Πειθάρχηση και τιμωρία.
Ο άνευ προηγουμένου εκβιασμός, μνημόνιο ή έξοδος από την ΟΝΕ και την ΕΕ, από μέρους της ντόπιας και ευρωπαϊκής ελίτ-μετά τον βιασμό του μνημονίου- επιχειρεί να αντιστρέψει τις συνέπειες των αποτελεσμάτων από τις εκλογές της 6ης του Μάη. Η ωμή παρέμβαση στο εσωτερικό της χώρας-που ουσιαστικά αποτελεί προτεκτοράτο- με την συνεπικουρία των μνημονιακών κομμάτων, έχει ως στόχο να στείλει την προειδοποίηση στον ελληνικό λαό, ότι αν δεν πειθαρχήσει στα κελεύσματα των ελίτ, θα τιμωρηθεί αυστηρά, με την αποβολή του από το κλαμπ της ευημερίας, και με αποτέλεσμα την άτακτη χρεοκοπία.
Πέρα από την έλλειψη θεσμικών εργαλείων που στα πλαίσια των ευρωπαϊκών συνθηκών να προβλέπουν την αποπομπή μιας χώρας από την ΟΝΕ και την ΕΕ, και τους κινδύνους διάλυσης της ευρωζώνης από μια τέτοια εξέλιξη, επιχειρείται η δαιμονοποίηση των εθνικών νομισμάτων όσο και η αυτόνομη υπόσταση μιας χώρας στο διεθνές περιβάλλον. Το ευρώ, ως σύμβολο υποταγής και νομιμοφροσύνης στα κελεύσματα της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής επαναναδιάρθρωσης της Ευρώπης, ταυτίζεται πλέον με την μόνιμη λιτότητα, την μονοδιάστατη αντίληψη ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του μισθολογικού κόστους, και κυρίως, με την ηγεμονική πολιτικοοικονομική διαχείριση του γερμανικού καπιταλισμού. Στην ίδια λογική κινούνται τα συμπεράσματα της συνάντησης των G8 στην Νέα Υόρκη, παρά το γεγονός ότι κάνουν μνεία στην έννοια μιας αμφίβολου περιεχομένου ανάπτυξης, την οποία εννοούν, ως επενδύσεις για προσφορά ελάχιστης απασχόλησης, με μόνο σκοπό την μείωση των κοινωνικών αντιδράσεων.
Πειθάρχηση και τιμωρία, είναι οι δύο όψεις του ευρώ, της πολιτικής της ευρωζώνης και της ΕΕ. Το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ, η θεσμική κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και η εξωθεσμική, του βιομηχανικού κεφαλαίου, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την ανάπτυξη μιας διαφορετικής πολιτικής στο πλαίσιο της ευρωζώνης και της ΕΕ. Οι λαοί οφείλουν να πειθαρχήσουν ή θα τιμωρηθούν.
Εκβιασμός, προδοσία και αδιέξοδα.
Αναμφισβήτητα, η ελληνική πολιτική κρίση μετά την 6η του Μάη έχει φέρει σε δύσκολη θέση τις ευρωπαϊκές και ντόπιες ελίτ. Το τέλος της κοινοβουλευτικής χούντας και η αποδυνάμωση των δύο μεγάλων κομμάτων-καρτέλ, βάζει σε κίνδυνο το πειραματικό σχέδιο κινεζοποίησης της χώρας και κατ’ επέκταση του ευρωπαϊκού νότου. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει αξιόπιστο πολιτικό υποκείμενο για την εφαρμογή του μνημονίου και των απορρυθμίσεων που αυτό προβλέπει. Το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου και των δημόσιων αγαθών, μέσω του «Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» έχει μπλοκαριστεί, ενώ τα μνημονιακά κόμματα που ψήφισαν σε μια νύχτα το Σύμφωνο Σταθερότητας, αδυνατούν να συγκεντρώσουν την απαραίτητη πλειοψηφία, ώστε να επιδιώξουν μέσω συνταγματικής αναθεώρησης, την παράδοση της χώρας στη γερμανική ελίτ. Οι απαιτήσεις των γερμανών, έχουν να κάνουν με την ενσωμάτωση στην εθνική έννομη τάξη, του μηχανισμού επιτήρησης, που προβλέπει την προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και την μεταφορά εθνικής κυριαρχίας αναφορικά με τον προϋπολογισμό με τον διορισμό επιτρόπου από το Eurogroupe, με αρμοδιότητες ανώτερες από αυτές μιας εκλεγμένης κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, μια τέτοια αναθεώρηση θα πρέπει να αποβάλλει όλα τα άρθρα που αναφέρονται στην προστασία της πλήρους απασχόλησης, των εργασιακών δικαιωμάτων και των εγγυήσεων του κοινωνικού κράτους. Εντούτοις, η προδοσία και η παράδοση της εθνικής κυριαρχίας, ενώ φαινόταν να είναι ζήτημα μηνών, αποφέροντας τεράστια κέρδη στη ντόπια και ευρωπαϊκή ελίτ, όπως και φτηνούς ενεργειακούς πόρους στην γερμανική οικονομία, φαίνεται ξαφνικά να καταρρέει, μαζί με τους δύο επίδοξους εθνοπατέρες του πάλαι ποτέ πανίσχυρου δικομματισμού.
Το επίκεντρο του πανικού που κατέλαβε τους ευρωκρατούντες, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο εκβιασμός της κοινωνικής συναίνεσης, μέσω τεράστιων ποσών που δόθηκαν για προπαγάνδα, στην ντόπια μιντιακή διαπλοκή, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Το γεγονός αυτό έδειξε ότι η πειραματική εφαρμογή κινεζοποίησης του ευρωπαϊκού νότου, ενδεχόμενα να ανατραπεί από τον παράγοντα της λαϊκής βούλησης, ο οποίος υποτιμήθηκε δραματικά από τις ελίτ, λόγω της υπερεκτίμησης της μιντιακής προπαγάνδας. Η ομοβροντία των εκβιασμών για αποπομπή της χώρας από το ευρώ, τόσο από φιλελεύθερους, συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες, αποκαλύπτει ακριβώς αυτό τον πανικό και από μια άποψη είναι το τελευταίο χαρτί που έχουν στη διάθεσή τους οι ελίτ. Με τη λογική του μαστίγιου και του καρότου, οι έωλες υποσχέσεις για ανάπτυξη και επαναδιαπραγμάτευση του χρόνου εφαρμογής του μνημονίου, προσπαθούν να κάμψουν τις αντιδράσεις στον ωμό εκβιασμό, ενώ η ντόπια ελίτ ξαφνικά επενδύει στον Hollande και την δήθεν αλλαγή συσχετισμών στην ΕΕ.
Ουσιαστικά, η πολιτική των ευρωπαίων έναντι της Ελλάδα έχει αυτόεγκλωβιστεί σε ένα αδιέξοδο. Αν μια κυβέρνηση με βάση τον ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να αποδεσμεύσει την δανειακή σύμβαση από το μνημόνιο, με την μονομερή κατάργηση των απεχθών μέτρων και οι ευρωπαίοι εξαναγκαστούν να συρθούν σε διαπραγματεύσεις για το χρέος, αυτό σημαίνει ότι θα προτρέψουν και τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης να περάσουν σε μονομερή καταγγελία, με απρόβλεπτες συνέπειες για την γερμανική ηγεμονία. Αν αντίθετα πραγματοποιούσουν τις απειλές τους με έναν εξαναγκασμό της Ελλάδας να αποχωρήσει οικειοθελώς από την ευρωζώνη, αυτό θα έχει τεράστιες οικονομικές συνέπειες για το ευρωπαϊκό και αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και την σταθερότητα της ζώνης του ευρώ.
Υπάρχει διέξοδος στα πλαίσια της ΕΕ;
Η άποψη ότι για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της Ελλάδας ευθύνεται γενικά η οικονομική κρίση, και αποκλειστικά το δημόσιο χρέος, αδυνατεί να ερμηνεύσει το γεγονός ότι η αύξηση του δημόσιου χρέους συντελέστηκε στα πλαίσια της ευρωζώνης. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία της Ελλάδας να χρηματοδοτηθεί από την κεντρική της τράπεζα, και η εξάρτησή της από τις αγορές, επέτρεψε να παιχτούν κερδοσκοπικά παιχνίδια, με αποτέλεσμα την εκτόξευση του χρέους. Παράλληλα, η «φορολογική αντεπανάσταση» των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων από την δεκαετία του 1990, και κάτω από τις πιέσεις της ΕΕ στα πλαίσια της ευρωζώνης, μετά την εισαγωγή του ευρώ, μείωσε τα φορολογικά έσοδα και οδήγησε εξ ανάγκης στη διόγκωση του χρέους. Όσον αφορά τα δημόσια ελλείμματα, αντίθετα από την άποψη που τα συνδέει με τις δημόσιες δαπάνες, αυτές, όχι μόνο δεν συνδέονται με το δημόσιο χρέος, αλλά αντίθετα, λειτουργούν ως «αυτόματοι σταθεροποιητές», ενισχύοντας μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη. Αντίθετα, η επιβολή της δημοσιονομικής και νομισματικής αυστηρότητας στα πλαίσια του Μάαστριχ, είχε ως συνέπεια να ενοχοποιηθεί το κοινωνικό κράτος και το μισθολογικό κόστος. Παράλληλα, με την εφαρμογή μιας ομοιόμορφης μακροοικονομικής πολιτικής σε χώρες με άνιση ανάπτυξη και οικονομική δομή και με τους περιορισμούς του εξωτερικού εμπορίου, η «εκτροπή εμπορίου» επέτρεψε την ανισσοροπία, με την συσσώρευση πλεονασμάτων στο βορρά και ελλειμμάτων στον ευρωπαϊκό νότο. Αποτέλεσμα ήταν η πλασματική ανάπτυξη μέσω των χαμηλών επιτοκίων, ταυτόχρονα με την συσσώρευση εξωτερικών ελλειμμάτων.
Άρα, τα αίτια της κρίσης πρέπει να αναζητηθούν στα δομικά προβλήματα της ΟΝΕ και στο ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο που δημιούργησαν οι συνθήκες του Μάαστριχ και της Λισσαβόνας, και όχι μονομερώς στις παγκόσμιες καπιταλιστικές κρίσεις από το 2008 και μετά.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: είναι δυνατή η εφαρμογή μιας πολιτικής προάσπισης των εθνικών και λαϊκών συμφερόντων στα πλαίσια της ΟΝΕ και της ΕΕ; Είναι δυνατή η εφαρμογή ενός προγράμματος οικονομικής ανασυγκρότησης χωρίς την άρνηση των ευρωπαϊκών συνθηκών, που θεσμοποιούν την οικονομική κυριαρχία του βορρά στο νότο;
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι οι ευρωπαίοι παίζουν ένα διπλωματικό παιχνίδι εκβιασμού και από το οποίο θα υποχωρήσουν την τελευταία στιγμή μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα που θα επιβάλλει η λαϊκή βούληση, πάλι, είναι αδύνατη η άσκηση μιας εναλλακτικής πολιτικής χωρίς ρήξη με το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, κάτι που θα σήμαινε αναπόφευκτα την έξοδο της χώρας από την ΕΕ και το ευρώ. Το μόνο που θα ήταν δυνατόν στο πλαίσιο της ΕΕ, θα ήταν η διαπραγμάτευση ενός τρίτου μνημονίου, με συνέπεια την αλλοίωση της λαϊκής βούλησης και την απογοήτευση ως προς την αναζήτηση ενός εναλλακτικού δρόμου.
Όπως και να έχει, όλα συνηγορούν ότι για την εφαρμογή μιας φιλολαϊκής πολιτικής, αργά ή γρήγορα, είναι αναγκαία η ρήξη με το την ΕΕ-που προετοιμάζεται γι αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαία η άμεση προετοιμασία ενός σχεδίου Β,- αν όχι και Γ-που να προβλέπει την άμεση μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, την άμεση στάση πληρωμών, τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την ανασυγκρότηση των φορολογικών μηχανισμών, την άμεση αναδιανομή του πλούτου, την άμεση οικονομική αναδιοργάνωση της οικονομικής δομής της χώρας και τον γεωπολιτικό επαναπροσανατολισμό της, με άμεσες συμμαχίες στο πολιτικό και εμπορικό πεδίο.
Σουλτάνης Γρ.
Πηγή:http://moriasegkomion.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου