Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

EΛA, ΠAIΔI MOY, ΣTHN EKKΛHΣIA!

 

Του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
 
Απὸ χθές, ἀγαπητοί μου, μπήκαμε στὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Ὕστερα ἀπὸ σα­­ράντα μέρες θ᾽ ἀκούσουμε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῶν ἀγγέλων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Τώρα εἶνε περίοδος προετοιμασίας, περί­οδος νηστείας. Νηστείας ὅμως ὄχι τόσο αὐστη­ρᾶς ὅ­­πως τὴ Μεγάλη Σαρα­κοστή. Ἡ νηστεία τῶν Χριστου­γέννων εἶνε ἐπιεικής· ἐπιτρέπεται τώ­ρα καὶ λάδι, ἐπιτρέπεται ἀκόμα καὶ ψάρι. Οἱ Χριστια­νοὶ λοιπὸν πρέπει νὰ νηστέψουν.
Σήμερα 16 Νοεμβρίου ἑορτάζει ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ὁ ἅγιος Ματ­θαῖος μᾶς φωνάζει. Τί μᾶς λέει; Ν᾽ ἀγαποῦ­με. Τί ν᾽ ἀγαποῦμε; τὰ σπίτια μας, τὰ κτήματα, τὰ ζῷα, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες; Κι αὐτὰ βέβαια. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα ν᾽ ἀγαποῦμε Ἐκεῖ­νον – ποὺ δὲν τὸν ἀγαποῦμε κι ὅμως πρέπει νὰ τὸν ἀγαποῦμε μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλο τὸ εἶναι μας· τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
* * *
Τί ἦταν λοιπὸν ὁ ἅγιος Ματθαῖος; Ἄνθρωπος σὰν κ᾽ ἐμᾶς, ἁμαρτωλὸς ὅπως κ᾽ ἐμεῖς. Ἀ­πὸ τὰ δισεκατομμύρια ποὺ ἔζησαν ἐπάνω στὸ φλοιὸ τῆς γῆς, ἕνας μόνο ὑπῆρξε ἀναμάρτητος· «εἷς ἅγιος, εἷς Κύ­ριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ ἁμαρ­τω­λὸ διαφέρει. Ἄλλος ἔχει λιγώτερα ἁμαρτήμα­τα, ἄλλος περισσότερα. Ὁ Ματθαῖος ἦταν ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός. Ποιό ἦ­ταν τὸ ἐπάγ­γελμά του, τί δουλειὰ ἔκανε;
Μερικὰ ἐπαγγέλματα βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶνε ἅγιος. Ὑπάρχουν ἄλλα ποὺ δὲν βοηθοῦν. Ἐπαγγέλματα ποὺ βοη­θοῦν εἶνε λ.χ. τοῦ γε­ωργοῦ – τὸ πρῶτο ἐπάγγελμα. Ἁ­γιασμένα τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ καλλιεργοῦν τὴ γῆ. Ἐ­πί­σης τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ποιμέ­νος, τοῦ βοσκοῦ. Σβήνουν πιὰ τὰ ἐπαγ­γέλματα αὐτά. Τώρα ὅλοι προτιμοῦν ἐργασίες ἄνετες· θέλουν τὸ παιδάκι τους νὰ γίνῃ μηχανικός, δάσκαλος, καθηγητής… Εὐλογημένο ἐπίσης ἐπάγγελμα εἶνε ὁ ἐργάτης γενικῶς.
Ὁ Ματθαῖος εἶχε ἄλλο ἐπάγγελμα. Ἦταν δη­μόσιος ὑπάλληλος, εἰσπράκτορας· εἰσέπραττε τοὺς δημοσίους φόρους. Ἐπάνω ὅμως στὴ δουλειά του ὄχι μόνο ἀσκοῦσε βία, ἀλλὰ καὶ ἔ­κλεβε. Χρωστοῦσε κά­ποιος π.χ. πέν­τε χιλιάδες; αὐτὸς ἔπαιρνε δέκα, πέντε γιὰ τὸ δημό­σιο καὶ πέντε γιὰ τὴν τσέ­πη του. Ἦταν κλέφτης, λῃ­στής. Γιατὶ ὑπάρχουν κλέφτες μικροὶ ποὺ συλ­λαμβά­νονται, καὶ μεγάλοι ποὺ μένουν ἀσύλληπτοι. Ἔτσι κι αὐτός· μολονότι ἦταν ἐκμεταλλευτὴς τοῦ λαοῦ καὶ τὸν μισοῦσαν καὶ τὸν ἀποστρέφον­ταν ὅλοι, ἐν τούτοις ἔμενε ἄθικτος.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἄλλαξε, ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί. Πῶς ἄλλαξε; Πέρασε μιὰ μέρα ἐμπρὸς ἀπ᾽ τὸ τελωνεῖο του ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ ἔρ­ρι­ξε μιὰ ἐ­ρευνητικὴ ματιά. Εἶδε ὄχι ἁπλῶς τὸ πρόσωπό του (στὸ πρόσωπο λίγο – πολὺ ὅλοι μοιά­ζουμε, στὴν ψυχὴ εἶνε οἱ με­γάλες διαφορές, τὸ μέγα βάθος). Ὁ Χριστὸς εἶδε βαθειά, στὰ μύχια τῆς ὑπάρξεώς του, καὶ διέκρινε ἐκεῖ κάτι καλό. Εἶ­δε μιὰ σπίθα, κάποια καλωσύνη, καὶ τοῦ μίλη­σε. Τί τοῦ εἶπε· «Ἀκολούθει μοι», ἔλα κοντά μου (Ματθ. 9,9). Δὲν ἔκανε μεγάλη συζήτησι, δυὸ λέξεις τοῦ εἶπε. Κι αὐτὸς τί ἔκανε· ἀμέσως ἄφησε τὸ τελωνεῖο, τὴν ἐπίζηλο θέσι ἀπὸ τὴν ὁ­ποία κέρδιζε τόσα, ἄφησε τὴ γυναῖκα του, τὰ παιδιά του, τὰ πάντα, καὶ νάτον κοντὰ στὸ Χριστό. Ἀκολούθησε τὸν πτωχὸ Ναζωραῖο!
Ἔμεινε κοντὰ στὸ Χριστὸ τρία ὁλόκληρα χρόνια. Ἄκουγε τὰ χρυσᾶ λόγια του κι ἀκολου­θοῦσε τὸ ἅγιο παράδειγμά του. Τέλος, ὅταν ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ θυσία καὶ τὴν ἀνάστασί του ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς, τότε ὁ Ματθαῖος, ὡπλισμένος μὲ τὴ χάρι τῆς Πεντηκοστῆς, πῆ­ρε τὸ ῥαβδί του καὶ πῆγε ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κη­ρύττοντας τὸ εὐαγγέλιο. Προχώρησε βαθειὰ καὶ ἔφθασε στὴ χώρα τῶν Πάρθων. Πίστευαν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι καὶ βαπτίζονταν Χριστιανοί.
Ἔκανε μάλιστα καὶ θαύματα. Ἕνα ἀπὸ αὐ­τὰ ἦταν ὅτι ἀκούμπησε τὸ ῥαβδί του στὴ γῆ, προσευχήθηκε, κι αὐτὸ ῥίζωσε, ἔβγαλε κλαδιὰ καὶ φύλλα καὶ καρπούς. Μάλιστα· ἡ πίστις τὸ ξηρὸ ῥαβδὶ τό ᾽κανε ζωντανό! Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι κ᾽ ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά ᾽νε ξη­ρὸς – σκληρός, νὰ μὴ δείχνῃ καλωσύνη, νὰ μὴν ἔχῃ ἔργα ἀγαθά, νὰ μοιάζῃ μὲ δέν­τρο ἄ­καρπο, ἄξιο τιμωρίας καὶ κολάσε­ως, καὶ ὅμως αὐτὸς νὰ γίνῃ εὐαίσθητος, νὰ ζωντανέψῃ πνευματικά, νὰ γίνῃ ἄνθρωπος πίστεως καὶ ἀρετῆς.
Ὁ ἅγιος Ματθαῖος κήρυξε σὲ ἀγρίους καὶ βαρβάρους, ποὺ λάτρευαν τὰ εἴδωλα. Τέλος τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν κάλεσαν νὰ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό. Ἐπειδὴ δὲν τὸν ἀρνήθηκε, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, ἄναψαν φωτιὰ καὶ τὸν ἔκαψαν. Αὐτὸ ἦταν τὸ μαρτύριό του.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Ματθαίου ἀκούγεται μέχρι σήμερα στὴν Ἐκκλησία. Πῶς; Μὲ τὸ Εὐαγγέλιό του. Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια εἶνε τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖο διαβά­ζεται κατὰ περικοπὲς μὲ σειρὰ σὲ Κυριακὲς καὶ καθημερινὲς στὴ λατρεία μας. Συνιστῶ σὲ ὅλους ν᾽ ἀνοίξετε καὶ νὰ διαβάσετε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, νὰ διαβάζετε ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν ἁγία Γραφή.
* * *
Ἂς μιμηθοῦμε τὸ Ματθαῖο κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπη­τοί μου. Δηλαδὴ τί; νὰ φύγουμε ἀπ᾽ τὸ μέρος ποὺ κατοικοῦμε; ν᾽ ἀφήσουμε τὴν οἰκογέ­νειά μας, τὸ ἐπάγγελμά μας, τὰ πάντα, καὶ νὰ πᾶμε – ποῦ; στοὺς Ἐσκιμώους μακριά, νὰ κηρύξου­με τὸ Χριστό; Ἄλλοι τ᾽ ἀφήνουν ὅλα καὶ πηγαίνουν στοὺς ἀγρίους καὶ γίνονται ἱεραπόστολοι καὶ τοὺς τρῶνε οἱ κροκόδειλοι. Δὲν σοῦ λέω νὰ γίνῃς ἱεραπόστολος· καὶ νὰ τὸ πῶ ἄλλωστε δὲν πρόκειται νὰ γίνῃς. Γιὰ τὰ λεφτὰ βέβαια πολλοὶ ξενιτεύονται, γιὰ τὸν παρᾶ πᾶνε παντοῦ· ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστὸ ποιός πάει; Κάποτε ἡ πατρίδα μας εἶχε ἱεραποστόλους, σήμερα δὲν ἔχει. Μόνο ἕνας, ἐκεῖνος ποὺ κατασκεύασε τὸ μεγάλο σταυρὸ ἐπάνω στὸ ὕ­ψωμα 1020 τῆς Φλωρίνης, ὁ π. Κοσμᾶς, αὐτὸς πῆγε στὸ Ζαῒρ τῆς Ἀφρικῆς.
Ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲ σᾶς λέω νὰ πᾶτε στοὺς ἀγρίους, ὅπως ὁ Ματθαῖος, καὶ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Λέω κάτι ἄλλο, πιὸ εὔκολο. Δὲ σᾶς ζη­τῶ νὰ σηκώσετε τὸν Ὄλυμπο· ἕνα χαλικάκι σᾶς δίνω. Ἂν κι αὐτὸ δὲν τὸ κάνετε, πῶς νὰ σᾶς πῶ Χριστιανούς; Ποιό εἶνε τὸ χαλικάκι;
«Ἀκολούθει μοι», ἔλα κοντά μου, μᾶς λέει καὶ σήμερα ὁ Χριστός. Ποῦ τὸ λέει, πότε τὸ ἀ­κοῦμε; Κάθε φορὰ ποὺ χτυπάει ἡ καμπάνα, καὶ μάλιστα τὴν Κυριακή. Εἶνε σὰ νὰ λέῃ· Ἔλα, παιδί μου, κοντά μου, ἔλα στὴν ἐκκλησία· ἔλα ν᾽ ἀκούσῃς τὰ λόγια μου. Καὶ δὲ σοῦ ζητάει νὰ μείνῃς ὅλη τὴν ἡμέρα ἢ ὅλη τὴ νύχτα μέσα στὸ ναό, νὰ κάνῃς ἀγρυπνία. Ἀπὸ τὶς ἑκα­τὸν ἑ­ξηνταοχτὼ ὧρες, ποὺ ἔχει ἡ ­βδομάδα, σοῦ ζητάει μία ὥρα μόνο. Ἄφησε τὴ δουλειὰ καὶ τὰ κτήματα, ἄφησε τὸν κόσμο· ἔλα νὰ ἐκ­κλησιαστῇς, νὰ γονατίσῃς νὰ πῇς «δόξα σοι ὁ Θεός», «σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ βοήθη­σες ὅλη τὴ βδομάδα», «σὲ παρακαλῶ, Κύριε, μεῖ­νε πάντα κοντά μου». Τὸ κάνουμε αὐτό;
Ἐν σχέσει μὲ τὸν πληθυσμό, λίγοι τὸ κάνουν. Ἂν μετρήσετε μιὰ Κυριακὴ τὸ ἐκκλησί­ασμα, θὰ βρῆτε ἕνα πολὺ μικρὸ ποσοστό. Ἔ­κανα κάποτε ὡς ἐπίσκοπος αἰφνιδιασμό· ὅ­πως ὁ στρατηγὸς κάνει αἰφνιδιασμό, πῆγα κ᾽ ἐγὼ χωρὶς προειδοποίησι σὲ μιὰ ἐκκλησία μεγάλου χωριοῦ καὶ τοὺς μέτρησα. Ἐλάχιστοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Γι᾽ αὐ­τὸ τώρα δὲ σᾶς λέω νὰ μιμηθῆτε τὸ Ματθαῖο καὶ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Σᾶς λέω μόνο νὰ ἐκκλησιάζεστε τὴν Κυριακή. Θὰ μὲ ἀκούσετε;
* * *
Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἀγαπητοί μου, δὲν ὑ­πάρχει ἄλλος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ παρὰ μόνο ὁ Χριστός. Ὅλα τὰ ἄλ­λα εἶνε μηδέν, ἕνα πελώριο μηδενικό. Ὅ,τι νὰ πῇς, ὅπου νὰ πᾶς, ὅ,τι νὰ φανταστῇς, ὅ,τι ν᾽ ἀ­γαπήσῃς, ὅ,τι νὰ λατρεύσῃς, ὅλα σὲ διαψεύδουν, ὅλα σὲ ἀπογοητεύουν. Ἕνας μόνο δὲν διαψεύδει καὶ δὲν ἀπογοητεύει· ὁ Χριστός. Αὐτὸς λοιπὸν μᾶς καλεῖ. Μᾶς καλεῖ σὰν τὴ μάνα, ὅπως ἡ κλῶσσα καλεῖ τὰ πουλιά της μὲ στοργικὴ φωνή. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει·
Ἔλα, παιδί μου, κοντά μου, ἔλα στὴν Ἐκ­κλη­σία μου. Ἂν πεινᾷς, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τοῦ οὐρανοῦ, τὸ οὐράνιο ψωμί. Ἂν διψᾷς, ἐγὼ εἶ­μαι τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, τὸ κρυστάλλινο νερό. Ἂν εἶσαι στὸ σκοτάδι, ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, τὸ ἀνέσπερο φῶς. Ἂν εἶσαι ἄρρωστος, ἐ­γὼ εἶμαι ὁ γιατρὸς τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυ­χῶν. Καὶ ἂν νιώθῃς φορτωμένος βάρη ἁμαρτιῶν, ἔλα νὰ σὲ ξεκουράσω.
Ὁ Χριστὸς πράγματι παίρνει τὸ κοράκι καὶ τὸ κάνει περιστέρι, παίρνει τὸν ἀράπη καὶ τὸν κάνει λευκό. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά, εἶνε γεγονό­­τα. Μᾶς καλεῖ λοιπὸν στὸν ἐκκλησιασμό, στὴν προσευχή, στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγη­σι. Ὅ­πως ἄνθρωπος ποὺ δὲ βαπτίζεται δὲν εἶνε Χρι­στιανός, ἔτσι καὶ ὅποιος δὲν ἐξομολογεῖται δὲν εἶνε Χριστιανός! Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἐξομολογοῦμαι· ἔχω τὸν πνευματικό μου.
Ὁ Θεὸς νὰ εἶνε μαζί σας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου