Ὁ Σιατίστης Ἀντώνιος: Ἕνας ἅγιος Ἀρχιερεὺς
Στέλιο, ἀγαπητὲ φίλε καὶ ἀδελφέ,
Καλημέρα,
Ἄργησα νὰ
σοὺ γράψω. Ἀπουσίαζα.
Σοὺ ὀφείλω τὰ βιογραφικὰ
ποὺ τὰ φωτοτύπησα
ἀπὸ τὸν
τόμο ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ τὰ
τριάντα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας.
Ἐκεῖνο ποὺ θάθελα νὰ σὲ
βεβαιώσω εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος.
Ζοῦσε ἅγια.
Εἴκοσι χρόνια ποὺ τὸν ἔζησα ἀπὸ κοντὰ τὸ ἔβλεπα, τὸ ἐνοίωθα.
Ἀκτινοβολοῦσε φῶς, γέλιο, ἤρεμο.
Ἁπλὸς σ’ ὅλα του.
Φτωχὸς μέχρι τρέλας. Λιτὸς ἀπερίγραπτα.
Ντρέπομαι ὅταν ἀναλογίζομαι τὸ πόσες
φορὲς λειτούργησα μαζί του κι ἐγὼ
φοροῦσα στολὲς
πλούσιες κι αὐτὸς ἦταν πλάι μας φτωχότατος.
Θὰ σοὺ πῶ κάτι γιὰ
νὰ θαυμάσεις πάνω σ’ αὐτό. Ἀγόρασα μία βαλίτσα, κάποτε, γιὰ τὶς στολές μου ὅταν μετακινούμουνα. Δερμάτινη. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία,
ὡς τοποτηρητής. Εἶχε μία βαλίτσα ξύλινη – ἐσωτερικὰ ἐπενδυμένη μὲ ταπετσαρία χάρτινη, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἔχουν κάτι λαϊκὰ μπαοῦλα. Ντράπηκα.
Παπὰς ἐγώ.
Δεσπότης αὐτός. Τοῦ λέω, «Γέροντα δὲν πάει ἄλλο. Θὰ
πάρετε τὴ βαλίτσα τὴ δική μου». Ἐπαναστάτησε. «Ὄχι» μοῦ λέει, «ἐσὺ
εἶσαι οἰκογενειάρχης,
ἔχεις παιδιὰ καὶ ἄλλα τέτοια». Τελικὰ τὴν πῆρε. Ὕστερα ἀπὸ μέρες μοῦ τηλεφώνησε. «Ἔλα νὰ πᾶμε νὰ
λειτουργήσουμε σὲ κάποια κωμόπολη».
Πάω, τί νὰ δῶ.
Ἡ ξύλινη...
βαλίτσα. «Πάλι τὰ ἴδια» τοῦ λέω.
«Παιδάκι μου, μοῦ λέει, «ἔπιασε τόπο, τὴν ἔδωσα σὲ μία φτωχιά».
Πήγαμε, κάποτε μὲ τοῦ δικούς
μου στὴ Σιάτιστα νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε.
Καὶ τί νὰ δοῦμε: Σφουγγάριζε τὶς σκάλες
τῆς Μητρόπολης. «Αὐτὰ τὰ λεφτὰ ποὺ θὰ ’δινα σὲ
μία γυναίκα τὰ βάζω στὸ φιλόπτωχο – κι ὕστερα μὴ ξεχνᾶτε πὼς ἂν ἤμουνα στὸ μοναστήρι
θὰ ἔκανα κάποιο διακόνημα».
Μοῦ διηγήθηκε κάποιος: Ἦταν ὁ πρῶτος καιρὸς ποὺ
εἶχε ἔλθει στὴ
Μητρόπολη. Δὲν
ἦταν ἀκόμα γνωστός. Πῆγε μία Κυριακὴ σὲ
χωριὸ στὸ Βόιο.
Τελείωσε ἡ Λειτουργία. Βγῆκε ἔξω καὶ
περίμενε κανένας νὰ τὸν μαζέψει γιὰ τὸν πάει
στὴ Σιάτιστα. Αὐτοκίνητο δὲν εἶχε μέχρι
ποὺ πέθανε. Στάθηκε ἕνας μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, αὐτὸς πού μοῦ τὰ διηγεῖται,
καὶ τοῦ λέει.
«Παπούλη ποῦ πᾶς»; Λέει αὐτὸς Σιάτιστα». «Καὶ ἐγὼ
ἐκεῖ πάω, ἀλλὰ
ἔχω δίπλα μου τὴ γυναίκα μου. Πρέπει νὰ στριμωχθοῦμε».
Τοῦ λέει ὁ Δεσπότης.
«Στὴν καρότσα μὲ παίρνεις; Λέει «Ναί».
Ἀνέβηκε στὴν καρότσα. Φτάσαμε στὴ Σιάτιστα. Θέαμα. Ἔτρεξαν ἄνθρωποι.
Στάθηκαν μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο. Τὸν βοήθησαν νὰ κατέβει. Χειροφιλήματα. Ρωτάει ὁ ἄνθρωπος. «Ποιὸς εἶναι;» «Ὁ Δεσπότης». Ἀρχίζει νὰ κλαίει. «Ἔβαλα»,
μοῦ λέει, «τὸν Δεσπότη στὴν καρότσα κι ἄφησα τὴ γυναίκα μου στὸ κάθισμα». Καὶ τέτοια
περιστατικά, Στέλιο πολλά. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἄφησε περιουσία στὴ Μητρόπολη. Τὰ μοναστήρια του.
Ἀτέλειωτες ὧρες ἐξομολόγηση. Ἡ μισὴ
Κοζάνη πήγαινε σ’ αὐτόν. Ἀγρυπνίες. Κόσμος ἀπὸ
Καστοριά, Γρεβενά, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα. Δύο
φορὲς ἔκανε τοποτηρητὴς ἀπὸ 2-3 μῆνες καὶ τὰ γύρισε ὅλα τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς, ἑκατὸν πενήντα (150) τὸν ἀριθμό, ἀπὸ δύο φορές!
Στὴν Κηδεία του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, εἶπε ὅτι σήμερα κηδεύουμε ἕναν ἅγιο, ὁ κόσμος ὅλος φώναξε μὲ μία φωνὴ τρεῖς φορὲς «Ἅγιος». Ἀκόμα σηκώνεται ἡ τρίχα μου.
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο «Ὁ Φιλομόναχος Ἐπίσκοπος». Μόλις τὸ πάρω θὰ στὸ
στείλω.
Χαιρέτα ὅλους. Εὔχου – Εὔχομαι.
Δικός σου,
Παπα-Γιώργης
Κοζάνη,
12 Μαρτίου 2006
Περιοδικό Χριστιανικη Βιβλιογραφία, Μάρτιος
2006
o-nekros.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου