Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Η αντίδραση της νέας Ελληνικής κυβερνήσεως στην απόπειρα των Βρυξελλών να προεξοφλήσουν τη σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής κυβερνήσεως, χωρίς να έχουν ζητήσει προηγουμένως τη συγκατάθεσή της, ήταν η οφειλόμενη. Η αντίδραση είναι πρώτα απ' όλα αυτονόητη ως θέμα αρχής, ουσιαστικής ασκήσεως της εθνικής κυριαρχίας και αυτοσεβασμού. Ανταποκρίνεται, κατά δεύτερο λόγο, σε ουσιαστικούς λόγους εθνικού συμφέροντος αλλά και προβληματισμού για την ακολουθούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολιτική απέναντι στη Ρωσία, με αφορμή το θέμα της Ουκρανίας.
Η Ελληνική αντίδραση δεν πρέπει να μετατραπεί σε πυροτέχνημα. Θα πρέπει να έχει συνέχεια για τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας βλάπτουν άμεσα πολύ σημαντικά Ελληνικά συμφέροντα. Μια σειρά δυναμικές Ελληνικές καλλιέργειες, από τις λίγες που έχουν απομείνει, κινδυνεύουν με καταστροφή. Αρνητικότατες είναι επίσης οι συνέπειες των κυρώσεων στον τομέα της Ελληνο-Ρωσικής αμυντικής συνεργασίας, με δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος των οπλικών συστημάτων του Ελληνικού στρατού είναι Ρωσικής προελεύσεως. Οι κυρώσεις στον τομέα αυτό καταλήγουν σε αυτοεμπάργκο κατά της εθνικής άμυνας της χώρας, σε μια στιγμή που μεγεθύνονται οι κίνδυνοι και οι απειλές εκ μέρους της Άγκυρας.
Η αποκατάσταση των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων σε γεωπολιτικό επίπεδο είναι ένας δεύτερος πολύ σημαντικός λόγος, που αφορά την άμυνα της χώρας και ζωτικότατα εθνικά συμφέροντα. Είδαμε, προσφάτως, για μια ακόμη φορά, στο Κυπριακό, τη μονόπλευρη φιλοτουρκική στάση της Αμερικανικής πολιτικής, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις και τις αντιδράσεις που προκαλεί η πολιτική Ερντογάν. Η Αμερικανική πλευρά, σε στενή συνεργασία με τη Βρετανική, ευθυγραμμίσθηκε πλήρως με τις αξιώσεις της Τουρκικής πλευράς στο θέμα της ΑΟΖ
της ελεύθερης Κύπρου και άσκησαν την επιρροή τους στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, για «να βάλει πλάτη» στην Τουρκική πλευρά, όπως δημοσίως κατήγγειλε ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης.
Ελλάδα και Κύπρος έχουν ανάγκη από το Ρωσικό στρατηγικό αντίβαρο τόσο στο αμυντικό όσο και στο διπλωματικό επίπεδο. Έχουν ανάγκη επίσης από μια στενή οικονομική συνεργασία με μια μεγάλη, φιλική και κοντινή χώρα, που αντιπροσωπεύει μια τεράστια αγορά και η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματική της Ελληνικής οικονομίας.
Το επιχείρημα ότι η Ελλάδα και η Κύπρος, που επικαλούνται συχνά την αλληλεγγύη της Ευρώπης για τα δικά τους προβλήματα, πρέπει στην περίπτωση αυτή να καταλάβουν αγόγγυστα το τίμημα της αλληλεγγύης με την Ουκρανία, δεν ισχύει, γιατί για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι γνωστό ότι στην περίπτωση της Ουκρανίας δεν είναι η Μόσχα που ήρξατο χειρών αδίκων.
Οργανώθηκε στο Κίεβο ένα ιδιότυπο πραξικόπημα με τη συνεργασία φιλοναζιστικών ομάδων και την ενεργό συμμετοχή Δυτικών πολιτικών ηγετών και μυστικών υπηρεσιών. Το πραξικόπημα δεν απέβλεπε απλώς σε αλλαγή καθεστώτος, αλλά σε μια μεγάλη γεωπολιτική ανατροπή, σε βάρος της Ρωσίας, στον χώρο της Ουκρανίας και της Μαύρης Θάλασσας. Γιατί η Ευρώπη θα έπρεπε να εμπλακεί σε ένα τέτοιο γεωπολιτικό παιχνίδι κατά της Ρωσίας; Εξυπηρετεί η πολιτική αυτή τα καλώς νοούμενα Ευρωπαϊκά συμφέροντα; Είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης η δημιουργία ενός νέου κλίματος ψυχρού πολέμου στην Ευρώπη;
Κατά πρώτο λόγο, η εμπλοκή της Ευρώπης σ' ένα γεωπολιτικό παιχνίδι των Αμερικανών κατά της Ρωσίας, από τη θέση ουσιαστικά του υποτελούς, βλάπτει καίρια την προοπτική μιας ανεξάρτητης και γεωπολιτικά αυτόνομης Ευρώπης. Υπονομεύει επίσης τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίζει η Ευρώπη ως παράγοντας ειρήνης και συνεργασίας. Υπάρχει πράγματι Ρωσική απειλή, για την αντιμετώπιση της οποίας η Ευρώπη θα έπρεπε εκ νέου να προστρέξει στις ΗΠΑ και να τεθεί κάτω από την αιγίδα της;
Η εσωτερική πολιτική αλλαγή που επήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την εσπευσμένη διεύρυνσή της με την ένταξη των χωρών της ΝΑ Ευρώπης, έδωσε μια πολύ πιο έντονη Ατλαντική κατεύθυνση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξέλιξη αυτή αναβάθμισε, περισσότερο για Αμερικανικούς γεωπολιτικούς λόγους, τη Ρωσική απειλή. Επίκεντρο της υποτιθέμενης Ρωσικής «απειλής» έγινε η ενεργειακή συνεργασία Ευρώπης - Ρωσίας, με την κινδυνολογία ότι δημιουργεί «εξάρτηση» της Ευρώπης. Γιατί όμως, με την ίδια λογική, δεν δημιουργεί επίσης «εξάρτηση» της Ρωσίας από την Ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά; Προφανώς, η Ρωσία έχει ανάγκη να εξάγει το φυσικό της αέριο και έχει κάθε λόγο να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην πλούσια και κοντινή Ευρωπαϊκή αγορά.
Η κινδυνολογία είναι προσχηματική. Ο πραγματικός λόγος είναι ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός ΗΠΑ - Ρωσίας. Οι ΗΠΑ καλλιέργησαν και πίστεψαν τον μύθο ότι βγήκαν νικητές από τον ψυχρό πόλεμο. Πίστεψαν επίσης ότι είχαν υποβιβάσει οριστικά τη Ρωσία σε δευτέρας τάξεως δύναμη μετά την επιβολή, επί Γιέλτσιν, ενός ακραίου νεοφιλελεύθερου καθεστώτος και την ανεξαρτητοποίηση από τη Ρωσία, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν.
Η αλήθεια δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε περισσότερο από εσωτερικές, δικές της αδυναμίες, παρά κάτω από εξωτερικά πλήγματα, όπως ο αφόρητος ανταγωνισμός εξοπλισμών, που επέβαλε ο Πρόεδρος Ρήγκαν με τον Πόλεμο των Άστρων, και η κατακόρυφη πτώση της τιμής του πετρελαίου, όπως επαναλαμβάνεται και σήμερα. Οι μεγάλες προσδοκίες, που καλλιεργήθηκαν επί Γιέλτσιν, για οριστική γεωπολιτική υποβάθμιση του Ρωσικού παράγοντα και για ένταξη της αχανούς Ρωσίας στην παγκοσμιοποίηση, διεψεύσθησαν με την έλευση Πούτιν. Ο Ρώσος ηγέτης έθεσε στην ημερήσια διάταξη του προγράμματός του την παλινόρθωση της Ρωσικής ισχύος και του γεωπολιτικού της ρόλου. Οι τεράστιοι ενεργειακοί πόροι της χώρας έγιναν ο καταλύτης για την ανάκαμψή της και τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού των δομών της και ιδιαίτερα των ενόπλων δυνάμεών της.
Η Αμερικανική πολιτική εκμεταλλεύθηκε, σε πρώτη φάση, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως για να προωθήσει το ΝΑΤΟ Ανατολικά. Προώθησε στη συνέχεια την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συζυγία με το ΝΑΤΟ, παρουσιάζοντας τους δύο θεσμούς ως τους πυλώνες της Ευρω-Ατλαντικής Ενώσεως.
Η εκτροπή της Ευρώπης στο οικονομικό επίπεδο, μέσα από την ταύτισή της με την παγκοσμιοποίηση και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, συμπληρώνεται από μια παράλληλη στρατηγική εκτροπή που καθιστά την Ευρώπη υποτακτική δύναμη των ΗΠΑ.
Αυτή είναι η Ευρώπη που οραματίσθηκαν ιστορικοί Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Στρατηγός Ντε Γκολ, αλλά και μικρότερου βεληνεκούς Ευρωπαίοι ηγέτες, που υπεράσπιζαν μέχρι προσφάτως έναν διακριτό ρόλο της
Ευρώπης στις διεθνείς σχέσεις. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δεν φέρει μόνο μεγάλη ευθύνη για την πολιτική της καταστροφικής λιτότητας που επεβλήθη ως νεοφιλελεύθερος δογματισμός στην Ευρώπη. Φέρει επίσης πολύ μεγάλη ευθύνη για τη στρατηγική εκτροπή της Ευρώπης. Οι ΗΠΑ, με ιστορικούς άλλοτε ηγέτες, όπως ο Ντελάνο Ρούσβελτ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, βοήθησαν αποφασιστικά την Ευρώπη να αντιμετωπίσει τη Χιτλερική λαίλαπα και να επιτύχει σε χρόνο ρεκόρ την ανοικοδόμηση και την ευημερία της.
Οι ΗΠΑ, με τις σημερινές επιλογές και τάσεις τους, δεν εμπνέουν την ίδια εμπιστοσύνη. Η Ευρώπη πρέπει να αναχαιτίζει Αμερικανικές πολιτικές που δημιουργούν κινδύνους για την παγκόσμια ειρήνη και όχι να συντάσσεται άκριτα με αυτές όταν μάλιστα στρέφονται κατά των Ευρωπαϊκών συμφερόντων. Η Ελλάδα οφείλει, στο πλαίσιο αυτό, να προασπίσει τα δικά της συμφέροντα και ταυτόχρονα να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής που δεν θα συνδαυλίζει διαμάχες και συγκρούσεις για λόγους κυρίως Αμερικανικής γεωπολιτικής.
Πηγή εφημ. "Το Παρόν"
Ας μιλήσουμε επιτέλους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου