Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

13 – 14 Δεκεμβρίου του 1803: Η ανατίναξη στο Κούγκι.

Στις 13 Δεκεμβρίου του 1803, το Σούλι ήταν υπό την πολιορκία του Αλή Πασά. Μετά από πολυήμερη άμυνα, οι Σουλιώτες λύγισαν από την πείνα και τις κακουχίες και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Συμφώνησαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να απομακρυνθούν από το Σούλι.

Ο κοσμοκαλόγερος Σαμουήλ έμεινε τελευταίος, μαζί με λίγους συντρόφους του, ηλικιωμένους και βαριά τραυματίες, για να παραδώσουν την μπαρουταποθήκη, που ήταν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
Μουσείο Π. Βρέλλη, Μπιζάνι Ιωαννίνων
Εκθέματα Προεπανάστασης – Η ανατίναξη στο Κούγκι

Στη νοτιοανατολική πλευρά της Παραμυθιάς, επάνω σε βραχότοπο, ήταν χτισμένα τα Σουλιοτοχώρια (το Σούλι, η Κιάφα, η Σαμονίβα και ο Αβαρίκος). Στα δυτικά της Σαμονίβας, υψώνεται ο βράχος του Κουγκίου.
Πολύ έμοιαζαν οι άνθρωποι αυτοί με τους Σπαρτιάτες, σε δύναμη, αντοχή και πολεμική αρετή. Εδώ έγινε η ανατίναξη -το ολοκαύτωμα- από τον κοσμοκαλόγερο Σαμουήλ, το Δεκέμβρη του 1803. Πολλές φορές νίκησαν τον Αλη-πασά. Τούτη όμως, ήταν η τελευταία, γιατί δε μπόρεσαν να αντισταθούν άλλο στην πείνα, τη δίψα και τις κακουχίες.Μετά από συνθηκολόγηση, αφού οι Τουρκαλβανοί είχαν βαρύτατες απώλειες και οι Σουλιώτες είχαν αρχίσει να εξασθενούν, χωρίζονται σε τρία τμήματα και φεύγουν απ’ το Κούγκι απείραχτοι, όπως είχε συμφωνηθεί. Ο πανούργος Αλη-πασάς, δεν κράτησε το λόγο του. Στέλνει στρατό να εξολοθρέψει και τα τρία τμήματα των Σουλιωτών.Το πρώτο, με επιτυχημένη άμυνα, έφτασε στην Πάργα. Το δεύτερο, περικυκλώθηκε στο Ζάλογγο, νοτιοανατολικά του Σουλίου. Για να μη γίνουν σκλάβες, 60 περίπου Σουλιώτισσες έριξαν πρώτα τα παιδιά τους στο γκρεμό και μετά έπεσαν κι αυτές. Τελικά, σώθηκαν γύρω στους 250, που ‘φτασαν στην Πάργα. Το τρίτο τμήμα, αποκλείστηκε στο Μοναστήρι του Σέλτσου, στην όχθη του Αχελώου, στο νομό Άρτας.



Τρεις περίπου μήνες άντεξαν και αναγκάστηκαν, τελικά, στις 20 Απρίλη του 1804, να επιχειρήσουν να διαφύγουν. Λίγες γυναίκες και παιδιά (ανάμεσά τους και ο Μάρκος Μπότσαρης, 13 χρονών τότε) γλίτωσαν.

Πίσω στο Σούλι, είχε μείνει ο καλόγερος Σαμουήλ και πέντε ακόμη Σουλιώτες (γέροι και βαριά τραυματίες), για να παραδώσουν τη μπαρουταποθήκη, που ήταν μέσα στην Εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής. Μετά θα φεύγανε για Πάργα.

Όπως αναφέρει ο Περραιβός, κατά το τέλος της παράδοσης, ένας Τουρκαλβανός είπε στον Σαμουήλ: «πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;».

Και ο Σαμουήλ του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου…».

Τότε άπλωσε το χέρι με τα λιανοκέρια αναμμένα, έβαλε φωτιά στο χυμένο από τα βαρέλια μπαρούτι και ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα.

Γυρίζουμε αριστερά από το διάδρομο των φυλακών και ανεβαίνομε. Βλέπομε βράχια να χάσκουν απειλητικά πάνω μας. Αριστερά μας, ψηλά, η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που στηρίζεται σε πετρώματα ασβεστολιθικά, παράλληλα μεταξύ τους.

Έχει, εξωτερικά, δυο μονόλοβα μικρά τοξωτά παράθυρα και μια πέτρινη τοξωτή πόρτα. Προσπάθησα να χτίσω και να πελεκήσω την καμάρα, με μονοκόμματες πέτρες. Καθώς ανεβαίνουμε, δημιουργώ παύση με μεγάλο πλατύσκαλο, για να παρατηρήσει ο επισκέπτης ό,τι τον ενδιαφέρει.

Στο Κούγκι και στο Σούλι, το 1957, αποτύπωσα, σχεδίασα και φωτογράφησα, ερειπωμένα σπίτια, εκκλησιές και πολεμίστρες. Ειδικά ενδιαφέρθηκα, για το χώρο της Αγίας Παρασκευής. Μελέτησα ό,τι στοιχείο μου χρειάζονταν, με ανάλογες λεπτομέρειες -πάντα- στα χαλάσματα.

Ξαναγύρισα μετά από χρόνια, που ‘γινε ο δρόμος, πολλές φορές. Στις γιορτές του Σουλιού, στις αρχές του Μάη, πήγαινα προσκυνητής με την οικογένειά μου και τα δυο παιδιά μου, για να τους γνωρίσω τον τόπο αυτό.

Το 1962, ανασκάφτηκε ο χώρος της Αγίας Παρασκευής και βρήκαν πάρα πολλά αντικείμενα της εποχής εκείνης. Kατεστραμμένα, φυλάγονται σήμερα σε Σουλιώτικο σπίτι-μουσείο. Μετά τις ανασκαφές, ξαναχτίστηκε η σημερινή μονόκλιτη εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής.

Εδώ, είναι το πίσω μέρος της Εκκλησιάς, με το χωνευτήρι, όπου κάθεται ένας Σουλιώτης, ενώ ο άλλος ακουμπά. Η ανοιχτή ξύλινη πόρτα απέναντι, που τη γεμίζει ο Τουρκαλβανός με το βαρέλι που κουβαλά, οδηγεί στο μικρό κατώγι. Πατινάρισα με διάφορα χρώματα και τρόπους τα καινούργια σχιστόξυλα και τα μεγάλα ξύλα για τα παραθυρόφυλλα, για να δώσω ανάλογη ατμόσφαιρα. Τα εικονίσματα, μικρά και μεγάλα, τα έφτιασα από ξύλο και κολλημένο χαρτί με ανάλογη πατίνα, για να φαίνονται παλιά.

Τα λίγα στασίδια, είναι από το χωριό Κωστάνιανη, της περιοχής Δωδώνης, που βρήκα πεταμένα και σαπισμένα στα χόρτα, έξω από την παλιά Εκκλησιά. Έδωσα κάτι για την Εκκλησιά και τα πήρα (μιας και δε χρειάζονταν μέσα γιατί έκαναν μελέτη και συντήρηση οι ειδικοί…!). Είναι ανάλογα για την εποχή που ήθελα, τα συμπλήρωσα όσο μπορούσα. Τα βαρέλια, είναι από ξύλο πεύκου (λυγισμένα σε φωτιά), δεμένα με αγριόκλημα γύρω-γύρω και πατιναρισμένα ανάλογα.

Το πρόσωπο του Σαμουήλ, το τόσο δυνατό, που κυριαρχεί με τη στάση και την αποφασιστικότητα του, το έφτιασα από περιγραφές που βρήκα σε βιβλία και ειδικά στο βιβλίο «Βίοι Παράλληλοι», του Γραμμενοχωρίτη Αναστάσιου Γούδα (1816-1882).

Αν και γιατρός σπουδαίος, ασχολήθηκε με βιογραφίες Ελλήνων που ετοίμασαν την ανεξαρτησία του Γένους. Πολλούς απ’ αυτούς, τους γνώρισε ο ίδιος προσωπικά. Αναφέρει για τον Σαμουήλ πάρα πολλά φυσιογνωμικά στοιχεία, όπως χρώμα ματιών, γένια, βλέμμα, κ.α.


Η σύνθεση είναι δική μου. Εδώ, ο καλόγερος είναι έτοιμος και αποφασισμένος, μετά τη λογομαχία, να βάλει φωτιά στο βαρέλι με τη χυμένη μπαρούτη. Γέροντες ανήμποροι και σακάτηδες, από τον πόλεμο που ‘χαν πριν λίγο, μαζί με ένα νέο πληγωμένο, δένουν την υπόλοιπη σύνθεση.

Είναι χειμώνας και τα ρούχα τους, οι κάπες τους, οι γιδίσιες τσέργες τους και διάφορα άλλα μικροπράγματα, είναι ανάλογα με την εποχή του έτους, όπως και την ηλικία που έχει ο καθένας τους. Μου τα ‘δωσαν Παρασουλιώτες συγγενείς και φίλοι.

Οι ψυχικές καταστάσεις τους, μελετήθηκαν φυσιογνωμικά και χαρακτηρολογικά, για τον καθένα. Το ίδιο και οι θέσεις και στάσεις τους.

Αγέρωχοι καθώς ήταν, όλοι τους λεβέντες, στη ζωή και στο θάνατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου