Γράφει ὁ π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς A' Λουκᾶ (Α' Κορ. ΙΣΤ' 13-24)
Η Α' πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ ἔφτασε στὸ τέλος της. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
γεμάτος συγκίνηση, σταματᾶ τὴν ὑπαγόρευση καὶ πιάνει ὁ ἴδιος στὰ χέρια τοῦ τὴν
γραφίδα. Τοὺς ἀπευθύνει μὲ μύριες καρδιακὲς εὐχὲς τοὺς ἐν Κυρίω ἀσπασμούς. «Ὁ
ἀσπασμὸς τὴ ἐμὴ χειρὶ Παύλου»!
Ἀπὸ πολλὰ σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ διαφαίνεται ἡ ἀγάπη ποὺ πλημμύριζε τὴν
καρδιά του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ ἁπλὴ φράση, ἀποκαλύπτει τὴν ἀγάπη του
πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς πιστοὺς ἀδελφούς του. Καὶ φαίνεται αὐτό,
ἀκόμα, ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Ἀπόστολος συνιστᾶ στοὺς Κορινθίους νὰ τιμοῦν τὴν οἰκογένεια
τοῦ Στεφανὰ καὶ νὰ ὑποτάσσονται σ' αὐτή, ἀφοῦ ὑπῆρξε ἡ πρώτη στὸ χῶρο τῆς
Πελοπονήσου ποὺ δέχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφιερώθηκε ἐξ' ὁλοκλήρου στὴν
διακονία τῶν πιστῶν.
Μέσα δὲ ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἐμπειρία του στὰ θέματα τῆς διοικήσεως τῶν κατὰ
τόπους Ἐκκλησιῶν, συνιστᾶ στοὺς Κορινθίους νὰ δείχνουν ὑποταγὴ καὶ σὲ κάθε ἕνα,
ὁ ὁποῖος συνεργάζεται καὶ κοπιάζει σ' αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ
διακονίας τῶν πιστῶν.
Ὅλο τὸ κείμενο, ὅπως παρατηρεῖ κανείς, εἶναι γεμάτο πατρικὲς συμβουλὲς
ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ ἁγίας χαρᾶς, διότι τὸν ἐπισκέφθηκαν τρεῖς συμπατριῶτες τους. Ὁ
Στεφανᾶς, ὁ Φορτουνάτος καὶ ὁ Ἀχαϊκός. Καὶ μέσα στὸ πλαίσιο αὐτό, μεταφέρει
στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου τοὺς ἀδελφικοὺς χαιρετισμοὺς τῶν τέκνων τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπως ἐπίσης καὶ αὐτῶν τῶν βασικῶν συνεργατῶν του.
Τοῦ Ἀκύλα καὶ τῆς συζύγου τοῦ Πρίσκιλλας, μαζὶ καὶ ὅλων τῶν πιστῶν ποὺ....
συγκεντρώνονται στὸ εὐλογημένο τοὺς σπίτι. «σὺν τὴ κατ' οἶκον αὐτῶν ἐκκλησία».
Ναί, ὁλόκληρο τὸ ἀνάγνωσμα δὲν ἀποτελεῖ παρὰ ἕνα μικρὸ δεῖγμα τῆς μεγάλης
ἀγάπης, τῆς Ἀποστολικῆς θυσίας καὶ τῆς ποιμαντικῆς μέριμνας τοῦ Ἀποστόλου τῶν
Ἐθνῶν, γιὰ τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ!
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προκαλεῖ μεγάλη ἐντύπωση καὶ βάζει σὲ σκέψεις καὶ ἁγία
ἀνησυχία, ὄχι μόνο τοὺς πιστούς, στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται ἡ ἐπιστολή, ἀλλὰ καὶ
τὸ σύνολο τῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ φράση «Μαρὰν ἀθά», ἀφοῦ πρῶτα
τονίζει σὲ πολὺ ἔντονο ὕφος «εἰ τὶς οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω
ἀνάθεμα» (A' Κορ. ΙΣΤ' 22). Ἐὰν κανεὶς δηλ. δὲν ἀγαπᾶ μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ τὸν
Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἂς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Κύριος
ἔρχεται!
Ἡ φράσις αὐτή, ἐντάσσεται ὀργανικὰ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς λατρευτικῆς
κοινότητας.
Οἱ πιστοὶ τὴν γνώριζαν καὶ τὴν βίωναν καὶ θὰ λέγαμε ὅτι ἀποτελοῦσε ἕνα
«σῆμα κατατεθὲν» στὴν ὅλη μυστηριακὴ κοινωνία. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος τὴν
καταγράφει καὶ σφραγίζει μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολή του, γνωρίζοντας ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα
δογματικὸ καὶ ἀφυπνιστικὸ στοιχεῖο.
Καὶ μόνο ὅτι ἀναφέρεται ἡ φράση μὲ τὴν ἀραμαϊκή της ἔκφραση «μαρὰν ἀθά»,
γίνεται φανερὸ ὅτι ἡ θεολογία ποὺ συμπυκνώνει, ἔχει νὰ κάνει τόσο μὲ τὸν χῶρο
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καὶ μὲ τὴν λαχτάρα τῶν πιστῶν.
Ἄλλωστε, τὸ ἐσχατολογικό της νόημα «ὁ Κύριος ἔρχεται σύντομα ὡς Κριτής»,
ἀφορᾶ τὸ παρόν, ποὺ ζεῖ κάθε φορᾶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Ἔχει νὰ κάνει μὲ
τὸν ἀγώνα τῆς καθημερινότητας σὲ σχέση μὲ τὴν «μόρφωση τοῦ Χριστοῦ» (Γαλάτ,
Δ΄19) στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν.
Ὄντως, συγκλονιστικὴ ἡ διατύπωση. Καὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς
Ἐκκλησίας μας καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὴ διαμόρφωση τῆς λατρείας μας, ποὺ ἀποτελεῖ
τὸ κέντρο καὶ τὸν πυρήνα τῆς πίστεώς μας, ὅτι τὸ «μαρὰν ἀθά», ἔχει διπλὴ τὴ
σημασία.
Σημαίνει καὶ αὐτὸ ποὺ ἤδη τονίσαμε «Ὁ Κύριος ἔρχεται σύντομα ὡς Κριτής», ἢ
ὅπως μεταφράζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως «Ἔρχου
Κύριε», μία λαχτάρα δηλ. καὶ μία προσδοκία γιὰ τὴν προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν
Θεό, ἀλλὰ ταυτοχρόνως βιώνεται καὶ ὡς «Ὁ Κύριος ἦλθε», μέσα στὸν λειτουργικὸ
χρόνο!
Ὁ Κύριος ἦλθε στὴν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ μὲ τὴν Κοινωνία τοῦ Κυριακοῦ Δείπνου,
καὶ τὸ συγκλονιστικό, ὅτι τελείωναν οἱ πιστοὶ τὴν σύναξη τῆς εὐχαριστίας, μὲ
μία ἐπίκληση ποὺ ἔδειχνε ὅλη τὴν νοσταλγία γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου!
Εἶναι γνωστό, ὅτι μέσα στὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ ποὺ κατέχει ἡ Ἐκκλησία μας,
ὑπάρχει καὶ τὸ βιβλίο «Διδαχή». Ἐκεῖ, μεταξὺ τῶν ἄλλων μελετοῦμε μία
καταπληκτικὴ ἐπίκληση τῆς λατρευτικῆς κοινότητας, πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας, ποὺ
ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν προσδοκία: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς Ἐκκλησίας σου, τοῦ
ρύσασθαι αὐτὴν ἀπὸ παντὸς πονηροῦ καὶ τελειῶσαι αὐτὴν ἐν τὴ ἀγάπη σου, καὶ
συνάξον αὐτὴν ἀπὸ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, τὴν ἁγιασθεῖσαν, εἰς τὴν σὴν βασιλείαν,
ἢν ἠτοίμασας αὐτή. Ὅτι σου ἐστὶν ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας». Ἐλθέτω
χάρις καὶ παρελθέτω ὁ κόσμος οὗτος. Ὡσαννὰ τῷ Θεῶ Δαυϊδ. Εἰ τὶς ἅγιος ἐστίν,
ἐρχέσθω. Εἰ τὶς οὐκ ἔστι, μετανοήτω» (Διδαχή, κέφ. 10).
Αὐτὴ λοιπὸν τὴ λατρευτικὴ σύναξη ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ὁ Ἀπόστολος.
Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία κατέχουν οἱ πιστοὶ καὶ ἀναγνωρίζουν στὴ φράση αὐτὴ τὴ λαχτάρα
γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Κύριό της Δόξης.
Βεβαίως τὸ πότε θὰ ἔρθει ὁ Κύριος ὡς Κριτής, τὸ πότε δηλ. θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα
τῆς ἐνδόξου του Παρουσίας, αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ γνωρίζει. «Οὐδεὶς
οἶδεν» καὶ ὅσοι τόλμησαν κατὰ καιροὺς νὰ κάνουν ὑποθέσεις καὶ νὰ περάσουν τὰ
ἐσκαμμένα, ἔπεσαν ἔξω.
Τὸ βέβαιο εἶναι, πὼς ἡ προσδοκία αὐτὴ ἀποτελεῖ μεγάλη πραγματικότητα καὶ θὰ
πρέπει ὄχι μόνο νὰ σκεπτόμαστε τὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας: «Καὶ
πάλιν ἐρχόμενον, κρίναι ζώντας καὶ νεκρούς», ἀλλὰ ἐπιβάλλεται νὰ συμμορφώνουμε
ἀναλόγως καὶ τὴ ζωή μας, πρὸς αὐτὴ βεβαίως τὴν κατεύθυνση.
Ἐὰν ὅμως δὲν γνωρίζουμε, ἀλλὰ καὶ δὲν ὠφελεῖ νὰ μάθουμε τοὺς «χρόνους ἢ
καιροὺς οὖς ὁ Πατὴρ ἔθετο ἐν τὴ ἴδια ἀξουσία» (Πράξ. Aπ. A ΄7), πιστεύουμε καὶ
γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται σύντομα στὸν καθένα προσωπικά.
Ἔρχεται κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Καὶ ἐδῶ ἀξίζει νὰ σταθοῦμε, διότι σημασία ἔχει τὸ πῶς ἄραγε θὰ μᾶς βρεῖ ὁ
Κύριος, ὅταν δεχθοῦμε, θέλοντας καὶ μή, τὸν ἀπρόσκλητο καὶ τρομερὸ αὐτὸν
ἐπισκέπτη.
Ἄραγε θὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ δώσουμε τὴν «καλὴν ἀπολογίαν»; Ή, ἀλλοίμονο, θὰ
ἀκουστεῖ τὸ φοβερὸ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς»!
Ώ, Κύριε, Κύριε, μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου...
Γίνεται λοιπὸν κατανοητὸ πὼς τὸ «Μαρὰν ἀθά», καὶ μὲ τὶς δύο του τώρα ὄψεις,
τόσο τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅσο καὶ αὐτῆς τοῦ θανάτου καὶ τῆς προσωπικῆς
συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο, δὲν εἶναι καθόλου ἁπλὴ ὑπόθεση. Δὲν εἶναι εὔκολη
ὑπόθεση, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, διότι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης συναντήσεως, καθορίζει
καὶ παγιώνει τὴν ὅλη κατάσταση κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς παγκοσμίου Κρίσεως.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Ἀπόστολος στὴν πρώτη προτροπή του πρὸς τοῦ
Κορινθίους, ἀπευθύνει τὸ «Γρηγορεῖτε». Καὶ παραγγέλει σ'΄αὐτούς, ἀλλὰ καὶ σ'
ἐμᾶς, νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ ξύπνιοι πνευματικῶς. Νὰ μὴ μᾶς πιάνει ὁ ὕπνος τῆς
ὀκνηρίας καὶ δεμένους μᾶς ρίχνει στὰ δίχτυα τῆς «εὐπερίστατης ἁμαρτίας» (Ἑβρ.
ΙΒ΄1), ποὺ ἐγκλωβίζει τὴν ψυχὴ στὰ ποικίλα πάθη καὶ τὴ ναρκώνει στὶς κακὲς
ἀδυναμίες.
Ἔτσι, κοντὰ στὴν ἐγρήγορση ἔρχεται ἡ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ ἡ ἐνδυνάμωση
στὸν ὑψηλότατο τῶν ἀγώνων, ποὺ μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ φυσικά, ὅσο
συνειδητότερος ὁ ἀγώνας, τόσο καὶ περισσότερη ἡ ἀνδρεία καὶ ὁ ἄγρυπνος λογισμὸς
ἐπάνω «στὰ τείχη τῆς καρδιᾶς».
Ἐννοεῖται δέ, ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ γίνονται ὄχι μὲ ὕφος ἄγριο καὶ ἀποκρουστικό.
Ὄχι μὲ πνεῦμα ἐμπάθειας καὶ ἀποστροφῆς πρὸς τοὺς ἀδερφούς. Οὐδέποτε σὲ
ἀτμόσφαιρα ἄκριτου καὶ φανατικοῦ ζηλωτισμοῦ, ποὺ σὲ ἀρκετὲς τῶν περιπτώσεων δὲν
ἔχει νὰ ζηλέψει τίποτε ἀπ' ὅσους τρέφουν στὴν καρδιὰ τοὺς τὴ μισαλλοδοξία ἀλλὰ
καὶ τὴν ἀνισορροπία.
Ὅλα αὐτὰ θὰ πραγματοποιοῦνται μέσα στὴν εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἐν Χριστῷ
ἀγάπης. Στὸ κλίμα τῆς εὐλογημένης ἐνοριακῆς-λατρευτικῆς συνάξεως, ποὺ δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρὰ «ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς
Κροστάνδης.
Φίλοι μου, ἤδη τονίσαμε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζουμε τὸ χρόνο, τὸ
πότε τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας.
Ἡ ἐπίγνωση ὅμως τῆς προσωπικῆς μας συνάντησης μὲ τὸν Κύριο, ὅταν ἡ
«ἡμερομηνία λήξεως» τῆς βιολογικῆς μας ζωῆς, σημάνει τὴν ἀναχώρησή μας ἀπὸ τὴ
στρατευομένη μᾶς Ἐκκλησία, αὐτό, θὰ πρέπει νὰ μᾶς κάνει καθημερινῶς ἕτοιμους.
Φυσικὰ τοῦτο πραγματοποιεῖται μὲ τὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ὄχι ἁπλὰ μὲ
ἕνα συναισθηματισμὸ ἢ μὲ ἕνα ἐπίχρισμα «θρησκευτικῆς ζωῆς».
Ἡ πραγμάτωση συντελεῖται ὡς Χριστοποίηση τῆς ὅλης ὕπαρξης, μὲ τὸν
ἐσχατολογικὸ στόχο τοῦ «Μαρὰν ἀθά»! Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὅταν δηλ. δὲν
ὑπάρχει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο, νομοτελειακῶς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐπιφέρει στὸν
ἑαυτὸ τοῦ τὸ «ἀνάθεμα».
Καὶ ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτέ, ὅτι ἡ σωτηρία μας δὲν εἶναι κάτι γενικὸ καὶ
ἀόριστο, ἀλλὰ ταυτίζεται μὲ τὸν Ἰησοῦ.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ἡ σωτηρία μας.
Ἀμὴν
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου