστής» στους σημερινούς Έλληνες αναγνώστες είναι ότι, θα βρουν την «λύτρωση» εάν αισθανθούν –και εάν σταθούν– αλληλέγγυοι προς όσους τους καταστρέφουν, δεδομένου ότι, και οι δυό τους –θύτες και θύματα–, είναι «κρυφοί συνεργάτες που μάχουνται για τον ίδιο μεγάλο σκοπό»: την δημιουργία του νέου “πολιτισμού” της παγκοσμιοποίησης.
«Νεαροί» και «Ωριμασμένοι» Οργανισμοί: Πιο συγκεκριμένα, ο Καζαντζάκης εντάσσει κάθε τέτοια “δημιουργική καταστροφή” στην διαχρονική σύγκρουση μεταξύ των δύο «βαθύτερων ορμών» του ανθρώπου: της Πείνας και του Φόβου.
Σύμφωνα με τον «διαχρονικό στοχαστή», συγκρούονται –διαχρονικά και από μοιραία αναγκαιότητα– από την μια, οι πεινασμένοι, «γεροί», «ζωντανοί», «νεαροί οργανισμοί», που –για να βρουν «θροφή» για «να μην πεθάνουν» και λαχταρώντας έναν «πιο δίκαιο κόσμο»– κάνουν πόλεμο· και, από την άλλη, οι «ωριμασμένοι οργανισμοί», που –χορτασμένοι, και επειδή φοβούνται ότι θα χάσουν τα κεκτημένα τους– θέλουν «να μην ανατραπεί η καθιερωμένη τάξη» και γι’ αυτό θέλουν ειρήνη (για την ελευθερία τους, ο Καζαντζάκης δεν κάνει λόγο).
Με αυτά τα κρυπτομαρξιστικά, ψευδοανθρωπιστικά, παραχριστιανικά και άκρως συγκινησιακά επιχειρήματα, ο «διαχρονικός στοχαστής» εξωθεί τον ανυποψίαστο αναγνώστη να προτιμήσει, μεταξύ των δύο «βαθύτερων ορμών» του ανθρώπου, την Πείνα. Δικαιώνοντας, όμως, την Πείνα ως διαχρονική ορμή για αναζήτηση «θροφής», ο Καζαντζάκης την δικαιώνει και ως διαχρονική αφορμή για πόλεμο, και πιο συγκεκριμένα, ως διαχρονική αφορμή για επιθετικό πόλεμο. Ταυτόχρονα, διαστρέφει –και τεχνηέντως ευτελίζει μέσα στην συνείδηση του αναγνώστη– την έννοια της ειρήνης· διότι την παρουσιάζει ως προϊόν του Φόβου των χορτασμένων, δειλών, άδικων και ώριμων προς… βρώσιν κοινωνιών.
Πείνα και «Θροφή»: Έχοντας έτσι πλέον διασφαλίσει την δικαίωση του επιθετικού πολέμου, ο «οικουμενικός λογοτέχνης» παραμερίζει, με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία, το βασικό υποστηρικτικό του επιχείρημα: την κυριολεκτική σημασία της πείνας.
Τώρα, ως Πείνα, ορίζει την ορμή του «ξαγριεμένου» ανθρώπου «ν’ απλώσει όσο μπορεί περισσότερο γύρα του την δύναμή του, ν’ αρπάξει, να κατακτήσει, να κάμει δικό του, να φάει», που, όμως, ακυρώνει τόσο τα συγκινησιακά περί αναζήτησης «θροφής» των επιτιθεμένων «για να μην πεθάνουν», όσο και το δευτερεύον επιχείρημά του περί της «λαχτάρας» τους για έναν «πιο δίκαιο κόσμο».
Με άλλα λόγια, μεταπηδώντας από την κυριολεκτική σημασία της Πείνας, στην μεταφορική της ερμηνεία, ο Καζαντζάκης προσδίδει μεταφορική ερμηνεία και στην έννοια της «θροφής». Τώρα, ως «θροφή» των επιτιθεμένων θέτει την ικανοποίηση των πιο εξουσιαστικών, αρπακτικών, ανηλεών, άλογων και ανθρωποκτόνων ορμεμφύτων τους. Με αυτόν τον αριστοτεχνικό τρόπο, καταλήγει να δικαιώνει την από μέρους των «ξαγριεμένων» υποδούλωση και τον αφανισμό των «ωριμασμένων», δειλών, χορτασμένων και άδικων κοινωνιών.
Επιλεκτική Απανθρωπιά: Σημειωτέον ότι, η απανθρωπιά έναντι των αδυνάμων την οποίαν καλλιεργεί η νιτσεϊκή δυναμολαγνεία του Καζαντζάκη, στρέφεται ΜΟΝΟΝ εναντίον των ειρηνικών κοινωνιών, τις οποίες διαβάλλει στην συνείδηση των ίδιων των μελών τους, ως χορτασμένες, δειλές, αδύναμες κ.λπ.. Όσα από τα μέλη αυτά παρασυρθούν και μεταλλαχθούν σε “δυνατούς”-θύτες, η ακόμα και σε μοιρολάτρες-θύματα, θα μετατραπούν, είτε σε –εκ των ένδον– συνεργούς των “δυνατών” καταστροφέων των ειρηνικών κοινωνιών τους, είτε σε εθελόδουλους.
Αυτό, δηλαδή, που ο Καζαντζάκης υπέβαλλε στον αναγνώστη του 1940 είναι ότι, αν ήθελε να είναι «πνεματικός» και «ελεύτερος» και να «λυτρωθεί», όφειλε να συνταχθεί με τους δυνατούς (η να υποταχθεί σ’ αυτούς), ακόμα και εάν είναι εχθροί του (δηλαδή, οι δυνάμεις του ναζισμού), ακριβώς επειδή, μέσα από τα ερείπια του δικού του «ωριμασμένου» κόσμου, αυτοί θα δημιουργούσαν έναν νέο.
«Εξαίσια, Όλο Αίματα Στιγμή»: Το πόσο «λυτρώνεται» ο δικός του «απάνθρωπος νους» από την «ανατριχιαστική δαιμονική δράση» του 1940, φαίνεται ξεκάθαρα από την αγαλλίαση που αυτή του προκαλεί:
«Μπροστά από τα μάτια μας, κάθε ώρα, κάθε δευτερόλεφτο, γκρεμίζεται ο κόσμος. Η καρδιά, δεμένη με τα περασμένα, θρηνάει και οδύρεται· ας την αφήσουμε να θρηνάει και να οδύρεται –αυτή ‘ναι η δουλειά της– κι ας προσπαθήσουμε να δούμε με μάτι καθαρό την εξαίσια, όλο αίματα στιγμή που περνούμε».
«Νέα Ιεραρχία στις Αξίες»: Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι, στον εν λόγω μεταφορικό ορισμό της Πείνας, ελλοχεύει η «νέα ιεραρχία στις αξίες» της δυναμολαγνικής μεταφυσικής αντίληψης του Καζαντζάκη, η οποία αντιστρέφει τις αξίες του δυτικού πολιτισμού –της ελευθερίας και του ελέους προεξαρχόντων.
Αλλά, και οι παγκοσμιοποιητές δεν διακατέχονται, σήμερα, από το ίδιο μεταφορικό είδος Πείνας των δυνάμεων του ναζισμού; Και, αυτή δεν τους εξωθεί να εκμεταλλευθούν την ορμή όσων υποφέρουν από την κυριολεκτική έννοιά της, για να τους χρησιμοποιήσουν ως εισβολείς-καταστροφείς των δυτικών κοινωνιών;
Μήπως, λοιπόν, αυτό που καθιστά τον Νίκο Καζαντζάκη «πιο επίκαιρο από ποτέ» είναι ότι, οι ιδέες του διευκολύνουν τους ισχυρούς της γης, επειδή αναπροσαρμόζουν την σκέψη του δυτικού ανθρώπου στις ανηλεείς, απάνθρωπες και υποδουλωτικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης;
Χωρίς Ελευθερία και Έλεος: Το ερώτημα είναι θεμιτό διότι, οι αναγνώστες που θα υιοθετήσουν αβασάνιστα τον εν λόγω ορισμό, θα διολισθήσουν –αδιόρατα και ανεπίγνωστα– στην αποδοχή ενός κόσμου ιερχαρχημένου βάσει της «φυσικής» ηθικής· δηλαδή, θα διολισθήσουν στην αποδοχή ενός κόσμου ιεραρχημένου βάσει μιας δαρβίνειας ηθικής, όπου κυριαρχεί ο δυνατώτερος και μιας μπεργκσόνιας ηθικής, όπου επιζεί ο πλέον προσαρμοζόμενος και όπου δεν υπεισέρχεται το έλεος έναντι των αδυνάμων, πόσον μάλλον θέμα ελευθερίας τους (όπως συμβαίνει και στον σατανισμό, όπου, για τους Δυνατούς, «Το “Θέλω” είναι ο Νόμος», άρα «οι σκλάβοι πρέπει να υπηρετούν»).
Γιατί «Διαχρονικός»; Συνοψίζοντας, λοιπόν, την νιτσεϊκή, δυναμολαγνική σκέψη του Καζαντζάκη, όπως την εκθέτει στο συγκεκριμένο “ταξιδογράφημά” του, διαπιστώνουμε το εξής: ότι, αυτή υπερβαίνει τόσο τον μαρξισμό –η ορμή του οποίου απέρρεε από την κυριολεκτική έννοια της Πείνας–, όσο και τον ναζισμό – η ορμή του οποίου απέρρεε από την μεταφορική της ερμηνεία· συγχρόνως, όμως, διατηρεί τα θεμελιώδη στοιχεία του ολοκληρωτισμού αμφοτέρων, τα οποία ενσωματώνει σε ένα νέο μόρφωμα: την μοιραία αναγκαιότητα της ολοκληρωτικής, ανηλεούς και διαχρονικής κυριαρχίας των ισχυρών επί των αδυνάμων.
Ο Θρίαμβος του Κακού: Πάντως, στην σχετική διαφημιστική σελίδα της, η εφημερίδα που προσέφερε το βιβλίο «Ταξιδεύοντας-Αγγλία», προσθέτει την εξής καζαντζάκειο μεταφυσική ρήση:
«Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος, σκληρός και απαραβίαστος:
το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται».
Σ’ αυτήν, ο «διαχρονικός στοχαστής» αποκαλύπτει το πόσο αδυσώπητη και ανηλεής –δηλαδή, το πόσο αντιανθρώπινη και αντιχριστιανική– είναι η μεταφυσική αντίληψη που τον όριζε, και από την οποίαν ανέμενε την «λύτρωσή» του.
Εντυπωσιασμένος από την αποκάλυψη αυτού του «μυστικού νόμου», ο αναγνώστης δεν συνειδητοποιεί ότι, δι’ αυτής, ο Καζαντζάκης συγκαλύπτει το πραγματικό μυστικό του «μυστικού νόμου»: ότι δηλαδή, ναι μεν το Κακό «πάντα στο τέλος νικάται», όμως όχι άπαξ και δια παντός, ούτε και από το Καλό. Κατ’ αυτόν, το Κακό νικάται μεν, αλλά διαρκώς και από την αμέσως επόμενη από τις –νομοτελειακά επιβαλλόμενες και αενάως επαναλαμβανόμενες– διαχρονικές «ξαγριεμένες» εφορμήσεις του.
Αντιστροφή Αξιών: Συνδυάζοντας την προβολή του Κακού ως αναπόδραστα νομοτελειακού με τα ψευδοχριστιανικά περί ήττας του Κακού «στο τέλος», ο «διαχρονικός στοχαστής» επιτελεί, μέσα στην συνείδηση του ανυποψίαστου αναγνώστη, τις εξής τρεις αντιστροφές αξιών: α) εξυψώνει σε λειτουργούς της κοσμικής νομοτέλειας όσους διαχρονικά διαπράττουν το Κακό· β) απενοχοποιεί διαχρονικά, ως απλούς διεκπεραιωτές του αναπόφευκτου, τους συνεργούς τους· και γ) βυθίζει διαχρονικά στην μοιρολατρική υποταγή όσους το υφίστανται, παραπλανώντάς τους με την ελπίδα μιας μετά θάνατον δικαίωσης.
Θα αρκούσε η ρήση αυτή και η αγαλλίασή του για εκείνην την «εξαίσια, όλο αίματα στιγμή» του αιματοκυλίσματος του 1940, για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, ο Νίκος Καζαντζάκης είχε απόλυτη επίγνωση ότι ο ίδιος συντασσόταν με το Κακό.

Αποκαλυπτική Επιλογή: Αλλά, και ως διαφημιστική επιλογή, η συγκεκριμένη ρήση αποκαλύπτει ότι, παρά την ευφυΐα και την μόρφωσή τους, πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που εξυμνούν και προβάλλουν τον Νίκο Καζαντζάκη, δεν συνειδητοποιούν ότι οι ιδέες του δικαιώνουν την εκδικητική μανία των παγκοσμιοποιητών έναντι της Ελλάδας, που υπήρξε, διαχρονικά, τo μόνο εμπόδιο στην διαχρονική αδηφάγο ανθρωποκτόνο Πείνα κάθε «ξαγριεμένου»: ανθρώπου, «οργανισμού» και Πνεύματος.
________________________________________________
i.-Όλες οι υπογραμμίσεις στο παρόν κείμενο είναι δικές μας.
ii.-Την 22.10.2013, η «Διεθνής Εταιρεία Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη» συνδιοργάνωσε, με καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. –και παρουσίᾳ Μητροπολίτου της Εκκλησίας της Ελλάδος– «στρογγυλή τράπεζα», με θέμα «Πνευματικότητα και Θρησκευτικότητα στο Νίκο Καζαντζάκη». Σε σχετικό σχόλιό της, με τίτλο «Η Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. “Αγιοποιεί” τον Καζαντζάκη», η εβδομαδιαία εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ (22.11.2013, σ.2) πληροφορεί τους ορθόδοξους αναγνώστες της ότι, οι μετέχοντες, όχι μόνον «δεν στηλίτευσαν τον εκκλησιομάχο και αντίχριστο Καζαντζάκη, αλλά προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν ως …άγιο».
iii.-Εκδ. ΕΘΝΟΣ Α.Ε., 2013.
iv.-Βλ. εφημ. ΤΟ ΧΩΝΙ, 15.12.2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου