Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Το εκκλησιαστικό φρόνημα στον Καβάφη



Συγγραφέας: 
Χρήστος Αλεξάνδρου
Το άρθρο αυτό, αναφερόμενο στην σχέση του Καβάφη με την Εκκλησία, δεν επιδιώκει να κομίσει κάτι το εντελώς καινούργιο και πρωτότυπο. Θέλει κυρίως να επαναπαρουσιάσει κάποια πράγματα που εκφράστηκαν σκόρπια κατά καιρούς, ρίχνοντάς τους μια νέα ματιά. Εκείνο το οποίο προκαταβολικά πρέπει να διευκρινιστεί είναι πως σε καμιά περίπτωση δεν επιδιώκεται να παρουσιαστεί υπαινικτικά ότι ο Καβάφης έζησε και ασκήθηκε εν Εκκλησία. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από το στοιχειώδες πλαίσιο σοβαρότητος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν γνώριζε την χριστιανική διδασκαλία ή ότι δεν θα ήθελε να ζήσει σύμφωνα με αυτήν ή ακόμα και ότι δεν προσπάθησε1. Γι’ αυτό και ο τίτλος του άρθρου κάνει λόγο για φρόνημα, δηλαδή μόρφωση συνείδησης, πίστης-εμπιστοσύνης στην εκκλησιαστική κοσμοθεωρία, και όχι για βίωμα το οποίο προϋποθέτει πράξη.
Με όποια πτυχή του καβαφικού έργου και αν θελήσει κάποιος να ασχοληθεί, ακόμα και με αυτή του “θρησκευτικού” Καβάφη, είναι δύσκολο να μην σταθεί στην προβληματική σχέση που είχε μαζί του η κριτική, και ιδιαίτερα η σύγχρονή του. Θα είναι πράγματι εξαιρετικά χρήσιμο αν κάποιοι νέοι επιστήμονες ενδιατρίψουν σε βάθος για να αναλύσουν και να αναδείξουν τον τρόπο και το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς με το οποίο η νεοελληνική διανόηση ενέταξε και αντιμετώπισε τον Καβάφη. Και οπωσδήποτε ο κύκλος της έρευνας θα πρέπει να διευρυνθεί για να περιλάβει και το πώς προσεγγίστηκαν ο Παπαδιαμάντης, το ρεμπέτικο τραγούδι, η λαϊκή ευσέβεια, η λαϊκή αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων κ.τ.λ. Ο Νίκος Καρούζος, σχολιάζοντας τον τρόπο που οι μαχητάδες της ζωντανής γλώσσας, δηλαδή της άκριτης και αστόχαστης δημοτικής όπως αναφέρει, αντιμετώπισαν από γλωσσικής άποψης το έργο του Καβάφη, βρίσκει ότι αυτός είναι όμοιος με την απαξία και τον κατατρεγμό που έτυχε η λαϊκή μουσική. Την μεν πρώτη την είπαν ανήθικη, τα δε δεύτερα (λαϊκά τραγούδια) πρόστυχα, αλήτικα και τραγούδια των χαμαιτυπείων. Και καταλήγει πως λαϊκό τραγούδι και Καβάφης έδωσαν ένα θαυμάσιο μάθημα στον κριτικό στοχασμό του τόπου – αν υπάρχει τέτοιος στοχασμός2.
Μιας και κάναμε όμως νύξη για την γλώσσα του Καβάφη δεν θα ήταν άκαιρο να δούμε την αποκαλυπτική για το θέμα άποψη του Ψυχάρη ο οποίος θεωρούσε τον Καβάφη καραγκιόζη της δημοτικής. Σε ένα σημείωμά του το 1924 έγραφε τα εξής: Στο μεγάλο του αγώνα το γλωσσικό, ας πούμε καλύτερα τον εθνικό τον αγώνα που θέλει πρώτα πρώτα νου σοβαρό, συνείδηση όρθια, επειδή το ζήτημα για την Ελλάδα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, ο κ. Καβάφης, άξιος διάδοχος, σωστό μαθητούδι του Σουρή, κατάλαβε περίφημα πως δεν είναι ανάγκη να ιδρώνει ολοένα τ’αφτί μας, πως χρειάζεται κάπου κάπου λίγο γλέντι. Κι έτσι έγινε πολί έφκολα ο κ. Καβάφης ο καραγκιόζης της δημοτικής3.

Το ίδιο το έργο του Καβάφη προσεγγίσθηκε παραμορφωτικά μέσα από πολλούς φακούς. Η σύγχρονή του κριτική ασχολήθηκε κυρίως με τα λεγόμενα ερωτικά του ποιήματα τα οποία ερμήνευσε μέσα από τους φακούς του φροϋδισμού, ο οποίος βρισκόταν τότε στην ακμή του. Επιχειρήθηκε να αναλυθεί το μείζον μέρος του έργου του μέσα από την ερμηνεία ερωτικών απωθημένων και υποσυνείδητων συμπλεγμάτων τα οποία εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας γινόντουσαν οξύτερα. Αλλά και όσοι τον συμπάθησαν από τους σύγχρονούς του, το έκαναν διότι εξέφραζε πολύ συγκεκριμένα δικά τους βιώματα, και όχι για την ευρύτερη αξία του έργου του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολύ σημαντικά στοιχεία να μείνουν ανέγγιχτα, όπως η εκτεταμένη πατριδοκεντρικότητά του, αλλά και ο λιγότερο εκθεμένος ορθόδοξος προσανατολισμός του4.
Πιστεύω πως αυτή η πολύ σύντομη και εκ πρώτης όψεως εκτός θέματος παρέκβαση για την σχέση της κριτικής με τον Καβάφη δεν είναι αχρείαστη στον στόχο να καταδειχθεί ο ορθόδοξος προσανατολισμός του. Διότι, πιστοποιώντας την αστοχία και την μονομέρεια της κριτικής, φωτίζονται έμμεσα και οι λόγοι που σημαντικές πτυχές του έργου του έμειναν άθικτες. Ας μου επιτραπεί να τελειώσω αυτά τα λίγα σχόλια με ένα πολύ χαρακτηριστικό κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, το οποίο αναφέρεται στο πως, παρά τις εμπάθειες και τις ηθικολογίες πολλών μελετητών προηγούμενων γενεών, ο Καβάφης όχι απλώς επιβίωσε αλλά η επέκταση του έργου του διευρύνεται όλο και περισσότερο για να καταστεί στις μέρες μας παγκόσμιο. Τον πολεμήσαν οι παλαμικοί – αλλά καταποντίστηκε κι ο ίδιος ο Παλαμάς. Τον ειρωνεύτηκαν οι μαλλιαροί –αλλά κανείς τους δεν διαβάζεται πιά. Τον αγνόησαν οι πανεπιστημιακοί – σήμερα όμως διδάσκεται σε όλα τά πανεπιστήμια του κόσμου. Τον χτύπησαν οι διάφοροι ηθικολόγοι –σήμερα όμως όλοι παραδέχονται την ηθική σημασία της ποίησής του. Τον είπαν φρούτο της αστικής παρακμής οι κομμουνιστές – στο τέλος όμως αναγκάστηκαν να τον παραδεχτούν. Όσοι τον είδαν επηρεασμένοι από τον Φρόιντ, έμειναν με τις θεωρίες τους. Όσοι τον κουτσομπόλεψαν και τον διέσυραν, μείναν με την κακία τους. Όσοι απέδωσαν την άνοδό του στη διάδοση της ομοφυλοφιλίας, υπήρξαν το λιγότερο γελοίοι. Όσοι τον μεταποίησαν σε αριστερό, υπήρξαν πλαστογράφοι και προκρούστες. Όσοι τον βάλαν δίπλα τον Σεφέρη και Ελύτη, φυτέψανε κισσούς πλάι στο δέντρο.
Μισό αιώνα μετά τον θάνατό του, πού οφείλεται αυτή η επιβίωση; Οφείλεται, νομίζω, στο πολυδιάστατο ταλέντο του. Με το ταλέντο αυτό ο Καβάφης μπόρεσε να αξιοποιήσει το πάθος του –μπόρεσε να δει στοχαστικά τη μοίρα του ανθρώπου και την ιστορία– μετέδωσε ένα μήνυμα αξιοπρέπειας –υπήρξε επαναστάτης ποιητής, χωρίς να καταφύγει σε ευρωπαϊκά μανιφέστα– ήταν πρωτότυπος (ο μόνος στην ποίησή μας) γιατί ήξερε να σκάβει μέσα του, όταν οι άλλοι μαϊμούδιζαν ξένους τρόπους. Μπόρεσε να εκφράσει την ηθική αγωνία, όχι μόνο του εαυτού του και του καιρού του, αλλά προπάντων της δικής μας εποχής.
Μισό αιώνα μετά τον θάνατό του, ο Καβάφης καλπάζει. Για την Ελλάδα είναι πλέον ο μεγάλος ποιητής, που συγχωνεύει την παράδοση με το μοντέρνο. Για τον κόσμο είναι ισάξιος με Ρίλκε, Απολλιναίρ, Μαγιακόβσκι, Πάουντ, Έλιοτ, Λόρκα. Είναι η μεγάλη παρηγοριά για όλους τους αδικημένους. Είναι το μεγάλο χαστούκι για όλους τους κατεστημένους. Είναι το μεγάλο παράδειγμα για όσους αγωνίζονται να μη λυγίσουν. Είναι το μεγάλο πρότυπο για όσους έβαλαν την ποίηση πάνω από τα πάθη τους. Είναι ο “λίθος ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες”, που “ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας”5.
Ας επανέλθουμε όμως στην περιοχή εκείνη στην οποία ο τίτλος αυτού του άρθρου προδιαθέτει ότι θα κινηθούμε. Ένα κάπως αυτόνομο κεφάλαιο στην μελέτη του θέματος αποτελούν οι λεγόμενες “Αρχαί του Χριστιανισμού”. Συγκεκριμένα, στο αρχείο του ποιητή, όπως αυτό έχει δημοσιευτεί από τον σπουδαίο καβαφιστή καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη, έχουν βρεθεί χειρόγραφοι κατάλογοι του ποιητή με τίτλους ποιημάτων χωρισμένους σε γενικές θεματικές κατηγορίες. Μια από αυτές τις θεματικές είχε τίτλο “Αι αρχαί του Χριστιανισμού”6 και περιελάμβανε έξι τίτλους ποιημάτων. Από τα έξι αυτά διασώθηκε μόνο ένα, το οποίο ο Καβάφης δεν κυκλοφόρησε και αυτό είναι το ποίημα Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις. Οι άλλοι τίτλοι των ποιημάτων, τα οποία όπως αναφέρθηκε δεν διασώθηκαν, είναι οι εξής: Η επιστροφή του Κνος, Ο πειρασμός του Σύρου μοναχού Θαδδαίου, Ο Πορφύριος και Ο Σταυρός. Η Diana Haas, η οποία με την σπουδαία δουλειά της έριξε πολύ φως σε αυτήν την ομάδα ποιημάτων, εύλογα εικάζει πως Ο Σταυρός αποτελεί μια προηγούμενη μορφή του κατοπινού γνωστού ποιήματος Μεγάλη Συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών. Αυτό με την σειρά του, και λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές συνδηλώσεις και των δύο, μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια του Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις7.
Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι η Diana Haas κατάφερε να αποδείξει ότι οι θεματικές αυτών των ποιημάτων, όπως αυτές υποβάλλονται μόνο από τους τίτλους, εφόσον τα τέσσερα τουλάχιστον από τα έξι χαθήκαν, έχουν αντληθεί από πατερικά κείμενα καθώς και κείμενα εκκλησιαστικής ιστορίας8. Τέτοια έργα υπήρχαν αρκετά στην βιβλιοθήκη του Καβάφη και σε μερικά από αυτά είναι πολύ εμφανή τα σημάδια της πολλαπλής και προσεκτικής ανάγνωσής τους από τον ποιητή. Έτσι, για παράδειγμα, Η επιστροφή του Κνος κατά πάσα πιθανότητα είναι παρμένη από ένα επεισόδιο φιλονικίας του Αγίου Κόνωνος με τους ειδωλολάτρες. Πρόκειται για σκηνή η οποία περιγράφεται από τον Συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, και του οποίου οι σχετικές σελίδες βρέθηκαν στιγματισμένες από τον ποιητή9. Ή, επίσης, οι πηγές του ποιήματος Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και Λαϊκών, (μεταγενέστερη μορφή του Σταυρού) εντοπίζονται από την Haas στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρητου και στον Κατά Ιουλιανού λόγο του Γρηγορίου Ναζιανζινού10.
Τα απτά δηλωτικά τεκμήρια που μας επιβάλλουν μια αναντίλεκτη παραδοχή της πίστης του Καβάφη και της αγάπης του προς την Εκκλησία είναι πολλά και αυταπόδεικτα, και δεν θα τα έβλεπε όποιος δεν θα ήθελε να τα δεί. Αυτά θα μπορούσαν να παρατεθούν σε πολλές σελίδες, εν είδει μικρής ανθολογίας, αποτελούμενης από ποιήματα, άρθρα, σημειώματα και μαρτυρίες! Όμως αυτό δεν είναι ο σκοπός και θα ήταν μάλλον και επικίνδυνο να αδικήσουμε τον ποιητή. Διότι κάτι τέτοιο θα τα απογύμνωνε από το ευρύτερο βιωματικό τους φορτίο και θα τα περιόριζε ως το “θρησκευτικό μέρος” του έργου του, ενώ σίγουρα αυτά αναδύονται μέσα από την όλη ζωή. Αναμφίβολα όμως δεν μπορούν να προσπεραστούν ως αδιάφοροι στίχοι όπως αυτοί του ποιήματος Μανουήλ Κομνηνός,
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες την πίστη των σεμνότατα.
Ή μιλώντας για το λείψανο του Αγίου Μάρτυρα Βαβύλα και την ασέβεια του Ιουλιανού να θέλει να το ξεθάψει από το κοιμητήριο όπου ήταν ενταφιασμένο γιατί ενοχλείτο ο Απόλλων, δεν μένει απαρατήρητη η ξεκάθαρη συνταύτισή του με τους χριστιανούς και η αγάπη με την οποία μιλά για τον Άγιο:
Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο Καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.
………………………………………………
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε. Παίζουμε τώρα;
Ο Απόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.
Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού.
Το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη, κ’ εν τιμή.
Ας δούμε όμως και την άποψη του Γιώργου Σαββίδη για το θέμα ο οποίος, το 1963, ανακάλυψε στο αρχείο του αλεξανδρινού τρία ανέκδοτα ποιήματα τα οποία θεώρησε ως αδιάψευστα τεκμήρια του χριστιανικού προσανατολισμού του Καβάφη. Τα κρυμμένα αυτά ποιήματα ήταν Το Μετέπειτα (1892), Εν τω κοιμητηρίω (1893) και Τρόμος. Το Μετέπειτα για τον Σαββίδη αποτελεί την πιο άμεση ομολογία πίστεως του τριαντάχρονου ποιητή11.
Πιστεύω το Μετέπειτα.
Δεν με πλανούν, ορέξεις
της ύλης ή του θετικού αγάπη. Δεν είν’ έξις
αλλ’ ένστικτον. Θα προστεθή η ουρανία λέξις.
Εις της ζωής,
την ατελή την άλλως άνουν φράσιν.
Ανάπαυσις
και αμοιβή θέλουν δεχθή την δράσιν.
Ότε διά παντός κλεισθή το βλέμμα
εις την πλάσιν
θα ανοιχθή ο οφθαλμός ενώπιον του Πλάστου.
Κύμα αθάνατον ζωής θα ρεύση εξ εκάστου
Ευαγγελίου του Χριστού – ζωής αδιασπάστου.
Εκείνο το οποίο πρέπει να τονιστεί είναι πως πουθενά δεν εντοπίζεται μια γενική και αόριστη πίστη στον Καβάφη προς ένα απροσδιόριστο Ανώτατο Ον. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην διαχωρίζει μεταξύ “ατομικής θρησκευτικής πεποίθησης”, μιας σύγχρονης δηλαδή επιδερμικής διανοητικοποίησης περί Θεού η οποία είναι απόλυτα διαχωρισμένη από την εκκλησιαστική εμπειρία με την αγιολογική και κληρικολαϊκή της παράδοση. Αγαπά και σέβεται την εκκλησία με όλα τα συμπαρομαρτούντα ανθρώπινα πεπτοκότα της και με όλες τις υλικές εξωτερικές της διαστάσεις. Καταπιάνεται με τους τύπους και τα δυνατά σύμβολα της πίστης όχι ανυποψίαστος για το εσώτερο νόημα που αυτά κομίζουν. Ο Τίμος Μαλάνος μας πληροφορεί πως ένα από τα προσφιλή του θέματα στις συζητήσεις ήταν οι αναλύσεις εκκλησιαστικών θεμάτων σε συνάρτηση με τα γεγονότα της ιστορίας12. Καταφάσκει και τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο ποίημά του Στην Εκκλησία διαβάζουμε:
Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγα της,
τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησιά των Γραικών–
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό –
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό–
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες
της φυλής μας,
στον ένδοξο μας Βυζαντινισμό.
Εκείνο το οποίο αποστρέφεται είναι τον εκνομικισμό της ελευθερίας του εκκλησιαστικού ήθους και την απόρριψη που προέρχεται από τον ηθικισμό. Ο Τίμος Μαλάνος παραδίδει πάλι ότι, σε κάποια συζήτηση, όταν έγινε λόγος για εκείνους που κάνουν τα μύρια όσα και στο τέλος πεθαίνουν με τον σταυρό στα χέρια, ο Καβάφης απάντησε σε εκείνον που το είπε ως εξής: Μη τους ψέγεις – φθάνει που μετάνιωσαν. Αυτή άλλωστε είναι η ωραιότης της χριστιανικής θρησκείας13. Ο π. Βενέδικτος Εγγλεζάκης, σε ένα σπουδαίο άρθρο του για τον αμαρτωλό αλλά και εκκλησιοκεντρικό Καβάφη, υπό τον τίτλο “Το κεφαλαίο Τ. του Καβάφη”, θα σχολιάσει τα πιο πάνω λόγια λακωνικά αλλά καίρια: Ο Καβάφης δεν είναι δυτικός χριστιανός, αρνείται να μειώσει την πίστη στην ηθική14. Το 1918 ο ποιητής, σ’ ένα εκτενές άρθρο του στο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα στο οποίο παρουσιάζει και σχολιάζει το βιβλίο του καθηγητή Γρηγόριου Παπαμιχαήλ Εκκλησία και Θέατρο, κάποια στιγμή θα βρει την ευκαιρία να μας πει την εξής άποψή του: κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των ιερέων ανάμεσά μας. Σε πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από την παρηγορητικήν Εκκλησία15. Και πάλι ο Βενέδικτος Εγγλεζάκης θα είναι πολύ εύστοχος στον σχολιασμό του – ψυχή που δεν αισθάνθηκε τη μυστική παράκληση της Εκκλησίας ποτέ δε θα μπορούσε να γράψει τα λόγια αυτά έτσι καθώς γραφτήκαν16. Έχουμε όμως και μια εκτενέστερη αποτύπωση του καβαφικού ήθους, δυνάμενη να θεωρηθεί και ως προέκταση του πιο πάνω. Σε ένα σημείωμά του ο ποιητής, το 1910, σχολιάζοντας τις ιδέες του Νιτσεϊσμού και του κοινωνικού δαρβινισμού, οι οποίες είχαν ευρεία αποδοχή στους ευρωπαϊκούς κύκλους των διανοουμένων και των πολιτικών, κυρίως ως ιδεολογική θεμελίωση της αποικιακής πολιτικής τους, ο Καβάφης θα σημειώσει: Τι απαίσιο πράγμα αυτές οι νέες φιλοσοφικές ιδέες της σκληρότητος, του σωστού της υπερισχύσεως του δυνατού, του τάχα εξυγιαντικού έργου της πάλης της εξαλείφουσας τους μικρούς και ασθενικούς κ.τ.λ. κ.τ.λ. Και θα κλείσει ως εξής: Όχι η σκληρότης αλλά η επιείκεια, η Λύπη, η Παραχώρησις, η Καλοσύνη (αυτά βέβαια συνετώς, χωρίς υπερβολές) είναι και η Δύναμις και η Σοφία.17 Ένσοφος ρεαλισμός με Γεροντικές καταβολές, το συμπύκνωμα του οποίου βρίσκεται ίσως, μεταξύ άλλων, και στην παρατήρηση εντός παρενθέσεως, αυτά βέβαια συνετώς, χωρίς υπερβολές. Διότι προς τους πολλούς οι λεπτές λειτουργίες αυτών των αρετών, όταν χάσουν το παιδαγωγικό τους μέτρο, η Δύναμίς τους αρχίζει και αποπυροδοτείται. Μόνο με συντετριμμένη ψυχή είναι δυνατό να αναγνωσθούν οι λεπτές βιωματικές λειτουργίες της επιείκειας αντί του επινίκιου, της διάκρισης αντί του άτεγκτου δογματισμού, της μακρόσυρτης αγαπητικότητας αντί της κατάκρισης, χωρίς να χάνεται όμως η επίγνωση των ουσιωδών. Και ο Καβάφης υπήρξε μια συντετριμμένη ψυχή και προπάντων βαθιά πραγματιστής. Όλες του οι κρίσεις θα έλεγα ότι διακρίνονται από έντονο ρεαλισμό και καθαρά κριτήρια. Και αυτός ο ρεαλισμός είναι συνήθως προσπελάσιμος με την ταυτόχρονη απέκδυση ηθικιστικών κριτηρίων. Έτσι δεν διστάζει να ψέξει έντονα αλλοτριωμένες συμπεριφορές. Σε κάποιο άλλο σημείωμά του, για παράδειγμα, κατακεραυνώνει τους σοβαροφανείς και τους μίζερους που θέλουν να περνιούνται για σοβαροί, ενώ σε άλλο σημείωμα, υπό τον τίτλο Οι απάνθρωποι φίλοι των ζώων, καυστικότατα αλλά ήρεμα επικρίνει την διαστροφή της νευρωτικής ζωοφιλίας, κατά τρόπο που θα ξεσήκωνε εναντίον του και την πιο μετριοπαθή από τις καλοχτενισμένες κυρίες του απογευματινού τσαγιού18.
Ένα πολύ βασικό δεδομένο στη συζήτηση του θέματος είναι η “Μνήμη Θανάτου” που έχει ο Καβάφης. Θα ήταν αδιανόητο να προσεγγισθεί ο εκκλησιοκεντρικός Καβάφης χωρίς να εξετασθεί αυτή η μνήμη που φέρει. Ασχολείται με τον θάνατο όχι μέσα από φιλοσοφικές ιδέες αλλά διαμέσου συγκεκριμένων νεκρών. Το διάσελο του κοσμικού παρόντος και του άδηλου “Μετέπειτα” είναι ο τάφος! Ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός ποιημάτων του έχουν ως επίκεντρό τους κάποιο τάφο. Σε κάποια άλλα ποιήματα, κινούμενα στον ίδιο άξονα, οι εικόνες εκτυλίσσονται γύρω από ένα πολύ πρόσφατο θάνατο όπου ο νεκρός είναι ακόμη ακήδευτος ή τοποθετούνται λίγο πριν του επικείμενου τέλους19. Και τα ποιήματα αυτά κατανέμονται χρονολογικά σε όλη την έκταση της ποιητικής του παραγωγής. Στα πλείστα από αυτά ο τάφος αναφέρεται και στον τίτλο. Λυσίου Γραμματικού Τάφος, Ευρίωνος Τάφος, Ίαση Τάφος, Ιγνατίου Τάφος, Επιτάφιον κ.τ.λ. Αρκετά από αυτά τα “ταφοκεντρικά” ποιήματα έχουν ως πνευματικό φόντο την εν Χριστώ Σωτηρία που έφερε η μετάνοια λίγο πριν τον θάνατο. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στα ποιήματα Μανουήλ Κομνηνός και Ιγνατίου Τάφος. Ο νέος Ιγνάτιος, πρώην Κλέων, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του, “συνέρχεται” από τις κοσμικές περιπλανήσεις και από την απουσία σχέσης του με την Εκκλησία, και λίγο πριν πεθάνει χειροτονείται αναγνώστης και ζει κοντά στον Χριστό:
………………………………………………
Άπαγε εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος
τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.
Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης,
που πολύ αργά συνήλθα
αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχής
μες στην γαλήνη
και μες στην ασφάλεια του Χριστού.
Ο τάφος είναι το μεταίχμιο του συντελεσμένου κοσμικού χωροχρόνου, όπου τα ψέματα τελειώνουν για να αρχίσουν τα όντως υπαρκτά του “μετέπειτα”. Αυτή η διάσταση του τάφου είναι η πιο ρεαλιστική και εντονότερα βιωμένη επίγνωση του Καβάφη για το πεπερασμένο όλων των ανθρωπίνων. Όλος ο συνειδητός βίος του εστάθηκε μια μελέτη θανάτου, θα σημειώσει ο Γιώργος Σαββίδης20. Το ποίημα Κεριά αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική αποτύπωση αυτού του έντονου βιώματος. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που ο Καβάφης έχει αποκληθεί ως ο ποιητής του “χαμένου χρόνου”, του σπαρακτικά “χαμένου χρόνου”. Και αφού φτάσουμε στην τελευταία μας ημέρα –στο τελευταίο κερί– οδηγούμαστε Εν τω Κοιμητηρίω.Ένα χώρο στον οποίο ο Καβάφης, σαν καλός Γέροντας, μας καλεί να θυμόμαστε και να επισκεπτόμαστε:
Όταν η μνήμη εις το κοιμητήριον
τα βήματα σου διευθύνει,
μ’ ευλάβειαν το ιερόν μυστήριον
του σκοτεινού μας μέλλοντος προσκύνει.
Τον νουν σου ύψου προς τον Κύριον.
Προ σου των απεράντων ύπνων
η στενοτάτη κλίνη
κείται υπό το έλεος του Ιησού
Η προσφιλής θρησκεία μας τα μνήματα
τον θάνατον ημών σεμνύνει.
Των εθνικών τα δώρα και τα θύματα
και τας πομπάς δεν αγαπά εκείνη.
Χωρίς ανόητ’ αναθήματα χρυσού,
των απεράντων ύπνων η στενοτάτη κλίνη
κείται υπό το έλεος του Ιησού.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο θα πρέπει, σε συνδυασμό με το μοτίβο του τάφου, να δούμε και τον λυπημένο Καβάφη. Ο ίδιος ξέρει καλά πως ο πόνος βαθαίνει τον άνθρωπο, τον ευαισθητοποιεί και τον γλυκαίνει, του προσδίδει σοφία την οποία δεν έχουν οι τρυφηλοί. Είναι ένας φιλόσοφος της λύπης ο Καβάφης που γνωρίζει ότι αυτή πηγάζει από την έλλειψη βαθύτερων χαρακτηριστικών της ύπαρξης που αυτά προσδιορίζονται πάντα από μια αναφορά στο Όντως Υπαρκτό το οποίο είναι και το Όντως Ωραίο, αξεδιάλυτα συνυφασμένα αμφότερα με την λύτρωση. Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο,θα αποφανθεί τελεσίδικα ο Ντοστογέφσκυ, γι’ αυτό και η λύπη του κόσμου ομορφαίνει γιατί της μοιάζουμε21.
Ο ίδιος βρίσκεται σχεδόν μόνιμα σε μια χαρμολύπη μέσα από θύμισες δυνατών ερώτων που συμπλέουν με την μνήμη και το βίωμα των ιστορικών υλικών της Χριστιανοσύνης και της Ελληνικότητας. Ενταγμένος στο συλλογικό υποκείμενο του Ανατολικού Χριστιανικού κόσμου, αναφέρεται σε πολλά ιστορικά γεγονότα στα οποία κατατροπώθηκαν οι αντίπαλοι της Εκκλησίας. Το πιο τρανό από τα παραδείγματα είναι βέβαια η περίπτωση του Ιουλιανού. Συγκινείται και χαίρεται που ιστορικά η Ορθόδοξη πίστη επεκράτησε παρόλα τα μαρτύρια τα οποία υπέστη για να ταυτιστεί στην συνέχεια με το κράτος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να εξασφαλίσει έτσι την νικηφόρα εν κόσμω πορεία της. Αυτή η ευφορία διαχέεται για παράδειγμα στο ποίημα Μεγάλη Συνοδεία εξ Ιερέων και Λαϊκών, και αναφέρεται στην πανηγυρική εορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού αμέσως μετά τον θάνατο του Ιουλιανού το 363, τον οποίον διαδέχτηκε ο ευσεβής Ιοβιανός:
Εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία,
αντιπροσωπευμένα πάντα τα επαγγέλματα,
διέρχεται οδούς, πλατέες, και πύλες
της περιωνύμου πόλεως Αντιοχείας.
Στης επιβλητικής, μεγάλης συνοδείας την αρχή
ωραίος, λευκοντυμένος έφηβος βαστά
με ανυψωμένα χέρια τον Σταυρόν,
την δύναμιν και την ελπίδα μας,
τον άγιο Σταυρόν.
Οι εθνικοί, οι πριν τοσούτον υπερφίαλοι,
συνεσταλμένοι τώρα και δειλοί με βίαν
απομακρύνονται από την συνοδείαν.
Μακράν ημών, μακράν ημών να μένουν πάντα
(όσο την πλάνη τους δεν απαρνούνται).
Προχωρεί ο άγιος Σταυρός. Εις κάθε συνοικίαν
όπου εν θεοσεβεία ζουν οι Χριστιανοί
φέρει παρηγορίαν και χαρά.
Βγαίνουν, οι ευλαβείς,
στες πόρτες των σπιτιών τους
και πλήρεις αγαλλιάσεως τον προσκυνούν –
την δύναμιν, την σωτηρία της οικουμένης,
τον Σταυρό.
Είναι μια ετήσια εορτή Χριστιανική.
Μα σήμερα τελείται, ιδού, πιο επιφανώς.
Λυτρώθηκε το κράτος επί τέλους.
Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος,
Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια.
Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ευχηθώμεν.
Η μνήμη όμως δεν σταματά μόνο στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες αλλά περιπλανάται ακούραστα στο Βυζάντιο, στον κόσμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Παλαιολόγων. Βιώνει βαθειά την αγωνία του σύγχρονου Ελληνισμού, την Μικρασιατική καταστροφή και, διακριτικά αλλά ρωμαλέα, καταθέτει την δική του πρόταση. Πρόκειται για κατάθεση ίσως της σοβαρότερης πολιτικής αντίληψης που αφορά την επιβίωση και ανάπτυξη του σύγχρονου Ελληνισμού, αυτήν της ποικίλης δράσης των στοχαστικών προσαρμογών με προεξάρχον όπλο την καθ’ ημάς, παιδεία22. Ας κλείσομε με μια τελευταία αναφορά. Ένας από τους βιογράφους του Καβάφη, ο Μ. Περίδης, μετέγραψε συντομογραφημένες εξομολογήσεις του ποιητή από τα αγγλικά στα ελληνικά από τις οποίες βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι, σε κάποια χρονικά διαστήματα, ο Καβάφης κατέβαλλε μια μαρτυρική προσπάθεια να απεκδυθεί του έκνομου πάθους του. Σε αυτές τις σημειώσεις μεταξύ άλλων διαβάζουμε: Αμάρτησα εκ νέου. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει, παρεκτός αν σταματήσω. Θεέ μου βοήθα με (1897). Μερικά χρόνια αργότερα, το 1905, γράφει: υφίσταμαι μαρτύριο. Σηκώθηκα και γράφω τώρα. Τι να κάμω και τι θα γίνη; Βοήθεια, είμαι χαμένος23. Ένα σχόλιο του Βενέδικτου Εγγλεζάκη είναι και πάλι, νομίζω, ευρύτερα αντιπροσωπευτικό. Αν μετάνιωσε εσωτερικά, κανείς, μου φαίνεται, δεν το ξέρει. Το μόνο αδιαμφισβήτητο είναι πως αγάπησε την ευτυχία της πίστης, την ομορφιά της Εκκλησίας, τις κοινές προσευχές της, την παρήγορη μέσα στον κόσμο παρουσία της, την ετοιμότητά της να συγχωρέσει24. Αυτός υπήρξε μεταξύ άλλων ο Καβάφης. Οποιαδήποτε προσέγγιση δεν λαμβάνει υπόψη αυτήν την αναντίλεκτη διάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο έργο του πάσχει εκ προοιμίου. Γιατί είναι μια πραγματικότητα η οποία διαχέεται διακριτή ή λανθάνουσα στες πλείστες πτυχές του έργου του.
Λεμεσός, Νοέμβριος 2003
Σημειώσεις
1. Για μια γενική προσέγγιση του θέματος, βλέπε Παντελή Πάσχου Η θλίψη του αμαρτήματος, περ. Τετράδια Ευθύνης, τεύχος 19, Αθήνα 1983, σελ 183-215. Επίσης το μελέτημα του Νίκου Καραπαναγοπούλου, Ο Κ.Π. Καβάφης ήταν Χριστιανός; Δωδώνη, Αθήνα 1993. Οι παραπομπές σε ποιήματα που ακολουθούν γίνονται στις κλασσικές εκδόσεις του Γ. Π. Σαββίδη που κυκλοφορούν από την εκδοτική εταιρεία Ίκαρος. Οι παραπομπές στα πεζά του Καβάφη γίνονται στην σχολιασμένη έκδοση του Γιώργου Παπουτσάκη η οποία κυκλοφόρησε από τον Φέξη το 1963.
2. Βλ. Νίκου Καρούζου, Προσέγγιση του Κωνσταντίνου Καβάφη στο περιοδικό Διαγώνιος, τεύχ. 6, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 101-102. Επίσης το κείμενο αυτό έχει περιληφθεί στον τόμο Πεζά Κείμενα του Ν. Καρούζου που κυκλοφόρησε από τον Ίκαρο το 1998 με φιλολογική επιμέλεια της Ελισάβετ Λαλουδάκη. Στον ίδιο τόμο περιλαμβάνονται ακόμα δύο άρθρα για τον Καβάφη, Οι θεότητες του Καβάφη: Ημιδιόνυσος και Ημιαπόλλων, σελ. 38-41, και Μελετώντας τον Καβάφη, σελ. 267-269.
3. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο αθηναϊκό περιοδικό Κριτική και Τέχνη τον Δεκέμβριο του 1924. Ο τονισμός του κειμένου όπως και η ορθογραφία του είναι ανέπαφα. Αναδεικνύεται έτσι ο Ψυχάρης, εκτός των άλλων, πρωτοπόρος αν όχι και πατέρας της πραγματικά ζημιογόνου για την Ελλάδα κατάργησης του πολυτονικού.
4. Για τον σχηματισμό μιας εκτενέστερης εικόνας στο ζήτημα Καβάφης και κριτική ο αναγνώστης μπορεί να προστρέξει στην πολύ καλή μελέτη του καθηγητή Χ. Λ. Καράογλου, Η Αθηναϊκή Κριτική και ο Καβάφης (1918 - 1924), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1985. Επίσης στην μελέτη του ίδιου Ο ηδονισμός της Καβαφικής ποίησης και η κριτική, στον τόμο Η ποίηση του κράματος, Μοντερνισμός και διαπολιτισμικότητα στο έργο του Καβάφη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σελ 309-329. Τέλος στο περιοδικό της Νέας Εστίας, τεύχος 872 (1963), στις σελ. 1394-1513, όπου θα βρει ο αναγνώστης μια σχετική με το θέμα ανθολόγηση κειμένων υπό τον τίτλο Κρίσεις, Εγκώμια, Κριτική. Επίσης στο ίδιο τεύχος του περιοδικού, στις σελ. 1584-1589, υπάρχει ένα χρονικό, γραμμένο από τον Μαν. Γιαλουράκη, για την λεγόμενη διαμάχη Παλαμά - Καβάφη από την οποία προέκυψε μια καθ’ όλα ανυπόστατη και βίαιη κριτική κατά του Καβάφη από τους λεγόμενους “παλαμικούς”. Και τέλος σχετικό με το θέμα είναι και το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Ο καλύτερος ποιητής της Αλεξάνδρειας, στην συλλογή Μεθιστορία, Άγρα, Αθήνα 1995, σελ 13.
5. Το κείμενο αυτό του Ντίνου Χριστιανόπουλου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Χάρτης, τεύχος 5/6 υπό τον τίτλο Η επιβίωση του Καβάφη, σελ 548.
6. Εννοούνται οι απαρχές του Χριστιανισμού.
7. Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των πηγών του Καβάφη για αυτά τα έξι ποιήματα καθώς και τις ιστορικές τους συσχετίσεις με πρόσωπα και γεγονότα, βλέπε Diana Haas, Αι αρχαί του Χριστιανισμού. Ένα θεματικό κεφάλαιο του Καβάφη, περ. Χάρτης, τεύχος 5/6, Αθήνα 1983, σελ 589-608. Η εργασία αυτή της Haas αποτέλεσε προδημοσιευμένο κεφάλαιο διδακτορικής της διατριβής με θέμα, Χριστιανοί και ειδωλολάτρες στο έργο του Καβάφη.
8. Diana Haas, ό.π.
9. Diana Haas, ό.π.
10. Diana Haas, ό.π., σελ. 596.
11. Βλέπε Γ. Π. Σαββίδη Ήταν Χριστιανός ο Καβάφης; στο Μικρά Καβαφικά, Ερμής, Αθήνα 1985, σελ. 147-154 όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: Ύστερα από μια τέτοια απερίφραστη μαρτυρία, νομίζω πως δεν χωρεί πια καμιά επιφύλαξη και πως είμαστε υποχρεωμένοι να διαβάζουμε με αναδρομικό χριστιανικό φωτισμό κάθε ποίημα του Καβάφη που έχει σχέση με την θρησκεία, παγανιστική είτε Χριστιανική.
12. Βλ. Τίμου Μαλάνου, Ο Καβάφης 3, Αθήνα 1978, σελ. 24.
13. Τίμου Μαλάνου, ό.π., σελ. 57.
14. Το κεφαλαίο Τ. του Καβάφη του π. Βενέδικτου Εγγλεζάκη δημοσιεύτηκε στο κυπριακό περιοδικό Στασίνος, τόμος Ζ’, Λευκωσία 1981, σελ. 177-193, και το συγκεκριμένο σχόλιο βρίσκεται στην σελίδα 187. Να πούμε εδώ ότι ο π. Βενέδικτος Εγγλεζάκης είναι εντελώς αποσιωπημένος από την καβαφολογική κριτική. Όμως έχουμε για αυτόν την βαρύνουσα γνώμη του Γ. Π. Σαββίδη ο οποίος τον κατέταξε στους κορυφαίους καβαφιστές του καιρού μας. Βλ. Γ. Π. Σαββίδη, Μικρά Καβαφικά Β’, Ερμής, Αθήνα 1987, σελ. 406.
15. Το άρθρο περιλαμβάνεται στα Πεζά του Καβάφη στην έκδοση του Γ. Παπουτσάκη, ό.π., υποσ. 1, σελ. 137-147.
16. Βενέδικτου Εγγλεζάκη, ό.π., σελ. 187.
17. Βλ. Γ. Π. Σαββίδη, Κ.Π. Καβάφη. Ανέκδοτα Σημειώματα Ποιητικής και Ηθικής (1902-1911), Ερμής, Αθήνα 1983, σελ 45-46.
18. Για το σημείωμα του Γ. Π. Σαββίδη, ό.π. υπ. 17, σελ 30-32 και το άρθρο στα Πεζά του Καβάφη στην έκδοση Παπουτσάκη ό.π., υποσ. 1, σελ. 6-8.
19. Συνολικά τα ποιήματα με επίκεντρο τον τάφο, τον επικείμενο ή πρόσφατο θάνατο είναι εικοσιένα. Για ένα από αυτά, Εν τω Μηνί Αθύρ είναι αφιερωμένο το μελέτημα του Ζήσιμου Λορεντζάτου, Ένας ποιητικός περίπατος, Δόμος, Αθήνα 2000.
20. Στην εισαγωγή της έκδοσης του Κ. Π. Καβάφη Ποιήματα Α’, από τον Ίκαρο, Αθήνα 1963, σελ. 9.
21. Οδυσσέα Ελύτη, Ποίηση, Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ 382.
22. Στο περίφημο ποίημά του Στα 200 π.Χ.
23. Μ. Πιερίδη, Ο βίος και το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, Αθήνα 1948, σελ. 43-54.
24. Βενέδικτου Εγγλεζάκη, ό.π., σελ 186.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου