Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Η Ρωμηοσύνη τού Παπαδιαμάντη


τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Όταν αναφέρομαι στήν Ρωμηοσύνη, δέν τήν εννοώ από εθνοφυλετικής καί εθνικιστικής πλευράς, αλλά ως τόν ιδιαίτερο τρόπο ζωής σέ σχέση μέ τόν Θεό, τόν άνθρωπο, τήν Εκκλησία, τήν λατρεία καί γενικότερα τήν κοινωνία. Πρόκειται γιά μιά ενιαία εκκλησιαστική καί πολιτιστική παράδοση, η οποία διαφοροποιείται από άλλες παραδόσεις, ανατολικού καί δυτικού τρόπου ζωής.
Μέσα από αυτήν τήν προοπτική μπορούμε νά δούμε τό έργο τού μεγάλου λογοτέχνη Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καί μπορούμε νά τό προσδιορίσουμε ως έκφραση τής εκκλησιαστικής καί φιλοκαλικής παράδοσης, πού είναι γνώρισμα τής ρωμηοσύνης. Έτσι, ο Παπαδιαμάντης, όπως φαίνεται στά έργα του –είναι γνωστό τό διήγημά του Πάσχα ρωμέϊκο– αλλά καί τόν τρόπο τής ζωής του ήταν ένας Ρωμηός, μέ όλα τά γνωρίσματα τής λέξεως αυτής. Αυτό θά τό δούμε σέ μερικά σημεία τά οποία θά ακολουθήσουν.

1. Τό περιβάλλον στό οποίο έζησε
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σέ μιά περίοδο πολύ κρίσιμη γιά τόν ελληνισμό, ήτοι τό 1851, καί βέβαια μεγάλωσε σέ μιά εποχή κατά τήν οποία γινόταν επίσημες διεργασίες γιά τόν πολιτιστικό εκσυγχρονισμό τής Ελλάδος, πού ταυτιζόταν μέ τόν εξευρωπαϊσμό, καί αυτός ο πολιτιστικός εκσυγχρονισμός ταυτόχρονα ήταν καί προδοσία έναντι όλου τού πολιτιστικού πλούτου τού Γένους.

Υπάρχουν δύο σημαντικά κείμενα πού προσδιορίζουν αυτό τό θέμα, ήτοι τό βιβλίο τής Έλλης Σκοπετέα μέ τίτλο Τό "Πρότυπο Βασίλειο" καί η Μεγάλη Ιδέα (1830-1880), πού είναι από τά εγκυρότερα επιστημονικά βιβλία πάνω στό θέμα αυτό, καί ένα κείμενο τής Ευθυμίας Μαυρομιχάλη μέ τίτλο Οι Καλλιτεχνικοί Σύλλογοι καί οι στόχοι τους (1880-1910). Καί τά δύο αυτά κείμενα, χωρίς νά αναφέρονται στόν Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τά πλαίσια μέσα στά οποία έζησε καί μεγάλωσε, αλλά καί κοιμήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί νομίζω δείχνουν τήν μεγαλωσύνη αυτού τού ανθρώπου.
Η Έλλη Σκοπετέα στό βιβλίο της εκθέτει διεξοδικά τό γεγονός ότι μετά τήν Επανάσταση τού 1821 παρατηρείται στόν ελληνικό χώρο μιά προσπάθεια απογαλακτισμού τής Ελλάδος από τήν έως τότε παράδοσή της καί τήν προσάρτησή της στήν Ευρώπη. Οπότε, μέ όλες τίς διεργασίες πού έγιναν προσπάθησαν οι Ευρωπαίοι νά αναπτύξουν μιά καινούρια ιδεολογία καί μιά νέα συνείδηση στούς Έλληνες πολίτες τού Ελληνικού Κράτους. Η διεξοδική ανάπτυξη τής διαφοράς μεταξύ τών Ελλήνων καί τών Ελλαδιτών, η προσπάθεια ορισμού τών συνόρων τού νέου Κράτους, οι διαμάχες μεταξύ τών αυτοχθόνων καί τών ετεροχθόνων καί η τελική νίκη τών αυτοχθόνων, η διάκριση μεταξύ «τών μέσα καί έξω Ελλήνων» καί η διαφορά μεταξύ Επτανησίων καί Φαναριωτών δείχνει τήν διπολικότητα τών κατοίκων πού ζούσαν στό Ελληνικό Βασίλειο. Παρατηρείται μιά προσπάθεια νά αποκτήσουν οι Έλληνες ευρωπαϊκή ταυτότητα μέσα από τήν γλώσσα, τήν θρησκεία καί τήν Παιδεία. Μέ πολλές προσπάθειες κατασκευαζόταν ένα «πρότυπο Βασίλειο», τό ελληνικό Κράτος, τό οποίο ταυτιζόταν μέ τό εθνικό Κράτος, καί τό οποίο «άρχιζε στήν ουσία από τό σημείο μηδέν». Τό κενό πού άφηνε η απομάκρυνση τού Τούρκου κατακτητή έπρεπε νά καλυφθή. «Επείγε η ανάγκη τής αυτοτελούς πλέον επεξεργασίας μιάς νέας συνείδησης, στό νέο πλαίσιο αναφοράς πού ήταν τό εθνικό κράτος». Μάλιστα ο Σπυρίδων Τρικούπης ως εξής καταγράφει τόν διπλό χαρακτηρισμό τής Επανάστασης τού 1821: «επανάστασις καί αποστασία». Καί βέβαια «η κατεύθυνση τήν οποία ακολούθησε τό Βασίλειο ήταν δεδομένη: εξομοίωση μέ τήν Ευρώπη» καί μάλιστα τήν Ευρώπη τού διαφωτισμού, πού σαφώς απομακρυνόταν από τόν ορθόδοξο φωτισμό.
Ενώ υπήρχε αυτός ο πολιτικός καί πολιτιστικός σχεδιασμός, εν τούτοις ταυτοχρόνως εκφραζόταν καί η μεγάλη ιδέα τού Γένους, τό οποίο Γένος ζούσε μέ τίς παραδόσεις τής Ρωμηοσύνης πού αποστρεφόταν τά ιδεολογικά καί τά θρησκευτικά ρεύματα τής Δύσεως καί είχε αναφορά στήν Κωνσταντινούπολη. Είναι χαρακτηριστικό ότι «τό 1834 ο Κωλέττης προτείνει νά μήν αποκτήσει η Ελλάδα επίσημη πρωτεύουσα, αφού η πραγματική πρωτεύουσα τού ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη. Στόν πρώτο εορτασμό τής 25ης Μαρτίου, τό 1836, κυριαρχεί τό σύνθημα: "στήν Πόλη"».
Η Ευθυμία Μαυρομιχάλη στό κείμενό της μέ τίτλο Οι Καλλιτεχνικοί Σύλλογοι καί οι στόχοι τους (1880-1910) εκθέτει τήν κινητικότητα πού παρατηρείται στόν χώρο τής Ελλάδος μετά τό 1870, η οποία κινητικότητα χαρακτηρίζεται ως «συλλογομανία». Κατ' αρχάς ιδρύεται ο καλλιτεχνικός Σύλλογος μέ τήν επωνυμία «Σύλλογος τών ωραίων τεχνών» καί στήν συνέχεια «εμφανίζονται τρείς διαφορετικές συσσωματώσεις φιλοτέχνων μέ τό όνομα "Εταιρεία τών Φιλότεχνων"». Έπειτα εμφανίζεται καί ένας σύλλογος μέ τήν επωνυμία «Ένωση Καλλιτεχνών» πού τά μέλη του είναι κατ' εξοχήν καλλιτέχνες.
Τό σημαντικό είναι ότι τά μέλη τών συλλόγων αυτών είναι επίλεκτα μέλη τής αθηναϊκής κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τό έργο τών συλλόγων αυτών ως «εθνοφελές». Είναι παρατηρημένο ότι αυτή η μεγάλη άνθηση τής νεώτερης τέχνης καί τής μεταδόσεώς της μέ εκθέσεις, διά τών συλλόγων καί τών ενώσεων αυτών εντάσσεται μέσα στήν προσπάθεια προσδιορισμού τής νέας ιδεολογίας τού αρτιγέννητου ελληνικού Κράτους. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι καί γλύπτες, έχουν σπουδάσει στήν Ευρώπη καί μεταφέρουν μέ τήν τέχνη τους τό νέο αυτό πνεύμα διαμορφώνοντας τήν καινούρια αυτή συνείδηση.
Ο Παπαδιαμάντης, παρά τήν έντονη αυτήν κινητικότητα πού παρατηρείται στόν ελληνικό χώρο τήν εποχή εκείνη πού γεννήθηκε καί εργάσθηκε, παρά τήν νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητής ταπεινός τής παραδόσεως πού γνώρισε στήν Σκιάθο, τούς Κολλυβάδες Πατέρες καί τό Άγιον Όρος καί αυτήν τήν παράδοση εκφράζει. Παραμένει σταθερά προσηλωμένος καί αντίθετος μέ τήν νέα αυτήν νοοτροπία πού επικρατεί στήν Ελλάδα. Δέν επηρεάσθηκε καθόλου από αυτήν τήν νοοτροπία. Όμως τόν δικαίωσε η ιστορία, γιατί απέδειξε ότι η παράδοση τήν οποία εκπροσωπούσε είχε διαχρονική αξία, ενώ η νέα ευρωπαϊκή παράδοση, πού διαπνεόταν από τίς αρχές τού διαφωτισμού καί τού ρομαντισμού ήταν εκφράσεις ενός μέρους τού χρόνου τής ιστορίας. Τήν μεγαλωσύνη τού Παπαδιαμάντη τήν βλέπω σέ αυτήν τήν αντίστασή του πρός τήν νέα εθνική συνείδηση πού εκαλλιεργείτο καί επιβαλλόταν στήν εποχή του.

2. Ο Θεός τού Παπαδιαμάντη
Ο Θεός τού Παπαδιαμάντη είναι ο Θεός τών Πατέρων καί ιδιαιτέρως τών Φιλοκαλικών Πατέρων μέ τήν εμπειρική γνώση τού Θεού καί φυσικά μέ τήν φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Δέν είναι ο Θεός τού Θωμά τού Ακινάτη καί τού Άνσελμου Καντερβουρίας.
Ο Θεός τού Θωμά τού Ακινάτη είναι ένας θεός απρόσιτος, σκληρός, πού υποχρεώνει τόν άνθρωπο στήν αποδοχή τής ύπαρξής του. Στήν Σούμα Θεολογική, ο Θωμάς ο Ακινάτης, μετά τά επιχειρήματα περί τής υπάρξεως τού Θεού, φθάνει σέ αναγκαστικές δεσμεύσεις: «Ανάγκη λοιπόν νά παραδεχθώμεν πρώτην τινα ποιητικήν αιτίαν, ήν πάντες ονομάζουσι Θεόν». Καί αλλού: «Συνεπώς πρέπει νά υπάρχη όν νοούν, υφ ού πάντα τά φυσικά όντα κυβερνώνται καί κατευθύνονται πρός τόν εαυτών σκοπόν τό δ όν τούτο ονομάζομεν Θεόν». Καί αλλού: «Δέν δυνάμεθα νά διακριβώσωμεν πώς ο Θεός είνε, αλλά μάλλον πώς δέν είνε».
Ο Θεός, ακόμη, τού Άνσελμου Καντερβουρίας είναι ένας θεός φεουδάρχης ο οποίος κυριαρχείται από τρείς αρχές, ήτοι ότι είναι η υψίστη δικαιοσύνη, η υψίστη τιμή καί ότι είναι θεός τάξεως, αφού έβαλε σέ όλη τήν κτίση τήν τάξη. Οπότε, κάθε αμαρτία είναι προσβολή τής τιμής καί τής δικαιοσύνης τού Θεού, αλλά καί παράβαση τής τάξεως πού υπάρχει σέ όλη τήν δημιουργία. Γι αυτό καί ο αμαρτωλός άνθρωπος πρέπει νά τιμωρηθή, ή πρέπει νά εξιλεώση τήν δικαιοσύνη τού Θεού καί νά αποκαταστήση τήν τρωθείσα τιμή Του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, επηρεασμένος από αυτήν τήν δυτική θεολογική προβληματική, είχε υπ όψη του έναν τέτοιο δυνάστη θεό. Σέ μιά αλληλογραφία πού είχε μέ κάποιον ελληνοαμερικανό Ιερέα Εμμανουήλ Παπαστεφάνου φαίνεται αυτός ο επηρεασμός του. Γράφει κάπου:
«Ο θεός μου είναι όλο λάσπη, αίματα, επιθυμίες κι οράματα. Δέν είναι ο αγνός, άσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, πανάγαθος. Δέν είναι φώς. Μέ αγώνα, μέ κάματο μετουσιώνει τή νύχτα μέσα στά σωθικά του καί τήν κάνει φώς. Ανηφορίζει αγκομαχώντας τόν ανήφορο τής αρετής. Φωνάζει βοήθεια. Δέ μάς σώζει. Εμείς τόνε σώζομε. Salvatores Dei! Τί θά πεί τόνε σώζομε; Σώζομε μέσα απ τήν εφήμερη πήλινη ύπαρξή μας τήν πνοή τήν αιώνια, μετουσιώνουμε τή σάρκα, τόν αέρα, τό νερό καί τά κάνομε πνέμα. Μέσα από τήν ύλη, στό εργαστήρι τούτο τού κορμιού μας, κατασκευάζομε πνέμα, ελεφτερόνομε τό Θεό. Άλλο σκοπό δέν έχει η ζωή μας».
Καί σέ μιά από τίς τελευταίες επιστολές του (25-4-54) γράφει:
«Τρία τά μεγάλα θεολογικά στάδια πού πέρασα:
- Θεέ μου, εσύ θά μέ σώσης
- Θεέ μου, εγώ θά σέ σώσω
- Μαζί θά συνεργαστούμε μαζί θά σωθούμε, Θεέ μου».
Ο Θεός, όμως, τού Παπαδιαμάντη είναι ο Θεός τής αποκαλυπτικής αλήθειας. Ο Παπαδιαμάντης γνώρισε τόν Θεό από νηπτικούς πατέρας, πού ονομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στό Άγιον Όρος όσο καί στήν Σκιάθο. Είναι Θεός αγάπης, πού συμπονεί τόν άνθρωπο, πού τόν αγαπά, πού αγαπά πιό πολύ τούς αμαρτωλούς πού συναισθάνονται τήν πνευματική τους φτώχεια. Αυτό φαίνεται καθαρά σέ όλο τό έργο του. Ο Θεός, όπως έλεγε ο όσιος Σιλουανός, είναι ταπείνωση καί πραότητα πού συγχωρεί τούς αμαρτωλούς.
Γράφοντας ο Παπαδιαμάντης γιά τό καθαρτήριο πύρ τής «Παπικής Ρώμης» σχολιάζει:
«Ημείς Καθαρτήριον δέν ηξεύρομεν, πιστεύομεν όμως ότι ο Θεός εν τώ απείρω Αυτού ελέει πολλάς πολλών αμαρτίας θά συγχωρήση δεχόμενος τάς μυστικάς θυσίας καί τάς εν αυταίς γινομένας ευλαβώς μνείας τών κεκοιμημένων. Περί Καθαρτηρίου δέ καί άλλων τοιούτων δέν πολυπραγμονούμεν. Οι Δυτικοί θεολόγοι είναι δεινοί εις τό νά περιγράφωσιν επί τό φανταστικώτερον καί τάς Κολάσεις καί τά Καθαρτήρια. Ημείς γνωρίζομεν μόνον ότι αι ψυχαί τών ορθοδόξων χριστιανών, όσοι ημάρτησαν ως άνθρωποι, είναι εις τό άπειρον έλεος τού Θεού».
Ακόμη, σέ όλα τά έργα του φαίνεται διάχυτη αυτή η ευσπλαχνία τού Θεού πρός τόν άνθρωπο. Τήν Χριστίνα, τήν δασκάλα, πού ζούσε χωρίς στεφάνι, τήν βλέπει μέ συμπάθεια, γι αυτό στό τέλος τού διηγήματός του γράφει γι αυτήν: «Αλλ Εκείνος, όστις ανέστη "ένεκα τής ταλαιπωρίας τών πτωχών καί τού στεναγμού τών πενήτων", όστις εδέχθη τής αμαρτωλής τά μύρα καί τά δάκρυα καί τού ληστού τό Μνήσθητί μου, θά δεχθή καί αυτής τής πτωχής τήν μετάνοιαν, καί θά τής δώση χώρον καί τόπον χλοερόν, καί άνεσιν καί αναψυχήν εις τήν βασιλείαν Του τήν αιωνίαν». Τόν «μπαρμπα-Γιαννιό τόν Έρωντα», πού πέθανε μπροστά στήν πόρτα τής Πολυλογούς πού αγαπούσε, καί σκεπάστηκε από τό χιόνι, τόν αφήνει στό έλεος καί τήν αγάπη τού Θεού. Γράφει: «Καί ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ εκοιμήθη υπό τήν χιόνα, διά νά μή παρασταθή γυμνός καί τετραχηλισμένος, αυτός καί η ζωή του καί αι πράξεις του, ενώπιον τού Κριτού, τού Παλαιού Ημερών, τού Τρισαγίου». Τήν Φραγκογιαννού, πού καταδιωκόμενη από δύο άνδρες γιά τό έγκλημα πού έκανε καί στήν προσπάθειά της νά ανεβή τόν βράχο τού αγίου Σώστη, πνίγηκε, γράφει: «Η γραία Χαδούλα εύρε τόν θάνατον εις τό πέραμα τού Αγίου Σώστη, εις τόν λαιμόν τόν ενώνοντα τόν βράχον τού ερημητηρίου μέ τήν ξηράν, εις τό ήμισυ τού δρόμου, μεταξύ τής θείας καί τής ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

3. Η ευσέβεια τού Παπαδιαμάντη
Η ευσέβεια τού Παπαδιαμάντη δέν έχει καμμία σχέση μέ τόν καλβινιστικό πουριτανισμό, δέν διακρίνεται από κάποια πουριτανική ηθική, αλλά είναι η ευσέβεια τής ορθοδόξου παραδόσεως.
Είναι γνωστόν ότι οι Προτεστάντες καί κυρίως οι Καλβινιστές, επηρεασμένοι από τόν απόλυτο προορισμό, έφθασαν στό σημείο νά κάνουν λόγο γιά σεσωσμένους καί μή, από καθαρά ρατσιστικά κριτήρια καί, βέβαια, η σωτηρία εκδηλώνεται καί εξωτερικά, δηλαδή οι άνθρωποι πρέπει νά έχουν εκδηλώσεις γιά τήν απόδειξη τής σωτηρίας. Τά πέντε σημεία, όπως διατυπώθηκαν από τούς Καλβινιστάς στήν συνάντηση τού Dort τής Ολλανδίας τό 1618, ήτοι «η τέλεια αδυναμία ή η τέλεια διαφθορά», «η εκλογή τών σεσωσμένων από τόν Θεό χωρίς όρους», «η ειδική απολύτρωση ή η περιορισμένη εξιλέωση», πού γίνεται μέ τό απολυτρωτικό έργο τού Χριστού, «η ακατανίκητη χάρη» τού Αγίου Πνεύματος, πού οδηγεί τόν εκλεγμένο αναπόφευκτα στήν σωτηρία, «η εμμονή τών αγίων», αφού οι εκλεγμένοι είναι αιώνια σεσωσμένοι καί δέν έχουν δυνατότητα επιλογής, δημιούργησαν έναν πουριτανικό Χριστιανισμό πού βασίζεται σέ μιά ιδιότυπη ρατσιστική νοοτροπία. Οι άνθρωποι χωρίζονται σέ σεσωσμένους ή μή, ακόμη καί από εξωτερικά κριτήρια, δηλαδή από τήν επιτυχία στόν κόσμο, τήν κυριαρχία στήν κοινωνία, καί τήν απόκτηση τών υλικών αγαθών.
Μέσα στά πλαίσια αυτά πρέπει νά εξετάζουμε καί τήν προτεσταντική ηθική, πού χωρίζει τούς ανθρώπους σέ αμαρτωλούς καί αγίους, σέ ηθικούς καί ανήθικους, σέ ευσεβείς καί ασεβείς, μέ βάση εξωτερικά κριτήρια. Σέ αυτόν τόν πειρασμό έπεσε καί ο Καζαντζάκης, ο οποίος στό έργο του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται χωρίζει τούς Κληρικούς στίς δύο αυτές κατηγορίες, αφού ο παπα-Φώτης είναι άγιος, ενώ ο παπα-Γρηγόρης είναι ο φαταούλας, ο εκμεταλλευτής, καί όσο εξυψώνει υπερβολικά τόν πρώτο, τόσο ταπεινώνει υπερβολικά τόν δεύτερο. Δέν μπορεί νά βρή καί άλλα στοιχεία στούς ανθρώπους πού περιγράφει.
Αντίθετα, ο Παπαδιαμάντης διακρίνεται από μιά ευαισθησία, σάν κι αυτή πού έχουν οι ερημίτες μοναχοί. Ποιός δέν έχει πλησιάσει τέτοιους ερημίτες καί δέν έχει αισθανθή τήν αρχοντική τους αγάπη, πού σέ θερμαίνουν μέ τήν θαλπωρή, μέ τόν ιλαρό λόγο; Αλλά καί όταν χρησιμοποιούν «σκληρό» λόγο, αυτός ο λόγος είναι θεραπευτικός, αφού προέρχεται από μιά ευαίσθητη καρδιά. Ο ασκητής είναι «ανίκανος» νά κάνη κακό στούς άλλους.
Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης έχει αίσθηση τής αναξιότητός του, τής πνευματικής του πτωχείας, παρά τήν μεγάλη πνευματική αρχοντιά του. Στό τέλος τού έργου του Αμαρτίας φαντάσματα γράφει: «Τ ανωτέρω συνηρμολογήθησαν εκ παλαιών ατάκτων σημειώσεων τεθνεώτος ατυχούς φίλου». Προφανώς πρόκειται γιά σημειώσεις τού ιδίου τού συγγραφέα, αλλά καί άν δέν είναι δείχνει τήν ίδια νοοτροπία πού τόν διακατείχε. Συνεχίζει:
«Ώ, φρίκη, καί πόνος ανεκλάλητος! Είδα, είδα τό παρελθόν μου μέ τούς ιδίους μου οφθαλμούς, τό είδα ως μαύρον φάντασμα. Ολίγον ακόμη καί η καρδία μου θά έπαυε νά πάλλη. Ηισθάνθην βαθείαν συντριβήν τό φάσμα τό ίδιον μ ευσπλαγχνίσθη, καί ταχέως έγινεν άφαντον.
Έλαβα τό αγγείον μέ τό ύδωρ, καί κατήλθον μέ βήματα βραδέα, τύπτων τά στήθη, καί ψιθυρίζων. "Αμαρτίας νεότητός μου καί αγνοίας μου μή μνησθής, Κύριε..."».
Δέν χωρίζει τούς ανθρώπους σέ καλούς καί κακούς, σέ ευσεβείς καί ασεβείς, αλλά σέ όλους βλέπει ότι είναι δημιουργήματα τού Θεού. Κάθε άνθρωπος, παρά τήν πτώση του, διασώζει τό κάλλος τής δημιουργίας, παραμένει μέσα του τό κατ εικόνα έστω καί αμαυρωμένο, μαζί μέ τούς δερμάτινους χιτώνας τής πτώσεως. Καί πρέπει κανείς νά έχη ευαισθησία καρδιακή γιά νά βλέπη τήν εσωτερική αυτή δόξα μέσα στήν κατά κόσμον αδοξία.
Στήν Εξοχική λαμπρή σκιαγραφεί ανάγλυφα τό πάθος τού παπα-Κυριάκου, πού αναδύθηκε από τό πάθος τού παπα-Θοδωρή, αλλά στό τέλος ο παπα-Κυριάκος μετανοεί.
Η Χριστίνα η δασκάλα ήταν αστεφάνωτη, αλλά είχε φθάσει σέ βίωση μεγάλης αυτομεμψίας, αφού ακόμη «καί τάς καλάς ημέρας δέν είχε τόλμης πρόσωπον νά υπάγη κι αυτή εις τήν εκκλησίαν» καί όταν πήγαινε καθόταν μακρυά από τόν κόσμο. Μόνον στόν Εσπερινό τής Αγάπης «κρυφά καί δειλά εισείρπεν εις τόν ναόν, διά ν ακούση τό "Αναστάσεως ημέρα" μαζί μέ τίς δούλες καί τίς παραμάννες». Η θρησκευτική κοινότητα τήν έχει απορρίψει, αλλά αυτή όμως δέν τήν απέρριψε. Νοσταλγούσε τήν συμμετοχή της σέ λατρευτικές συνάξεις καί συμμετείχε νοερά καί εξ αποστάσεως, διακριτικά.
Περιγράφει πολύ παραστατικά ο Παπαδιαμάντης όλη τήν αυτομεμψία πού κυριαρχούσε στήν ψυχή της. Εν τούτοις αυτή η ίδια μεγάλωνε τά παιδιά πού έκανε ο άντρας της μέ τίς «ερωμένες» του. «Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τά νόθα τού αστεφανώτου ανδρός της εις τό σπίτι, τά εθέρμαινεν εις τήν αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τά επονούσε». Καί όταν τά παιδιά τρία ή τέσσερα πέθαναν έως επτά ή οκτώ ετών η Χριστίνα η δασκάλα πονούσε πολύ. «Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε καί άσπριζε. Κ έκλαιε τά νόθα τού ανδρός της ως νά ήσαν γνήσια δικά της». Καί όταν ο άνδρας της δέν έλεγε νά τήν στεφανωθή, «αυτή δέν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή», παρά τήν κατακραυγή τής κοινωνίας.
Αυτό τό ίδιο περιστατικό τό βλέπουμε στόν γάμο τού Καραχμέτη.

4. Ταπεινό μέλος τής Εκκλησίας
Ο Παπαδιαμάντης ήταν ένα ταπεινό μέλος τής Εκκλησίας, αισθανόταν καί λειτουργούσε ως μέλος της. Είχε συναίσθηση ότι ο Χριστός είναι Κεφαλή τής Εκκλησίας, αυτού τήν Γέννηση καί τήν Ανάσταση υμνεί καί δοξάζει καί υπακούει ταπεινά στίς αποφάσεις τής Εκκλησίας.
Η ζωή τού Παπαδιαμάντη ήταν φιλοκαλική, πού σημαίνει ότι δέν στηριζόταν σέ καταφατικές εκφράσεις καί διαβεβαιώσεις, αλλά κυρίως ζούσε αποφατικά. Έβλεπε τήν δόξα τής Εκκλησίας όχι στήν επίγεια κοινωνική κατάφασή της, αλλά στήν Χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Τήν αισθανόταν μέσα στίς αγρυπνίες, μέσα στήν θεία Ευχαριστία, πού είναι τό κέντρο τής Εκκλησίας, στίς ακολουθίες, στά τροπάριά της. Συνελάμβανε τό πνεύμα τής θείας λατρείας, πού είναι η ταπείνωση, η ησυχία, η κένωση καί η προσφορά.
Σ ένα κείμενό του γράφει: «Η Εκκλησία εθριάμβευσεν εν τώ κόσμω άνευ τής ελαχίστης συνδρομής τής πολιτείας, τουναντίον μάλιστα καί διωκομένη καί κατατρυχομένη πολλάκις υπό ταύτης».
Στήν εποχή του ο Μακρακισμός αλλοίωνε τήν ταυτότητα καί τήν φυσιογνωμία τής Εκκλησίας. Ο Παπαδιαμάντης γράφει άρθρο γιά νά καυτηριάση τήν στάση τού Μακράκη, ο οποίος εμήνυσε δύο ιερείς, οι οποίοι υπενθύμισαν στόν κόσμο ότι είναι μέν ελεύθεροι νά ακούσουν τόν Μακράκη, αλλά νά ξεύρουν ότι «έχει αποκηρυχθή υπό τής Ιεράς Συνόδου, ως κακόδοξος καί απειθής». Καί στήν συνέχεια γράφει:
«Ο κ. Μακράκης είναι έκπτωτος δι όλην τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Τό ηξεύρει καί προσποιείται ότι τό αγνοεί.... Η καινοδοξία δέν είναι εν χώρω καί χρόνω, δέν ορμάται αποκλειστικώς εξ Αμερικής ή εξ Αγγλίας η καινοδοξία είναι εν τή γνώμη καί εν τή φρενί.... καί ο κ. Μακράκης, όστις περιέρχεται τάς πόλεις καί τά χωρία ερμηνεύων κατά τήν ιδίαν αυτού φαντασίαν τάς Ιεράς Γραφάς, άνευ κύρους, άνευ αδείας καί εγκρίσεως εκκλησιαστικής.... Τί τού ψιθυρίζουν εις τό ούς, τού κ. Μακράκη, τά αρχοντικά δαιμόνια, τά πονηρότατα καί πεισμονέστατα τών δαιμονίων! Ποίος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος δύναταί ποτε ν αναγνωρίση τόν κ. Μακράκην ως ορθόδοξον, εάν ούτος δέν προσέλθη απλώς καί καθαρώς, εν ταπεινώσει, άνευ σοφισμάτων καί άνευ υστεροβουλίας, εάν δέν προσπέση εις τήν Εκκλησίαν νά είπη τό ήμαρτον, ν αποπτύση τό τρισύνθετον καί πάσαν άλλην κακοδοξίαν, καί νά είπη ότι μετανοεί ειλικρινώς; Ως ίσος πρός ίσην τολμά νά διαπραγματεύηται πρός τήν Εκκλησίαν, ή έτι θρασύτερον, ως θεραπαινίδα θέλει νά τήν μεταχειρισθή ο αγχίστροφος διαλεκτικός, ο πολύπλαγκτος αγορητής, αξιών, ίνα η Εκκλησία αυτή καί όχι ο Μακράκης ομολογήση ότι έσφαλε νά τόν αποκηρύξη! Οίον εξαίσιον πτώμα! Οίος κρημνός!».
Καί όταν οι Μακρακισταί αντέδρασαν ο Παπαδιαμάντης είναι αφοπλιστικός στά επιχειρήματά του, πού δέν είναι στοχαστικά, αλλά εκκλησιολογικά: «Τί μέ προκαλείτε εις συζήτησιν περί τού άν είσθε αιρετικοί ή όχι; Η Εκκλησία σάς απεκήρυξεν. Επί δεδικασμένου συζήτησις δέν δύναται νά γίνη».

5. Τό φιλοκαλικό ήθος τού Παπαδιαμάντη
Τό κυριότερο γνώρισμα τού Παπαδιαμάντη, από όπου αντλείται η άποψή του γιά τόν Θεό, αλλά καί η αίσθηση μέ τήν οποία πλησίαζε τούς ανθρώπους, πού σαφώς λέγεται ησυχαστική, φιλοκαλική, είναι ότι όλη του η προσωπικότητα είναι λιβανισμένη, καί αυτό τό άρωμα τού αγιορείτικου λιβανιού βγαίνει καί προχέεται από τήν καρδιά του στό σώμα, στά δάκτυλα, στό μολύβι καί στά γραπτά του. Τά κείμενά του είναι «λιβανάτα» από τό μοσχοθυμίαμα τής λατρείας, τής προσευχής. Έχει τό ήθος τής λατρείας, τής υμνωδίας. Αυτή η λατρεία τόν έκανε νά παραμείνη ορθόδοξος στό φρόνημα, στό ήθος σέ όλη του τήν ζωή.
Σέ πολλά κείμενά του φαίνεται καθαρά ότι συνεχώς έψαλε τά «Τραγούδια τού Θεού». Είναι πολύ χαριτωμένο τό κείμενό του «Τραγούδια τού Θεού», πού στήν πραγματικότητα περιγράφει μιά κοινωνία πού συναντιόταν στόν Ναό τού αγίου Ελισσαίου καί έπειτα στά σπίτια, μέσα στά οποία μεταφερόταν τό ήθος τής λατρευτικής καί ευχαριστιακής κοινότητας. Ο Παπαδιαμάντης έψελνε στά σπίτια πού έμπαινε ώστε η Μαρία τής Ρηνούλας νά πή:
«–Αυτά δέν είναι τροπάρια πού ψέλνετε κύριε.
– Αλλά τί είναι κορίτσι μου; ηρώτησα.
– Αυτά είναι σάν γλυκά γλυκά τραγουδάκια».
Καί αυτά τά τραγουδάκια τού Θεού ήταν τό τροπάριο τού Κανόνος τού Πάσχα «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».
Αλλά καί η Αγγελικούλα τού φίλου του Μπούκη τού είπε: «Εσύ μπαρμπ Αλέξανδρε, ψέλνεις τά τραγούδια τού Θεού».
Η Αγγελικούλα, γράφει ο Παπαδιαμάντης, «μέ ήκουε νά ψάλλω συνεχώς "Τραγούδια τού Θεού", εις τόν πενιχρόν νυκτερινόν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικά μέ τήν μητέρα της. Εκοιμάτο μές στό στασίδι, εις τόν γυναικωνίτην, τήν ώρα τών αποστίχων, εξύπνα μετά δύο ώρας εις τόν Πολυέλεον, κ έκτοτε δέν ήθελε νά κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετά τά μεσάνυχτα».
Η μικρή Αγγελικούλα ένδεκα ετών ήταν άρρωστη βαρειά. Τήν επισκέφθηκε ο Παπαδιαμάντης καί εκείνη τού είπε:
«Ά, μπάρμπ Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θά μού πής πάλι τά θεία ... τραγούδια;
–Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γίνη αγρυπνία εις τόν Άγιον Ελισσαίον νά έλθης, νά σού τά πώ.
–Νά μού τά πής. Μά θά τ ακούσω;
– Άμα προσέχης, θά τ ακούσης...
– Ώχ!
Έστέναξεν, έκλεισε τά όμματα, καί δέν μού ωμίλησε πλέον. Εφαίνετο ότι είχε πολύ κουρασθή (έφερεν ασθενώς τήν ισχνήν χείρα πρός τό ούς ενώ εψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρυηκοΐαν ένεκα τής νόσου). Τής έφεραν χρίσμα, έλαιον από τήν κανδήλαν. Αυτή ανέλαβε πρός στιγμήν τάς αισθήσεις της, κ εψιθύρισε:
–Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία. Θά πλέψω καλά».
Ο Παπαδιαμάντης ζούσε τήν Εκκλησία ως θεραπευτική κοινότητα, καί όχι ως χώρο εκφράσεως τών συναισθημάτων του, τήν ζούσε μέ τίς αγρυπνίες, τίς προσευχές, μέ τόν κόσμο γύρω του, πού κοιμόταν μέσα στόν ναό σάν νά βρισκόταν στήν αγκαλιά τής μάννας τους, μέ τήν ψαλμωδία ακόμη καί στά σπίτια. Όλη αυτή η πνευματική εκκλησιαστική οικογένεια λειτουργεί θεραπευτικά, ευχαριστιακά.
Ο Παπαδιαμάντης ήθελε τήν απλότητα, τήν ηρεμία, τήν ησυχία, τήν ταπείνωση. Έτσι ένιωθε καί τήν λατρεία. Γι αυτό γράφει στό κείμενό του μέ επιγραφή «φωνή αύρας λεπτής»:
«Όλα ταύτα είναι ως μηδέν ενώπιον τής θείας μεγαλειότητος, ο δέ Θεός ηυδόκησε νά φανερωθή κ εφανερώθη ως πράος ταπεινός Ιησούς. Τούτο προεσήμαινεν η θεοφάνεια η γενομένη εις τόν Θεσβίτην Ηλίαν επί τού όρους Χωρήβ. Ο Θεός εφανερώθη εις τόν Προφήτην όχι εν τώ πνεύματι τώ βιαίω, όχι εν τώ συσσεισμώ, όχι εν πυρί, αλλ εν φωνή αύρας λεπτής. Καί η φωνή τής αύρας τής λεπτής είναι η φωνή τού πράου Ιησού, είναι η φωνή τού Ευαγγελίου.
Διά τούτο, λέγει ο μελωδός, «Ιησού τώ πράω ψάλλομεν». Καί διά τούτο, θαρρούντως επιφέρομεν ημείς, οφείλομεν νά ψάλλωμεν εν Εκκλησία μέ πραείας φωνάς, μέ φωνήν αύρας λεπτής, καί όχι μέ πολυφωνίας καί παραφωνίας, αίτινες ομοιάζουν μέ τό πνεύμα τού ανέμου τό βίαιον καί μέ τόν συσσεισμόν, μέσω τών οποίων δέν εφανερώθη ο Θεός.
"Ουκ εν τώ συσσεισμώ, Κύριος ... ουκ εν τώ πυρί Κύριος καί μετά τό πύρ, φωνή αύρας λεπτής καί εκεί Κύριος"».
Τό ήθος αυτό τού Παπαδιαμάντη ήταν ήθος φιλοκαλικό, αγιορείτικο. Τόν έχει πληγώσει βαθειά τό Άγιον Όρος σέ όλη του τήν ζωή. Ζούσε μέσα στήν Αθήνα καί γενικά στόν κόσμο, αλλά ασπαζόταν τόν Άθωνα, γιά τήν ζωή πού περικλείει. Γράφει σέ ένα κείμενό του:
«Από τών νεωτέρων Αθηνών, πόλεως αναγεννηθείσης διά τού κηρύγματος τού ουρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ασπασμόν εις τάς υπωρείας καί τάς φάραγγας τού μεγαλοπρεπούς Άθω, μέ τάς δροσεράς κρήνας, μέ τάς χιλιετείς κυπαρίσσους, μέ τά αιώνια δάση τών καστανεών, μέ τούς μινυρισμούς τών απειραρίθμων αηδόνων, όπου Έλλην ψάλτης, ο Κουκουζέλης, άδων εκίνει τάς αίγας καί τούς άρνας, ως ο μυθολογούμενος Ορφεύς, όπου η σκέπη τής Παναγίας επισκιάζει ως άλλοτε εν τή βασιλευούση τών πόλεων, όπου ζή καί θάλλει η ιερά παράδοσις τού μεσαιωνικού Ελληνισμού, καί όπου έχει τήν κοιτίδα μία υψηλή ποίησις, η ποίησις η χριστιανική, ήτις δέν έπαυσε ποτέ νά εμπνέη καί νά παρηγορή τούς θιασώτας αυτής, εν τώ ανθρωπίνω βίω».

6. Η βιβλική καί λειτουργική γλώσσα τού Παπαδιαμάντη
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αγαπούσε τήν λατρεία τής Εκκλησίας, συμμετείχε ενεργώς σέ αυτήν ψάλλοντας, αγρυπνούσε πολλές φορές στόν άγιο Ελισσαίο καί ήταν επόμενο νά επηρεασθή η γλώσσα του από τήν γλώσσα τής λατρείας καί νά περάσουν στά κείμενά του διάφορες βιβλικές καί λατρευτικές εκφράσεις.
Γιά τό θέμα αυτό υπάρχει ανέκδοτη διδακτορική διατριβή τού Αποστόλου Ζορμπά μέ τίτλο Χωρία καί λέξεις τής Αγίας Γραφής καί τών λειτουργικών βιβλίων τής Εκκλησίας στό έργο τού Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
Στόν πρόλογο τής μελέτης επισημαίνεται ότι τό θέμα αυτό αποκτά ενδιαφέρον «πρώτα εξ αιτίας τής θελκτικής, κατά γενική σχεδόν αποδοχή, γλώσσας τού Παπαδιαμάντη, ύστερα τής ποιητικότητας τής εκκλησιαστικής γλώσσας καί, τέλος, εξ αιτίας τού γεγονότος ότι η λογοτεχνική παραγωγή τού Παπαδιαμάντη καί οι γλωσσικές επιλογές του πραγματοποιούνται σέ εποχή γλωσσικών συζητήσεων, πού ο απόηχός του κάποτε φθάνει ως τίς ημέρες μας».
Στήν εισαγωγή, μεταξύ τών άλλων, παρατίθενται οι απόψεις διαφόρων μελετητών τού έργου τού Παπαδιαμάντη, κυρίως λογοτεχνών, γιά τήν γλώσσα πού χρησιμοποιεί. Από τούς πενήντα τέσσερεις «ανθολογούμενους μελετητές», οι δώδεκα κάνουν λόγο «γιά εκκλησιαστική καθαρεύουσα», «βυζαντινή» ή «βυζαντινίζουσα» γλώσσα τού Παπαδιαμάντη, «παπαδιαμαντική» ή κάνουν λόγο «γιά επίδραση από τήν εκκλησιαστική γλώσσα». Από αυτούς «τρείς μιλούν γιά τόν βιβλικό ή ιερατικό χαρακτήρα της. Άλλοι μιλούν γιά τό κράμα τής γλώσσας του όπου υπάρχουν καί στοιχεία από τήν εκκλησιαστική γλώσσα». Ο κ. Ζορμπάς, ύστερα από διεξοδική καί εξαντλητική έρευνα στά τού Παπαδιαμάντη, εντόπισε πάμπολλες άμεσες ή έμμεσες γλωσσικές επιδράσεις στά κείμενά του, από τήν Αγία Γραφή, τήν Υμνογραφία, καθώς επίσης καί από διάφορες λέξεις πού χρησιμοποιούνται στήν Εκκλησία.
Επίσης, στήν εισαγωγή επισημαίνονται οι λόγοι τής επίδρασης τής εκκλησιαστικής γλώσσας στόν Παπαδιαμάντη, κυρίως από τό ότι ήταν από μικρός συνδεδεμένος μέ τήν λατρεία τής Εκκλησίας. Στά δέ συμπεράσματα τεκμηριώνεται η άποψη τού συγγραφέως ότι ο Παπαδιαμάντης «γνώριζε πολύ καλά τήν Γραφή καί τήν Υμνογραφία», καθώς καί τίς Ακολουθίες τής Εκκλησίας.
Πάντως, τό γεγονός είναι ότι ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε καί μεγάλωσε μέσα σέ ιερατικό περιβάλλον, αναπτύχθηκε γλωσσικά στίς ακολουθίες τής Εκκλησίας, ζούσε μέσα σέ αυτές καί αντλούσε ανεπιτήδευτα καί φυσικά φράσεις καί εικόνες από τόν πλούτο τής λειτουργικής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Άν πολλοί Νεοέλληνες έχουν επηρεασθή γλωσσικά από τήν γλώσσα τής λατρείας τής Εκκλησίας, πολύ περισσότερο αυτό έγινε μέ τόν Παπαδιαμάντη πού είχε ιδιαίτερη ευφυΐα, θαυμαστή παρατηρητικότητα καί γλωσσική ευαισθησία. Πάνω από όλα η επίδραση αυτή δείχνει τήν στενή σχέση του μέ τήν Εκκλησία καί ότι λειτουργούσε ως ταπεινό τέκνο της, πού μιλούσε τήν «μητρική» του εκκλησιαστική γλώσσα.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ζωή καί τό έργο τού Παπαδιαμάντη εκφραζόταν από αυτό πού χαρακτηρίζουμε Ρωμηοσύνη, αισθανόταν τόν Θεό ως αγάπη, ο ίδιος αγαπούσε τούς άλλους, ακόμη καί τούς αμαρτωλούς, τούς οποίους σκέπαζε μέ τήν φιλανθρωπία του, ζούσε ταπεινά καί απλά μέ απόλυτη πτωχεία. Η ζωή του ήταν σάν ένα κερί πού λυώνει, σάν ένα λιβάνι αγιορείτικο πού μοσχοβολά τόν κόσμο, σάν τό λάδι τού καντηλιού πού καίγεται καί αφήνει μιά ευωδιά. Είχε μιά γλύκα στά μάτια: «κι' από τά μάτια του έσταζε μιά γλύκα». Έτσι καί έκλεισε τήν ζωή του, ψάλλοντας «τήν χείρα σου τήν αψαμένην τήν ακήρατον κορυφήν τού Δεσπότου», προσευχόμενος στόν άγιο Ιωάννη τόν Πρόδρομο, τόν πρόδρομο τών μοναχών. Η μοσχοβολημένη από αγιορείτικο λιβάνι ύπαρξή του, μοσχοβόλησε τά γραπτά του. Πέρασε στά κείμενά του, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια, όλο τόν κόσμο τής λατρείας καί τής ορθοδόξου παραδόσεως.
Ομολογώ ότι κάθε φορά πού διαβάζω Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη λιβανίζομαι από τό αγιορείτικο θυμίαμα, μυρίζω τό αγιορείτικο αγιοκέρι καί χύνω δάκρυα προσευχής καί ικεσίας γιά τόν μπαρμπα-Αλέξανδρο πού τώρα τραγουδάει «τά τραγούδια τού Θεού» μαζί μέ τήν Αγγελικούλα τού φίλου του τού Νικόλα Μπούκη, πού έγινε αγγελούδι τού ουρανού. Καί τά τραγουδάει μέ τήν δύναμη καί ενέργεια τής νηφαλίου μέθης, αυτός ο μεθύων από τό αγιορείτικο κρασί τής αγάπης τού ουρανίου πολιτεύματος.– 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου