Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Ένα σχόλιο για την ίδρυση της Θεσσαλονίκης





Γράφει ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος στο βιβλίο του Ιστορία της Θεσσαλονίκης:

«Χάρη στην εξαιρετική της θέση, όπως είπαμε, η Θεσσαλονίκη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα. Μολαταύτα πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους εξακολουθεί να είναι η Πέλλα και ούτε γίνεται λόγος για μετάθεσή της στη Θεσσαλονίκη. […] Επομένως η Θεσσαλονίκη παραμένει ένα επίνειο της Πέλλας: είναι η βάση του εμπορικού και του πολεμικού ναυτικού της. Πραγματικά το λιμάνι της άνετα μπορούσε να χωρέσει τους μεγάλους μακεδονικούς στόλους.

Η εμπορική της εξέλιξη πρέπει να ήταν γρήγορη και μεγάλη. Καράβια από κάθε γωνιά του Αιγαίου, από τις ακτές της Συρίας, της Φοινίκης, της Αιγύπτου και από άλλα μέρη ξεφόρτωναν στοπ λιμάνι τα προϊόντα των ξένων χωρών. Οι ναυτικοί ή και άλλοι ταξιδιώτες, Έλληνες και ξένοι γίνονται φορείς των στοιχείων νέων πολιτισμών, νέων θρησκευτικών δοξασιών κ.λ. Έτσι π.χ. στη Θεσσαλονίκη διαπιστώνουμε νωρίς τη λατρεία των αιγυπτιακών θεών Σάραπη και Ίσιδας. Των θεών αυτών ανακαλύφθηκε τυχαία –τρία χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαϊά του 1917 κατά τις εργασίες της αποχωματώσεως για τη διαχάραξη νέων δρόμων –λατρευτικός χώρος (μικρός ναός εν ‘παραστάσει’ ή πρόστυλος, τμήμα στοάς και διάφορα άλλα κτίσματα) στη διαγώνιο Βαρδαρίου – Διοικητηρίου προς τις καπναποθήκες». (1).




Η εποχή όπου αναδύεται η τάση για την αναψηλάφηση της ιστορίας της πόλης, δηλαδή η σημερινή εποχή, σφραγίζεται με την ανάδυση προπαγανδιστικών ιδεολογημάτων που θέλουν την ‘παγκοσμιοποίηση’ να αντιδιαστέλλεται απόλυτα με το έθνος, την εθνική ταυτότητα, καθώς και την ιστορική διαδρομή των εθνών. Ένας οδοστρωτήρας έρχεται να σαρώσει, υποτίθεται, το «αφήγημα» της ελληνικής Θεσσαλονίκης –η οποία ψευδώς και παραπλανητικά ταυτίζεται με τον απόλυτο επαρχιωτισμό, το ‘κλείσιμο στον εαυτό’ και τον συντηρητισμό– για να αναδείξει, τάχα, τον «πολυπολιτισμικό αντίποδα» ενός εξωτικού οθωμανικού παρελθόντος, το οποίο υποτίθεται ότι διατράνωσε σε ύψιστο βαθμό την σημασία της διαφορετικότητας, την υβριδικότητα –η εποχή που υπηρέτησε όσο καμία το ιδεώδες της εθνοτικά ανάμεικτης πόλης κ.ο.κ.

Χρειάζεται πολύ θράσος, αμάθεια, ιδεοληψία, ολοκληρωτική απουσία ιστορικής συνείδησης (2), βλακεία, και μια ιδιοτέλεια πολλαπλών κινήτρων –ή πάλι, ένα μείγμα όλων αυτών– για να υποστηρίξει κανείς ότι το άπαρτχαιντ του ‘μιλέτ’, καθώς και τα άλλα αποτρόπαια μνημεία της ακραία δεσποτικής κυριαρχίας των Οθωμανών αντιπροσώπευαν κάποια θετική μορφή συνύπαρξης.

Δυστυχώς, υπάρχει μπόλικο από αυτό το μείγμα στα πανεπιστήμια, στις συνάξεις των ντόπιων ελίτ, στο δημαρχιακό μέγαρο, και στις… καταλήψεις ώστε αυτή η άποψη να κυριαρχεί σε αυτούς τους χώρους τουλάχιστον την τελευταία 20ετία. Ωστόσο, κι ευτυχώς, ο ιστορικός ορίζοντας αυτής της πόλης υπερβαίνει την συντριπτική διάθεση ενός χυδαίου κομφορμισμού τον οποίον επιδεικνύουν οι τωρινές ελίτ -είτε μιλάμε για το κατεστημένο, είτε δυστυχώς για το ‘αντι-κατεστημένο’ αυτής της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, ιδρύθηκε ως επίνειο της Πέλλας, της ιστορικής πρωτεύουσας μιας ‘ελληνιστικής κοινής’, δηλαδή μιας διεθνούς πολιτιστικής κατά κύριο λόγο κοινότητας που κληροδότησε η εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην ιστορία, για την οποία ο φιλόσοφος Κώστας Παπαϊωάννου έχει γράψει ότι αντιπροσωπεύει «τη μεγαλύτερη διεθνή κοινότητα που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης» (3).



Ας μην πάει ο νους, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο υπό την επίδραση αυτού του μείγματος το οποίο και περιγράψαμε παραπάνω, στο κακό ενός πρώιμου ‘ιμπεριαλισμού’ (sic!), ο οποίος εγκαινιάστηκε από την δράση μιας ιστορικής προσωπικότητας τον οποίον αρέσκονται να καταγγέλλουν στα μπαρ διάφοροι ψευτοψαγμένοι ως «σφαγέα» –ρίχνοντας νερό στον μύλο ενός υπαρκτού ιδεολογικού μηχανισμού, που έχει πραγματική επίδραση, ιδίως στα μυαλά των νεώτερων γενεών. Η «μεγαλύτερη διεθνή κοινότητα που γνώριζε ποτέ ο πλανήτης» ήταν διασπασμένη πολιτικά, συγκροτήθηκε ως ένα μωσαϊκό ελληνιστικών η ακόμα και ελληνίζοντων βασιλείων –εξάλλου ο ελληνικός πολιτισμός ποτέ δεν ανέπτυξε μια κάποια έφεση στην κρατική συγκρότηση (state-building), γεγονός το οποίο σήμερα πληρώνουμε ακριβά, για εντελώς διαφορετικούς λόγους από εκείνους που αναλύει το παρόν σημείωμα. Ήταν, λοιπόν, μια ‘κοινότητα πολιτισμών’ η οποία και πάλι όμως δεν είχε ως κυρίαρχο το στοιχείο της επιβολής. Σημειώνει ο Κώστας Παπαϊωάννου:

«Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρήσουμε πως η υιοθέτηση ενός κοσμοπολιτισμού με ελληνιστική χροιά οδήγησε στην απορρόφηση των λαών της Ανατολής από το ελληνικό πνεύμα. Ο ελληνισμός πήρε διαφορετική μορφή στις βουδιστικές χώρες και στο Ιράν, στην Αίγυπτο και τη Συρία, στη Ρώμη ή το Βυζάντιο: υπό την επίδραση των ελληνικών τρόπων σκέψης και έκφρασης ο κάθε λαός οδηγήθηκε, –θα τολμούσαμε να πούμε: εξαναγκάστηκε– να ξανασκεφτεί στα ελληνικά την ίδια του την υπόσταση– και να συναγάγει τις ανάλογες συνέπειες». (4)



Ψηφιδωτό σε αρχαία συναγωγή όπου απεικονίζεται ο Μ. Αλέξανδρος να συναντάει Εβραίο ιερέα

Ως ένα επίνειο, λοιπόν, αυτής της «κοινής» συγκροτείται και η Θεσσαλονίκη στα 316 π.Χ. Εξ ου και ο λατρευτικός χώρος της Σάραπις και της Ίσιδας «στη διαγώνιο Βαρδαρίου – Διοικητηρίου προς τις καπναποθήκες» (5), που γράφει ο Βακαλόπουλος.

Οι κάθε λογής εκφράσεις εθνομηδενισμού μπορούν άνετα, τώρα, να βυθιστούν σε υστερία: Προφανώς και η Θεσσαλονίκη δεν έγινε μια πόλη με ανοιχτούς, και διεθνοποιημένους τους ορίζοντές της, επειδή κατακτήθηκε από το επεκτατικό σύστημα της Ανατολής, που την έκλεισε στο πλαίσιο της τετράστενης κυριαρχίας του, μεταβάλλοντάς την σ’ ένα παθητικά διεθνοποιημένο χώρο, κατακερματισμένο στο εσωτερικό του από τον εθνοτικό φατριασμό στον οποίο τον υπέβαλλε η Οθωμανική κυριαρχία – προϊόν ενός ληστρικού επεκτατισμού που ξεπήδησε από τις επιδρομές νομάδων της κεντροανατολικής Ασίας.

Γεννήθηκε ως πόλη ανοιχτών οριζόντων επειδή ακριβώς ήταν προϊόν του ελληνικού πολιτισμού. Ο οποίος και με το οικουμενικό του άπλωμα, κληροδότησε στον κόσμο μια »κοινή» και όχι μια «αποκλειστική». Σε αντιδιαστολή, για παράδειγμα, με το τυχοδιωκτικό κρεσέντο της δυτικής επέκτασης, το οποίο κατέληξε στην ύβρη της παγκοσμιοποίησης, και συνακόλουθα στην σημερινή νέμεση ενός κόσμου ο οποίος είναι είναι έτοιμος να καταρρεύσει από τις αντιθέσεις που η ίδια παρόξυνε.

Εισηγητική, λοιπόν, η ελληνική –ελληνιστική κατά την ίδρυσή της– Θεσσαλονίκη ενός άλλου τρόπου ‘ανοίγματος’ στους διεθνείς ορίζοντες, ο οποίος επιτρέπει την ανάπτυξη της αμοιβαιότητας και όχι την διεύρυνση ενός πλαισίου υποταγής. Γεγονός το οποίο, εξάλλου, επιβεβαιώνεται τόσο στην ελληνορωμαϊκή της περίοδο, όσο και στην Βυζαντινή.

———–

Σημειώσεις:

(1) Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 23.

(2) Δεν πάει πολύς καιρός που, συζητώντας με μια αρχαιολόγο που σήμερα κάνει το μεταπτυχιακό της, την άκουσα έκπληκτος να υποστηρίζει ως τεκμήριο για την απόρριψη ολόκληρου του οικείου μεσαιωνικού πολιτισμού πως: «Οι Βυζαντινοί είχαν δεισιδαιμονίες, αν κρίνουμε από τα φυλαχτά και τα λογιών ξόρκια που συναντούμε στους τάφους τους». Κι όμως, εκπαιδεύτηκε σε τέτοιο βαθμό από τα σύγχρονα ιστορικά ιδρύματα για να θρυμματίζει κάθε ιστορική προοπτική μέσα σε μια αντίληψη απόλυτης παροντικότητας ώστε δεν είναι να απορεί κανείς για το ότι έκρινε το τότε με τους όρους του σήμερα, και χειρότερα, τους πεθαμένους με τα κριτήρια των σύγχρονων ζωντανών της. Αναρωτιέται κανείς με θλίψη, το τι αρχαιολογικό έργο θα παράγουν αυτοί οι άνθρωποι σαν έρθει η σειρά τους να αναλάβουν την πραγματοποίηση των ανασκαφών του μέλλοντος ή μάλλον σκέφτεται ότι δεν απέχουμε πολύ από το να καταντήσει και η αρχαιολογία matrix.

Όσο για τους καθηγητές και της καθηγήτριές της, είναι απίστευτο το γεγονός ότι οι άνθρωποι που καταστρέφουν κάθε έννοια ιστορικής προοπτικής από την συνείδηση των φοιτητών τους, είναι οι ίδιοι εκείνοι που αυτοπροβάλλονται, αντιπροσωπεύοντας το σύστημα και την πραγματική εξουσία μέσα στα πανεπιστήμια, ως αμύντορες της ιστορικής συνείδησης, απέναντι στην υποτιθέμενη στρέβλωση που της προκαλεί η εθνική μνήμη (sic!).

(3) Κώστας Παπαϊωάννου, Η κληρονομιά του Αλεξάνδρου, μετάφραση: Χριστίνας Σταματοπούλου, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2013, σελ. 20.

(4) ό.π., σελ. 32.

(5) Συνεχίζει ο Απ. Βακαλόπουλος: «Τόσο τα υπολείμματα του Σαράπειου, όσο και του οικοδομήματος με την υπόγεια κρύπτη, είναι σήμερα σκεπασμένα και απρόσιτα για πάντα στον φιλομαθή επισκέπτη,, γιατί επάνω από τον πρώτο περνά ο δρόμος της διαγωνίου Βαρδαρίου-Διοικητηρίου, ενώ πάνω στο δεύτερο έχει κτιστεί μια ιδιωτική οικοδομή». Αν θα θέλαμε κάποτε να διαμορφώσουμε μια πόλη που υπηρετεί και συνεχίζει οργανικά την εξέλιξή της, και δεν την ανακόπτει βίαια ακολουθώντας τις επιταγές οποιουδήποτε επεκτατισμού, είτε μιλάμε για κάποιο γεωπολιτικό σύστημα, είτε για τον σύγχρονο οικονομικό ολοκληρωτισμό, αυτή η οικοδομή θα πρεπε να κατεδαφιστεί, μαζί με την παράκαμψη του δρόμου, ώστε να αποκαλυφθεί ένα μνημείο της ελληνιστικής Θεσσαλονίκης…

https://skatzoxoiros.wordpress.com/2018/03/31/%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%AF%CE%B4%CF%81%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου