Οἱ
Φράγκοι μᾶς ποδοπατοῦν, τὸ Ἰσλὰμ ξανάρχεται γιὰ νὰ μείνει στὴν πατρίδα,
οἱ πολιτικοὶ νάνοι καὶ ἀρλεκίνοι εἶναι ἀνίκανοι νὰ σηκώσουν τὸ βάρος
τῆς ἱστορίας μας.
Θέλει χέρια γερὰ ὁ Ἑλληνισμός, τὰ παντοειδῆ ἀνδρείκελα τὰ ‘χουν κατεβασμένα.
Δημήτρης Νατσιὸς Δάσκαλος, Κιλκὶς
«Εἴμασταν σχολιαρούδια καὶ ὁ τόπος μας ἀκόμα σκλαβωμένος στὴν Τουρκία.
Καὶ Σχολάρχης μας, ὁ ἀξέχαστος ἐκεῖνος Σπύρος Ἀναγνώστου. Ἀπὸ τοὺς
δασκάλους τοῦ ὑποδουλωμένου Γένους, ποὺ συντηροῦσαν μέσα στὴν καρδιὰ τῶν
παιδιῶν τὴν ἱερὴ φωτιὰ τῆς Μεγάλης Ἰδέας, καὶ ἔνιωθαν τούτη τὴν
ἀποστολὴ σὰν τὴν πιὸ σπουδαία τῆς καριέρας των τῆς παιδαγωγικῆς. Ἀφορμὲς
γιὰ τὴν ἐθνικὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ ‘διναν ὅλα τὰ μαθήματα ποὺ μᾶς
δίδασκε. Μᾶς ἔκαμε Γεωγραφία τοῦ νησιοῦ μας, καὶ σιγὰ-σιγὰ τὸ χέρι του
περνοῦσε τὸ Αἰγαῖο, ὅπου τὰ νησιὰ μας ἦταν κίτρινα ὅπως ὅλη ἡ Τουρκία
καὶ ἡ κοντινή μας Μικρασία, καὶ ἔφτανε στὴν Ἑλλάδα, τὴν ἐλεύτερη τὴν
Ἑλλάδα. Αὐτὴ ἦταν τριανταφυλλιά. Ἕνα μικρὸ τριανταφυλλὶ σημάδι πάνω στὸ
μεγάλο χάρτη τῆς Εὐρώπης. Ἐκεῖ σταματοῦσε τὸ δάχτυλο τοῦ Ἀναγνώστου,
κίτρινο ἀπὸ τὸ ἀδιάκοπο κάπνισμα. Σταματοῦσε δισταχτικὸ καὶ ἔκαμε
ἀργὰ-ἀργὰ τὸν περίπατό του γύρω στὰ σύνορα τοῦ ἐλεύθερου κράτους. Τὰ
σύνορα ἦταν κοντινά, ὁ περίπατος σύντομος.
Τότες ὁ Ἀναγνώστου πήγαινε καὶ κλείδωνε ἀπὸ μέσα τὴν πόρτα τῆς τάξης,
καὶ μεῖς ἀναστενάζαμε μὲ ἀγαλλίαση. Γιὰ δύο λόγους. Πρῶτα γιατί θὰ
ξεφεύγαμε ἀπὸ τὸ ἀνιαρὸ μάθημα τῆς Γεωγραφίας, ποὺ ἦταν μόνο ὀνόματα καὶ
ἀριθμοί, καὶ δεύτερο γιατί ξέραμε πὼς θὰ μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ
γιὰ τὴ Μεγάλη Ἰδέα. Αὐτὲς τὶς δύο λέξεις τὶς πρόφερνε πιὸ σιγά, καὶ
αὐτὸ μᾶς ἔκανε νὰ νιώθουμε τὴν ἱερότητα τῆς Ἰδέας σὰν μία θρησκευτικὴ
ἀποκάλυψη, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὴ φυλάξουμε στὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς μας, καὶ νὰ
τὴν προφυλάγουμε ἀπὸ τοὺς καταχτητὲς σὰν ἕνα μυστικὸ θησαυρό, ἢ σὰν ἕνα
βαρέλι μπαρούτι ποὺ κάποτε ἐμεῖς θὰ τῆς ἀνάβαμε τὸ φιτίλι».
(Στρατὴ Μυριβήλη, «Ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα», ἔκδ. «ΕΣΤΙΑ», σελ. 11-12).
Τότε, ὅταν τὸ Ἰσλὰμ ἀφάνιζε τὸ Γένος, μιλοῦσαν οἱ καρδιές, τώρα μιλοῦν τὰ πουγκιά, τὰ χρήματα.
Τότε οἱ δάσκαλοι ἔριχναν προσανάμματα στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν τους,
συντηροῦσαν τὴν «ἱερὴ φωτιὰ τῆς Μεγάλης Ἰδέας», τῆς ἐλευθερίας, τώρα
σβήνουν τὶς «φωτιὲς τὶς πλάστρες». Τώρα «κάνουν δράσεις» γιὰ τὸν
ρατσισμὸ καὶ τὴν διαφορετικότητα.
Μεγάλη Ἰδέα τῆς παιδείας ἡ ποινικοποίηση τῆς φιλοπατρίας καὶ τῆς
ὀρθόδοξης πίστης μας. (Γιὰ τοὺς νέους ὑπουργοὺς Φίλη καί… CIA, τί νὰ πῶ;
Καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης).
Τότε κλείδωναν τὶς τάξεις ἀπὸ μέσα, οἱ σπουδαῖοι ἐκεῖνοι δάσκαλοι, καὶ
μεταμόρφωναν τὶς Γεωγραφίες, τὶς Ἱστορίες καὶ τὶς Γραμματικὲς σὲ
κηρύγματα λευτεριᾶς. Ἔκλινε ὁ δάσκαλος τὰ βλοσυρὰ καὶ δύσπεπτα
τριτόκλιτα «Θρὰξ-Θρακὸς» καὶ «Κρὴς-Κρητὸς» καὶ μ’ αὐτὰ ἔφτιαχνε
μπαρουτοβάρελα ποὺ κάποτε «ἐμεῖς τὰ παιδιὰ θὰ ἀνάβαμε τὸ φιτίλι».
Ἐνῶ τώρα… Φέτος ἀνέλαβα Ε’ δημοτικοῦ. Πρῶτο κεφάλαιο στὸ βιβλίο τῆς
Γλώσσας; Ἕνα κείμενο γιὰ τὴν πατρίδα σὰν αὐτὸ τοῦ Μυριβήλη; Ἕνα ποίημα
εὐωδιαστό τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Δροσίνη, τοῦ Βρεττάκου, τοῦ Πολέμη; Ὄχι
βέβαια. Δύο-τρεῖς ἔντυπες εὐτέλειες, ἄχαρες καὶ ἄψυχες φλυαρίες,
οἰκολογικοῦ περιεχομένου. Ζοῦμε σὲ μία χώρα, «Πάσχα τῶν ματιῶν», δὲν
ὑπάρχει λογοτέχνης ποὺ νὰ μὴν μαστόρεψε κείμενο γιὰ νὰ ἐξυμνήσει τὸ
κάλλος της καὶ τοῦτοι οἱ ἀμαθέστατοι, οἱ ἐθνοκτόνοι γέμισαν τὰ βιβλία μὲ
ἀποκόμματα ἐφημερίδων. (Μόνο ἀπὸ τίς… προοδευτικιὲς(!!!) ΝΕΑ, ΒΗΜΑ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ).
Ἔχουμε χρέος, ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι, ὅσοι ἀντικρίζουμε μὲ «πόνο καὶ ἀγάπη»
τὴν καταβαράθρωση τῆς πατρίδας μας καὶ ἐλπίζουμε στὸν Χριστό μας, νὰ
κλειδώνουμε τὴν αἴθουσά μας καὶ νὰ διδάσκουμε ἐκεῖνο τὸ παλιὸ μάθημα:
τὴν πατριδογνωσία. Ἐσχάτη ὥρα ἐστι. Οἱ Φράγκοι μᾶς ποδοπατοῦν, τὸ Ἰσλὰμ
ξανάρχεται γιὰ νὰ μείνει στὴν πατρίδα, οἱ πολιτικοὶ νάνοι καὶ ἀρλεκίνοι
εἶναι ἀνίκανοι νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῆς ἱστορίας μας. Θέλει χέρια γερὰ ὁ
Ἑλληνισμός, τὰ παντοειδῆ ἀνδρείκελα τὰ ‘χουν κατεβασμένα.
Νὰ κλείσω μὲ τὴν διήγηση γιὰ μία ἄλλη δασκάλα, ὅταν στέναζε καὶ μάτωνε ἡ Ἑλλάδα κάτω ἀπὸ τὴν ναζιστικὴ θηριωδία.
«…Τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1943, ἀρχὴ ἑνὸς ἀκόμα χειμώνα πείνας καὶ παγωνιᾶς,
ἄχνισε κάτι ζεστὸ ξαφνικὰ στὴν αὐλὴ τοῦ σχολείου μας. Ἦταν ἕνα μεγάλο
καζάνι καὶ μέσα εἶχε συσσίτιο γιὰ τὰ παιδιά. Γύρισα στὸ σπίτι περήφανη,
κρατώντας μὲ προσοχὴ ἕνα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. «Γιατί δὲν τὴν
ἔτρωγες στὸ σχολεῖο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε ἡ μάνα μου. «Ἄν σοῦ
χυνόταν στὸ δρόμο;» «Θὰ φᾶτε λίγη σούπα κι ἐσεῖς, ἀλλιῶς δὲν τρώω
καθόλου», δήλωσε ὀρθὰ κοφτά. «Τό ἴδιο κι ἐγώ”, φώναξε ὁ Μάνος, ὁ ἀδερφός
μου. Κι ἔτσι γινόταν ἀπὸ κείνη τὴ μέρα σὲ κάθε συσσίτιο ποὺ
κουβαλούσαμε οἱ δύο μας ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Ἡ σούπα ἐρχόταν τακτικά, πάντα ἡ
ἴδια, ἄνοστη καὶ πηχτή.
Ὥσπου μία μέρα, μᾶς μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στὴ γραμμὴ καὶ μᾶς
ἔβαλαν στὰ τενεκεδάκια κάτι σὰ μέλι, ἀλλὰ σκοῦρο κοκκινωπό. “Γλυκόζη” τὸ
εἶπαν. Βουτοῦσαν τὰ παιδιὰ τὸ δάχτυλο στὴ γλυκόζη, τὸ ἔγλειφαν μὲ
ἀπόλαυση καὶ γελοῦσαν εὐτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους. Ἕνα
μεσημέρι, γυρίζοντας ὁ ἀδερφός μου ἀπὸ τὸ σχολεῖο, δὲν ἤθελε νὰ βάλει
μπουκιὰ στὸ στόμα του οὔτε ἀπὸ τὴ σούπα οὔτε ἀπὸ τὴ γλυκόζη. Ταραγμένος
φαινόταν, ἕτοιμος νὰ βάλει τὰ κλάματα. «Τί συμβαίνει παιδί μου;”
ἀνησύχησε ἡ μαμά. Ἐκεῖνος δὲν ἔβγαζε λέξη. Κι ὅσο δὲ μιλοῦσε, τόσο
ἐπέμενε ἡ μάνα μου νὰ μάθει, τόσο μεγάλωνε καὶ ἡ δική μας ἡ περιέργεια.
Μὲ τὰ πολλά, ἀποφάσισε τελικὰ νὰ μιλήσει. Κι αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε γράφτηκε
στὴ μνήμη μου ἀνεξίτηλα.
Στὴν αὐλὴ γιὰ τὸ συσσίτιο βρισκόταν μὲ τῆς τάξης του τὰ παιδιά.
«Σκαρώνουμε κάτι;» ἄκουσε ἕναν ἀπὸ τοὺς συμμαθητὲς του- «πειραχτήρης»
ἦταν τὸ παρατσούκλι του- νὰ ψιθυρίζει στὸν διπλανό, μόλις πῆρε τὴ
γλυκόζη στὸ τενεκεδάκι του. Ὁ ἄλλος ἔγνεψε «ναί». Τότε ὁ πειραχτήρης
κάτι τοῦ εἶπε στ’ αὐτί, κρυφογέλασαν οἱ δύο τους πονηρὰ κι ἐξαφανίστηκαν
στὴν στιγμή. Σὲ λίγο χτύπησε τὸ κουδούνι νὰ μποῦνε στὴν τάξη. Πρῶτα
ἔμπαιναν τὰ κορίτσια. Ὕστερα τ’ ἀγόρια. Τελευταία ἡ δασκάλα, ποὺ κόντευε
νὰ μὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ παιδιά, ἔτσι ποὺ εἶχε ἀπομείνει πετσὶ καὶ
κόκαλο. Καταλαβαίνεις πὼς ἦταν μεγάλη ἀπὸ τὰ μάτια της μόνο, ποὺ τὰ
σκοτείνιαζαν ὁλόγυρα δύο μαῦροι κύκλοι. Ὅταν μπαίνανε ὅλοι στὴν τάξη,
ἔκλεισε τὴν πόρτα, μετροῦσε τὰ παιδιὰ σειρὰ σειρά, ἔλεγε «ἐντάξει,
φρόνιμα τώρα, μὴν ἀκούσω μιλιὰ» κι ἀρχίζανε ἀμέσως τὸ μάθημα. Τὸ
«ἐντάξει, φρόνιμα τώρα, μὴν ἀκούσω μιλιὰ» τὴ φορὰ ἐκείνη δὲν τὸ εἶπε.
Οὔτε νὰ τοὺς μετρήσει τὴν εἴδανε. Κοντὰ στὴν πόρτα τῆς τάξης στεκόταν
σκυφτή, σὰν νὰ ψαχούλευε κάτι. «Μά τί κάνει ἡ κυρία ἐκεῖ;» ρώτησε
παρεξενεμένος ὁ Μάνος ποὺ δὲν καλόβλεπε, γιατί τὰ περισσότερα παιδιὰ
ἦταν ὄρθια ἀκόμα. «Πασαλείψαμε τὸ χερούλι μὲ γλυκόζη», χασκογέλασε ἀπὸ
δίπλα ὁ πειραχτήρης, «γιὰ νὰ κολλήσουν τὰ χέρια της νὰ γελάσουμε». Δὲ
γελάσανε. Καθίσανε τελικὰ στὰ θρανία τους καὶ δὲ μιλοῦσε κανείς. Βλέπανε
τὴ δασκάλα τοὺς τώρα ὅλοι βουβοί, σαστισμένοι. Εἶχε σκύψει κι ἔγλειφε
μὲ λαχτάρα μία τὸ χερούλι τῆς πόρτας, μία τὴν παλάμη της… Ὕστερα γύρισε
καὶ τοὺς κοίταξε μὲ παράπονο. Στὰ μάγουλά της ἔτρεχαν δάκρυα. «Μήν τὴ
σπαταλᾶτε τὴ γλυκόζη, χρυσά μου, γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!», εἶπε ξέπνοα.
«Σᾶς τὴ δώσαμε ὅλη, οὔτε μία σταγονίτσα δὲν κρατήσαμε ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι,
γιὰ νὰ τὴ φᾶτε νὰ δυναμώσετε ἐσεῖς τὰ παιδιά. Μὴν τὴ σπαταλᾶτε, σᾶς
παρακαλῶ, εἶναι κρίμα! Εἶν’ ἁμαρτία!». Τὴν πῆραν πάλι τὰ δάκρυα. Κι
ἔκλαιγε, ἔκλαιγε…
Μαζεύτηκαν ὅλοι τριγύρω της. Μονάχα ὁ πειραχτήρης ἔμεινε στὸ θρανίο του
μὲ τὸ κεφάλι κατεβασμένο. Οἱ ἄλλοι σπρώχνονταν ποιὸς πρῶτα νὰ τὴν
ἀγκαλιάσει, ποιὸς νὰ τῆς πρωτοπεῖ «ἀπὸ τὸ δικό μου, ἀπὸ τὸ δικό, κυρία,
νὰ πάρετε λίγο!».
Οὒτ’ ἕνα τενεκεδάκι δὲν ἄγγιξε ἡ δασκάλα. Μόνο ἔκλαιγε, ἔκλαιγε…».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Λότης Πέτροβιτς, «Ὁ καιρὸς τῆς σοκολάτας»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου