Εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα
Είναι γνωστό πως οι αναθεωρητές
ιστορικοί θέλουν να αποσυνδέσουν εντελώς την Εκκλησία από την επανάσταση
του 1821 και από όλα τα άλλα ιστορικά γεγονότα, στα οποία το σύγχρονο
ελληνικό κράτος χρωστάει την ύπαρξη και τη συγκρότησή του. Γι’ αυτό και
οτιδήποτε συνδέει τον ελληνισμό με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη
χαρακτηρίζεται αυτόχρημα ως μύθος. Ένας από αυτούς τους «μύθους» είναι
και το κρυφό σχολειό. Και μάλιστα όχι οποιοσδήποτε, αλλ’ ίσως ο
κυριότερος.
Λίγες δεκαετίες πριν, όλοι σχεδόν οι
ιστορικοί και ερευνητές αποδέχονταν και προασπίζονταν την ιστορικότητα
του κρυφού σχολειού. Όμως, τώρα πια, οι πιο πολλοί, ακόμη και αυτοί του
λεγόμενου πατριωτικού χώρου, μαζί με εκείνους του εκκλησιαστικού, δεν
διστάζουν να παραδεχτούν ευθέως πως, όταν οι αναθεωρητές ιστορικοί
υποστηρίζουν ότι κρυφό σχολειό δεν υπήρξε ποτέ, έχουν δίκιο.
Παράδειγμα χαρακτηριστικό ο γνωστός
ιστορικός Τ. Γριτσόπουλος, ο οποίος παλαιότερα υπήρξε ένας από τους
πλέον ένθερμους υπέρμαχους και υποστηρικτές του κρυφού σχολειού, με
μεγάλη συγγραφική παραγωγή ειδικά γι’ αυτό το θέμα. Κι όμως, προς το
τέλος της ζωής του, δεν δίστασε να δηλώσει ευθέως ότι «ορθώς[1]
αμφισβητείται η λειτουργία Κρυφού Σχολείου. Διότι δεν μαρτυρείται στις
πηγές, αφού μάλιστα οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν την λειτουργία σχολείων
μετά την Άλωσιν»[2].
Το ίδιο σαφής και ξεκάθαρος στην
τοποθέτησή του είναι και ο π. Γ. Μεταλληνός, ο οποίος, ήδη από το 1988,
έχει δεχτεί πως το κρυφό σχολειό είναι «ατεκμηρίωτο ιστορικά, ως προς τη
διαθρυλούμενη μορφή του». Ο «θρύλος» αυτός, προσθέτει, «έχει οπωσδήποτε
υπόσταση», αλλά «με την έννοια, ότι την οργανωμένη παιδεία, αδύνατη για
την εποχή αυτή, αναπλήρωνε η ανεπίσημη και ταπεινή φροντίδα της
Εκκλησίας, στους νάρθηκες των ναών και στις μονές. Τίποτε όμως δεν
αποδεικνύει επίσημα καθιερωμένη και συστηματική δίωξη της παιδείας από
τους Τούρκους»[3], «έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις έλαβε χώρα, αλλ’ ως αποτέλεσμα ατομικής πρωτοβουλίας και υπερβάλλοντος ζήλου»[4]. Και για τα περαιτέρω παραπέμπει στην «σπουδαία ανάλυση» του Άλκη Αγγέλου, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους[5],
δηλαδή στο κείμενο εκείνο, όπου, για πρώτη φορά σε επίπεδο έγκριτου
επιστημονικού λόγου, χαρακτηρίστηκε το κρυφό σχολειό ως μύθος. Αυτή η
άποψη του π. Γ. Μεταλληνού έχει πρακτικά γίνει και η ημιεπίσημη θέση της
Εκκλησίας, αφού εκφράζεται δημόσια από πολλούς θεολόγους, ιερείς αλλά
και μητροπολίτες.
Μετά απ’ όλ’ αυτά, ακόμη και ο πιο
ρομαντικός πατριώτης δεν θα μπορούσε παρά να αποδεχτεί, χωρίς καμία
αντιλογία, πως το κρυφό σχολειό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμη
ανυπόστατος και φυσικά εντελώς ανιστόρητος εθνικός μύθος. Αυτό είχα
πιστέψει απόλυτα και εγώ, μέχρι που υπέπεσε στην αντίληψή μου μια
παράγραφος από την Ιστορία για την Επανάσταση του 1821, του κορυφαίου ιστορικού και ακαδημαϊκού Διονύση Κόκκινου, όπου λέει τα εξής:
Ὁ παπᾶς κάτω ἀπὸ τὰ ράκη τοῦ ράσου
του κρατεῖ τὸ ψαλτῆρι καὶ πηγαίνει νὰ μάθῃ τὰ παιδιά, ποὺ τὸν
περιμένουν, νὰ διαβάζουν. Ὁμιλεῖ ἀκόμη εἰς τὰ παιδιὰ καὶ διὰ
τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους ποὺ ἐδόξασαν ἄλλοτε αὐτὸν τὸν τόπον.
Διδάσκει τὴν ὀλίγην ἱστορίαν ποὺ γνωρίζει καὶ αὐτός. Τὸ κρυφὸ
σχολειὸ δὲν εἶναι θρῦλος. Τὸ συνετήρησε, παρὰ τὰς
καταδιώξεις, παρὰ τὴν ἀξιοθρήνητον ἔλλειψιν παντὸς μέσου,
παρὰ τὴν φοβερὰν πίεσιν τόσων ἀμέσων ἀναγκῶν, ποὺ θὰ ἦτο
φυσικὸν νὰ ὁδηγήσουν πρὸς τὸν ἐξισλαμισμόν, ὁ βαθύτατος
πόθος τοῦ τυραννουμένου ἔθνους νὰ ὑπάρξῃ. Ἡ ἑλληνικὴ
κοινότης τὸ ἐξησφάλιζε[6].
Από τότε αποφάσισα να ερευνήσω το θέμα
του κρυφού σχολειού όσο πιο συστηματικά μπορούσα, διότι γνώριζα πολύ
καλά ότι ο Δ. Κόκκινος κατείχε όσο λίγοι τα θέματα της Τουρκοκρατίας και
του ’21, και πως, όταν αποφαίνεται για κάτι τέτοιο, βαραίνει ιδιαίτερα ο
λόγος του. Έτσι προέκυψε αυτή εδώ η εργασία, η οποία απευθύνεται σε
όλους εκείνους που θέλουν να ξέρουν, με επιστημονική ακρίβεια και
τεκμηρίωση, ποια είναι η ιστορική αλήθεια για το κρυφό σχολειό, καθώς,
μέσα από μια πολύχρονη έρευνα, βρέθηκαν όλες εκείνες οι μαρτυρίες που
πιστοποιούν, με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, την ιστορικότητα του
κρυφού σχολειού.
Οι αναθεωρητές ιστορικοί –καθώς και οι
διανοούμενοι και δημοσιογράφοι που ακολουθούν τις απόψεις τους– ψέγουν
όσους υπερασπίζονται τον «μύθο» του κρυφού σχολειού για «πολλαπλές και
μικρές σε έκταση δημοσιεύσεις», που διακρίνονται για «απλοϊκή γραφή»,
«συναισθηματικό ή και επιθετικό τόνο» και, κυρίως, για «έλλειψη επαρκούς
και σύγχρονης ιστορικής παιδείας»[7]. Τις περισσότερες φορές μάλλον έχουν δίκιο. Θα επιχειρήσουμε όμως να τους διαψεύσουμε.
Η παρούσα μελέτη έχει απλή διάρθρωση και
δομή, ώστε να διευκολύνει τον αναγνώστη στην παρακολούθηση τόσο της
ανάπτυξης του θέματος, όσο και του πηγαίου υλικού που παρατίθεται και
αναλύεται σε αυτήν. Στην αρχή, παρουσιάζουμε τις απόψεις των εγχώριων
αναθεωρητών –ιστορικών και μη– για το κρυφό σχολειό και αμέσως μετά
απόψεις της διεθνούς βιβλιογραφίας. Στη συνέχεια, θα παρατεθούν και θα
αναλυθούν μαρτυρίες που προέρχονται από την αρχή μέχρι το τέλος της
Τουρκοκρατίας, που αποδεικνύουν και επιβεβαιώνουν, με το πλέον
αναντίρρητο τρόπο, ότι οι Τούρκοι απαγόρευαν ευθέως και δίωκαν απηνώς
την παιδεία αλλά και τη θρησκευτική ελευθερία των υπόδουλων Ελλήνων.
Αμέσως μετά, ακολουθούν οι μαρτυρίες που αναφέρονται σε σχολεία που
είχαν κλείσει οι Τούρκοι, τα οποία οι Έλληνες ραγιάδες είχαν ιδρύσει,
μετά από πολλούς αγώνες, κόπους και μπαχτσίσια. Τέλος, παρουσιάζονται
όλες οι μαρτυρίες που αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στην ύπαρξη του
κρυφού σχολειού, οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή της
Τουρκοκρατίας μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι, με το ιστορικό
υλικό του αρχειοδίφη και τον συλλογισμό του ιστορικού, σχηματίζονται τα
τεκμήρια[8]
για την απόδειξη της ιστορικότητας του διωγμού της παιδείας και των
σχολείων από τους Τούρκους και, συνακόλουθα, της ιστορικότητας του
κρυφού σχολειού.
Η μελέτη κλείνει με τα συμπεράσματά της.
Αμέσως μετά, ακολουθούν δύο παραρτήματα
για την ανάπτυξη της παιδείας των Ελλήνων την περίοδο της Τουρκοκρατίας,
μέσα και έξω από τα όρια της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα παραρτήματα
αυτά αποτελούν οργανικό και αναπόσπαστο μέρος της όλης μελέτης.
[1] Όλες οι εμφάσεις στις πηγές και τα παραθέματα της παρούσης μελέτης είναι δικές μου, εκτός αν δηλώνεται διαφορετικά.
[2] Τ. Γριτσόπουλος, «Το Αμφισβητούμενον Κρυφό Σχολειό», Εκκλησία 81 (2004), σ. 557.
[3] π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Τουρκοκρατία, Αθήνα 62005 [1988], σσ. 133 του ιδίου, 1821, Η Κορύφωση της Ιστορικής Πορείας του Ελληνικού Έθνους, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 34.
5 π. Γ.Δ. Μεταλληνός, 1821…, ό.π., σ. 34.
[5] π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Τουρκοκρατία, ό.π., σ. 184, σημ. 39.
[6] Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις,
τ. 1, Αθήναι 51967, σ. 21. Στην παρούσα μελέτη, προκειμένου να εξάγουμε
τα συμπεράσματά μας για το θέμα που θα πραγματευτούμε, θα παραθέσουμε
μια μεγάλη σειρά αποσπασμάτων από κείμενα που έχουν γραφεί είτε αιώνες
πριν από σήμερα, την εποχή της Τουρκοκρατίας, είτε και σε πιο σύγχρονες
εποχές, σε γλώσσα αρχαΐζουσα, καθαρεύουσα, αλλά και στη λαϊκή δημοτική
γλώσσα της κάθε εποχής. Αυτό όμως δημιουργεί ένα ζήτημα για την γραμμή
που θα πρέπει να ακολουθήσουμε στο θέμα της ορθογραφίας όλων αυτών των
αποσπασμάτων. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι καινούργιο, ασφαλώς, και έχει
ήδη απασχολήσει τους φιλολόγους που προβαίνουν στην έκδοση κειμένων
μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών, ποιητών και πεζογράφων, του παρελθόντος.
Όπως παρατηρεί ο Ν.Δ.
Τριανταφυλλόπουλος, στην εισαγωγή της μνημειώδους κριτικής του έκδοσης
των Απάντων του Παπαδιαμάντη, αυτό είναι ένα «βασανιστικό πρόβλημα»,
διότι ο καθένας που παραθέτει στο έργο του κείμενα αλλοτινών καιρών
πρέπει να τα ορθογραφήσει έτσι, ώστε «ούτε την φυσιογνωμία τους να
καταστήσει αγνώριστη, ούτε όμως να το κάνει αποκρουστικό στον
αναγνώστη»: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος (κριτική έκδ.), Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης Άπαντα, τ. 1, Αθήνα 1981, σ. κδ΄. Ο Τριανταφυλλόπουλος
αναφέρεται στα κείμενα του Παπαδιαμάντη, αλλά ο προβληματισμός του
φυσικά ισχύει για κάθε ανάλογη περίπτωση.
Η λύση που δίνει, απλή όσο και
ριζοσπαστική, μας εκφράζει απόλυτα, γι’ αυτό και την ακολουθούμε πλήρως.
Έτσι, και εδώ «κρατήθηκε ό,τι μπορούσε σήμερα να κρατηθεί, και
παραμερίστηκε κάθε ορθογραφική, για την εποχή μας τουλάχιστο,
ιδιορρυθμία, που θα ενοχλούσε. Επιπλέον, γραφές λέξεων που δεν έχουν
κανένα ετυμολογικό στήριγμα δίνουν την θέση τους στις σωστές»: ό.π., σ.
κζ΄. Γι’ αυτό και, στα κείμενα που είναι γραμμένα σε δημοτική ή λαϊκή
γλώσσα, «η ορθογραφία ενοποιήθηκε σύμφωνα με τους γενικώς αποδεκτούς
κανόνες της γραμματικής της δημοτικής και η στίξη ρυθμίστηκε
διακριτικά», σύμφωνα με τα όσα εξαγγέλλει και ο Γ.Π. Σαββίδης στην
στερεότυπη έκδοσή του των Απάντων του Καρυωτάκη: Γ.Π. Σαββίδης (επιμ.),
Κ.Γ. Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928), Λογοτεχνία και Φιλολογία 6,
Αθήνα 1989, σ. 16. Για παράδειγμα, δεν ακολουθήθηκε η ψιλοδάσυνση του
διπλού ῤῥ, γραμματικά εντελώς περιττή, που υπάρχει σε πολλά κείμενα των
προηγούμενων αιώνων, ενώ διακρίθηκε το ερωτηματικό (ὁ)ποῦ από το
αναφορικό (ὁ)πού, όπως επίσης το ερωτηματικό πῶς από το ειδικό πώς, τα
οποία, στα κείμενα της Τουρκοκρατίας, όλα περισπώνται. Επίσης, η
δημοτική κατάληξη της αιτιατικής πληθυντικού των θηλυκών, που στα
κείμενα της τουρκοκρατίας, αλλά και μετέπειτα, γράφεται -αις,
απλοποιήθηκε σε -ες (μούσες αντί μούσαις). Παρόμοιες απλοποιήσεις και
ορθογραφικές ενοποιήσεις έγιναν σε όλες τις περιπτώσεις όπου ήταν
απαραίτητο.
Αντίθετα, στα αρχαΐζοντα κείμενα και τα
κείμενα σε καθαρεύουσα, ως επί το πλείστον, διατηρήθηκε η ορθογραφία του
συγγραφέα, εκτός από την αυτονόητη διόρθωση των όποιων ορθογραφικών
λαθών. Όμως, τα ξενόγλωσσα αποσπάσματα της μελέτης μας, είτε από τις
πηγές, είτε από τη βιβλιογραφία, τα παραθέσαμε όλα όπως ακριβώς είχαν
στο πρωτότυπο έργο, χωρίς καμία απολύτως ορθογραφική επέμβαση ή
διόρθωση.
[7]
Π. Στάθης, «Το Κρυφό Σχολειό: Διαδρομές του Μύθου, Διαδρομές της
Ιστορίας», στο cd-rom με τις εισηγήσεις του συν. «Η ιστορία ως
Διακύβευμα. Μορφές Σύγχρονης Ιστορικής Κουλτούρας» [2001], το οποίο
συνοδεύει το Historein / Ιστορείν 4 (2003-2004), σ. 22 (του pdf).
[8] Βλ. σχ. Α. Λιάκος, «Ά. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό. Χρονικό ενός Μύθου, Αθήνα 1997: Βιβλιοκρισία», Μνήμων 20 (1998), σ. 293.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου