Γράφει ὁ πατήρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἀποστολικὸ
Ἀνάγνωσμα Β' Κυριακῆς Ματθαίου
(Ρωμ. β' 10-16)
Δὲν εἶναι ὀλίγοι ἐκεῖνοι οἱ πιστοὶ
ποὺ ἐνῶ ξεκινοῦν τὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ μὲ συνέπεια,
προϊόντος τοῦ
χρόνου ἀφήνουν τὴν καρδιά τους νὰ ψυχρανθεῖ καὶ ἡ πίστις νὰ καταστεῖ ἁπλῶς κάτι
σὰν ἰδέα καὶ θεωρία. Οἱ συνέπειες ὅμως αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἄκρως ἀρνητικές,
ἀφοῦ τελικῶς ὄχι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κάποια γνώση, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἐφαρμόζουν
θὰ δικαιωθοῦν ἐν ἡμέρα κρίσεως.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια μᾶς ἐπισημαίνει
στὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Ἀπ. Παῦλος.
“Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου
δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται” (Ρωμ. β' 13).
Ἂς ἐμβαθύνουμε ὅμως μὲ τὴ χάρη τοῦ
Θεοῦ στὸ σημαντικότατο αὐτὸ θέμα.
Θὰ πρέπει ἐξ' ἀρχῆς νὰ τονίσουμε
καὶ νὰ ἐννοήσουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δίδει τὸν Νόμον του καὶ τὶς ἐντολὲς του ἁπλῶς
καὶ ὡς ἔτυχε. Δὲν εἶναι ἁπλὰ λόγια τὸ ἀποκαλυπτικὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπαφίεται
στὸ τί ἐξ' αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος θὰ θελήσει νὰ ἐφαρμόσει. Ὄχι, ὁ Νόμος καὶ οἱ Ἐντολὲς
τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἑκουσίως δέχονται τὸν ἐλαφρὺ ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
ὑποχρεωτικοῦ κύρους καὶ ἐφαρμογῆς. Μᾶς ἐδόθη ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ποὺ διασφαλίζεται
καὶ ἑρμηνεύεται αὐθεντικῶς μόνο ἐντός τοῦ Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὄχι
γιὰ ἄλλο σκοπό, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ἔχουμε ρυθμιστὴ στὴν ἀτομική, τὴν οἰκογενειακή,
τὴν κοινωνική, τὴν Ἐθνική μας ζωή. Καὶ φυσικὰ τὸ τέλειο εἶναι ὁλόκληρος ὁ
κόσμος νὰ τεθεῖ στὴν ὑπακοὴ αὐτῶν τῶν θείων ἐντολῶν ποὺ ἀπελευθερώνουν καὶ ἐξαγιάζουν
τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστιανὸς ποὺ θεωρητικῶς ἀποδέχεται
τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ ἀδιαφορεῖ
γιὰ τὴν πρακτική της ἐφαρμογὴ ὁμοιάζει πρὸς
τὸ ἄκαρπο δένδρο. Τί λέγει ὅμως ὁ Κύριος γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή; “Πᾶν
δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλόν, ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται”.
Καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖες οἱ
λέξεις διὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ἀποδίδει τὶς οὐράνιες πραγματικότητες, ἀφοῦ σὲ αὐτὸ
τὸ πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως θὰ καταλήξει ὁ κάθε ἀμετανόητος παραβάτης τοῦ Εὐαγγελικοῦ
νόμου.
Ὄχι, ἀδελφοί μου, δὲν μποροῦμε νὰ
θεωροῦμε ἐντελῶς φυσιολογικὸ γεγονὸς τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ πολιτειακοῦ νόμου· νὰ
συμφωνοῦμε ὅτι ἄγνοια νόμου δὲν συγχωρεῖται· νὰ δεχόμαστε ἁπαξάπαντες - οἱ νοῦν
ἔχοντες - ὅτι οἱ παραβάτες τῶν νόμων τοῦ κράτους πρέπει νὰ τιμωροῦνται καὶ ἀπὸ
τὴν ἄλλη νὰ ἀρνούμαστε τὶς συνέπειες τῆς παραβάσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκ τῶν
λόγων σου κρινῶ σε δοῦλε πονηρέ. Αὐτὴ τὴ λογικὴ ποὺ ἐφαρμόζεις γιὰ τὰ τοῦ
κόσμου, τουλάχιστον ἐφάρμοσέ την καὶ στὰ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ
διαλεκτικὴ αὐτὴ σύγκρισις ὑποβιβάζει τὸ πανάγιον θέλημα. Ἀλλ' ἔστω κι ἀπ' αὐτὴν
τὴν ὀπτικὴ γωνία ἐὰν τὸ παρατηρήσει κάποιος τὸ ὅλον θέμα, καταντᾶ ἀναπολόγητος
καὶ στὴ ζωὴ αὐτή, ἀλλά, φοβερόν, καὶ ἐν ἡμέρα κρίσεως.
Δὲν μποροῦμε λοιπὸν παρὰ νὰ
καταντοῦμε ἄνευ τῶν ἔργων τῆς πίστεως, πνευματικῶς νεκροί. Καὶ φυσικά, αὐτὸ σὲ
οὐδεμία τῶν περιπτώσεων συνιστᾶ ἠθικισμὸ ὅπως θὰ σπεύσουν νὰ κατηγορήσουν οἱ
νεορθόδοξοι καὶ οἱ “καιροσκόποι” θεολόγοι, τὸ κατάντημα δηλ. τοῦτο τῆς πίστεως.
Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως διὰ ἔργων ἀγαθῶν, ἀποδεικνύει ὀρθοπραξίαν καὶ
συνειδητὴ μυστηριακὴ – ἀσκητικὴ – ἡσυχαστικὴ – ὁμολογιακὴ βιοτὴ μὲ ὅλες τὶς
συνέπειες καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς καθημερινότητος.
Αὐτὸ δηλ. πού κηρύσσει
θεοπνεύστως καὶ ὁ θεῖος Ἰάκωβος ὅταν γράφει: “ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστί”,
γιὰ νὰ προσθέσει πρὸς κάθε πιστὸν “δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου”.
Ἐὰν τώρα θελήσουμε νὰ προσέξουμε
περισσότερο τὴν πληγή της μὴ ἐφαρμογῆς θὰ διαπιστώσουμε καὶ θὰ παραδεχθοῦμε ὄχι
ὅτι ὁ Θεὸς ζητᾶ πράγματα ἀκατόρθωτα, ἀλλὰ ὅτι μᾶς πνίγουν οἱ τρεῖς
γίγαντες τῆς ψυχῆς, δηλ. ἡ ραθυμία, ἡ λήθη καὶ ἡ ἄγνοια, κατὰ τοὺς
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ αἰτία σὺν τοῦ ὅτι ὡς ἀνόητοι ἀναπαυόμαστε
στὴν ἁμαρτητικὴ ροπὴ ποὺ φέρουμε μέσα μας ἀλλὰ καὶ στὴν κατάσταση τῆς πνευματικῆς
ἀναισθησίας ποὺ καρποφορεῖ ἡ ἐνεργὸς ἁμαρτία σὲ ὅλα της τὰ ἐπίπεδα. Εἶναι δὲ
τόσο δαιμονικὴ ἡ ἀδικαιολόγητος δικαιολογία ὁρισμένων ὅτι δῆθεν οἱ ἐντολὲς τοῦ
Χριστοῦ εἶναι ἀνεφάρμοστες καὶ τὰ θεία παραγγέλματα ἀκατόρθωτα ποὺ ἐγγίζουν τὰ ὅρια
τῆς βλασφημίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι δυνατὸν ἄνθρωπε ὁ Θεὸς νὰ δώσει νόμο
δυσβάστακτο καὶ ἀκατόρθωτο στοὺς ἀνθρώπους; Αὐτὸς ὁ πάνσοφος ποὺ γνωρίζει ἕως
λεπτομερείας τὶς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, Αὐτὸς ποὺ ἐξ ἀγάπης καὶ ἐκ τοῦ μὴ ὄντως
τὸν δημιούργησε, Αὐτὸς ποῦ ἔδωσε τὸν Υἱὸν τοῦ τὸν μονογενῆ νὰ θυσιαστεῖ ἐπὶ τοῦ
Σταυροῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι
ζητᾶ κάτι ἀκατόρθωτο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο; Κύριε φύλαξέ μας ἀπὸ τέτοιους δαιμονικοὺς
λογισμούς. Ὄχι λοιπὸν δὲν εἶναι αὐτό. Ἡ πνευματικὴ τεμπελιά, ἡ ἄγνοια, ἡ
συνήθεια στὴν ἁμαρτία ποὺ καταντᾶ δευτέρα φύσις καθότι “τὸ ἐπαναλαμβανόμενον ἔθος,
ἤθος”, ἡ δειλία καὶ ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου καὶ τόσα ἄλλα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ὑψώνονται
ὡς ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο στὸ νὰ ἐφαρμόσουμε μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ τὸν αἰώνιον
καὶ ἀμετάθετον νόμον τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα καὶ ἂς ἀφήσουμε τὶς
δικαιολογίες ποὺ ὡς βαρίδια μᾶς δένουν καὶ μᾶς ρίχνουν στὸ πέλαγος τῆς ἀνυπακοῆς.
Ναί. Τὰ πάντα ὡς πρὸς τὸ ζήτημα αὐτὸ
ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μόνον ἀπὸ ἐμᾶς, δοθέντος ὄτι “ο Θεὸς πάντας ἀνθρώπους
θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν” (Α' Τίμ. Β' 4).
Ἀδελφοί μου τὰ ἔτη ποὺ μᾶς
χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ζήσουμε στὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο εἶναι
μετρημένα καὶ φεύγουν γρηγορότερα καὶ ἀπὸ τὸ νερό. Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ τὰ ἐκμεταλλευθοῦμε
καὶ νὰ θέσουμε ἀρχὴ σωτηρίας. Ἡ ἐφαρμογὴ καὶ μόνο ἡ ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἐντολῶν
εἶναι ποὺ βεβαιώνει τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια, τὴν ζωὴ στοὺς οὐρανοὺς
ποὺ θὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ λατρευτὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Νὰ δώσει ὁ Θεός. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου