Στιγμιότυπο από το Συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά
Το Συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά τυχαίνει να ανοίγει τις εργασίες του
σήμερα, την επέτειο της «Ματωμένης Κυριακής» του 1905, όταν ο
χαρισματικός και αδικημένος από την ιστορία, Ρώσος ιερέας Γεώργιος
Γκαπόν οργάνωσε και τέθηκε επικεφαλής της πορείας των εργατών προς τον
Τσάρο, η οποία πνίγηκε στο αίμα από τους στρατιώτες του καθεστώτος. Ένας
άλλος Ρώσος, ο σκοτεινός προφήτης των σκλάβων και των περιθωριακών,
Φιοντόρ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι, σε μία από τις σελίδες των Αδελφών
Καραμαζώφ παρουσιάζει έναν εκπρόσωπο της κρατικής καταστολής να μιλά για
τις κατηγορίες των επαναστατών λέγοντας:
«Εμείς, είπε αυτός, ουσιαστικά δε φοβόμαστε και τόσο πολύ όλους αυτούς
τους σοσιαλιστές-αναρχικούς, τους άθεους και τους επαναστάτες. Τους
παρακολουθούμε και ξέρουμε το καθετί γι’ αυτούς. Όμως ανάμεσα σ’ αυτούς
υπάρχουν και μερικοί, όχι πολλοί, εξαιρετικά ιδιόρρυθμοι άνθρωποι: Αυτοί
πιστεύουν σε Θεό, είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα είναι και
σοσιαλιστές. Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο, αυτοί είναι τρομεροί! Ο
σοσιαλιστής-χριστιανός είναι φοβερότερος απ’ τον σοσιαλιστή-άθεο».
Και είναι αλήθεια πως ο Σοσιαλισμός των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα
όχι μόνον συνδιαλέχθηκε με τον Χριστιανισμό αλλά υιοθέτησε και προέβαλλε
το επαναστατικό μήνυμα που εμπεριέχεται στα λόγια του Χριστού ως τον
εναρκτήριο λόγο της επερχόμενης κοινωνικής επανάστασης. Ο χριστιανικός
Σοσιαλισμός ήταν η ιστορική απάντηση στη βυζαντινή κρατική ιδεολογία,
που ήθελε την ουράνια τάξη να αντικατοπτρίζεται στην αυτοκρατορική δομή
της μοναρχίας. Ήταν, ακόμη, η απάντηση στη ρωμαιοκαθολική φεουδαλική
τάξη αλλά και στον πρώιμο καπιταλισμό που γεννήθηκε από τις
προτεσταντικές κοινότητες της βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής. Το ότι ο
Σοσιαλισμός εγκολπώθηκε την ιδεολογική θεώρηση του Μαρξισμού για τη
θρησκεία, ιδιαίτερα στη 2η και την 3η Διεθνή, ακύρωσε το ιστορικό
πείραμα μια σοσιαλ-χριστιανικής επανάστασης αλλά έδωσε την ευκαιρία
στους θεωρητικούς του Χριστιανισμού και την Εκκλησία να επανεξετάσουν
τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στο χριστιανικό περιβάλλον.
Ο προ-μαρξιστικός Σοσιαλισμός ήταν το πεδίο, όπου σημαντικές πολιτικές
φυσιογνωμίες προσπάθησαν να συνδέσουν τον Χριστιανισμό με τον
Σοσιαλισμό, θέτοντας τους όρους με βάση τους οποίους θα μπορούσε αυτό να
συμβεί. Τούτες οι κινήσεις εντάσσονται στο περιβάλλον του μετέπειτα
αποκληθέντος Ουτοπικού Σοσιαλισμού και εκφράσθηκαν από τις τρεις
κυρίαρχες φυσιογνωμίες του κινήματος, τους Κάρολο Φουριέ, Ρόμπερτ Όουεν
και Ερρίκο Σαιν-Σιμόν.
Ο προδρομικός σοσιαλιστής Φουριέ θέλησε από το πρώτο στάδιο της
ακαδημαϊκής του δράσης να αυτοπροσδιορισθεί ως ο «Μεσσίας της Λογικής»,
εντασσόμενος σημειολογικά, στο πολιτιστικό πλαίσιο του Χριστιανισμού.
Αλλά η σχέση του με τη χριστιανική διδασκαλία δεν περιορίσθηκε στη
σημειωτική αλλά στάθηκε πολύ βαθύτερη, μιας και ένας από τους
θεωρητικούς του στόχους ήταν η εφαρμογή του μηνύματος του Ευαγγελίου
στην κοινωνική πρακτική. Ο ίδιος διακήρυξε ότι «ο άγιος Ιωάννης ο
Βαπτιστής ήταν ο προφήτης προπομπός του Ιησού, εγώ είμαι ο προφήτης
μεταπομπός, προαναγγελθείς από Αυτόν, και εκπληρών το έργο Του, της
αποκατάστασης των ανθρώπων, αποκλειστικά στη βιομηχανική εκδοχή του».
Παρότι ο Ρόμπερτ Όουεν ήταν αυτός που, εν πολλοίς, ταύτισε τον
αγγλοσαξονικό Σοσιαλισμό με τον αντικληρικαλισμό και την
αντιθρησκευτικότητα, είχε αναπτύξει μία ρομαντική αντίληψη ενός πρώιμου
«κοινωνιστικού» Χριστιανισμού, ο οποίος επαγγέλθηκε από τον Χριστό και
τους Αποστόλους του αλλά δεν πραγματώθηκε ποτέ. Οι ρητορικές επιθέσεις
του στρέφονταν προς τις οργανωμένες θρησκείες και τα ιερατεία τους και ο
ίδιος είχε μία θρησκευτική διάθεση, που εκδηλώθηκε αργότερα με τη
συμμετοχή του στην κίνηση του πνευματισμού. Πάντως, και στην περίπτωση
του Όουεν δεν μπορεί να είναι τυχαία η σημειολογία του προσωνυμίου του
ως «Προφήτη των φτωχών».
Ο Ερρίκος Σαιν-Σιμόν, ο «τελευταίος ευγενής και πρώτος σοσιαλιστής» κατά
τον Αντρέ Πιέτρ, οραματίσθηκε την προοπτική ενός «νέου Χριστιανισμού». Ο
«νέος Χριστιανισμός» του Σαιν-Σιμόν ήταν στην ουσία του εφαρμοσμένος
Σοσιαλισμός, που στηριγμένος στο «αυθεντικό» μήνυμα του Χριστού θα
οδηγούσε στην πνευματική-ηθική και οικονομική πρόοδο της κοινωνίας.
Έγραφε στονΠρώτο Διάλογο του Νέου Χριστιανισμού ότι: «το προκαταρκτικό
και προπαρασκευαστικό έργο του Χριστιανισμού έχει ολοκληρωθεί. Έχετε ένα
καθήκον να επιτελέσετε… Έγκειται στην εγκαθίδρυση του γενικού και
τελικού Χριστιανισμού, στην οργάνωση όλης της ανθρωπότητας σύμφωνα με
τις θεμελιώδεις αρχές της θείας ηθικής».
Στο αρτισύστατο ελληνικό κράτος η μετακένωση των σοσιαλιστικών ιδεών
πραγματοποιήθηκε από προσωπικότητες που ανήκαν στον παρισινό κύκλο του
Αδαμάντιου Κοραή και είχαν ασπασθεί τις ιδέες του Φουριέ και του
Σαιν-Σιμόν. Πρωτοπόροι Έλληνες κοινωνιστές στάθηκαν ο Επτανήσιος
Φραγκίσκος Πυλαρινός και ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος. Μάλιστα, στο
πρόσωπο του δευτέρου εντοπίζεται και η πρώτη σύγκρουση του
εκκλησιαστικού θεσμού με τον κοινωνισμό, όταν η Ι. Σύνοδος με εγκύκλιό
της τον κατέταξε στους εχθρούς του Χριστιανισμού. Μία ενέργεια που
οφείλονταν περισσότερο στο κοραϊκό παρελθόν του Σοφιανόπουλου και τη
λανθάνουσα εχθρότητα προς τον Διαφωτισμό παρά στο συγγραφικό του έργο,
το οποίο αποδεικνύει έναν βαθιά θρησκευόμενο διανοούμενο.
Γενικότερα η πρώιμη σοσιαλιστική διανόηση στην Ελλάδα, όπως και η
αντίστοιχη ευρωπαϊκή, δεν υπήρξε αντιθρησκευτική και ο αντικληρικαλισμός
της αναφερόταν στον ανώτερο κλήρο, τον οποίο αντιδιέστελε από τον
κατώτερο, που τον θεωρούσε φυσικό κοινωνικό σύμμαχο της εργατικής τάξης.
Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε από τους φεντεραλιστές του Δημοκρατικού
Συνδέσμου των Πατρών αλλά και από τον κύκλο του Άρδην και του Καλλέργη,
ενώ από τους συντρόφους του τελευταίου προήλθε και ο εκδότης του
σοσιαλ-χριστιανικού περιοδικού Αλήθεια, Ανδρέας Δημητριάδης. Ιδιαίτερη
σημασία έχει, όμως, η θέση έναντι του Χριστιανισμού του ηρωικού Μαρίνου
Αντύπα, ο οποίος στα 1900 εξέδωσε εφημερίδα με τον διττού συμβολισμού
τίτλο Ανάστασις.
Ο Μαρίνος Αντύπας στην αρχή του προγράμματος του
Κοινωνιστικού-Ριζοσπαστικού Κόμματος, που είχε ιδρύσει το 1905, ανέφερε
ότι: «Θέλομεν ότι θέλει ο Χριστός “οὐκ ἔνι Ἕλλην ἤ Ἰουδαῖος, οὐκ ἔνι
ἐλεύθερος ἤ δοῦλος”» και σε άρθρο του της ίδιας χρονιάς με τίτλο Είμεθα
επαναστάται έγραφε σχετικά με την επανάσταση μέσα στον εκκλησιαστικό
χώρο: πως οφείλει να επαναστατήσει «ο Καλός και Απλούς Ιερεύς κατά του
Χρυσοφόρου και υλόφρονος Αρχιερέως, ο Ιδεώδης και Ευαγγελικός Αρχιερεύς
κατά του δεισιδαίμονος και συμφεροντολογικού θρησκευτικού Καθεστώτος»
ενώ κατέκλειε το άρθρο επιζητώντας: «την αντικατάστασιν του Θεού ον
κηρύσσουσι οι Τύραννοι και Δεσπόται διά του Αληθούς Θεού ον εκήρυξεν ο
Χριστός και όστις καλείται ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑΣ,
και όχι Θεός σκληρότητος, δακρύων, και δουλείας».
3. Μαρξισμός και Λενινισμός: Από την κοινωνιολογική θεώρηση στην κοινωνική εναντίωση
Στο κεφάλαιο της σχέσης του Μαρξισμού με τον Χριστιανισμό έχουν αναλωθεί
χιλιάδες σελίδες δοκιμίων από θεολόγους, θεωρητικούς του Μαρξισμού και
Χριστιανούς ή σκεπτικιστές διανοούμενους. Σ’ αυτό συνέβαλε το
σοσιαλιστικό πείραμα, που με άξονα τη Σοβιετική Ένωση συνέβη σε πολλά
κράτη στη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Όμως, η θεωρία του Μαρξ από την
εφαρμογή της απείχε στις περισσότερες περιπτώσεις όσο και η διδασκαλία
του Χριστού από τις ιστορικές συλλογικές οντότητες που δήλωναν ότι την
εκφράζουν.
Ο ίδιος ο Μαρξ γνώρισε τη θρησκεία στο οικογενειακό του περιβάλλον ως
μία αναγκαία κοινωνική συγκάλυψη, χρήσιμη προκειμένου να εξασφαλίζει την
οικονομική και πολιτική ενσωμάτωση. Ο πατέρας του, Ερρίκος Μαρξ,
προερχόμενος από εβραϊκή οικογένεια με μακρά ιερατική παράδοση, είχε
επιλέξει να μεταστραφεί στον Λουθηρανισμό, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει
την καριέρα του ως κρατικός αξιωματούχος έπειτα από τη μετάβαση της
Ρηνανίας υπό πρωσικό έλεγχο. Ο Κάρολος Μαρξ βαπτίσθηκε σε ηλικία επτά
ετών, αλλά αυτή η ωφελιμιστική μεταστροφή ήταν λογικό να τον οδηγήσει να
αντιληφθεί τη θρησκεία ως μία κοινωνικο-οικονομική σύμβαση. Σε αυτό
συνέτειναν καθοριστικά και οι φιλοσοφικές προσλαμβάνουσες που αφομοίωσε
αργότερα από τη διδαχή του Έγελου και τον πρώιμο γερμανικό φιλοσοφικό
υλισμό του Φόιερμπαχ.
Ωστόσο η αντίληψη του Μαρξ και του συντρόφου του, Έγκελς, για το
θρησκευτικό φαινόμενο δεν συνιστά μια επανάληψη κάποιων εκλαϊκευμένων
διακηρύξεων της εποχής του Διαφωτισμού, που απέρριπταν τη θρησκεία ως
ιδεολογικό όργανο καταπίεσης. Οι Μαρξ και Έγκελς είδαν τη θρησκεία ως
την αντίδραση του ανθρώπου απέναντι στις σκληρές κοινωνικές συνθήκες που
υφίστατο. Η θρησκεία είναι η φωνή της διαμαρτυρίας των φτωχών, είναι η
κραυγή τους απέναντι στην αδικία και τον πόνο, που βιώνουν στην επίγεια
ζωή τους, και όχι η προσπάθεια να εξασφαλίσουν τη μεταθανάτια
μακαριότητα. Έτσι, το αίτημα του Μαρξ είναι να ξεπερασθεί αυτό το
ουτοπικό προστάδιο, και η υπεσχημένη ευτυχία να μετατραπεί σε πραγματική
ευμάρεια. Όπως γράφει στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας: «Στόχος
της ιστορίας είναι, λοιπόν, μετά την εξαφάνιση του Επέκεινα της
αλήθειας, να καθιερώσει την αλήθεια του Ενθάδε. Κατ’ αρχήν, είναι στόχος
της φιλοσοφίας, που υπηρετεί την ιστορία, αμέσως μόλις ξεμασκαρευτεί η
ιερή μορφή της αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου, να ξεμασκαρέψει την
αυτο-αλλοτρίωση και στις βέβηλες μορφές της. Η κριτική του ουρανού
μετατρέπεται έτσι σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική
του δικαίου, η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής».
Αν ο Χριστός είχε τον Παύλο ως κρηπίδα των δογμάτων του, ο Μαρξ είχε τον
Λένιν ως τον πλέον εύστοχο εκφραστή του. Απόστολος και θεμελιωτής του
μαρξιστικού Σοσιαλισμού ο Ουλιάνωφ επεξεργάσθηκε και προσάρμοσε τις
θέσεις του δασκάλου του με τέτοιο τρόπο ώστε να μιλούμε για
Μαρξισμό-Λενινισμό με τον ίδιο τρόπο που αναφερόμαστε στην ορθοδοξία του
παύλειου Χριστιανισμού. Μολοντούτο, η λενινιστική προσέγγιση της
θρησκείας διαφέρει από την πρωτότυπη μαρξιστική, και σε επίρρωση του
λόγου αναφέρω τη μικρή παραλλαγή του Λένιν στη διασημότερη μαρξική ρήση
για τη θρησκεία. Εκεί που ο Μαρξ δήλωσε το περίφημο: «Η θρησκεία είναι
το όπιο του λαού» ο Λένιν το παράλλαξε ελαφρά λέγοντας ότι: «Η θρησκεία
είναι το όπιο για τον λαό». Ενώ, λοιπόν, στη μία περίπτωση η διαπίστωση
αφορά μία κοινωνική εκδήλωση στην άλλη χαρακτηρίζει έναν κοινωνικό
καταναγκασμό.
4. Ο εφαρμοσμένος σοβιετικός Σοσιαλισμός και οι τάσεις διαφοροποίησης
Ως κοινωνικός καταναγκασμός αντιμετωπίσθηκε η θρησκεία, και ιδιαίτερα η
Ορθόδοξη Χριστιανική, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση με την ανάληψη της
εξουσίας από τους Μπολσεβίκους και τον σχηματισμό της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι ηγέτες του νέου σοσιαλιστικού κράτους είδαν τον κλήρο σαν τον
βραχίονα της τσαρικής μοναρχίας, ο οποίος έπρεπε να ενταφιασθεί μαζί με
το υπόλοιπο σάπιο σώμα. Ήταν, όμως, η ίδια η παρέκκλιση από τη
χριστιανική διδασκαλία του προεπαναστατικού ρωσικού κλήρου που έδωσε το
δικαίωμα στην νέα εξουσία να εφαρμόσει την επίσημη αντιθρησκευτική
πολιτική της. Ένας εσμός από εκκλησιαστικούς πρίγκιπες,
υπερσυντηρητικούς αρχιμανδρίτες με έδρα στη Δούμα και «θαυματοποιούς»
ασκητές, που περιφέρονταν με τρίχινους χιτώνες στα κοσμικά σαλόνια της
Αγίας Πετρούπολης, υφίστατο ως η ντροπιαστική βιτρίνα της ρωσικής
Ορθοδοξίας. Ο ρασπουτινισμός είχε εξοβελίσει την παράδοση του αγίου
Σεραφείμ του Σάρωφ και του Φιλαρέτου Μόσχας.
Την κατάσταση αυτή γνώριζε εκ των έσω ο Γεωργιανός πρώην ιεροσπουδαστής
Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, ο χαλύβδινος ηγέτης της Σοβιετικής
Ένωσης, που ανέλαβε την ηγεσία του κράτους και της Τρίτης Διεθνούς μετά
τον θάνατο του Λένιν. Ίσως γι’ αυτό η σκληρότητα που έδειξε έναντι της
Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την πρώτη δεκαπενταετία της διακυβέρνησής του
να ήταν παραδειγματική. Έχοντας ήδη μεσολαβήσει δύο αντιθρησκευτικές
καμπάνιες, στο 15ο Συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε. το 1929 ο Στάλιν άσκησε κριτική
στο Κόμμα για την αποτυχία του να εκπονήσει δραστική αντιθρησκευτική
πολιτική. Από αυτό το σημείο και ταυτόχρονα με την αποκαλούμενη αριστερή
στροφή της «Τρίτης Περιόδου» της Κομιντέρν ξεκίνησε η εκτενέστερη
χρονικά αντιθρησκευτική εκστρατεία στη Σοβιετική Ένωση, η οποία διήρκεσε
μέχρι το ξέσπασμα του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Η προγενέστερη
αποτυχία των σοβιετικών αρχών να κατασκευάσουν μία κρατική εκκλησία, με
τους περιώνυμους κόκκινους ιερείς της «Ζωντανής Εκκλησίας», όξυνε την
αντίδραση έναντι του Πατριαρχείου Μόσχας, και παρά τη διακήρυξη πίστης
προς το Κόμμα του Τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου, Μητροπολίτη
Σεργίου, οι διώξεις του κλήρου εντάθηκαν. Ο μοναχισμός, θεωρούμενος ως
παρασιτική κοινωνική επιβίωση, τέθηκε σε απαγόρευση και όλες οι μονές
της επικράτειας ερημώθηκαν. Την ίδια περίοδο μόνον στην περιφέρεια της
Μόσχας ανατινάχθηκαν περί τους τετρακόσιους ενοριακούς και
μοναστηριακούς ναούς.
Ενώ, όμως, η σοβιετική γραμμή της Τρίτης Διεθνούς επεδίωκε τον
εξοβελισμό της θρησκείας από τον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, στη δυτική
Ευρώπη υφίστατο ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα μία διαφορετική γραμμή
ιδεολογικής αντιμετώπισης του φαινομένου. Κομβικές προσωπικότητες αυτής
της μαρξιστικής ερμηνευτικής ήταν ο Ιταλός Αντόνιο Λαμπριόλα, την
κριτική θεώρηση του οποίου εξέτεινε και εξέλιξε ο μαθητής του Αντόνιο
Γκράμσι, και ο Ιρλανδός Τζέημς Κοννόλυ. Την ίδια περίοδο που κορυφωνόταν
η αντιθρησκευτική εκστρατεία στη Σοβιετική Ένωση ο Γκράμσι πρότεινε μία
διαφορετική ερμηνεία της κοινωνικής εφαρμογής της θρησκείας.
Επισημαίνοντας τις διαφορές ανάμεσα στη λαϊκή και την «ορθόδοξη» ή
κατεστημένη εκδοχή της θρησκείας, υποστήριζε ότι η πίστη της λαϊκής
θρησκείας επηρεάζεται από τα βιώματα του προλεταριάτου, τα οποία
διαφέρουν ριζικά από αυτά της καθεστηκυίας τάξης. Έτσι, οι λαϊκές
θρησκευτικές αντιλήψεις συχνά συγκρούονται με τα επίσημα δόγματα και
μπορούν να εξελιχθούν σταδιακά σε επαναστατικές υπό την προϋπόθεση ότι
το προλεταριάτο θα αναδείξει «οργανικούς διανοουμένους», που ως φορείς
αυτών των ιδεών θα αναπτύξουν κοσμοθεωρίες που θα αμφισβητούν την
κρατούσα κατάσταση. Αλλά και στο στάδιο, όπου η κοσμοθεωρία του
προλεταριάτου θα εδραιωθεί ως «ηγεμονική» θα πρέπει να δημιουργηθούν
δομές κοινωνικής υποστήριξης, οι οποίες θα διατηρούν και θα
επαναβεβαιώνουν την επαναστατική βάση της λαϊκής θρησκείας και
θρησκευτικότητας.
Από διαφορετική ιστορική οπτική είδε τη χριστιανική κληρονομιά η Ρόζα
Λούξεμπουργκ, που στο έργο της Σοσιαλισμός και Εκκλησίες αναφέρθηκε στον
κομμουνισμό της αποστολικής εποχής και την προσπάθεια των Πατέρων της
Εκκλησίας να τον επαναφέρουν στην ύστερη ρωμαϊκή και βυζαντινή κοινωνία.
Ανατρέχοντας στις περιπτώσεις του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου
Χρυσοστόμου επισημαίνει πως: «Οι Πατέρες της Εκκλησίας αγωνίσθηκαν για
μεγάλο διάστημα με πύρινους λόγους ενάντια σε αυτή τη διείσδυση της
κοινωνικής ανισότητας μέσα στη χριστιανική κοινωνία, επικρίνοντας σκληρά
τους πλούσιους και προτρέποντάς τους να επιστρέψουν στον κομμουνισμό
των πρώτων Αποστόλων».
5. Ο ιστορικός συμβιβασμός και η «παγωμένη άρνηση»
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μία εποχή που δοκιμάσθηκαν συνειδήσεις,
θεωρίες και κρατικές οντότητες. Η προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων
στα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης και η πατριωτική στάση της Ορθόδοξης
Εκκλησίας στην υπεράσπιση της «μεγάλης πατρίδας» ήταν οι αφορμές για τον
ιστορικό συμβιβασμό του κομμουνιστικού κράτους με τον σοβιετικό κλήρο. Ο
συμβιβασμός σήμαινε τη χαλάρωση των αντιθρησκευτικών μέτρων και την
παραχώρηση σχετικής διοικητικής και ποιμαντικής ελευθερίας δράσης στο
Πατριαρχείο Μόσχας, που έπειτα από σχεδόν είκοσι χρόνια είχε τη
δυνατότητα να εκλέξει Προκαθήμενο. Το αντάλλαγμα για αυτή την αναθεώρηση
ήταν η στρατολόγηση των ανώτερων κληρικών στο δυναμικό της MGB (από το
1954 KGB) και η χρησιμοποίηση της εκκλησιαστικής διπλωματίας στο πλαίσιο
της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής.
Οι περιπέτειες του εκκλησιαστικού θεσμού στην Ε.Σ.Σ.Δ.
αντικατοπτρίσθηκαν ως έναν βαθμό στη στάση του ελληνικού κομμουνιστικού
κινήματος έναντι του εγχώριου κλήρου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά
την εικοσαετία 1920-1940 τα κομμουνιστικά έντυπα αναφέρονταν απαξιωτικά
σε κάθε θρησκευτικό θεσμό ή εκδήλωση. Οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη
έγραφαν για το «σκυλολόι των παπάδων», «τους άσπλαχνους και τερατώδεις
εκμεταλλευτές των κολίγων και των μεροκαματιάρηδων», «το σύστημα της
παραπλάνησης και αποβλάκωσης του λαού». Η μεταβολή στο ύφος της
αρθρογραφίας είναι ξεκάθαρη μετά το 1944, όταν πλέον η Εκκλησία
αντιμετωπίζεται ως λαϊκός θεσμός με αξία κοινωνική και πολιτιστική.
Ιδιαίτερη προβολή απολαμβάνουν οι διεθνείς και εσωτερικές δράσεις του
Πατριαρχείου Μόσχας ενώ η Ορθοδοξία προβάλλεται ως «παράγοντας
συνεννόησης των ορθοδόξων λαών και προάσπισης των εθνικών συμφερόντων».
Σε τούτη την αλλαγή εκτός από το σοβιετικό παράδειγμα συνετέλεσε και η
συμμετοχή κληρικών στην Εαμική αντίσταση με κορυφαίους τους Μητροπολίτες
Κοζάνης Ιωακείμ, Ηλείας Αντώνιο και Χίου Ιωακείμ.
Οι «αλκυονίδες ημέρες» των σχέσεων του υπαρκτού Σοσιαλισμού με την
Ορθόδοξη Εκκλησία τελείωσαν με την απόφαση του 21ου Συνεδρίου του
Κ.Κ.Σ.Ε. το 1959 να ξεκινήσει από τη νέα ηγεσία του Νικίτα Χρουστσόφ μία
ακόμη αντιθρησκευτική εκστρατεία. Δίχως να υπάρξει επιστροφή στις
κατασταλτικές ακρότητες του παρελθόντος η σχέση του Κράτους με την
Εκκλησία εισήλθε σε ένα στάδιο ψυχρής άρνησης. Ωστόσο την ίδια περίπου
εποχή στη δυτική και κεντρική Ευρώπη γίνονταν προσπάθειες προκειμένου να
εκκινήσει ο χριστιανο-μαρξιστικός φιλοσοφικός διάλογος. Πρωτοπόροι σε
αυτό το έργο ήσαν ο Τσεχοσλοβάκος φιλόσοφος Μίλαν Μάτσοβεκ και ο
συμπατριώτης του θεολόγος, Γιόζεφ Χρομάντκα. Άλλωστε η Τσεχοσλοβακική
Λαϊκή Δημοκρατία, το πλέον φιλελεύθερο από τα κράτη του Συμφώνου της
Βαρσοβίας, ήταν αυτό που φιλοξένησε και τις πρώτες χριστιανο-μαρξιστικές
ακαδημαϊκές συναντήσεις. Η κίνηση επεκτάθηκε γρήγορα και σε ευρωπαϊκά
κράτη, που ανήκαν στον δυτικό συνασπισμό, με καίρια συνεισφορά των
Ιταλών και Γάλλων διανοουμένων, οι οποίοι προέρχονταν από χώρες με μακρά
ρωμαιοκαθολική παράδοση και ισχυρή παρουσία των αριστερών, μαρξιστικών
κινημάτων.
6. Επιλογικά: Από τη σοσιαλιστική ανατροπή στη μεταφυσική ιχνηλάτηση
Στην Ελλάδα ο διάλογος Μαρξιστών και Χριστιανών καθυστέρησε να συμβεί
λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών που επέβαλε το μετεμφυλιακό
καθεστώς. Στις δεκαετίες της κομμουνιστικής παρανομίας εμφανίσθηκαν
σποραδικά μερικές τολμηρές φωνές διανοουμένων που μίλησαν για τη
συνύπαρξη του Χριστιανισμού με τον Σοσιαλισμό αλλά ο ουσιαστικός
διάλογος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980. Αξίζει εδώ να σημειωθούν
ενδεικτικά η εκδήλωση της «Χριστινοσοσιαλιστικής Σπουδαστικής Κίνησης»
το 1983 στη Νομική Αθηνών με τους Κωστή Μοσκώφ, Κώστα Ζουράρι, Παναγιώτη
Νέλλα και Αμφιλόχιο Ράντοβιτς, ο χριστιανομαρξιστικός διάλογος με τις
δεκάδες συνέχειες στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και η προσπάθεια
ανάδειξης του κοινωνικού μηνύματος του Ευαγγελίου από μέρους της
«Χριστιανικής Δημοκρατίας» και της εφημερίδας «Χριστιανική».
Ελάχιστα χρόνια μετά την έναρξη του ελλαδικού διαλόγου η δραματική
ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη με την εσωτερική
συμβολή της αντεπανάστασης της περεστρόϊκα σήμανε το τέλος του επίσημου
κρατικού αθεϊσμού και το πολυδιαφημισμένο «τέλος της Ιστορίας». Το
υποτιθέμενο «τέλος της Ιστορίας», κατά παράδοξο τρόπο, άνοιξε τον δρόμο
σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις, που όμοιές τους είχε να βιώσει η
ανθρωπότητα από την εποχή του Μεσαίωνα. Μάγοι, αστρολόγοι και κάθε λογής
απίθανοι εισηγητές νέων θρησκευτικών δοξασιών εμφανίζονται καθημερινά
και κατακλύζουν τις οθόνες των τηλεοράσεων. Έτσι, σήμερα, είκοσι περίπου
χρόνια μετά την ανατροπή, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με
φαινόμενα, που φαινόταν πως είχε από ξεπεράσει· τη δεισιδαιμονία και τον
θρησκευτικό φονταμενταλισμό, που είναι πηγές του φανατισμού.
Με κίνδυνο να σχηματοποιήσει κανείς τα πράγματα θα μπορούσε να θέσει ως
ορόσημο αυτής της νέας πραγματικότητας τα χαράματα της Πέμπτης 20
Μαρτίου 2002, όταν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζώρτζ Μπους ο
νεώτερος τελείωνε το διάγγελμά του, με το οποίο κήρυττε έναν παράνομο
και πέρα από κάθε έννοια ηθικής και δικαίου πόλεμο με τη φράση “God
bless ourCountry” (Ο Θεός να ευλογεί την πατρίδα μας), ενώ ο δικτάτορας
του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν έκλεινε το δικό του διάγγελμα λέγοντας “Allahu
akbar” (Ο Θεός είναι μεγάλος). Σε τούτα τα λόγια φαινόταν η εκπλήρωση
της προφητείας του Ησαΐα, που εκφράζει το παράπονο του Θεό από τους
ανθρώπους:
«Yποκριταί! καλώς προεφήτευσε περί υμών Ησαΐας λέγων· εγγίζει μοι ο λαός
ούτος τω στόματι αυτών και τοις χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών
πόρρω απέχει απ᾿ εμού».
Την ημέρα εκείνη δηλωνόταν και το τέλος της ψευδεπίγραφης «επιστροφής
του Θεού», που μερικά χρόνια πριν είχε πανηγυρισθεί από όλους σχεδόν
τους θρησκευτικούς ηγέτες, καθώς αποδεικνυόταν με τρόπο τραγικό το πόσο
εύκολα μπορεί η θρησκεία να γίνει όργανο καταστροφής των ανθρώπινων
σχέσεων, όταν χρησιμοποιείται ως πρόφαση και προκάλυμμα πολιτικών ή/και
οικονομικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Άλλωστε, ο Θεός δεν επιστρέφει· ο
Θεός είναι παρών μέσα και πέρα από την Ιστορία. Στους ανθρώπους και τις
ιδεολογίες τους απομένει ο τρόπος και ο χρόνος της συνάντησης μαζί Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου