Πρέπει να ομολογήσω πως δεν ξαφνιάστηκα όταν έμαθα την Τρίτη το βράδυ
πως ο Νίκος Μαραντζίδης είχε δεχτεί επίθεση από ομάδα αριστεριστών. Για
να είμαι ειλικρινής, αναρωτήθηκα πώς και την είχε γλιτώσει τόσον καιρό.
Γιατί η επίθεση αυτή δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου, ο ορατός
κρίκος μιας μεγαλύτερης αλυσίδας, την οποία γνωρίζω από πρώτο χέρι: με
τον Νίκο μας συνδέει στενή φιλία και μακρόχρονη συνεργασία. Οπως είναι
γνωστό, εδώ και μια δεκαπενταετία, η έρευνά μας σχετικά με τον ελληνικό
εμφύλιο πόλεμο μας έχει βάλει στο στόχαστρο της αριστεράς. Και εγώ μεν
ζω και εργάζομαι στο εξωτερικό, ο Νίκος όμως είναι κυριολεκτικά μέσα στο
στόμα του λύκου, όπως άλλωστε φάνηκε με πανηγυρικό, θα τολμούσα να πω,
τρόπο.
Η έρευνά μας ενόχλησε πολύ γιατί εκτός των άλλων, γκρέμισε μια σειρά
μύθων, μεταξύ των οποίων και αυτούς στους οποίους στηρίχτηκε η
ιδεολογική ηγεμονία της μεταπολιτευτικής Αριστεράς. Δείξαμε με πληθώρα
στοιχείων, πως η Αριστερά της δεκαετίας του ’40 δεν ήταν η άμωμη,
άσπιλη, ηθική και καλοπροαίρετη δύναμη που η ίδια ισχυρίζεται για τον
εαυτό της. Αντίθετα σκόρπισε απλόχερα στο διάβα της βία και αυθαιρεσία,
χύνοντας το αίμα δεκάδων χιλιάδων αθώων με σκοπό την επίτευξη μιας
απόλυτης κυριαρχίας. Προφανώς αυθαιρεσίες διέπραξε και η αντίπαλη
πλευρά, όμως αντίθετα από την Αριστερά, αυτή ούτε τις αρνείται (έκανε
φιλότιμες συμφιλίωσης και συγγνώμης) και το κυριότερο, ούτε έκανε σημαία
της την εμφυλιοπολεμική της ταυτότητα (την τελευταία φορά αυτό έγινε
από τη Χούντα). Σήμερα, το ιερατείο της μίας, ορθής και μοναδικής
ιστορικής αλήθειας του εμφυλίου κατοικοεδρεύει στην Αριστερά.
Γνωρίζω πως η απομυθοποίηση του παρελθόντος δεν είναι ούτε εύκολη ούτε
ευχάριστη υπόθεση. Οι ώριμες κοινωνίες, όμως, την αντιμετωπίζουν με
ψυχραιμία, επιζητώντας την αυτογνωσία. Και είμαι πεισμένος πως και η
κοινωνία μας το ίδιο επιδιώκει, όπως προσωπικά έχω διαπιστώσει μέσα από
χρόνια έρευνας και εκατοντάδες ατομικές συζητήσεις. Την απομάγευση
αρνείται μόνο μια μερίδα αμετανόητων φανατικών: ορισμένοι ακροδεξιοί
(που βρήκαν πρόσφατα στέγη στη Χ.Α.) και, δυστυχώς, μπόλικοι αριστεροί.
Οταν πριν από κάμποσα χρόνια ο Νίκος και εγώ δημοσιεύσαμε τα πρώτα μας
ερευνητικά πορίσματα, τα βέλη προήλθαν από τη «λόγια Αριστερά». Στην
αρχή η κριτική ήταν επιστημονικοφανής, γρήγορα όμως έγινε ωμή και
χυδαία, αμφισβητώντας όχι μόνο τα πορίσματά μας, αλλά την ίδια μας την
υπόσταση και τις προθέσεις μας. Μας αποκάλεσαν «αναθεωρητές», έννοια που
παραπέμπει στους αρνητές του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος. Η βιαιότητα των
αντιδράσεων υπήρξε πρωτοφανής και τα ελατήρια ξεπερνούσαν την ιδεολογία.
Είναι γνωστό πως ο φθόνος πάντοτε αποζητά μανδύα για να καλυφθεί και η
παρέμβασή μας έδωσε αφορμή σε μια κλίκα γερασμένων πανεπιστημιακών με
περιορισμένο έργο και μηδενική διεθνή αναγνώριση να βρουν στο πρόσωπό
μας το εύκολο άλλοθι που αναζητούσαν για την επαγγελματική τους
ανεπάρκεια. Οι επιθέσεις εναντίον μας υπήρξαν επίσης βήμα επαγγελματικής
ανέλιξης για τους ατάλαντους μαθητές τους που ονειρεύονταν την
αργομισθία ενός περιφερειακού πανεπιστημίου. Αυτός είναι λοιπόν ο πρώτος
κρίκος της αλυσίδας.
Ο δεύτερος κρίκος είναι κάποιοι ημιμαθείς και προπετείς «δημοσιογράφοι»,
ταγοί της φωνακλάδικης αριστεροφροσύνης, κήρυκες του πιο ακραίου
λαϊκισμού, πάντοτε βέβαια με το αζημίωτο της προσωπικής τους πολιτικής
ανέλιξης. Αυτοί μας είπαν «απολογητές των Γερμανοτσολιάδων» και «υμνητές
του Χίτλερ», σερβίροντας γενναίες δόσεις μισαλλοδοξίας σε ένα κοινό
περιορισμένης ιστορικής παιδείας αλλά έντονων συναισθηματικών
αντανακλαστικών. Από κει και πέρα ανέλαβε ο τρίτος κρίκος, οι ανώνυμοι
τραμπούκοι του Διαδικτύου, που χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης, επιδίδονται σε μπαράζ συκοφαντιών, ύβρεων, ακόμη και
προσωπικών απειλών.
Ετσι φθάνουμε στον τέταρτο κρίκο, το χαμηλότερο σκαλί στην ιεραρχία του
σαθρού αυτού συστήματος, τους θρασύδειλους μπράβους, φυσικούς αυτουργούς
της επίθεσης. Ευελπιστώ πως η αλυσίδα σταματά εδώ, γιατί δυστυχώς η
χώρα μας διαθέτει μικρή μεν αλλά ικανή δεξαμενή επίδοξων, νυν και πρώην
κουμπουροφόρων της «επαναστατικής Αριστεράς»: από τους κατά συρροή
εμπρηστές της Αθήνας και τους δολοφόνους της Μαρφίν (που, υπενθυμίζω,
κυκλοφορούν ελεύθεροι και ανενόχλητοι σε πείσμα κάθε έννοιας δικαίου) ώς
τους δολοφόνους της «17 Νοέμβρη» (που πλέον διοργανώνουν ανοιχτές
εκδηλώσεις μέσα στο πανεπιστήμιο) και τους διάδοχους τους του
«Επαναστατικού Αγώνα», των «Πυρήνων» ή της «Σέχτας», φθάνοντας μέχρι και
το σκοτεινό πεδίο όσμωσης πληρωμένων αντιεξουσιαστών δολοφόνων και κάθε
είδους ποινικών.
Εδώ πρέπει να σημειώσω πως όλα αυτά κρύβουν μιαν υπέρτατη ειρωνεία για
μας ως ακαδημαϊκούς ερευνητές: βλέπουμε να αναβιώνει, με μορφή
καρικατούρας βέβαια, ένα από τα αντικείμενα της ιστορικής μας έρευνας.
Ξεδιπλώνεται μπροστά μας η κλασική μεθοδολογία της εμφυλιακής αριστερής
βίας που ξεκινούσε από την προσωπική σπίλωση, πήγαινε στην οργανωμένη
εκστρατεία συκοφάντησης και κατέληγε στη δολοφονία, την οποία
ακολουθούσε ακόμη περισσότερη συκοφάντηση. Οσο για τις επιθέσεις: όπως
και στο παρελθόν, η απάντηση είναι περισσότερη επιστημονική έρευνα. Οπως
δείχνει η ιστορία, όταν προχωρά η έρευνα, στο τέλος εξαφανίζονται και
οι κραυγές των ιερατείων και οι γροθιές των μπράβων.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου