Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ἔτσι κερδίζονται οἱ νίκες...

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Ξεφύλλιζα αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἕναν τόμο, τιτλοφορεῖται: «Ἡ ἐποποιΐα 1940-41», ἐκδόσεις «Ἀρχεῖον Ἱστορικὸν Σελίδων» (τοῦ 1965), ὁ ὁποῖος περιέχει, σὲ φωτοτυπίες, πρωτοσέλιδα ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς τοῦ 1940-41, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεγαλειώδους νίκης. Σὲ πολλὰ διαβάζουμε κείμενα πολεμικῶν ἀνταποκριτῶν.
Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὁ Ἀλέκος Λιδωρίκης (δημοσιογράφος καὶ γνωστὸς θεατρικὸς συγγραφέας 1907-1988), τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1941, γράφει στὴν ἐφημερίδα «Η ΝΙΚΗ», γιὰ «τὸ μεγάλο μυστικό τν πολεμιστῶν μας». Ζεῖ μὲ τοὺς στρατιῶτες, μοιράζεται τὰ πάθια καὶ τοὺς καημούς τους, χαίρεται καὶ καμαρώνει τὴν ἀντρειοσύνη τους. «Κάπου στὸ μέτωπο», ὅπως σημειώνει, συναντᾶ ἕναν φαντάρο.
Ἀντιγράφω: «Αὐτὸ πού μου ‘κᾶνε κατάπληξη, πού μου ‘δῶσε συγκίνηση, ποὺ ἔκθαμβο μὲ κράτησε γιὰ ἀρκετὰ λεπτά, ἦταν τὸ θέαμα ἑνὸς φαντάρου, ποὺ κουρασμένος, τσακισμένος, μὲ γένεια ἀτίθασα καὶ ἄτακτα, αἱματωμένος, λασπωμένος, εἶχε τραβήξει μοναχὸς κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο καὶ κάτι χάραζε σ’ ἕνα χαρτί. Πλησίασα γιὰ νὰ τὸν δῶ, βέβαιος πὼς γράφει στὴν μάνα, στὴ γυναίκα του, στὸ σπίτι... Μὰ τί μεγάλο λάθος! Μὲ τὴ ὀρθογραφία ποὺ κρατῶ, διάβασα αὐτοὺς τοὺς στίχους:
“Βρε τὴ κανόνια, τὴ ντουφέκια, τὴ κακὸ/στοὺς Ἰταλοὺς σκορπίσαμαι παντοῦ τὸν πανικὸ/Βόηθα Χριστὲ καὶ Παναγιὰ καὶ σύ ἅγιου Ἀνδρέα/στὴ χάρη σου νὰ....
φθάσωμε ὅλος ὁ στρατὸς παρέα”.
Τὸν κοίταξα, μὲ κοίταξε... Αὐθόρμητα μὲ πῆρε τὸ γέλιο, ποὺ ἴσως νὰ ἔμοιαζε μὲ κλάμα...
-Βρὲ σύ, τί κάνεις; τὸν ρώτησα χτυπώντας τὸν στὸν ὦμο...
Σήκωσε τὸ κεφάλι του, ἔξυσε τ’ ἀγριωπά του γένεια, μὲ τὴν παλάμη ὁλόκληρη. Κι ἀπάντησε:
-Γλεντάω!
Μία λέξη... Μέσα σ’ αὐτὴν ἃς διακρίνει ὁ ἀναγνώστης κάτι ἀπὸ τὸ μυστήριο, τὸ ἀνεξάντλητο γοητευτικὸ μυστήριο ποὺ κρύβει στὴν ψυχὴ του ὁ ἀγαπημένος στρατιώτης μας».
Γλέντι ἦταν τὸ ’40 γιὰ τὸν λαό μας, τὸν ὁπλίτη καὶ τὸν πολίτη. Πανηγύρι ἦταν ὁ πόλεμος. Γλεντοῦσε, καταματωμένος ὁ ἄγνωστος στρατιώτης. Τὸ μυστικό, τὸ γοητευτικὸ μυστήριο, ποὺ τάραζαν τὰ σπλάχνα του-καὶ δὲν μᾶς τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἀείμνηστος Λιδωρίκης-ἦταν ἕνα, ἁπλὸ καὶ μεγαλοπρεπές: τὸ ντροπὴ νὰ ντροπιαστοῦμε. Ἐκείνη ἡ γενιά, ἡ γενιὰ τοῦ ’40, σκαρφάλωσε στὶς περήφανες ἀετοκορφές, «κομμένες θαρρεῖς ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ», γιατί ἄφηναν πίσω τους «λίκνα καὶ τάφους, ποὺ μουρμουρίζουν» (Νίκ. Βρεττάκος), τὸ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα τὴν μέθυσε, μία νηφάλιος μέθη ποὺ στὴν γλώσσα μας λέγεται φιλοπατρία.
Θυμήθηκα μιὰ φράση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ: « ...Καθὼς ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διὰ νὰ πετὰ εἰς τὸν ἀέρα, οὕτω καὶ ἠμεῖς χρειαζόμεθα αὐτᾶς τὰ δύο ἀγάπας-ἀγάπην εἰς τὸν Θεόν μας καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας-διότι χωρὶς αὐτῶν εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν» («Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», ἐπ. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σέλ. 109).
Ἂν θέλουμε καὶ μεῖς ὡς πατρίδα νὰ πετάξουμε, πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε καὶ πάλι τὰ πρωτινά μας φτερὰ τὰ μεγάλα. Καὶ ἡ μία «πτέρυγα» λέγεται φιλοπατρία καὶ ἡ ἄλλη πίστη.
Τὸ ’40, τὸ βράδυ ποὺ ἐπισκέφτηκε ὁ Γκράτσι τὸν Μεταξὰ καὶ κηρύχτηκε ὁ πόλεμος, ξεκίνησε μία κρίση. Σ’ ἐκείνη τὴν κρίση ὁ λαός μας, δὲν κρύφτηκε στὰ ὑπόγεια, ὅπως τὸν θέλουν οἱ Γραικύλοι τῆς σήμερον, ποὺ γράφουν τὶς ἔντυπες μαγαρισιὲς καὶ τὶς περνοῦν καὶ στὰ σχολικὰ βιβλία. (Βιβλίο Γλώσσας Ἐ’ Δημοτικοῦ, σέλ. 44-45). Σ’ ἐκείνη τὴν κρίση δὲν περίμεναν ἀπὸ τὰ κεντρικὰ δελτία εἰδήσεων τῶν καναλιῶν, νὰ βροῦν παρηγοριά.
Διαβάζω καὶ πάλι μία ἄλλη ἀνταπόκριση τοῦ Αλ. Λιδωρίκη, στὴν ἔφ. «Ἀσύρματος» αὐτὴ τὴ φορά, στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1941.
«Ἀπάνω στὴν Κλεισούρα μία νύχτα βροχερὴ καὶ σκοτεινή, θυμᾶμαι ἕνα παλληκαρόπουλο ποὺ ἄκουγε σκεπτικὸ τ’ ἄλλα παιδιὰ νὰ τραγουδᾶνε σιγὰ-σιγά, γλυκὰ-γλυκά, πεσμένα καὶ κουκουλωμένα πάνω καὶ μέσα στὶς κουβέρτες τους καὶ στὰ ἀντίσκηνά τους. Θολώσανε ἔξαφνα τὰ μάτια του.
- Ξέρεις τί σκέπτομαι; μοῦ εἶπε. Πῶς ἤμασταν ὡς τώρα γενιὰ φτωχὴ καὶ ἀλογάριαστη καὶ παρεξηγημένη. Μᾶς ἔλεγαν ἀνάξιούς τν προγόνων μας, μιλούσανε μόνο γι’ αὐτοὺς καὶ μᾶς ξεγράφανε τοὺς νέους, σὰν νὰ μὴν εἴχαμε καὶ μεῖς στὰ στήθη μᾶς φωτιά...
Αὐτὸ ἦταν τὸ μεγάλο λάθος ποὺ φτάσαμε ὡς κι οἱ ἴδιοι-ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες-νὰ τὸ πιστέψουμε ἀπόλυτα. Εἴχαμε λησμονήσει κι αὐτοὺς τοὺς στίχους τοῦ μεγάλου Σολωμοῦ:
- Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πῶς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαχτο ἑτοιμάζει
γάλα ἀντρειᾶς καὶ ἐλευθεριᾶς».
Ἴσως καὶ σήμερα αὐτὸ τὸ ἄθλιο, τρισάθλιο καὶ κακόβουλο ψέμα μᾶς καθηλώνει, μᾶς παραλύει. Πῶς νέρωσε πιὰ τὸ γάλα τῆς Ἑλληνίδας μάνας μας, πὼς σβήστηκε ἡ Παράδοση. Ὄχι. Τίποτε δὲν χάθηκε. Ἂν φύγουν τὰ σάβανα καὶ οἱ σαβανωτές μας, ξένοι καὶ οἱ ἡμέτερες ἀνθρωποκάμπιες τῆς πολιτικῆς, θὰ λάμψει καὶ πάλι ἡ ἡλιόλουστη Ἑλλάδα μας.
Νὰ κλείσω μ’ ἕνα ἀπὸ τὰ ἠρωϊκότερα ἐπεισόδια ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Τὸ διηγήθηκε ὁ Στρατὴς Μυριβήλης, κατὰ τὴν ἐκφώνηση τοῦ πανηγυρικοῦ στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στὶς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1960.
«Εἶχε ὀργανωθῆ, ὅπως θὰ θυμάστε, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγῶνος ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος, ἀπὸ τὸν Ἐρυθρὸ Σταυρὸ τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα ἕνα φίλο γιατρό, σ’ αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία, λοιπὸν πήγαινα κάπου-κάπου νὰ τὸν δῶ καὶ νὰ τὰ ποῦμε.
Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρὰ κάθε μέρα γιὰ νὰ δώση τὸ αἷμα του γιὰ τοὺς τραυματίες μας. Ἦταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά, ποὺ περίμεναν τὴ σειρά τους. Μιὰ μέρα λοιπὸν ὁ ἐπὶ τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στὴ σειρὰ τῶν αἱμοδοτῶν ποὺ περίμεναν, νὰ στέκεται καὶ ἕνα γεροντάκι.
-Ἐσύ, παπούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλει ἐδῶ;
Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:
-Ἦρθα κ’ ἐγώ, γιατρέ, νὰ δώσω αἷμα.
Ὁ γιατρὸς τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία καὶ συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τὸ δισταγμό του. Ἡ φωνὴ του ἔγινε πιὸ ζωηρή.
-Μὴ μὲ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τὸ αἷμα μου εἶναι καθαρό, καὶ ἀκόμα ποτές μου δὲν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μου εἶπαν πὼς οἱ δυό, πῆγαν ἀπὸ αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στὴ γυναίκα μου, θὰ ‘ναὶ κι ἄλλοι πατεράδες, ποὺ μπορεῖ νὰ χάσουν τὰ παλληκάρια τοὺς γιατί δὲ θὰ ‘χοῦν οἱ γιατροὶ μας αἷμα νὰ τοὺς δώσουν. Νὰ πάω νὰ δώσω κ’ ἐγὼ τὸ δικό μου. “Άϊντε, πήγαινε, γέρο μού” μου εἶπε κι ἃς εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν μας. Κ’ ἐγὼ σηκώθηκα καὶ ἦρθα.
Ἀγαπητοὶ φίλοι.
Σᾶς ἀνέφερα περιπτώσεις ποὺ μποροῦν καὶ ἔπρεπε νὰ γράφουνται στὰ βιβλία τῶν παιδιῶν μας, ὅταν θ’ ἀποχτήσουν τὰ παιδιὰ μας τὰ βιβλία ποὺ πρέπει, ὅπως ἀναφέρουνται παραδείγματα γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων, ξεσηκωμένα ἀπ’ τὴν ἀρχαία μας ἱστορία. Ἀπὸ κανένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ παραδείγματα δὲν εἶναι κατώτερα αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα στὴν προκάλυψη τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, τὸ χειμώνα τοῦ ’41. Ὅμως καμμιὰ ἱστορία, οὔτε ἡ ἀρχαία ἑλληνική, δὲν ἀναφέρει ἕνα παράδειγμα, σὰν κι αὐτὸ πού μου διηγήθηκε ὁ φίλος μου ὁ γιατρὸς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ. Τὸ νέο στοιχεῖο ποὺ προσθέτει τούτη ἡ διήγηση, εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς ἀγάπης. Εἶναι τὸ στοιχεῖο τοῦ χριστιανικοῦ ἀλτρουισμοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ συμπλήρωσε τὸν κανόνα τῆς ἀρετῆς ποὺ μᾶς παράδωσε ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἀνδρείους μπορεῖ νὰ βγάλη κάθε πατρίδα. Ἁγίους, ὅμως, μόνο ἡ Ἑλλάδα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου